ο έσχατος εξευτελισμός[1]
Το Βυζάντιο, εκτεθειμένο σε διάφορους εξωτερικούς κινδύνους και εκβιασμούς, κλονιζόταν σοβαρά, με αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το τέλος του ήδη διαγραφόταν. Συντελεστές του υπήρξαν όσοι συνέβαλαν, ηθελημένα ή μη, στην εξαφάνιση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, στην υποδούλωση του ελεύθερου χωρίτου, στην εδραίωση των «ισχυρών», στην παραμέληση της εθνικής άμυνας, στον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος με συνέπεια την απώλεια της δημοσιονομικής πίστεως του κράτους, στη χορήγηση προνομίων και ατελειών στις ιταλικές ναυτικές πόλεις, χωρίς σημαντικό λόγο και χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα[2].
Δεν αποτελεί σχήμα λόγου αν δεχθούμε ότι οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ήταν στην πραγματικότητα ελεύθεροι αρχηγοί κράτους, αλλά φόρου υποτελείς εκπρόσωποι ελεύθερου κατά τους τύπους κράτους[3]. Προκειμένου το Βυζάντιο να καλύπτει τις δημοσιονομικές του υποχρεώσεις τους τελευταίους χρόνους μετήλθε και αυτόν ακόμη τον δανεισμό από ξένη χώρα.
Ο δανεισμός πραγματοποιούνταν κυρίως από τη Βενετία σε χρυσά δουκάτα, όταν όμως είχε πια ήδη κατεξευτελιστεί το Βυζάντιο και ο Αυτοκράτοράς του, ο ποίος για να εξασφαλίσει τον δανεισμό χρησιμοποίησε ως ενέχυρο και τα τιμαλφή του στέμματος[4]. Άλλου είδους εξευτελιστική περίπτωση για την εξασφάλιση εσόδων την εποχή αυτή είναι και η χορήγηση αφέσεως αμαρτιών (συγχωροχάρτι) από το κράτος, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της θρησκευτικής αποστολής στην Φλωρεντία (1438) για την ένωση των Εκκλησιών[5]. Αλλά οι Παλαιολόγοι που ήταν ουσιαστικά κυρίαρχοι μιας στενής λωρίδας γύρω από την Κωνσταντινούπολη, υπέστησαν και τον έσχατο εξευτελισμό, δηλαδή την προσωποκράτηση για χρέη και του ίδιου του Αυτοκράτορα Ιωάννου Η΄, στη Βενετία.
…
Η θέση της βυζαντινής δημοσιονομίας επιδεινωνόταν συνεχώς κάτω από την πίεση των παθητικών στοιχείων … και περισσότερο από τον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος … Η άποψη αυτή … δικαιολογείται … από την παρατεινόμενη επί Παλαιολόγων πολυτέλεια και χλιδή, παρά το κενό του Αυτοκρατορικού και Δημόσιου Ταμείου. Ο Κρουμπάχερ εύστοχα παρατηρεί για την τελευταία περίοδο των Παλαιολόγων ότι «το κράτος εποντίζετο και η γυνή ημών εστολίζετο»[6]. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου που χαρακτηρίζεται … από διοικητική εξάρθρωση και οικονομική αποσύνθεση, η απαλλαγή της άρχουσας τάξεως από τα δημόσια βάρη έφθασε στο ύψιστο σημείο, ενώ αντίθετα επωφελούνταν τα περισσότερα από τα δαπανώμενα δημόσια χρήματα.
[1] Σάββα Παρ. Σπένζα, «γ. γεμιστός – πλήθων, ο φιλόσοφος του μυστρά», σελ. 41 επ., εκδόσεις Μ. καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
[2] Α. Διομήδη: Ανέκδοτον. Οικονομική Πολιτική του φθίνοντος Βυζαντίου, σελ. 110, 113.
[3] Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ., Τόμος 1, σελ. 558. Ως νέα δημοσιονομική επιβάρυνσις της εποχής (1370) αναφέρεται η επί Ιωάννου Ε΄(1370) καταβολή νέου ετήσιου φόρου προς τον Μουράτ Α΄.
[4] (Μ. Μ.) Miklosich et Muller – Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Βιέννη 1860-1889, Τομ. 6.
[5] Μ. Ρενιέρη: Ιστορικαί Μελέται. Αθήναι 1881, σελ. 151.
[6] K. Crumbacher: Geschichte der Byzantinischen Litterstur. Τομ. ΙΙ, σελ. 39. Μετάφραση Σωτηριάδη.