το πρώτο νεοελληνικό κράτος[1]
Των δημοκρατικών Γάλλων περί τα τάλη του παρελθόντος αιώνος κυρίων γενομένων της Ιταλίας, και καταλυθέντος του Ενετικού κράτους, η Ενετία διά της εν Καμποφορμίω συνθήκης[2] παρεχωρήθη υπό του Βοναπάρτου εις την Αυστρίαν, αι δε τέως υπό την Ενετίαν νήσοι του Ιονίου πελάγους μετά των επί της απέναντι Ηπείρου παραρτημάτων αυτών κατελήφθησαν υπό των δημοκρατικών Γάλλων. Εις αποτροπήν τότε της εις την Ανατολήν διαδόσεως των αρχών της δημοκρατίας συνέστη η μεταξύ Ρωσσίας και τουρκίας συμμαχία και οι στόλοι αυτών ηνωμένοι κατέπλευσαν εις τας νήσους προς εκδίωξιν των Γάλλων. Δι’ εγκυκλίου του εν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχου οι κάτοικοι αυτών προετρέποντο εις σύμπραξιν επί τούτω μετά των συμμάχων υποσχομένων μετά την απελευθέρωσιν από των Γάλλων την αποκατάστασιν των Ιονίων νήσων και των παραρτημάτων αυτών εις πολιτείαν αυτόνομον και ελευθέραν. Ευχερώς ούτω μετ’ ολίγον εκδιωχθέντων των Γάλλων, εν εκάστη των νήσων συνέστη εκ των προκρίτων ιδία κυβέρνησις και εξ αυτών εξελέχθη δεκατρεταμελής γερουσία εδρεύουσα εν Κερκύρα ως γενική των ομοσπόνδων νήσων κυβέρνησις, ήτις ψηφίσασα το προσωρινόν της ομοσπονδίας πολίτευμα υπέβαλεν αυτό εις την έγκρισιν των συμμάχων δυνάμεων διά των αποσταλέντων εις Κωνσταντινούπολιν δύο αντιπροσώπων αυτής, του κόμητος Αντωνίου Μ. Καποδίστρια (πατρός του Ιωάννου), και του εκ Ζακύνθου κόμητος Νικολάου Γρανεδίγου Σιγούρου, κληθέν διά τούτο Βυζαντινόν σύνταγμα και επικυρωθέν υπό τε του Αυτοκράτορος της Ρωσσίας Παύλου και του Σουλτάνου Σελήμ συνεπεία της μεταξύ αυτών εν Κωνσταντινουπόλει συνθήκης[3], ην και ο Βασιλεύς της Μ. Βρεττανίας Γεώργιος Γ΄ ανεγνώρισε.
Διά της συνθήκης ταύτης αι νήσοι του Ιονίου πελάγους αι από του διαμελισμού του Βυζαντινού κράτους υπό διαφόρους εκ δύσεως δυνάστας περιελθούσαι και μέχρι της πτώσεως του Ενετικού κράτους επί αιώνας υπ’ αυτό διατελέσασαι, ανεκηρύχθησαν πολιτεία αυτόνομος και ελευθέρα υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου και την εγγύησιν της Ρωσσίας. Ενθουσιωδώς δε ο Ελληνισμός εχαιρέτισε την πρώτην εκείνην Ελληνικήν πολιτείαν μετά κατακλυσμόν μακράς δουλείας αναφανείσαν ως ίριδα ελπιδοφόρον και άριστον οιωνόν της εθνικής παλιγγενεσίας[4].
…
εν ώ αποκαθίσταντο η αυτονομία και η ελευθερία των Ιονίων νήσων, ιδρυομένης της Επτανήσου πολιτείας, αι απέναντι αυτής Ηπειρωτικαί χώραι, η Πάργα, το Βουθρωτόν, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα υπό Χριστιανών αποκλειστικώς οικούμεναι και επί αιώνας της αυτής τύχης των Ιονίων νήσων μετασχούσαι και ως παραρτήματα αυτών υπό τε τους Ενετούς και αυτούς τους Γάλλους κυβερνηθείσαι, αδιστάκτως παρεδόθησαν εις τον Τουρκικόν ζυγόν, χωρίς ποτέ παρά των Τούρκων να κατακτηθώσι. Και παρεχωρούντο μεν αυταίς τα προνόμια, ων υπό την εγγύησιν της Ρωσσίας απήλαυνον η Βλαχία και η Μολδαυΐα, αλλά γιγνώσκομεν, οποία της Πρεβέζης και ιδίως της Πάργας υπήρξεν η συμφορά και μετά την συνθήκην εκείνην.
…
Αλλ’ η ευχερώς επιτευχθείσα εκδίωξις των δημοκρατικών Γάλλων από των νήσων εθεωρήθη υπό των επικρατούντων εν αυταίς αριστοκρατικών ευκαιρία κατάλληλος προς ανάκτησιν των αποκλειστικών προνομίων, ων έχαιρον το πάλαι υπό τους Ενετούς, εν ώ τουναντίον εν ταις τάξεσι του λαού ταις αποκλεισμέναις της ισοπολιτείας σφοδρόν είχεν εξεγερθή το υπέρ της ελευθερίας και ισότητος φρόνημα εκ της διαδόσεως των αρχών της Γαλλικής επαναστάσεως υπό των καταλαβόντων επί τινα χρόνον τας νήσους δημοκρατικών Γάλλων. Εντεύθεν πάλη δεινή επήλθε μεταξύ των αντιφρονούντων και εν πάσαις ταις νήσοις επηκολούθησαν βιαιοπραγίαι …