Ο Μακρυγιάννης κοίταξε και έξω, κοίταξε και μέσα. Πώς την πιάνουν την αρετή και πού λημεριάζει η δικαιοσύνη; Δόλο και απάτη πού τα πουλούν; Μέσα για έξω; Όλοι οι άγγελοι και όλοι οι δαιμόνοι μέσα, κατάμεσα έχουν τη μονιά τους. Μέσα η Κόλαση μέσα και η Παράδεισο. Έξω απλώνεται παντοδύναμο σωματικά το βασίλειο του Καίσαρα. Με τους σιδερόφραχτους νόμους του. Μέσα, το άλλο βασίλειο, που η δύναμή του βρίσκει την τελείωσή της στην αδυναμία του. Εκεί μέσα κρατούν άλλοι νόμοι. Δεν είναι πλάσματα και ονειροφαντασιές, δεν είναι ίσκιοι, ombre, ο μέσα κόσμος, αλλά πράγμα στερεό, cola salda[2], μπορεί στερεότερο από όλα τα άλλα όσα βλέπομε καθημερινά, με όλη τη συντριφτική δύναμή τους, να καταλήγουν απαραχώρητα στα σαγόνια του θανάτου, και που ο Σωκράτης βεβαίωνε τους Αθηναίους πως μέσα στην πολιτεία ή στην κοινωνία (εν τη πόλει), στα βασίλειο του Καίσαρα, δεν ξαναστάθηκε άλλο μεγαλύτερο αγαθό (μείζον αγαθόν) από αυτό το ασώματο, το εσωτερικό και το άπιαστο, την ατομική δούλεψή του στο Θεό (ή την εμήν τω θεώ υπηρεσίαν). Ο Μακρυγιάννης – το διαβάζομε στο τετράδιο – ταλαιπωρήθηκε εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις. Γιατί; Όσα από τα μέσα, όσα του θεού, τα διαφιλονίκησε έξω, το βασίλειο του Καίσαρα του τα αρνήθηκε. Η σύγκρουση φαντάζει φοβερή. Δύο δυνάμεις διαφορετικές συγκρούσθηκαν μέσα του και το αποτέλεσμα στάθηκε το τεκμήριο που μας άφησε με το σημερινό τετράδιο, η Σπηλιά του ή το Παρεκκλήσι του Αι-Γιαννιού στο σπίτι του. Πνευματικό δράμα. Πραχτικά δεν μπόρεσε να ρίξει χάμω το μεσοτοίχον του φραγμού, την έχθραν ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Αλλά ποιος το μπόρεσε από όσους αγωνίστηκαν τον αγώνα αυτόν; Και όμως αυτοί δίδαξαν, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωκράτη, το μείζον αγαθόν εν τη πόλει, τη δούλεψη στο μέσα κόσμο του ανθρώπου. Αυτοί οι όχι πολιτικοί – ουκ ειμί των πολιτικών δήλωνε, το είπαμε, ο Σωκράτης – χαρίζουν στις πολιτείες το μεγαλύτερο από όλα αγαθό τους. Ο Μακρυγιάννης με συντριβή και με δάκρυα παρακαλέστηκε για τον άνθρωπο γενικά και για τη δυστυχισμένη του πατρίδα ιδιαίτερα. Συγκρούσθηκε με τους άλλους πνευματικά. Συγκρούσεις τέτοιας λογής οι πολιτείες τις αποφεύγουν σαν τις αμαρτίες τους και ανθρώπους τέτοιας λογής ο κόσμος ξέρομε πως τους ξερνάει, δεν τους δέχεται, τους απομονώνει ή τους βγάζει τρελούς. Ο Βλαχογιάννης χαρακτήρισε το τετράδιο «έργο ενός τρελού» και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης μέσα εκεί παραδέχεται πως «δεν μ’ έχει σύντροφον να μου ειπεί τα μυστήριά του ο Θεός, να με συγχωρέσει εις την τρελιά μου[3]» (262). Και οι δυο δίκιο είχαν, καθένας για διαφορετικούς λόγους. Το βασίλειο του καίσαρα δε χωράει την Αντιγόνη, το σοφό Σωκράτη ή τον ταπεινό Μακρυγιάννη.
[1] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το τετράδιο του Μακρυγιάννη (MSS 262)», σελ. 77-79, εκδόσεις ΔοΜοΣ, 1984.
[2] Πού τα χαλεύομε εμείς τα δυο παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη, αρετή και δικαιοσύνη, και τα αντίμαχά τους, δόλο και απάτη; Έξω για μέσα στον άνθρωπο; Και ολάκερος ο κόσμος μέσα μας είναι ποιό από τα δυο: πλανέματα και ονειροφαντασιές, ombre – ή cosa salda, καταπώς θα έλεγε ο Δάντης;
[3] Στο Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού της ακαδημίας Αθηνών δε βρίσκεται το τρέλια. Βρίσκεται όμως το τρελιάζω και τρελιάζομαι. Και όλοι ξέρομε, φυσικά, το πανελλήνιο τρέλιακας.