Οι έρευνες του P. Courcelle[2] έδειξαν ότι ήδη από τον 6ο αιώνα η ελληνική γλώσσα δεν ήταν πια γνωστή στην Ισπανία, στη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ότι στην Αφρική η τομή αυτή ορίζεται από τη βανδαλική κατάκτηση και ότι στη Γαλατία τοποθετείται στο μεταίχμιο του 5ου και του 6ου αιώνα. Στην Ιταλία, η τελευταία γενιά που ήξερε ελληνικά ήταν η γενιά του Βοηθίου (που πέθανε το 525) και του Κασσιοδώρου (που πέθανε γύρω στο 570), ενώ στην ίδια τη Ρώμη, γύρω στο 600, κανένας πια δεν διάβαζε τους Έλληνες Πατέρες, ούτε τους πιο επιφανείς. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), που καταγόταν από μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια και είχε διατελέσει νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Στη Ραβέννα, πρωτεύουσα του βυζαντινού εξαρχάτου, δηλαδή της βυζαντινής Ιταλίας, ήταν πολύ δύσκολο τον 7ο αιώνα να βρεθεί άνθρωπος ικανός να διεκπεραιώνει την ελληνική αλληλογραφία με την αυλή της Κωνσταντινούπολης. Στη βιβλιοθήκη του Ισιδώρου της Σεβίλλης περιλαμβάνονται μερικές μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων, του Ωριγένη και του Ιωάννη Χρυσοστόμου, αλλά ο Ισίδωρος δεν γνώριζε άμεσα κανένα κείμενο, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, σε ελληνική γλώσσα. Ο Γρηγόριος της Τουρ δεν γνώριζε ούτε μια λέξη ελληνική, όπως και ο Φορτουνάτος, επίσκοπος του Πουατιέ (530-609), που ομολογεί ότι δεν ξέρει τίποτα για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το ίδιο και ο Ιρλανδός άγιος Columbanus.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ναυάγιο. Μόνο μερικά συντρίμμια επιπλέουν: για τον πλατωνισμό, τα λατινικά σχόλια στον Τίμαιο, που έγραψε ο Καλσίντιους, συγγραφέας και μιας αποσπασματικής μετάφρασης του ίδιου διαλόγου στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα. Για το νεοπλατωνισμό, τα σχόλια του έγραψε ο Μακρόβιος στο Somnium Scipionis με κάποιες αναφορές στον Πλάτωνα και στον Πλωτίνο, καθώς και ο απόηχος των Εννεάδων που διακρίνεται στο έργο του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος γνώριζε ένα τμήμα τους από τη χαμένη σήμερα μετάφραση του Βικτορίνου. Ο Αριστοτέλης είχε κάπως καλύτερη τύχη. Ο χριστιανός Βοήθιος μετέφρασε και σχολίασε την Εισαγωγή στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, που είχε γράψει ο πλατωνιστής Πορφύριος, καθώς και τις ίδιες τις Κατηγορίες, και μπορούμε να πούμε ότι με τα έργα του αυτά έθεσε τις βάσεις της μεσαιωνικής λογικής ως τον 13ο αιώνα. Αυτά είναι όλα κι όλα στον κοσμικό τομέα, εκτός αν θελήσουμε να προσθέσουμε εδώ και όσα μπόρεσε να μας διασώσει ο Κασσιόδωρος στο δεύτερο μέρος του έργου Διδασκαλίες εκκλησιαστικών και κοσμικών γραμμάτων, το αφιερωμένο στις artes ac disciplinae liberalium litterarum, δηλαδή αυτό που ο Βοήθιος ονομάζει quadrivium (οι τέσσερις δρόμοι προς τη σοφία ή τη φιλοσοφία: αριθμιτική, αστρονομία, γεωμετρία, μουσική) και trivium (οι τρεις δρόμοι προς την έκφραση αυτής της σοφίας: γραμματική, ρητορική, λογική). Οι σελίδες αυτές του Κασσιόδωρου θα παραμείνουν το σύνολο των πραγμάτων που χρειαζόταν να γνωρίζει ένας άνδρας της Εκκλησίας από τις ελεύθερες τέχνες.
[1] Πωλ Λεμέρλ, «ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός», κεφ. Α΄, σελ. 19-20, ΜορφωτικόΊδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
[2] Π. Κουρσέλ, Les Lettres greques en Occident de Macrobe a Cassiodore, Παρίσι 1943: πρβλ. σελ. 389 κ.ε. (β΄ έκδ. Παρίσι 1948, σελ. 389 κ.ε. – αγγλική μετάφραση, με βιβλιογραφικές προσθήκες, εκδόθηκε στο Καίμπριτζ, Mass. το 1969 με τον τίτλο Late Latin Writers and their Greek Sources). Μπορεί κανείς επίσης να συμβουλευτεί τη διατριβή του Π. Ρισέ, Education et culture dans l’ Occident barbare (VIe-VIIIe siecles), Παρίσι (“Patristica Sorbonensia”, VI) 1962 (επανέκδοση το 1967, ίδια σελιδαρίθμηση): πρβλ. κυρίως σελ. 83-84 (λήθη της ελληνικής γλώσσας), 84-87 (εγκατάλειψη της φιλοσοφικής και επιστημονικής παιδείας), 250 κ.ε. (Γαλατία), 359 (κελτικά μοναστήρια και Ιρλανδία), 395 κ.ε. (Ρώμη) κτλ.