Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων (delicta juris gentium)
Έννοια
Μετά τον πρώτο, κυρίως όμως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έγινε φανερό ότι ορισμένες πράξεις, όπως η γενοκτονία, η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου κ.λ.π., που προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο θεμελιώδεις αξίες της ανθρωπότητας, θα έπρεπε να επισύρουν ποινική ευθύνη των δραστών τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η επιβολή ποινής ήταν δυνατή κατά το δίκαιο της πατρίδας των υπαιτίων. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών, ιδίως δε μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης (1945-46) επιχειρήθηκε και η διαμόρφωση ενός ποινικού δικαίου με διεθνή χαρακτήρα. Το σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, οι οποίες διαταράσσουν τόσο σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη, ώστε να θεωρούνται άξιες ποινικού κολασμού, απαρτίζει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το «δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων» ή «ποινικό διεθνές δίκαιο». Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων έχει επομένως ως αποστολή την προστασία πανανθρώπινων εννόμων αγαθών και αφορά σε πράξεις που συνιστούν έναν «οξύ κίνδυνο για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των κρατών ανεξάρτητα από την κοινωνική και πολιτική δομή τους» και τα οποία, γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίζονται συχνά ως «γνήσια» διεθνή εγκλήματα ή διεθνή εγκλήματα stricto sensu.
Την τελευταία αυτή ορολογία υιοθέτησε και η AIDP στο 14ο Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου ( Βιέννη 1989) που διέκρινε τα διεθνή εγκλήματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Διεθνή εγκλήματα stricto sensu είναι μόνον εκείνες οι πράξεις που συνιστούν «προσβολές των υψίστων αξιών της διεθνούς κοινωνίας». Πρόκειται για εγκλήματα που «αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου» και τα οποία θεμελιώνουν άμεση ποινική ευθύνη του ατόμου απέναντι στη διεθνή κοινότητα.
(β) Αντίθετα, ως διεθνή εγκλήματα lato sensu θεωρούνται μόνο πράξεις που αναγνωρίζονται βάσει κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι «δεν είναι κατ’ ανάγκη διεθνώς παραδεδεγμένοι» αλλ’ αναφέρονται σε «προσβολές αξιών, η προστασία των οποίων απαιτεί τη συνεργασία των κρατών».
Κύρια χαρακτηριστικά
Χαρακτηριστικό του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων είναι ότι καθιερώνει άμεση ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη. Οι κανόνες του απευθύνουν απειλή ποινής κατ’ ευθείαν στα άτομα και τίθενται για να εφαρμοσθούν αμέσως, χωρίς ν’ απαιτείται η μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Αυτό βεβαίως δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο. Κατά την κλασσική θεωρία του διεθνούς δικαίου («doctrine traditionelle») υποκείμενα του διεθνούς δικαίου μπορούσαν να είναι μόνο κράτη και όχι άτομα. Το άτομο μπορούσε να υπέχει ποινική ευθύνη μόνον απέναντι στο κράτος, την υπέρτατη αρχή πάνω στη γη, και όχι σε κάποια υπερκείμενη του κράτους διεθνή έννομη τάξη. Για το λόγο αυτό και τα κρατικά όργανα που προσέβαλλαν σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη ενεργώντας για λογαριασμό του κυρίαρχου κράτους δε μπορούσαν να τιμωρηθούν από κάποια διεθνή ή αλλοδαπή αρχή, σύμφωνα με τον κανόνα par in parem non habet jurisdictionem (θεωρία των πράξεων κυριαρχίας).
Οι νεότερες απόψεις, ωστόσο, σύμφωνα με τις οποίες το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού, εδραίωσαν την αντίληψη, ότι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο. Για το λόγο αυτό δεν αμφισβητείται πλέον ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να τελέσει διεθνές εγκλημα.
____________________________________________
Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, «Διεθνές Ποινικό Δίκαιο- τα τοπικά όρια των ποινικών νόμων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.