Κατά το 415 η Αλεξάνδρεια απησχόλησε πολύ την αυλήν του Βυζαντίου. Από του 412 μΧ διεδέχθη τον Πατριάρχην Θεόφιλον ο ανεψιός του Κύριλλος, ο οποίος ήτο αυταρχικώτερος και τραχύτερος του προκατόχου του. Ανέλαβεν αγώνα κατά των εθνικών και ιουδαίων, θέλει δε να επιβάλη την θέλησίν του και εις τας πολιτικάς αρχάς, εις τον αυγουστάλιον[2] (praefectus augustalis) Ορέστην, όστις φαίνεται δεν είχε στρατόν πολύν. Η αντίθεσις μεταξύ εθνικών και Χριστιανών ήτο ακόμη ζωηρά. Το 362 οι εθνικοί ενθαρρυνθέντες από το πρόγραμμα του Ιουλιανού εφόνευσαν τον επίσκοπον Γεώργιον, αλλά το 392 επί Θεοδωσίου κατεστράφη το Σαραπείον. Ο Κύριλλος τώρα, ίσως διότι ο Ορέστης δεν ήτο δυνατός άρχων, διευθύνει μετά φανατισμού τον αγώνα έχων εις την διάθεσίν του εκατοντάδας μοναχών από την Νιτρίαν της Αιγύπτου. Συχνά εγίνοντο συγκρούσεις και φόνοι μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Εν μέσω των ταραχών τούτων εστράφησαν οι χριστιανοί και κατά της ονομαστής φιλοσόφου Υπατίας, της κόρης του μαθηματικού Θέωνος. Πατήρ και κόρη εδίδασκαν εις το περίφημον μουσείον, το οποίον επί τόσους αιώνας εκαλλιέργησε την επιστήμην. Πολλοί είναι οι μαθηταί της Υπατίας οι οποίοι την ετίμων, όπως ο Συνέσιος[3], ως είδομεν ανωτέρω. Ο σύγχρονος ποιητής Παλλαδάς εις επίγραμμά του λέγει προς τοις άλλοις[4] :
…
Υπατία σεμνή, των λόγων ευμορφία,
Άχραντον άστρον της σοφής παιδεύσεως.
Και ο ιστορικός Σωκράτης επαινεί την Υπατίαν (VII, 15, 1) : «οι πανταχόθεν φιλοσοφείν βουλόμενοι κατέτρεχον προς αυτήν … Πάντες δι’ υπερβάλλουσαν σωφροσύνην πλέον αυτήν ηδούντο και κατεπλήττοντο». Οι χριστιανοί όμως εμίσουν την εθνικήν Υπατίαν και παρεξήγουν την συμπεριφοράν της. Δι’ αυτό ήτο εύκολον υπό τον αδιάλλακτον πόλεμον του Κυρίλλου να γίνη επίθεσις κατά της Υπατίας. Κατά τον Σωκράτη φανατικοί χριστιανοί κατέσφαξαν την Υπατίαν και την έκαυσαν[5]. Ο Σουΐδας γράφων περί του φόνου της «δικαίας και σώφρονος» Υπατίας προσθέτει : «αναιρούσι την φιλόσοφον, άγος τούτο μέγιστον και όνειδος προστριψάμενοι τη πατρίδι». Κατεδικάσθη λοιπόν δεόντος και από τους χριστιανούς το έγκλημα.
Ο φόνος της Υπατίας επροκάλεσε δυσφορίαν εις την Κυβέρνησιν του βυζαντίου, οπόθεν εστάλη ανώτερος υπάλληλος να ενεργήση ανακρίσεις. Οι φονείς όμως δεν ετιμωρήθησαν – εκρύβησαν ίσως με την συνδρομήν των χριστιανών – και ένεκα της ανικανότητος της πολιτικής αρχής. Ο φόνος της ενδόξου φιλοσόφου επιτρέπει να συμπεράνωμέν ότι πρόσωπα ολιγώτερον ένδοξα κατεστρέφοντο πολύ ευκολότερα.
[1] Κωνσταντίνου Αμάντου, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», σελ. 100-101, εν Αθήναις 1939.
[2] Από του Θεοδωσίου Β΄ η Αίγυπτος αποσπασθείσα της Ανατολής κυβερνάται ιδιατέρως από τον αυγουστάλιον.
[3] Εκ των μεγάλων προσωπικοτήτων, αι οποίαι ανεμίχθησαν και εις τα πολιτικά γεγονότα της εποχής και έτυχαν μεγάλου σεβασμού καθ’ όλον τον μεσαίωνα, ο έπειτα επίσκοπος «Πτολεμαΐδος» εις την Κυρηναϊκήν της Αφρικής. Έζησε μετάξυ των ετών 370-415. Εγεννήθη εις την Κυρήνην, από παλαιάν δωρικήν οικογένειαν και εκαυχάτο δι’ αυτό. Εσπούδασε εις τας Αθήνας και εις την Αλεξάνδρειαν. Αφωσιώθη εις την νεοπλατωνική Υπατία, την οποίαν εγκωμιάζει εις τας επιστολάς του. Την ονομάζει «μητέρα, αδελφήν, διδάσκαλον … και άπαν ό,τι τίμιον και πράγμα και όνομα»[Migne, PG. 66, 1352]. Ο Συνέσιος εμπνευσμένος από την φιλοσοφίαν της Υπατίας εφαρμόζει τα διδάγματα αυτής εις την πράξιν. Παρακολουθεί τα ζητήματα της Κυρηναϊκής, εργάζεται και τέλος αποθνήσκει υπέρ αυτής.
[4] Ανθολ. Παλ. ΙΧ, 400.
[5] Σωκράτ. VII, 15, 1: «αποδύσαντες την εσθήτα οστράκοις ανείλον (την Υπατίαν) και μεληδόν διασπάσαντες επί τον καλούμενον Κιναρώνα τα μέλη συνάραντες πυρί κατηνάλωσαν». Βλ. περί της Υπατίας και Diehl, L’ Egypte chretienne σ. 435.