Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία ημέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι με φανταχτερά πακέτα και δώρα. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο κοριτσάκι με τα σπίρτα! Άδικα η μικρή ορφανή διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβησμένη φωνή να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε, πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανένα στον κόσμο. Δεν είχαν ώρα για μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τις χίλιες λιχουδιές, στο καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οι διαβάτες, τυλιγμένοι στα ζεστά πανωφόρια τους, με τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως τα αυτια και τις εσάρπες γύρω από το λαιμό, έτρεχαν κρατώντας πακέτα στα γαντοφορεμένα τους χέρια, ενώ η ζεστή ανάσα τους άχνιζε στον παγωμένο αγέρα. Οι καρότσες περνούσαν βιαστικά και οι ρόδες τους άφηναν βαθιές αυλακιές στο χιονισμένο δρόμο. Τα άλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικά πάνω στο λιθόστρωτο και τα πέταλά τους τίναζαν λάσπη και μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μια άμαξα πέρασε τόσο γρήγορα που η μικρούλα μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Και όπως η παιδούλα γλιστρούσε στο χιόνι, το ένα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ενώ τα σπίρτα ξέφυγαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν δεξιά και αριστερά στον υγρό δρόμο.
Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν 'ολο το βιος και όλος ο κόσμος της. Γονείς, σπίτι, οίκογένεια δεν ήταν παρά μία μακρινή ανάμνηση για τη φτωχή ορφανή. Μόνη της περιουσία, τα νοτισμένα από το χιόνι ξυλάκια, τα μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας από το κρύο μέσα στα φθαρμένα ρουχαλάκια της, με τα ποδαράκια γυμνά μέσα στο χιόνι, η μικρούλα μάζευε με τα ξυλιασμένα από το κρύο χεράκια ένα-ένα τα σπίρτα και τα ξανάχωνε προσεκτικά στον κόρφο της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στα απαλά μαλλάκια, βρέχοντας τις πυρόξανθες μπούκλες που κολλούσαν στο ωχρό προσωπάκι της.
Και όπως μάζευε βιαστικά τα σπίρτα, ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, είδε το ξύλινο τσόκαρο, έσκυψε, το πήρε και έφυγε γοργά, πριν η μικρούλα προλάβει να μιλήσει.
Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικό το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν ειχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη;
Αλλά πάλι, ποιός θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά. Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια και πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα.
Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της.
Τα ματάκια της βούρκωσαν. Αποκαμωμένη και μελαγχολικη κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν Όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία.
Καταμεσις του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλα σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μία αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μία τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε. Η μικρούλα δεν δίστασε διόλου. Πήρε ένα δεύτερο σπίρτο, το έτριψε με δύναμη και στα μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ένα πλούσια στρωμένο γιορτινό τραπέζι. Πάνω στο φρεσκοσιδερωμένο κεντητό λινό τραπεζομάντηλο, η ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα ευωδίαζε στην πιατέλα, η σούπα άχνιζε στη σουπιέρα και τα αφράτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο και μυρωδικά.
Στο φως του φανοστάτη του γκαζιού οι κούπες με τα γλυκίσματα γίνονταν ακόμα πιο λαχταριστές, ενώ κάπου από το βάθος έφθανε λιγωτική η ευωδιά από τα τσουρέκια. Ώσπου η φλογίτσα έσβησε ήρεμα και το ξυλάκι στο παγωμένο χέρι της μικρούλας απέμεινε μαύρο, καρβουνιασμένο.
Χωρίς χρονοτριβή, το κοριτσάκι πήρε ένα ακόμα σπίρτο και το αναψε με λαχτάρα. Και η μαγική του φλόγα φώτισε για λίγο άλλη μια οπτασία. Στην έρημη πλατεία της πόλης υψώθηκε ξαφνικά ένα τεράστιο καταπράσινο και φουντωτό έλατο. Απάνω στα κλωνιά του αστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια και στο φως τους οι βελόνες του δέντρου έλαμπαν. Γιρλάντες απλώνονταν με χάρη στα κλαριά και χρωματιστές μπαλίτσες ιρίδιζαν στο μισόφωτο. Εδώ κι εκεί μικρά δωράκια, τυλιγμένα σε γυαλιστερό χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν να απλώσεις το χέρι και να τα πάρεις... Μα σαν έσβησε το σπίρτο, χάθηκε μονομιάς όλη τούτη η ομορφιά.
Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα ένα αρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρα ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός... "Κάποιος πεθαίνει," σιγομουρμούρησε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει!"
Ωσπου το πελώριο αστέρι σιγα-σιγα μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοιχτη στοργική αγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας τη σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Μη με αφήσεις μόνη άλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Και η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες του κόσμου, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγόνα της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω από τα σπίτια και τα δέντρα.
Σαν ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά, οι περαστικοί είδαν απορημένοι μία γλυκιά φτωχοντυμένη παιδούλα να κοιμάται γαλήνια στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού απάνω στο χιόνι, τριγυρισμένη από αναρίθμητα καμένα σπίρτα. "Καημενούλα!", είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί!". Όμως εκείνη τη στιγμή, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, το συγκλονιστικό αυτό δημιούργημα του μεγάλου Σκανδιναβού παραμυθογράφου Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, αντικατοπτρίζει την ψυχρή και ταυτόχρονα σκληρή πραγματικότητα ενός παρελθόντος, τόσο όμοιου, τόσο εκπληκτικά πανομοιότυπου με το παρόν. Στο κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Άντερσεν, δεν δραματοποιεί απλώς μια πραγματικότητα, ούτε πολύ περισσότερο κατασκευάζει λογοτεχνικά φανταστικές εικόνες, αναντίστοιχες με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του, αλλά επιχειρεί να ξυπνήσει τις αποχαυνωμένες συνειδήσεις, τις εγκλωβισμένες στον προσωπικό εγωκεντρισμό, την αυταρέσκεια και την αδιαφορία. Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να ατενίζουμε τον κόσμο μέσα από ένα εντελώς υποκειμενικό πρίσμα, ίσως επειδή έτσι μας βολεύει, ίσως επειδή δικαιολογούμε ευκολότερα τις πράξεις και τις παραλήψεις μας, όταν καμωνόμαστε πως αγνοούμε την μία όψη της πραγματικότητας, αυτή που κατά τεκμήριο χαλά την τάξη και την ασφάλεια, που με νοητικές και μόνο διαδικασίες υψώνουμε σαν τείχος απροσπέλαστο τριγύρω μας. Αν όμως ποτέ κοιτάξουμε πάνω και πέρα από αυτό το τείχος θα αντικρίσουμε, έκπληκτοι, την άλλη πλευρά της ζωής, αυτήν που θέλουμε να ξεχνάμε πως υπάρχει, επειδή κάτι τέτοιο θα μας γέμιζε ενοχές. Εγωισμός και υποκρισία μαζί. Γιατί όταν κάποιο ή κάποια μέλη της κοινωνίας των ανθρώπων δεν τα καταφέρνουν στον ανταγωνιστικό μας κόσμο, τότε έχει αποτύχει η ίδια η κοινωνία κι εμείς μαζί της και αυτό μας ενοχλεί. Έτσι προτιμούμε να σκληραίνουμε την στάση μας απέναντι σε ό,τι χαλά την εικονική μας πραγματικότητα και ταυτόχρονα πετρώνουμε και την ψυχή μας την ίδια. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα υπήρξε, υπάρχει και, δυστυχώς, θα εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον. Όταν βρεθείς μπροστά σε κάποιον συνάνθρωπό σου που σού ζητά βοήθεια μην γεμίζεις καχυποψία την καρδιά σου. Εάν μπορείς βοήθησέ τον … Κάν' το για σένα. Φτωχό μου κοριτσάκι με τα σπίρτα ... συγγνώμη !
Οι διαβάτες, τυλιγμένοι στα ζεστά πανωφόρια τους, με τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως τα αυτια και τις εσάρπες γύρω από το λαιμό, έτρεχαν κρατώντας πακέτα στα γαντοφορεμένα τους χέρια, ενώ η ζεστή ανάσα τους άχνιζε στον παγωμένο αγέρα. Οι καρότσες περνούσαν βιαστικά και οι ρόδες τους άφηναν βαθιές αυλακιές στο χιονισμένο δρόμο. Τα άλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικά πάνω στο λιθόστρωτο και τα πέταλά τους τίναζαν λάσπη και μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μια άμαξα πέρασε τόσο γρήγορα που η μικρούλα μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Και όπως η παιδούλα γλιστρούσε στο χιόνι, το ένα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ενώ τα σπίρτα ξέφυγαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν δεξιά και αριστερά στον υγρό δρόμο.
Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν 'ολο το βιος και όλος ο κόσμος της. Γονείς, σπίτι, οίκογένεια δεν ήταν παρά μία μακρινή ανάμνηση για τη φτωχή ορφανή. Μόνη της περιουσία, τα νοτισμένα από το χιόνι ξυλάκια, τα μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας από το κρύο μέσα στα φθαρμένα ρουχαλάκια της, με τα ποδαράκια γυμνά μέσα στο χιόνι, η μικρούλα μάζευε με τα ξυλιασμένα από το κρύο χεράκια ένα-ένα τα σπίρτα και τα ξανάχωνε προσεκτικά στον κόρφο της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στα απαλά μαλλάκια, βρέχοντας τις πυρόξανθες μπούκλες που κολλούσαν στο ωχρό προσωπάκι της.
Και όπως μάζευε βιαστικά τα σπίρτα, ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, είδε το ξύλινο τσόκαρο, έσκυψε, το πήρε και έφυγε γοργά, πριν η μικρούλα προλάβει να μιλήσει.
Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικό το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν ειχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη;
Αλλά πάλι, ποιός θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά. Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια και πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα.
Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της.
Τα ματάκια της βούρκωσαν. Αποκαμωμένη και μελαγχολικη κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν Όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία.
Καταμεσις του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλα σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μία αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μία τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε. Η μικρούλα δεν δίστασε διόλου. Πήρε ένα δεύτερο σπίρτο, το έτριψε με δύναμη και στα μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ένα πλούσια στρωμένο γιορτινό τραπέζι. Πάνω στο φρεσκοσιδερωμένο κεντητό λινό τραπεζομάντηλο, η ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα ευωδίαζε στην πιατέλα, η σούπα άχνιζε στη σουπιέρα και τα αφράτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο και μυρωδικά.
Στο φως του φανοστάτη του γκαζιού οι κούπες με τα γλυκίσματα γίνονταν ακόμα πιο λαχταριστές, ενώ κάπου από το βάθος έφθανε λιγωτική η ευωδιά από τα τσουρέκια. Ώσπου η φλογίτσα έσβησε ήρεμα και το ξυλάκι στο παγωμένο χέρι της μικρούλας απέμεινε μαύρο, καρβουνιασμένο.
Χωρίς χρονοτριβή, το κοριτσάκι πήρε ένα ακόμα σπίρτο και το αναψε με λαχτάρα. Και η μαγική του φλόγα φώτισε για λίγο άλλη μια οπτασία. Στην έρημη πλατεία της πόλης υψώθηκε ξαφνικά ένα τεράστιο καταπράσινο και φουντωτό έλατο. Απάνω στα κλωνιά του αστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια και στο φως τους οι βελόνες του δέντρου έλαμπαν. Γιρλάντες απλώνονταν με χάρη στα κλαριά και χρωματιστές μπαλίτσες ιρίδιζαν στο μισόφωτο. Εδώ κι εκεί μικρά δωράκια, τυλιγμένα σε γυαλιστερό χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν να απλώσεις το χέρι και να τα πάρεις... Μα σαν έσβησε το σπίρτο, χάθηκε μονομιάς όλη τούτη η ομορφιά.
Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα ένα αρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρα ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός... "Κάποιος πεθαίνει," σιγομουρμούρησε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει!"
Ωσπου το πελώριο αστέρι σιγα-σιγα μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοιχτη στοργική αγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας τη σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Μη με αφήσεις μόνη άλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Και η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες του κόσμου, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγόνα της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω από τα σπίτια και τα δέντρα.
Σαν ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά, οι περαστικοί είδαν απορημένοι μία γλυκιά φτωχοντυμένη παιδούλα να κοιμάται γαλήνια στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού απάνω στο χιόνι, τριγυρισμένη από αναρίθμητα καμένα σπίρτα. "Καημενούλα!", είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί!". Όμως εκείνη τη στιγμή, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, το συγκλονιστικό αυτό δημιούργημα του μεγάλου Σκανδιναβού παραμυθογράφου Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, αντικατοπτρίζει την ψυχρή και ταυτόχρονα σκληρή πραγματικότητα ενός παρελθόντος, τόσο όμοιου, τόσο εκπληκτικά πανομοιότυπου με το παρόν. Στο κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Άντερσεν, δεν δραματοποιεί απλώς μια πραγματικότητα, ούτε πολύ περισσότερο κατασκευάζει λογοτεχνικά φανταστικές εικόνες, αναντίστοιχες με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του, αλλά επιχειρεί να ξυπνήσει τις αποχαυνωμένες συνειδήσεις, τις εγκλωβισμένες στον προσωπικό εγωκεντρισμό, την αυταρέσκεια και την αδιαφορία. Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να ατενίζουμε τον κόσμο μέσα από ένα εντελώς υποκειμενικό πρίσμα, ίσως επειδή έτσι μας βολεύει, ίσως επειδή δικαιολογούμε ευκολότερα τις πράξεις και τις παραλήψεις μας, όταν καμωνόμαστε πως αγνοούμε την μία όψη της πραγματικότητας, αυτή που κατά τεκμήριο χαλά την τάξη και την ασφάλεια, που με νοητικές και μόνο διαδικασίες υψώνουμε σαν τείχος απροσπέλαστο τριγύρω μας. Αν όμως ποτέ κοιτάξουμε πάνω και πέρα από αυτό το τείχος θα αντικρίσουμε, έκπληκτοι, την άλλη πλευρά της ζωής, αυτήν που θέλουμε να ξεχνάμε πως υπάρχει, επειδή κάτι τέτοιο θα μας γέμιζε ενοχές. Εγωισμός και υποκρισία μαζί. Γιατί όταν κάποιο ή κάποια μέλη της κοινωνίας των ανθρώπων δεν τα καταφέρνουν στον ανταγωνιστικό μας κόσμο, τότε έχει αποτύχει η ίδια η κοινωνία κι εμείς μαζί της και αυτό μας ενοχλεί. Έτσι προτιμούμε να σκληραίνουμε την στάση μας απέναντι σε ό,τι χαλά την εικονική μας πραγματικότητα και ταυτόχρονα πετρώνουμε και την ψυχή μας την ίδια. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα υπήρξε, υπάρχει και, δυστυχώς, θα εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον. Όταν βρεθείς μπροστά σε κάποιον συνάνθρωπό σου που σού ζητά βοήθεια μην γεμίζεις καχυποψία την καρδιά σου. Εάν μπορείς βοήθησέ τον … Κάν' το για σένα. Φτωχό μου κοριτσάκι με τα σπίρτα ... συγγνώμη !
Καλά Χριστούγεννα