Ο Φρανσουά ντε Γκυγιέ ταξίδευε στους αγίους τόπους, για να ακολουθήσει νοερά τα βήματα σ’ αυτήν την ηθική πορεία που είχε κάνει ο Χριστός. Του απάντησα πως πήγαινα σε τρεις ιστορικές πόλεις, που είχαν σημαδέψει τη δική μου πνευματική πορεία, - την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και την Ιερουσαλήμ. Στο άκουσμα της Αθήνας, ένας μορφασμός σκοτείνιασε τα ωραία καταγάλανα μάτια του. Δεν τελείωνε το κατηγορητήριό του για την «Πρωτεύουσα του Παγανισμού», όπως την είχε χαρακτηρίσει, που είχε ειρωνευθεί τον Απόστολο Παύλο, όταν επιχείρησε στο λόφο της Πνύκας να την πείσει πως της ευαγγελιζόταν τον «Άγνωστο Θεό», που του είχε αφιερωμένο ιδιαίτερο βωμό. Του αντείπα, πως απ’ την ειδωλολατρία είχαν ανανήψει ηθικά οι διάνοιες του Σωκράτη και του Πλάτωνα, έτσι που να φτάσουν να διαιστανθούν παραγγέλματα του Ευαγγελίου.
…
Κάποια αυγή αντικρίσαμε σα μετέωρη μέσα στην αχλή την κολονάδα του ναού του Ποσειδώνα πάνω στο ακρωτήριο Σούνιο. Περιπλέαμε πια την Αττική. Η λύπη μου δεν λεγόταν, γιατί παρ’ όλη την επιμονή μου δεν είχα κατορθώσει να τον πείσω να με συνοδεύσει στην πόλη της Παλλάδας. Τυφλωμένος απ’ τον φανατισμό του Χριστιανού, εξακολουθούσε να τη θεωρεί αμαρτωλή απ’ το ειδωλολατρικό παρελθόν της: «Στην Ιερουσαλήμ θα εξαγνισθείτε απ’ τον ρύπο των μνημείων της …», μου ψιθύρισε καθώς αποβιβαζόμουν στο Πόρτο Λεόνε.
…
Η διαδρομή ως τη θρυλική πόλη κράτησε δυο ώρες με άλογο ανάμεσα σε χωράφια, ελαιόδεντρα, περιβόλια και ερείπια από αρχαία τείχη. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν απογοητευτική. Το «κλεινόν άστυ» … «Ελλάδος έρεισμα», όπως το είχε υμνήσει ο Πίνδαρος, ήταν τώρα μια πολίχνη με κάμποσες εκατοντάδες σπιτόπουλα σε βρώμικες γειτονιές και μερικά αρχοντικά απομονωμένα. Καθώς περνούσα από την πύλη του Αδριανού, ένας νεαρός Καπουτσίνος, που μασουλούσε λαίμαργα μια φρατζόλα άσπρο ψωμί, με οδήγησε στη μονή του, όπως με είχαν συμβουλεύσει απ’ τη Φλωρεντία να κάνω μόλις θα επισκεπτόμουν την πόλη. Οι μοναχοί με υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Γευμάτισα, επιτέλους, καλομαγειρεμένο φαΐ και φρέσκα φρούτα. Έσπευσαν να μου διευκρινίσουν, πως η Αθήνα, εκτός απ’ το προνόμιο να έχει τα αριστουργηματικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας, έτσι που να την κάνουν στον κόσμο μοναδική, κατά τα άλλα είναι μια βρωμόπολη ευνοημένη από το έξοχο κλίμα της Αττικής. Κοντοζύγωνε το απόγευμα, όταν πήρα να ανηφορίζω στο λόφο της Ακρόπολης με τη συνοδεία ενός καπουτσίνου. Στιγμές – στιγμές είχα την ψευδαίσθηση, πως ακολουθούσα την πομπή στη γιορτή των Παναθηναίων, την τριήρη με τον πέπλο στο κατάρτι της υφασμένο απ’ τις Αθηναίες αρχοντοπούλες για να ντύσουν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στο ναό του Ερεχθείου. Άκουα τους ύμνους απ’ τις κανηφόρες παρθένες. Η συγκίνησε με έπνιγε. Είχα την εντύπωση πως πήγαινα να προσκυνήσω στους αγίους τόπους του Ελληνικού πνεύματος.
Αιστάνθηκα δέος μόλις βρέθηκα ανάμεσα στις πενήντα οχτώ κολόνες του Παρθενώνα. Μου φαινόταν να φθάνουν στ’ αυτιά μου ψιθυρίσματα από τα αετώματα, τη ζωφόρο, τις μετόπες. Οι Κόρες μοιάζανε σα να παίρνανε μια μελαγχολική έκφραση μέσα στη μελογάλανη απόχρωση του σούρουπου. Κάθε τόσο αλαφιαζόμουν. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πρόβαλλαν ο Ικτίνος και ο Φειδίας περίλυποι για το ερείπωμα του έργου τους απ’ τον εγκληματικό χρόνο. Κάποιοι γύρω μου κάνανε σκίτσα, ψηλάφιζαν τα γλυπτά, φλυαρούσαν. Δεν είχα ανάγκη να τους μιμηθώ. Εμπιστευόμουν τη δύναμη της μνήμης μου – tantum scimus quantum in memoriam tenemus … Ήμουν συνεπαρμένος απ’ τη σκέψη, πως οι δύο μεγαλοφυείς δημιουργοί είχαν περπατήσει στο έδαφός της, είχαν αποτυπώσει την αφή τους στα μάρμαρά της, είχαν ατενίσει τον ίδιο αιώνιο ορίζοντα. Το εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία φαινόταν παράταιρο μέσα στο κλασσικό περιβάλλον του μνημείου. Μια μεγάλη κανδήλα διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα της. Χρυσοπόρφυρα κρόσια άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα το κοντόβραδο. Στο βάθος η Αίγινα και η Σαλαμίνα πρόβαλλαν σαν τεράστια κήτη. Ήταν μια κατανυχτική στιγμή. Ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου. Είχα την εντύπωση πως εκκλησιαζόμουν σε ναό αφιερωμένο στη μεγαλοφυΐα της ελληνικής σκέψης. Ναι, εγώ, εκπρόσωπος μιας εποχής, που έχει ανανήψει πνευματικά και ηθικά χάρη στη λαθροθηρία αυτού του πνεύματος.
…
Την επομένη, … περιδιάβασα στους χώρους όπου ήταν πιθανό να είχαν δράσει οι διάσημοι σοφοί, στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο Λύκειο του Αριστοτέλη, στην Αγορά, στην ποικίλη Στοά. Σε κάποια όχθη του Ιλισού φαντάστηκα την πλατάνα, όπου στον ίσκιο της ο Φαίδρος, απ’ τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, είχε απαγγείλει την «παλινωδία» του. Η επίσκεψή μου στην αγορά με έφερε πιο κοντά στη σύγχρονη πόλη. Η περιοχή είναι πλούσια από κάθε λογής προϊόντα. ομολογώ ότι οι Αθηναίοι είναι άνθρωποι εύθυμοι, όμορφοι, καλλίφωνοι και χάρη στο θαυμάσιο κλίμα υγιείς. πολλοί αιωνόβιοι δε θυμούνται να έχουν αρρωστήσει ! Η Αθήνα γεννά καλλονές. Λέγεται πως δύο – τρεις τις διάλεξαν αυτοκράτορες για συζύγους τους. Οι αρχόντισσες αποφεύγουν να κυκλοφορούν μέρα, από προκατάληψη πως θα κινδύνευαν από επιθέσεις πειρατών που στο παρελθόν είχαν κλέψει και πουλήσει σε σκλαβοπάζαρα προγονές τους. Ένα δροσερό αεράκι με συνόδευε στην εκδρομή του με άλογο ως τη μονή της Καισαριανής. Είναι το χριστιανικό μνημείο της πόλης του περασμένου αιώνα. Ο κατεβατός απ’ τις πλαγιές του Υμηττού μύριζε λεμονάνθια, θεραπευτικά βότανα, τριανταφυλλιά, ροδιές και θυμάρι. Αηδόνια τιτίβιζαν στα πλατάνια εύθυμα. Παραδείσιο τοπίο. Οι φιλόξενοι καλόγεροι μου πρόσφεραν απ’ το ξακουστό μέλι τους. Ήπια κρύσταλλο νερό απ’ την πηγή. Λένε πως είναι θαυματουργή η εικόνα της Παναγιάς. Ο ηγούμενος μου πρόσφερε φιλοξενία στον αρχοντικό ξενώνα της, όπου είχαν διανυκτερεύσει διάσημοι ξένοι. Τον ευχαρίστησα. Πολύ θα το ήθελα, μα βιαζόμουν να επιστρέψω στο Πόρτο Λεόνε.
…
Έφτασα στο Πόρτο Λεόνε κοντόβραδο. Ότι ανέβαζαν τα τελευταία φορτώματα με προϊόντα του τόπου – κεφάλια κερί, λάδια, τυριά, σαπούνι, ροδόνερο, μέλι, υφαντά. Ο Φρανσουά ντε Γκιγιέ με υποδέχτηκε με ένα πικρόχολο χαμόγελο. Τον πρόλαβα: «Στην Ιερουσαλήμ, στην επί του Όρους Ομιλία, είχε μιλήσει ο Θεός. Στην Αθήνα, πάνω στον Παρθενώνα, είχε εκφραστεί ο μεγαλοφυής άνθρωπος», του είπα.
[1] αποσπάσματα από το «Μεσαιωνικό τρίπτυχο» του Τάσου Αθανασιάδη, Α΄ «από το οδοιπορικό ενός ανευλαβή», Εστία 1998.