Κώστα Βάρναλη [1883-1974]
Ο Τρελός
Μπροστά πολύ, πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.
Είχα γυναικά, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασσώντας τη μαστίχα.
Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα
πο χει να τραβούμε.
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη
με χιλιάδες πείροι.
Να στε γεροί, να στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης
και με τους διάκους ο δεσπότης
- τζιλβέδες και καμώματα!
Χίλια χέρια κι άρματα
να χα να σας φράξω,
να χα και δύο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει, όσο μπορεί,
το μακελιό, να στε γεροί,
της Πέννας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
σίντας η Δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, με φωνή τρομπόνι!
Σου φτάνουν σένα τα χωριά
της Ρούμελης και του Μωριά
και ναν’ πολλά σου τα έτη!
Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,
που πλήθιο ψάρι κατεβάζει, δικό μου βιλαέτι!
Έχω τρύπα στο βρακί,
λίγδα στην καπότα μου,
έχω ψείρα σαν κουκί
και βρωμούν τα χνώτα μου.
Έχω νοήματα σοφά!
Σ’ αγιονορίτικο σοφά
στα λάδια και στα πάχη
κολύμπησα, μα πάντα μένει
άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη
- ανεμογκάστρι θα χει!
Τί λαμπρό που ν’ ο καιρός,
πόσο εγώ μια ωραίος!
Έφαγα έναν πόντικα,
δόξα να χει ο Θεός!
Η σάρκα και τα κόκκαλα,
λάσπη πολλή και φρόκαλα,
Πατρίδα μου, χαλάλι σου!
Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,
θα ναι κ’ η ζήση σου γλυκ΄’η
κι ανέγνιο το κεφάλι σου!
Το χαράτσι, τα παιδιά,
μοναχός να κρίνεις,
άλλο να σ’ τα παίρνουνε
κι άλλο ναν τα δίνεις.
Όλα εδώ χάμου ψέφτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μάβρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λεφτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Α ν τ ι κ ρ ά.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρό αδέρφι μου
τ’ αδίκου σκοτωμένο.
Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο της Λεφτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν πρόφτασε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.