Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

επική ποίηση

το δίλημμα του Έκτορα[1]

Όπως το φίδι του βουνού, βοσκό που καρτεράει
στην τρύπα του, φαρμακερά βοτάνια κι έχει φάει,
μ’ άγρια λύσσα και θωρεί στην τρύπα όπως τυλίσσει
κι Έκτορας μ’ έτοιαν άσβηστην ορμήν έχει γεμίσει.
Τη λαμπερήν ασπίδα του σε μια γωνιά ακουμπούσε
εκεί του πύργου, κι έστεκε και δεν υποχωρούσε,
και στη γενναία του καρδιά μιλεί την ώρα εκείνη
με λύπησιν. «Αλίμονον, που θα με κατακρίνει
πρώτος ο Πολυδάμαντας. Αυτός θα με προσβάλει,
τις πύλες τώρα σαν διαβώ και μπω στα τείχη πάλι,
που μου ‘χε δώσει συμβουλήν απ’ έξω μην καθήσω,
μέσα τους Τρώες απ’ οψαργάς στην πόλη να οδηγήσω,
που ‘χε Αχιλλέας ξεσηκωθεί, μοίρα άγρια, κακιά μας!
Κι έφταιξα εγώ. Δεν τ’ άκουσα, που θα ‘τανε καλλιά μας,
τόσος που χάθηκε στρατός με φταίξιμο δικό μου,
και τώρα ντρέπομαι να βγω να δουν το πρόσωπό μου
Τρώες και Τρωαδίτισσες με το συρτό φουστάνι.
Κατώτερός μου π’ αν βρεθεί να με προσβάλει φτάνει,
και να γυρίσει και να πει: «Έκτορας τώρα εμπρός μας,
που στην αντρειά του εθάρρεψε κι εχάθηκε ο στρατός μας
».
Έτσι θα πουν, κι έτσι καλλιά θα μου ‘ταν ν’ αντικρίσω
τον Αχιλλέα ολοπρόσωπα, πριν γύρω, να χτυπήσω
στο σπίτι μου γυρνώ μετά, να σκοτωθεί αν μπορέσω,
είτε απ’ αυτόν γενναία μπροστά στο κάστρο μας να πέσω.
Αν πάλι την αφαλωτήν ασπίδα κάτω αφήσω,
το κράνος μου το δυνατό, το δόρυ κι ακουμπήσω
στο τείχος, και στον άψεγο τον Αχιλλέα να σώσω
απ’ αντικρύς, κι υπόσχεσιν ίδιος μου να του δώσω
Ελένη και πολύτιμα δώρα της που ‘χει πάρει
με τ’ άρμενα τα βαθουλά στην Τροία με τον Πάρη,
πρώτη που στάθηκε αφορμή ο πόλεμος να γίνει,
όλα, τ’ Ατρέα πάλι οι γιοι να πάρουν πίσω εκείνοι,
κι ακόμης όσα μέσα της κι αν κρύβει η πολιτεία
πλούτη, με τα’ Αχαιούς στα δυο να μοιραστούν στην Τροία,
στους Τρώες και θα βάλω εγώ όρκο για να μου δώσει
η γερουσία, πως κανείς τίποτα δεν θα χώσει,
κι ό,τι κι αν κρύβει μέσα της γ η όμορφη τούτη πόλη,
όλα θα μοιραστούν στα δυο, και θα τα φέρουν όλοι.
Μα της ψυχής μου τώρα αυτά πώς τα’ ήρθαν και λογιάζει.
Κι αν πάω παρακαλώντας τον, και δεν με κάμει χάζι
και διόλους δεν με σεβαστεί και σπλάχνος δεν θα νιώσει,
κι ως θα με βρει ξαρμάτωτο πιάσει και με σκοτώσει,
που θα ‘χω αφήσει τ’ άρματα, όπως γυναίκα να ‘μαι;
Γλυκόλογα τώρα καιρός δεν είναι να μιλάμε,
σαν μια κοπέλα μ’ ένα νιο να γλυκοσυζητούμε
μιαν ώρα γρηγορότερα καλλιά να χτυπηθούμε,
να δούμε Ολύμπιος σε ποιόν δόξα απ’ τους δυο θα δώσει.»
Σκεφτόταν κι επερίμενε, κι είχε Αχιλλέας σιμώσει,
τ’ Άρη όμοιος, τ’ αντροφονιά. Τη λαμπερή φορούσε
την περικεφαλαία του, το δόρυ του κουνούσε
το από Πηλιώτική μελιά στον ώμο το δεξιό του
το φοβερό. Τριγύρω του λαμπύριζε ο χαλκός του
ή σαν τη λάμψη της φωθιάς, όντε λαμπουρδανίζει,
ή με τον ήλιο ως πεταχτεί, που ροδοκοκκινίζει.


[1] Ομήρου «Ιλιάδα» σε μετάφραση Γεωργίου Ψυχουντάκη, Ραψωδία Χ΄, στ. 96 – 133, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995.