Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Τέχνη

Η Γραφική Φύση[1]

«Άσε τα δάκρυά σου να κυλήσουν, γιατί ποτέ δεν θα τρέξουν απ’ τα μάτια σου δάκρυα πιο υπέροχα και πιο δικαιολογημένα».

Βρισκόμαστε στον κήπο που ήταν θαμμένος ο μεγάλος συγγραφέας και φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσώ (1712-1778), στο σημείο όπου ο επισκέπτης βλέπει να προβάλλει μπροστά του, στην μέση της λίμνης, η Νήσος με τις Λεύκες, εκεί όπου ο ίδιος ο Ρουσώ είχε ζητήσει να ταφεί. Το απόσπασμα προέρχεται από τον οδηγό του κήπου, που σχεδιάστηκε λίγο μετά το θάνατο του Ρουσώ σύμφωνα με το καινούργιο «γραφικό» ή φυσικό ύφος. Το 18ο αιώνα ήταν πολύ συνηθισμένο να ρέουν άφθονα τα δάκρυα ανδρών και γυναικών, διότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν ελεύθερα σε θεατρικά έργα, έργα τέχνης και κήπους. Η ψυχρότητα της λογικής μπορεί να ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου, δεν απέκλειε όμως τις συναισθηματικές αντιδράσεις. Η ευσπλαχνία και η διανόηση δεν ήταν παρά δύο όψεις του ίδιου ατόμου.

Στην περίπτωση του τάφου του Ρουσώ, η τοποθεσία του ενέπνεε την αποκαλούμενη «ευχάριστη μελαγχολία», που ήταν ιδιαίτερα αρεστή στις ευαισθησίες του 18ου αιώνα. Όλοι οι κήποι των εξοχικών εκείνη την εποχή είχαν ένα σημείο όπου μπορούσε να καθίσει ο ιδιοκτήτης και να στοχαστεί απερίσπαστος την ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης, στοχασμούς που υποκινούσε συνήθως ένας τάφος τοποθετημένος σε περίοπτη θέση. Το ταφικό μνημείο ήταν σχεδόν πάντοτε σε νεοκλασικό ρυθμό και σε σχήμα τεφροδόχου, οβελίσκου ή σαρκοφάγου. Τα περιοδικά με συμβουλές μοντέρνας διακόσμησης σύστηναν αυτά τα μνημεία ως κατάλληλα για κήπους, μαζί με παγκάκια, γέφυρες και γραφικά κτίσματα, διότι όχι μόνο αποτελούσαν το πιο όμορφο στολίδι, αλλά συνδύαζαν και όλες τις δυνατότητες της «ευαισθησίας και του καλλιτεχνικού γούστου». Οι τάφοι μέσα στους κήπους ή στην άγρια φύση ήταν πανταχού παρόντες στη θεματολογία της περιόδου, ακόμα και ως διακοσμητικά σε βεντάλιες και φλιτζάνια του τσαγιού.

Κάθε κομμάτι του συγκεκριμένου σερβίτσιου του τσαγιού φέρει ζωγραφική διακόσμηση από διαφορετικά δασώδη τοπία, στο καθένα από αυτά βρίσκεται τοποθετημένη μια φαντασιακή ταφόπλακα. Σε κάθε ταφόπλακα δεν υπάρχει χαραγμένο το όνομα κάποιου διάσημου ήρωα ή συγγραφέα, αλλά διάφορα γενικά συναισθήματα, όπως η επιθυμία να βρει κάποιος την ευτυχία (Sey Gluchlich) στην μετά θάνατον ζωή. Τον τάφο του Ρουσώ μπορούμε να τον επισκεφτούμε και σήμερα στον κήπο της Ερμενονβίλ, πενήντα χιλιόμετρα ανατολικά του Παρισιού, στην αγροικία όπου έζησε τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του και πέθανε υπό την προστασία του μαρκησίου Ρενέ ντε Ζιραρντέν. Η μία πλευρά της σαρκοφάγου φέρει απλώς την επιγραφή «Ένθα αναπαύεται ο ανήρ της φύσης και της αλήθειας»[2]. Η σκαλισμένη πλευρά, ορατή από την όχθη της λίμνης, είναι πιο διακοσμημένη. Στο κέντρο υπάρχει μια γυναίκα που συμβολίζει τη Γονιμότητα και κρατάει στο χέρι της ένα αντίτυπο του «Αιμίλου». Ο Αιμίλιος είναι η πραγματεία περί εκπαίδευσης που έγραψε ο Ρουσώ με μυθιστορηματική μορφή και λόγω των αντιχριστιανικών απόψεών του προκάλεσε προβλήματα στις γαλλικές αρχές, που τον οδήγησαν σε προσωρινή εξορία. Στα αριστερά, γυναίκες προσφέρουν λουλούδια και φρούτα σε ένα βωμό αφιερωμένο στη Φύση, ενώ στα δεξιά βλέπουμε παιδιά να χορεύουν κρατώντας το σκουφί της Ελευθερίας. Οι φιγούρες στα πλάγια συμβολίζουν την Αγάπη και την Ευφράδεια. Η θεματολογία συνοψίζει τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα του Ρουσώ, αλλά δίνει προτεραιότητα στο πάθος που έτρεφε για τις χαρές της φύσης και την ελευθερία του ατόμου.

Στον κήπο της Ερμενονβίλ το πιο σημαντικό αξιοθέατο είναι το ταφικό μνημείο, το οποίο σχεδίασε ο ζωγράφος και σχεδιαστής κήπων Υμπέρ Ρομπέρ (1733-1808), που έμελλε αργότερα να καταγράψει την τελετουργική μεταφορά των λειψάνων του Ρουσώ στο Παρίσι, την εποχή της Επανάστασης. Σύμφωνα με τον οδηγό που αναφέραμε πιο πάνω, η ιδανική στιγμή για να τον δει κάποιος είναι με φεγγαρόφωτο. Με το φως του φεγγαριού και το μνημείο να αντικατοπτρίζεται στα ήρεμα νερά της λίμνης, «αυτή η τόσο ήρεμη διαύγεια γίνεται ένα με την ηρεμία όλης της φύσης και σε προδιαθέτει για βαθύτατους στοχασμούς».

Τον υπόλοιπο κήπο, που είχε σχεδιάσει ο μαρκήσιος από το 1766 και μετά, ήταν λιγότερο μελαγχολικός και έδειχνε καλύτερα υπό το φως της ημέρας. Η χωροτεχνική του διάταξη στην Ερμενονβίλ ακολουθούσε τις καινούργιες ιδέες περί «γραφικού» κήπου. Τα «άκαμπτα και υπερβολικά επίπεδα» των Βερσαλιών δεν ήταν πια της μόδας και τα γεωμετρικά σχεδιαγράμματα είχαν αντικατασταθεί από τοπία κατασκευασμένα έτσι ώστε να μοιάζουν όσο το δυνατόν πιο φυσικά. Όπως έγραψε ο τοπιογράφος Πιερ-Ανρί ντε Βαλενσιέν (1750-1819) «στην Ερμενονβίλ ο καλλιτέχνης συνδυάζει και αντιγράφει πιστά τη φύση, διαφυλάσσοντας τη φυσιογνωμία και τη χάρη της». Και ο Βαλενσιέν συνέχιζε ότι, απ’ όλους τους κήπους της Γαλλίας, η Ερμενονβίλ είναι «ο μόνος που ευχαριστεί εξίσου τον στοχαστή και τον φιλόσοφο, επειδή μιλάει στην ψυχή, προκαλεί συναισθήματα, χαϊδεύει τις αισθήσεις, παρακινεί την φαντασία».

[1] Νταίηβιντ Έργουιν, «Νεοκλασσικισμός», «Πρώιμη Εξέλιξη_1750 έως 1790», σελ. 183-186, Εκδόσεις Καστανιώτη.
[2] «Ici repose l’ homme dela nature et de la verite»