Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Φιλοσοφία

ο κόσμος του καλού, ο κόσμος του κακού κι η θεία βούληση[1]
κατά Λάϊμπνιτς

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φιλοσοφίας του Λάϊμπνιτς είναι η θεωρία των πολλών δυνατών κόσμων. Ένας κόσμος είναι «δυνατός» αν δεν αντιστρατεύεται τους νόμους της λογικής. Υπάρχει άπειρος αριθμός δυνατών κόσμων, τους οποίους ο Θεός εξέταζε προτού δημιουργήση τον σημερινό κόσμο. Επειδή ο Θεός είναι αγαθός, αποφάσισε να δημιουργήση τον άριστο των δυνατών κόσμων, και θεώρησε πως εκείνος ήταν ο άριστος που θα είχε την μεγαλύτερη περίσσεια καλού απέναντι του κακού. Θα μπορούσε να πλάση έναν κόσμο που δεν θα περιείχε διόλου κακό, αλλά δεν θα ήταν τόσο καλός όπως ο σημερινός μας κόσμος. και τούτο διότι μερικά μεγάλα καλά είναι λογικώς συνδεδεμένα με ορισμένα κακά. Για να πάρουμε ένα κοινό παράδειγμα, ένα ποτήρι κρύο νερό όταν είσθε πολύ διψασμένος σε μια ζεστή μέρα μπορεί να σας δώση τέτοιαν ευχαρίστηση ώστε να θεωρήσετε πως τη δίψα που αισθανόσαστε πριν, μ’ όλο που βασανιστική, άξιζε τον κόπο να την υποστή κανείς γιατί χωρίς αυτήν η κατοπινή απόλαυση δεν θα ήταν τόσο μεγάλη.

Την θεολογία, όμως δεν την ενδιαφέρουν τα τέτοια παραδείγματα, αλλά η συνάρτηση της αμαρτίας με την ελεύθερη βούληση. Η ελεύθερη βούληση είναι μέγα αγαθό αλλ’ ήταν λογικώς αδύνατο για τον Θεό να παραχωρήση ελεύθερη βούληση και ταυτόχρονα ν’ αποφασίση ότι δεν πρέπει να υπάρχη αμαρτία. Γι’ αυτό ο Θεός αποφάσισε να κάνη τον άνθρωπο ελεύθερο, μολονότι προέβλεπε πως ο Αδάμ θε νάτρωγε το μήλο και παρ’ ότι η αμαρτία θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα την τιμωρία. Ο κόσμος που προέκυψε, μ’ όλο που περιέχει και το κακό, έχει μεγαλύτερη περίσσεια καλού απέναντι του κακού από οιονδήποτε άλλον δυνατόν κόσμο. Είναι συνεπώς ο καλύτερος των δυνατών κόσμων και το κακό που περιέχει δεν αποτελεί απόδειξη εναντίον της αγαθότητας του Θεού.

Η απόδειξη τούτη προφανώς ικανοποίησε την Βασίλισσα της Πρωσσίας. Οι δούλοι της εξακολουθούσαν να υφίστανται το κακό και αυτή ν’ απολαβαίνει τα αγαθά, και ήταν παρήγορο να διαβεβαιώνεται από έναν μεγάλο φιλόσοφο πως αυτό ήταν και σωστό και δίκαιο.

Η λύση που έδινε ο Λάϊμπνιτς στο πρόβλημα του κακού, όπως άλλωστε και οι άλλες δημοφιλείς θεωρίες του, είναι λογικά δυνατή αλλά δεν είναι και πολύ πειστική. Ένας Μανιχαίος θα μπορούσε ν’ αντιτείνη ότι ο κόσμος μας είναι ο χειρότερος των δυνατών κόσμων όπου όσα καλά υπάρχουν χρησιμεύουν μόνον για να εντείνουν τα κακά. Θα μπορούσε δηλαδή να ειπή πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον κακόβουλο δημιουργό, ο οποίος επέτρεψε την ελεύθερη βούληση, που είναι κάτι καλό, για να εξασφαλίση την αμαρτία που είναι κακό, και όπου το κακό υπερφαλαγγίζει το καλό της ελεύθερης βούλησης. Ο δημιουργός, θα μπορούσε να συνεχίση, έπλασε ενάρετους ανθρώπους για να μπορούν να τιμωρούνται από τους αχρείους, διότι η τιμωρία των ενάρετων είναι τόσο μεγάλο κακό ώστε κάμνει τον κόσμο χειρότερο παρ’ αν δεν υπήρχαν καλοί άνθρωποι.

Δεν συνηγορώ υπέρ αυτής της γνώμης που τη θεωρώ εξωφρενική. Λέγω απλώς ότι δεν είναι περισσότερον εξωφρενική από όσον είναι η θεωρία του Λάϊμπνιτς. Οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν το σύμπαν καλό και θα έβλεπαν με ανοχή κακά επιχειρήματα που θ’ αποδείκνυαν ότι είναι τέτοιο, ενώ κακά επιχειρήματα που θ’ αποδείκνυαν ότι είναι τέτοιο, ενώ κακά επιχειρήματα που θ’ αποδείκνυαν ότι είναι τέτοιο, ενώ κακά επιχειρήματα που θ’ αποδείκνυαν ότι είναι κακό, εξονυχίζονται με μεγάλη προσοχή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο κόσμος είναι εν μέρει καλός και εν μέρει κακός και δεν προκύπτει κανέναν «πρόβλημα κακού» παρά εάν αρνηθούμε το πρόδηλο τούτο γεγονός.

[1] Μπερτράν Ρουσέλ, «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας», τ. Β΄, 296-298, εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδη, Αθήνα