Η φωτιά τη νύχτα των Χριστουγέννων[1]
Σεβασμός και κατάνυξη συνοδεύουν μερικές συνήθειες που ο ελληνικός λαός αιώνες πολλούς τις επαναλαμβάνει γύρω από τη φωτιά του σπιτιού του κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Είναι φροντίδες με βάση να αναφτή μια εξαιρετική φωτιά και άσβηστη να καίη ολόκληρη τη νύχτα. Η εύκολη και πρόχειρη ερμηνεία ότι όλες αυτές οι φροντίδες γίνονται γιατί είναι χειμώνας, γιατί έξω είναι παγωνιά και γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τη φωτιά, είναι ερμηνεία που θέλει να στηριχτή μονάχα στη λογική, για τούτο και χάνει την επαφή της με το γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Αν ήταν έτσι, ίδιες φροντίδες για τη φωτιά θα έπρεπε να γίνωνται σ’ όλο το διάστημα της βαρυχειμωνιάς. Μια γενική δικαιολογία, που τη συνηθίζουν οι ίδιοι οι χωρικοί, γι’ αυτή την πράξη τους, είναι πολύ διαφωτιστική και μας συνδέει άμεσα με το συναίσθημα τούτο : «Σαν απόψε η κυρά μας η Παναγιά θα γεννήση τον αφέντη Χριστό. Ανάβουμε τη φωτιά για να ζεσταθούνε μάννα και παιδί.»
Αυτόν το λατρευτικό χαρακτήρα της Χριστουγεννιάτικής φωτιάς αξίζει να τον παρακολουθήσουμε και να ιδούμε μερικές από τις ιδιορρυθμίες του.
Αν μπούμε σε πολλά σπίτια των χωριών μας, παραμονή Χριστουγένννων αργά τη νύχτα, θα ιδούμε όλους τους ανθρώπους του σπιτιού να έχουν από νωρίς κοιμηθή, γιατί και νωρίς θα σηκωθούν για την εκκλησία. Υπάρχει όμως και κάποιος που αγρυπνεί. Είναι η φωτιά στο τζάκι. Είναι «το ακοίμητον πυρ» της οικογενειακής εστίας, που στέκει σαν άγρυπνος φύλακας του σπιτιού. Θα μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το μεγάλο καλοδιαλεγμένο κούτσουρο, που έχει αρχίσει να καίη απόψε στη φωτιά. Μια φορά κάθε χρόνο το τζάκι του σπιτιού έχει την εξαιρετική τιμή να υποδέχεται τέτοιο θαυμάσιο κούτσουρο, ξερό, ίσιο, χοντρό, μεγάλο. Ο νοικοκύρης βδομάδες τώρα, απ’ όλους τους κορμούς που το καλοκαίρι έκοψε στο δάσος, έχει ξεδιαλέξει και φυλάξει το κούτσουρο για την αποψινή βραδυά. Όμοια όπως αργότερα από λίγες μέρες θα φροντίση να διαλέξη από πριν το αρνί για το γλέντι της Λαμπρής. Ιερό όνομα δίνει και στα δύο, και στο αρνί της Λαμπρής και στο ταπεινό κούτσουρο της Χριστουγεννιάτικης φωτιάς. Στο πρώτο θα δώση το όνομα «ο Λαμπριάτης», το δεύτερο θα ονομαστή «το Χριστόξυλο».
Τη νύχτα τούτη δε γεννιέται μόνο ο Σωτήρας του κόσμου. Αρχίζει μαζί και το Δωδεκαήμερο. Μυριάδες μικροί δαίμονες, ενοχλητικοί, φιλοπερίεργοι και αστείοι, έχουν σαν πλημμύρα ξεχυθή σ’ ολόκληρο τον απάνω κόσμο. Μας έρχονται κάθε χρόνο σαν τέτοιες μέρες. Μας έρχονται κάτω από τη γη, και επιστημονικά έχουν σχέση με τους αρχαίους χθόνιους δαίμονες και τους νεκρούς, όπως το έχουν αποδείξει λαογραφικές έρευνες των τελευταίων χρόνων. Το όνομά τους, το κυριώτερο από τα πολλά που έχουν, είναι Καλικάντζαροι, αλλά λέγονται και Λυκοκάντζαροι, και Παγανοί, και Μνημοράτοι ακόμη, γιατί βγαίνουν από μνήματα, τα μνημούρια. Ολοχρονίς ο σκοπός τους είναι να κόψουν το μεγάλο στύλο που κρατάει τη γη, για να γελάσουν όταν θα μας ιδούν να γκρεμιζόμαστε μαζί με ολόκληρο το σύμπαν. Μην περιμένεις λοιπόν να ιδής προκοπή από τούτα τα δαιμόνια.
Τώρα η χαρά τους είναι να μπαίνουν από τις καμινάδες και να κάνουν άνω-κάτω όλα τα πράγματα του νοικοκυριού, σκορπίζοντας παντού την αταξία, το μπέρδεμα και προπάντων το μίασμα. Ένα μονάχα πράγμα το φοβούνται και το τρέμουν. Και τούτο είναι ακριβώς αυτό που τώρα, μέσα στη βαθειά νύχτα, μένει άγρυπνο. Είναι η φοβερή φωτιά, που καθαίρει και απελαύνει στίφη δαιμόνων. Έτσι που καίει ολονυχτίς στο τζάκι, είναι φρουρός ακοίμητος και φοβερός, που φρουρεί τη δίοδο της καμινάδας.
Μέσα από τις αστείες ιστορίες των Καλικαντζάρων φτάσαμε τώρα στον κυριώτερο χαρακτήρα της Χριστουγεννιάτικης φωτιάς, που βλέπομε πως είναι πυρ ιερόν και αποτρόπαιον. «Άγιου που δε θαυματουργεί λιβάνι δεν του καίνε», γνωματεύει θυμοσοφικά ο ελληνικός λαός. Ούτε η φωτιά αυτή εδώ θα είχε σαν έθιμο κάποια ιδιαίτερη προτίμηση και μακροβιότητα, αν δεν υπήρχε βάθρο της στέρεο η λαϊκή πίστη ότι, τις νύχτες τούτες, τις γεμάτες γενικό μίασμα και κινδύνους, σίγουρο καταφύγιο σωτηρίας στον άοπλο άνθρωπο παραμένει μονάχα η φωτιά.