Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση

Αριστομένη Προβελέγγιου
Λησμονημένος Πυρπολήτης
[25 Μαρτίου 1932]

Κάθεται στ’ ακρογιάλι και βυθίζεται
τον πόντο να θωρή. Τί συλλογίζεται ;
Πόσ’ απ’ αυτά τα κύματα
που στο Αιγαίο τρέχουν
και πάλι εδώ ξαναγυρνούν
και το νησί του βρέχουν,
πόσα τον έχουνε γνωρίσει,
πόσα τον έχουν νανουρίσει
στη γαλανή των την αγκάλη !
Και πόσα στην ανεμοζάλη
στου νότου το ούρλιασμα το θλιβερό,
τον έβλεπαν μέσα στο μανιώδη των χορό,
ατάραχο το διάκι να κρατά
του αλαφρού γοργού του σκάφους
και σαν θαλασσοπούλι να πετά
απάνω απ’ του βυθού τους ανοιγμένους τάφους !
Πόσ’ απ’ αυτά τα κύματα
έξαφνα φωτιστήκανε στη σκοτεινιά
από τις άγριες φλόγες, που περιζώνανε
την υπερήφανη φεργάτα του φονιά !
Κ’ έβλεπαν μεσ’ στην λάμψι τον πυρπολητή,
σαν άγγελον εκδικητή,
που έκαμε πανηγύρι χάρου
το πανηγύρι του βαρβάρου !
Τον βλέπω τον πυρπολητή στο περιγιάλι,
στο χέρι του γερμένο το κεφάλι.
Φαιδρά τα κύματα στα πόδια του κυλούν,
σαν να τον χαιρετούνε, σαν να τον καλούν.
Μ’ αγάπη να κυττάζει να χορεύουν,
ν’ αφρίζουν, να χωνεύουν
στης θάλασσας τα μάκρη
ενώ στα βλέφαρά του λάμπει, τρέμει δάκρυ.
Εμπρός που ανάλαμψαν τα χρόνια του τα φλογερά,
αγώνων και θριάμβων χρόνια ιερά,
της δόξας χρόνια, που ένοιωσε το φίλημά της
με περιφάνειας ρίγος ! – Τώρα, σαν διαβάτης
μεσ’ στην πατρίδα ξένος,
λησμονημένος, παρηγκωνισμένος !
Πικρό χαμόγελο στα χείλη του περνά.
Τον κόσμο τον γνωρίζει …
περάπονα κοινά και ταπεινά
δεν ξεστομίζει.
Δεν βαρυγκομά. τον φθάνει, που κυττά
ελεύθερο το κύμα να φλοισβίζη
κ’ ελεύθερο το ακρογιάλι να ραντίζη.
Τον φτάνει, που σε χώμα ελεύθερο πατά.
Τον φθάνει
πως σε πατρίδα ελεύθερη θενά πεθάνη
το χρέος στην πατρίδα το ιερώτερο
τώχει εκπληρώσει.
Της έχει δώσει
ό,τι είχε στη ζωή πολυτιμότερο :
της νιότης τη φωτιά και την ορμή. –
Σηκώθηκε και στάθηκε με περηφάνια.
Εκείνη τη στιγμή
μεσ’ απ’ τα νέφη, που σκεπάζαν τα ουράνια
μια ακτίνα πέφτει και φωτοβολεί
στο αγέρωχό του μέτωπο της Δόξας το φιλί.