Βυζαντινές Αυτοκράτειρες
Η ζωή των ηγεμόνων της ελληνικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζεται συνήθως με αρκετά ανακριβή τρόπο. Εξαιτίας της ασύνειδης αλλά βαθιά ριζωμένης αντίληψης που έχουμε για τη θέση των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, στη μεσαιωνική Ρωσία και στη μουσουλμανική Ανατολή όλων των εποχών, φανταζόμαστε τις Βυζαντινές αυτοκράτειρες ως αιώνιες παιδίσκες, ισοβίως έγκλειστες και αυστηρά απομονωμένες στον γυναικωνίτη, που τις φρουρούσαν στενά σπαθοφόροι ευνούχοι και τις περιέβαλλαν αποκλειστικά γυναίκες, «αγένειοι άνδρες», όπως ονόμαζαν τους ευνούχους στο Βυζάντιο, και ηλικιωμένοι ιερείς, τις φανταζόμαστε ως γυναίκες που σπανίως εμφανίζονταν δημόσια καλυμμένες με πέπλα για ν’ αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα και οι οποίες είχαν τη δική τους, ξεχωριστή θηλυκή Αυλή, επιμελώς διαχωρισμένη από την Αυλή του βασιλέως, με δύο λόγια γυναίκες που διήγαν ζωή μουσουλμανικού χαρεμιού στο πλαίσιο μιας χριστιανικής κοινωνίας.
Ωστόσο αυτή η τόσο διαδεδομένη αντίληψη περί αυτοκρατορικής ζωής είναι πέρα για πέρα αμφισβητούμενη. Ελάχιστα κράτη στην πορεία της ανθρωπότητας έδωσαν τόσο χώρο στις γυναίκες, τους ανέθεσαν τόσο σημαντικό ρόλο και τους εξασφάλισαν τόσο έντονη επιρροή στα πολιτικά ζητήματα και στις κυβερνητικές αποφάσεις, όσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όπως έχει ειπωθεί εύστοχα, αυτό είναι «ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας»[1]. Η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αφορά μόνο εκείνες τις – ουκ ολίγες – αυτοκράτειρες οι οποίες με το κύρος της ομορφιάς τους ή την εξαιρετική ευφυΐα τους ασκούσαν στους συζύγους τους πανίσχυρη επιρροή: αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα το ιδιαίτερο, άλλωστε όλες οι ευνοούμενες σουλτάνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκαναν το ίδιο. Όμως στη μοναρχία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος, και σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, συναντάμε γυναίκες που είτε κυβέρνησαν για λογαριασμό τους είτε, το συνηθέστερο, χρησιμοποιούσαν κατά βούληση το στέμμα και έστεφαν αυτοκράτορες της αρεσκείας τους. Τίποτα δεν έλειπε απ’ αυτές τις πριγκίπισσες, ούτε η μεγαλοπρέπεια των τελετών με τις οποίες εκδηλώνεται η εξωτερική λάμψη της εξουσίας, ούτε οι επίσημες κυβερνητικές πράξεις με τις οποίες επιβεβαιώνεται ουσιαστικά η εξουσία τους. Ακόμη και στην κλειστή ζωή του γυναικωνίτη ανακαλύπτουμε ίχνη της παντοδυναμίας που ασκούσε νόμιμα μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα. Αυτή η παντοδυναμία εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα στο δημόσιο βίο και στον πολιτικό ρόλο που της αναγνώριζαν οι άνδρες της εποχής τους. Και όποιος επιθυμεί να γνωρίσει και να κατανοήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου, έχει ακόμη να μάθει αρκετά καινούργια πράγματα γι’ αυτές τις μακρινές, λησμονημένες πριγκίπισσες.
…
Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα μοίραζε ολόκληρο τον χρόνο της ανάμεσα στη χριστιανική λατρεία, στον προσωπικό καλλωπισμό, στις δεξιώσεις, στις γιορτές και στα συμπόσια. Συχνά την απασχολούσαν πιο σημαντικές υποθέσεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γυναικωνίτης επηρέαζε αισθητά τη λειτουργία της κυβέρνησης. Η αυγούστα διέθετε την προσωπική της περιουσία την οποία διαχειριζόταν κατά βούληση, χωρίς να συμβουλεύεται ή έστω να ενημερώνει τον βασιλέα. Ασκούσε την προσωπική της πολιτική, η οποία συχνά πυκνά δεν συνέπιπτε με τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ένα ακόμη πιο παράδοξο γεγονός που μας εκπλήσσει σε μια τόσο απόλυτη μοναρχία, ήταν ότι ο αυτοκράτορας άφηνε τη βασίλισσα να διαχειρίζεται εν λευκώ πολλά θέματα και συχνά αγνοούσε παντελώς τα όσα συνέβαιναν στα διαμερίσματά της. Έτσι ο γυναικωνίτης έκρυβε πάντα παράξενα ή και επίφοβα μυστήρια. Όταν ο Άνθιμος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ύποπτος αιρέσεως, αφού κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του εκκλησιαστικού συμβουλίου, αφορίστηκε από την Εκκλησία και εξορίστηκε από τον Ιουστινιανό, βρήκε άσυλο στο ίδιο το παλάτι, στα διαμερίσματα της Θεοδώρας. Στην αρχή οι πάντες ξαφνιάστηκαν από την απότομη εξαφάνιση του ιεράρχη. Κατόπιν τον λησμόνησαν θεωρώντας τον νεκρό. Όλοι ωστόσο κατεπλάγησαν όταν αργότερα, μετά τον θάνατο της αυτοκράτειρας, ανακάλυψαν ότι ο πατριάρχης κρυβόταν στα βάθη του γυναικωνίτη: είχε περάσει δώδεκα χρόνια σε αυτό το διακριτικό καταφύγιο χωρίς να το μάθει ποτέ ο Ιουστινιανός και χωρίς η Θεοδώρα – πράγμα ίσως ακόμη πιο αξιοθαύμαστο – να προδώσει ποτέ το μυστικό της.