Μπείτε σε ένα σούπερ μάρκετ, σε ένα τεράστιο πολυκατάστημα, διασχίστε τους εμπορικούς δρόμους μιας μεγάλης πόλης: το πράγμα δεν χρήζει ανάλυσης, έχετε μπει στον Κήπο των Ηδονών, στο Γήινο Παράδεισο. Όλα τα όνειρα της Χρυσής Εποχής, που βαυκάλιζαν κάποτε τους ανθρώπους, είναι συγκεντρωμένα εδώ. Η απεραντοσύνη των χωρών, η εκπληκτική ποικιλία των εκτιθεμένων προϊόντων, ο διάχυτος φωτισμός, τα χιλιόμετρα των διαδρόμων, η έντεχνη τοποθέτηση των εκθεμάτων συνιστούν μια ζωντανή ουτοπία. Αν επαληθεύτηκε ποτέ κάποια προφητεία, ιδού η επαλήθευσή της[2]. Αυτοί οι ναοί του εμπορίου ψάλλουν τη νίκη της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας επί της σπανιότητας. Να το αποτέλεσμα εκείνων των μυθικών «Ένδοξων Τριάντα»[3] που απελευθέρωσαν τις δυτικές μάζες από την αθλιότητα και την ανάγκη και έκαναν προσιτό σε όλους έναν πλούτο αντάξιο του Σαρδανάπαλου.
Σε μια όμορφη εστάμπα του, τη Luikkerland, που είναι η χώρα της καλοπέρασης για τους Φλαμανδούς, ο Μπρέγκελ ο Πρεσβύτερος παρουσιάζει τρία πρόσωπα ξαπλωμένα νωχελικά στα ριζά ενός δέντρου με μια έκφραση απόλυτης μακαριότητας. Λίγο πιο πέρα, περιφέρεται ένα γουρούνι με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο σώμα του, έτοιμο να κοπεί σε φέτες και να φαγωθεί, μια χήνα σε έναν ασημένιο δίσκο περιμένει να την καταβροχθίσουν, τα κάγκελα του περίβολου είναι λουκάνικα και ανάμεσα στους υπναράδες περιφέρεται ένα δίποδο αυγό. Ένα βουνό από πουτίγκα χωρίζει τη Luikkerland από τον πραγματικό κόσμο. Όλη αυτή η αγροτική σκηνή αποπνέει τον κορεσμό, την ικανοποίηση, τη γενναιόδωρη φύση που μεριμνά για τις ανάγκες των ανθρώπων απαλλάσσοντάς τους από κάθε κόπο. Ας φανταστούμε τους τρεις «κοιμωμένους» μας να τηλεμεταφέρονται ξαφνικά στην εποχή μας και να ξυπνούν στο τμήμα τροφίμων ενός σούπερ μάρκετ: σίγουρα θα πάθαιναν ασφυξία μπροστά στην ποικιλία των προϊόντων, θα αντιλαμβάνοντναν με φρίκη πως οι άνθρωποι των φτωχικών κοινωνιών δεν έχουν παρά όνειρα φτωχών, όνειρα γελοία. Ποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ακόμα και στα πιο ξέφρενα οράματά του, θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια αφθονία ;
Μες στο συσσωρευμένο πλούτο ενός πολυκαταστήματος, υπάρχει κάτι το υπέρμετρο κι αυτό το υπέρμετρο είναι εξουθενωτικό. Το βλέμμα, το οδηγημένο από μια φωταψία που διαχέεται από παντού, αδυνατεί να αγκαλιάσει όλα τα θαύματα που προσφέρονται στην απληστία του. Προτού να επιλέξουμε το άλφα ή το βήτα αντικείμενο, προτού μεθύσουμε με τους χρωματικούς συνδυασμούς ή τις φίρμες – γιατί τα πάντα εδώ είναι προσχεδιασμένα, ταξινομημένα, τοποθετημένα σύμφωνα με μια στρατηγική πλήρους ορατότητας – μεθάμε με τα αγαθά που δεν θα αγοράσουμε και που τα χαϊδεύουμε μονάχα με τα μάτια. Το να είσαι καταναλωτής σημαίνει ότι γνωρίζεις πως στις βιτρίνες και στα μαγαζιά θα υπάρχουν πάντα ένα σωρό πράγματα που δεν θα μπορέσεις να τα αποκτήσεις. Κανείς δεν κατακτά αυτή τη ζουγκλα των θησαυρών, που προϋποθέτει τερατώδεις δαπάνες, ένα γιγάντιο μηχανισμό παραγωγής και διοργάνωσης, ένα άπειρο δυνατοτήτων. Σε αυτούς τους καθεδρικούς του περιττού, το σφάλμα μας δεν είναι πως επιθυμούμε πολλά, αλλά, καθώς έλεγε ο Φουριέ, πως επιθυμούμε πολύ λίγα. Αν, σύμφωνα με τον άγιο Θωμά, η φτώχεια είναι η έλλειψη του αναγκαίου, τότε στην κοινωνία της κατανάλωσης είμαστε όλοι μας φτωχοί: αναγκαστικά μας λείπουν τα πάντα μια και τα πάντα είναι υπερβολικά πολλά.
Η μαγεία των μεγάλων καταστημάτων είναι πως μας απελευθερώνουν από τη δουλεία των άμεσων αναγκών προτείνοντάς μας μια πληθώρα από άλλες: η μόνη ηδονή είναι να θέλεις αυτό που δεν έχεις ανάγκη. Τα καλούδια που συσσωρεύονται εδώ, δεν ανταποκρίνονται σε καμιά χρηστική λογική, ανήκουν στην τάξη του θαύματος, της αέναης γονιμότητας. Πηγαίνουμε σε αυτά τα πανδαιμόνια όχι μόνο για να κάνουμε τα ψώνια μας αλλά και για να διαπιστώσουμε πως τα πάντα μας είναι προσιτά. Πηγαίνουμε για να βεβαιωθούμε πως ο θεός Πλούτος[4] υπάρχει, πως μπορούμε να τον αγγίξουμε, να τον ψαύσουμε, να τον οσφρανθούμε. Αυτή η άμεση συνάφεια με την πολυτέλεια και την υπερβολή μας αιφνιδιάζει, μας συναρπάζει από την πρώτη στιγμή. Εδώ ανασαίνουμε την ευωδιά της Γης της Επαγγελίας όπου το γάλα και το μέλι ρέουν πλουσιοπάροχα, όπου επιτέλους η ανθρωπότητα λυτρώνεται.
Υπάρχει η ένσταση πως αυτό το θαύμα έχει πεζοποιηθεί και πως η θέα των εμπορικών κέντρων και των δρόμων με τα καταστήματα μόδας δεν μας κάνει πια καμιά εντύπωση ; Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά μια και τα ψώνια έχουν γίνει μια καθημερινή ρουτίνα και παράλληλα, υπάρχουν και κάποιες πολυδάπανες αγορές που μας προκαλούν υπέρμετρη αγαλλίαση, αρκεί η αδιόρατη επαπειλή μιας οικονομικής κρίσης ή ένα ταξίδι σε φτωχές χώρες για να συνειδητοποιήσουμε το εκπληκτικό προνόμιο που απολαμβάνουμε. Δεν υπάρχει το «πέραν της αφθονίας». Με αυτήν ο κόσμος χωρίζεται σε Κράτη όπου οι βιτρίνες είναι γεμάτες και σε Κράτη όπου είναι άδειες. Τα πρώτα είναι a priori ζεστά και φιλικά, τα άλλα ψυχρά και εχθρικά. Και κάποιοι διανοούμενοι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας θα πρέπει να επιστράτευσαν όλη τους την υποκρισία για να οικτίρουν μετά την πτώση του Τείχους, το 1989, το γεγονός πως οι ανατολικογερμανοί συμπατριώτες του πορεύονται σαν ξέφρενη ορδή (…) σε πυκνές συστοιχίες προς τα λαμπερά αθύρματα των πολυκαταστημάτων της Δύσης[5] ή να λυπούνται που η πολιτική εξέγερση εκφυλίστηκε σε μια ψήφο υπέρ της μπανάνας και της σοκολάτας[6]. Ο Μουσολίνι όριζε τον φασισμό σαν απέχθεια για τη βολεμένη ζωή. Αλλά ποιος από τους προφήτες της νέας λιτότητας θα ήθελε πραγματικά να ανταλλάξει τη σημερινή ευμάρειά μας με τη σπανιότητα που αποτελούσε κάποτε τον κανόνα ; Γιατί δίχως αυτά τα θαυμαστά τεχνουργήματα όπως είναι οι μπανιέρες μας, τα ψυγεία μας, τα καπιτοναρισμένα μας έπιπλα που μας ξεκουράζουν και γλυκαίνουν τη ζωή μας, θα ‘μασταν χαμένοι. Η καλύτερη απόδειξη είναι το γεγονός πως οι λαοί του Νότου και της Ανατολής δεν μας ζηλεύουν παρά μόνο για ένα πράγμα: όχι για τα ανθρώπινα δικαιώματά μας, για τη δημοκρατία μας και ακόμα λιγότερο για την εκλεπτυσμένη κουλτούρα μας, αλλά αποκλειστικά και μόνο για την υλική μας αφθονία και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας μας. Η γλυκιά κόλαση των «μολυσμένων από ευμάρεια» χωρών μας είναι ένα παραδείσιο όνειρο για εκατομμύρια ανθρώπους. Επειδή ο τρόπος ζωής μας, έτσι καθώς έχει τώρα, δεν θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλη την ανθρωπότητα δίχως να επιφέρει μεγάλες καταστροφές στο περιβάλλον, επειδή κάποια μέρα θα μπορούσε να χαθεί ύστερα από ένα κραχ, παραμένει μια θαυμαστή και άκρως δαπανηρή εξαίρεση.
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «ο Πειρασμός της Αθωότητας», σελ. 54-58, εκδόσεις Αστάρτη.
[2] στα νότια του Σάχελ, κυκλοφορούσε για καιρό ένας μύθος που έλεγε πως τα πεζοδρόμια της Ευρώπης ήταν χρυσά
[3] Ζαν Φουραστιέ
[4] Κατά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου στη Σαουδική Αραβία, τα αμερικανικά στρατεύματα φύλαγαν τις προσβάσεις προς τις πετρελαιοπηγές, ενώ οι αραβικές δυνάμεις [Αιγύπτιοι, Σαουδίτες και Μαροκινοί] τις προσβάσεις προς τη Μέκκα. Ο καθένας τους άγιους τόπους του !
[5] Στέφαν Χελμ
[6] Ότο Σίλι