Όλος ο Κόσμος[1]
Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρόμους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμισα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας !
Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ’ τα χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλωνάρια μας αμάραντα.
Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία χρόνια που θα ‘ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊάδων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ’ ουρανού. Από κει θ’ αρχίσει κι ο μόχθος κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χωρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράγματα που τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης.
[1] Οδυσσέα Ελύτη «Προσανατολισμοί», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002.
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008
δημοσιονομικά
ο έσχατος εξευτελισμός[1]
Το Βυζάντιο, εκτεθειμένο σε διάφορους εξωτερικούς κινδύνους και εκβιασμούς, κλονιζόταν σοβαρά, με αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το τέλος του ήδη διαγραφόταν. Συντελεστές του υπήρξαν όσοι συνέβαλαν, ηθελημένα ή μη, στην εξαφάνιση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, στην υποδούλωση του ελεύθερου χωρίτου, στην εδραίωση των «ισχυρών», στην παραμέληση της εθνικής άμυνας, στον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος με συνέπεια την απώλεια της δημοσιονομικής πίστεως του κράτους, στη χορήγηση προνομίων και ατελειών στις ιταλικές ναυτικές πόλεις, χωρίς σημαντικό λόγο και χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα[2].
Δεν αποτελεί σχήμα λόγου αν δεχθούμε ότι οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ήταν στην πραγματικότητα ελεύθεροι αρχηγοί κράτους, αλλά φόρου υποτελείς εκπρόσωποι ελεύθερου κατά τους τύπους κράτους[3]. Προκειμένου το Βυζάντιο να καλύπτει τις δημοσιονομικές του υποχρεώσεις τους τελευταίους χρόνους μετήλθε και αυτόν ακόμη τον δανεισμό από ξένη χώρα.
Ο δανεισμός πραγματοποιούνταν κυρίως από τη Βενετία σε χρυσά δουκάτα, όταν όμως είχε πια ήδη κατεξευτελιστεί το Βυζάντιο και ο Αυτοκράτοράς του, ο ποίος για να εξασφαλίσει τον δανεισμό χρησιμοποίησε ως ενέχυρο και τα τιμαλφή του στέμματος[4]. Άλλου είδους εξευτελιστική περίπτωση για την εξασφάλιση εσόδων την εποχή αυτή είναι και η χορήγηση αφέσεως αμαρτιών (συγχωροχάρτι) από το κράτος, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της θρησκευτικής αποστολής στην Φλωρεντία (1438) για την ένωση των Εκκλησιών[5]. Αλλά οι Παλαιολόγοι που ήταν ουσιαστικά κυρίαρχοι μιας στενής λωρίδας γύρω από την Κωνσταντινούπολη, υπέστησαν και τον έσχατο εξευτελισμό, δηλαδή την προσωποκράτηση για χρέη και του ίδιου του Αυτοκράτορα Ιωάννου Η΄, στη Βενετία.
…
Η θέση της βυζαντινής δημοσιονομίας επιδεινωνόταν συνεχώς κάτω από την πίεση των παθητικών στοιχείων … και περισσότερο από τον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος … Η άποψη αυτή … δικαιολογείται … από την παρατεινόμενη επί Παλαιολόγων πολυτέλεια και χλιδή, παρά το κενό του Αυτοκρατορικού και Δημόσιου Ταμείου. Ο Κρουμπάχερ εύστοχα παρατηρεί για την τελευταία περίοδο των Παλαιολόγων ότι «το κράτος εποντίζετο και η γυνή ημών εστολίζετο»[6]. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου που χαρακτηρίζεται … από διοικητική εξάρθρωση και οικονομική αποσύνθεση, η απαλλαγή της άρχουσας τάξεως από τα δημόσια βάρη έφθασε στο ύψιστο σημείο, ενώ αντίθετα επωφελούνταν τα περισσότερα από τα δαπανώμενα δημόσια χρήματα.
[1] Σάββα Παρ. Σπένζα, «γ. γεμιστός – πλήθων, ο φιλόσοφος του μυστρά», σελ. 41 επ., εκδόσεις Μ. καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
[2] Α. Διομήδη: Ανέκδοτον. Οικονομική Πολιτική του φθίνοντος Βυζαντίου, σελ. 110, 113.
[3] Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ., Τόμος 1, σελ. 558. Ως νέα δημοσιονομική επιβάρυνσις της εποχής (1370) αναφέρεται η επί Ιωάννου Ε΄(1370) καταβολή νέου ετήσιου φόρου προς τον Μουράτ Α΄.
[4] (Μ. Μ.) Miklosich et Muller – Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Βιέννη 1860-1889, Τομ. 6.
[5] Μ. Ρενιέρη: Ιστορικαί Μελέται. Αθήναι 1881, σελ. 151.
[6] K. Crumbacher: Geschichte der Byzantinischen Litterstur. Τομ. ΙΙ, σελ. 39. Μετάφραση Σωτηριάδη.
Το Βυζάντιο, εκτεθειμένο σε διάφορους εξωτερικούς κινδύνους και εκβιασμούς, κλονιζόταν σοβαρά, με αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το τέλος του ήδη διαγραφόταν. Συντελεστές του υπήρξαν όσοι συνέβαλαν, ηθελημένα ή μη, στην εξαφάνιση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, στην υποδούλωση του ελεύθερου χωρίτου, στην εδραίωση των «ισχυρών», στην παραμέληση της εθνικής άμυνας, στον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος με συνέπεια την απώλεια της δημοσιονομικής πίστεως του κράτους, στη χορήγηση προνομίων και ατελειών στις ιταλικές ναυτικές πόλεις, χωρίς σημαντικό λόγο και χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα[2].
Δεν αποτελεί σχήμα λόγου αν δεχθούμε ότι οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ήταν στην πραγματικότητα ελεύθεροι αρχηγοί κράτους, αλλά φόρου υποτελείς εκπρόσωποι ελεύθερου κατά τους τύπους κράτους[3]. Προκειμένου το Βυζάντιο να καλύπτει τις δημοσιονομικές του υποχρεώσεις τους τελευταίους χρόνους μετήλθε και αυτόν ακόμη τον δανεισμό από ξένη χώρα.
Ο δανεισμός πραγματοποιούνταν κυρίως από τη Βενετία σε χρυσά δουκάτα, όταν όμως είχε πια ήδη κατεξευτελιστεί το Βυζάντιο και ο Αυτοκράτοράς του, ο ποίος για να εξασφαλίσει τον δανεισμό χρησιμοποίησε ως ενέχυρο και τα τιμαλφή του στέμματος[4]. Άλλου είδους εξευτελιστική περίπτωση για την εξασφάλιση εσόδων την εποχή αυτή είναι και η χορήγηση αφέσεως αμαρτιών (συγχωροχάρτι) από το κράτος, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της θρησκευτικής αποστολής στην Φλωρεντία (1438) για την ένωση των Εκκλησιών[5]. Αλλά οι Παλαιολόγοι που ήταν ουσιαστικά κυρίαρχοι μιας στενής λωρίδας γύρω από την Κωνσταντινούπολη, υπέστησαν και τον έσχατο εξευτελισμό, δηλαδή την προσωποκράτηση για χρέη και του ίδιου του Αυτοκράτορα Ιωάννου Η΄, στη Βενετία.
…
Η θέση της βυζαντινής δημοσιονομίας επιδεινωνόταν συνεχώς κάτω από την πίεση των παθητικών στοιχείων … και περισσότερο από τον εξευτελισμό του βυζαντινού νομίσματος … Η άποψη αυτή … δικαιολογείται … από την παρατεινόμενη επί Παλαιολόγων πολυτέλεια και χλιδή, παρά το κενό του Αυτοκρατορικού και Δημόσιου Ταμείου. Ο Κρουμπάχερ εύστοχα παρατηρεί για την τελευταία περίοδο των Παλαιολόγων ότι «το κράτος εποντίζετο και η γυνή ημών εστολίζετο»[6]. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου που χαρακτηρίζεται … από διοικητική εξάρθρωση και οικονομική αποσύνθεση, η απαλλαγή της άρχουσας τάξεως από τα δημόσια βάρη έφθασε στο ύψιστο σημείο, ενώ αντίθετα επωφελούνταν τα περισσότερα από τα δαπανώμενα δημόσια χρήματα.
[1] Σάββα Παρ. Σπένζα, «γ. γεμιστός – πλήθων, ο φιλόσοφος του μυστρά», σελ. 41 επ., εκδόσεις Μ. καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
[2] Α. Διομήδη: Ανέκδοτον. Οικονομική Πολιτική του φθίνοντος Βυζαντίου, σελ. 110, 113.
[3] Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ., Τόμος 1, σελ. 558. Ως νέα δημοσιονομική επιβάρυνσις της εποχής (1370) αναφέρεται η επί Ιωάννου Ε΄(1370) καταβολή νέου ετήσιου φόρου προς τον Μουράτ Α΄.
[4] (Μ. Μ.) Miklosich et Muller – Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Βιέννη 1860-1889, Τομ. 6.
[5] Μ. Ρενιέρη: Ιστορικαί Μελέται. Αθήναι 1881, σελ. 151.
[6] K. Crumbacher: Geschichte der Byzantinischen Litterstur. Τομ. ΙΙ, σελ. 39. Μετάφραση Σωτηριάδη.
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
πολιτική ιστορία
το πρώτο νεοελληνικό κράτος[1]
Των δημοκρατικών Γάλλων περί τα τάλη του παρελθόντος αιώνος κυρίων γενομένων της Ιταλίας, και καταλυθέντος του Ενετικού κράτους, η Ενετία διά της εν Καμποφορμίω συνθήκης[2] παρεχωρήθη υπό του Βοναπάρτου εις την Αυστρίαν, αι δε τέως υπό την Ενετίαν νήσοι του Ιονίου πελάγους μετά των επί της απέναντι Ηπείρου παραρτημάτων αυτών κατελήφθησαν υπό των δημοκρατικών Γάλλων. Εις αποτροπήν τότε της εις την Ανατολήν διαδόσεως των αρχών της δημοκρατίας συνέστη η μεταξύ Ρωσσίας και τουρκίας συμμαχία και οι στόλοι αυτών ηνωμένοι κατέπλευσαν εις τας νήσους προς εκδίωξιν των Γάλλων. Δι’ εγκυκλίου του εν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχου οι κάτοικοι αυτών προετρέποντο εις σύμπραξιν επί τούτω μετά των συμμάχων υποσχομένων μετά την απελευθέρωσιν από των Γάλλων την αποκατάστασιν των Ιονίων νήσων και των παραρτημάτων αυτών εις πολιτείαν αυτόνομον και ελευθέραν. Ευχερώς ούτω μετ’ ολίγον εκδιωχθέντων των Γάλλων, εν εκάστη των νήσων συνέστη εκ των προκρίτων ιδία κυβέρνησις και εξ αυτών εξελέχθη δεκατρεταμελής γερουσία εδρεύουσα εν Κερκύρα ως γενική των ομοσπόνδων νήσων κυβέρνησις, ήτις ψηφίσασα το προσωρινόν της ομοσπονδίας πολίτευμα υπέβαλεν αυτό εις την έγκρισιν των συμμάχων δυνάμεων διά των αποσταλέντων εις Κωνσταντινούπολιν δύο αντιπροσώπων αυτής, του κόμητος Αντωνίου Μ. Καποδίστρια (πατρός του Ιωάννου), και του εκ Ζακύνθου κόμητος Νικολάου Γρανεδίγου Σιγούρου, κληθέν διά τούτο Βυζαντινόν σύνταγμα και επικυρωθέν υπό τε του Αυτοκράτορος της Ρωσσίας Παύλου και του Σουλτάνου Σελήμ συνεπεία της μεταξύ αυτών εν Κωνσταντινουπόλει συνθήκης[3], ην και ο Βασιλεύς της Μ. Βρεττανίας Γεώργιος Γ΄ ανεγνώρισε.
Διά της συνθήκης ταύτης αι νήσοι του Ιονίου πελάγους αι από του διαμελισμού του Βυζαντινού κράτους υπό διαφόρους εκ δύσεως δυνάστας περιελθούσαι και μέχρι της πτώσεως του Ενετικού κράτους επί αιώνας υπ’ αυτό διατελέσασαι, ανεκηρύχθησαν πολιτεία αυτόνομος και ελευθέρα υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου και την εγγύησιν της Ρωσσίας. Ενθουσιωδώς δε ο Ελληνισμός εχαιρέτισε την πρώτην εκείνην Ελληνικήν πολιτείαν μετά κατακλυσμόν μακράς δουλείας αναφανείσαν ως ίριδα ελπιδοφόρον και άριστον οιωνόν της εθνικής παλιγγενεσίας[4].
…
εν ώ αποκαθίσταντο η αυτονομία και η ελευθερία των Ιονίων νήσων, ιδρυομένης της Επτανήσου πολιτείας, αι απέναντι αυτής Ηπειρωτικαί χώραι, η Πάργα, το Βουθρωτόν, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα υπό Χριστιανών αποκλειστικώς οικούμεναι και επί αιώνας της αυτής τύχης των Ιονίων νήσων μετασχούσαι και ως παραρτήματα αυτών υπό τε τους Ενετούς και αυτούς τους Γάλλους κυβερνηθείσαι, αδιστάκτως παρεδόθησαν εις τον Τουρκικόν ζυγόν, χωρίς ποτέ παρά των Τούρκων να κατακτηθώσι. Και παρεχωρούντο μεν αυταίς τα προνόμια, ων υπό την εγγύησιν της Ρωσσίας απήλαυνον η Βλαχία και η Μολδαυΐα, αλλά γιγνώσκομεν, οποία της Πρεβέζης και ιδίως της Πάργας υπήρξεν η συμφορά και μετά την συνθήκην εκείνην.
…
Αλλ’ η ευχερώς επιτευχθείσα εκδίωξις των δημοκρατικών Γάλλων από των νήσων εθεωρήθη υπό των επικρατούντων εν αυταίς αριστοκρατικών ευκαιρία κατάλληλος προς ανάκτησιν των αποκλειστικών προνομίων, ων έχαιρον το πάλαι υπό τους Ενετούς, εν ώ τουναντίον εν ταις τάξεσι του λαού ταις αποκλεισμέναις της ισοπολιτείας σφοδρόν είχεν εξεγερθή το υπέρ της ελευθερίας και ισότητος φρόνημα εκ της διαδόσεως των αρχών της Γαλλικής επαναστάσεως υπό των καταλαβόντων επί τινα χρόνον τας νήσους δημοκρατικών Γάλλων. Εντεύθεν πάλη δεινή επήλθε μεταξύ των αντιφρονούντων και εν πάσαις ταις νήσοις επηκολούθησαν βιαιοπραγίαι …
Των δημοκρατικών Γάλλων περί τα τάλη του παρελθόντος αιώνος κυρίων γενομένων της Ιταλίας, και καταλυθέντος του Ενετικού κράτους, η Ενετία διά της εν Καμποφορμίω συνθήκης[2] παρεχωρήθη υπό του Βοναπάρτου εις την Αυστρίαν, αι δε τέως υπό την Ενετίαν νήσοι του Ιονίου πελάγους μετά των επί της απέναντι Ηπείρου παραρτημάτων αυτών κατελήφθησαν υπό των δημοκρατικών Γάλλων. Εις αποτροπήν τότε της εις την Ανατολήν διαδόσεως των αρχών της δημοκρατίας συνέστη η μεταξύ Ρωσσίας και τουρκίας συμμαχία και οι στόλοι αυτών ηνωμένοι κατέπλευσαν εις τας νήσους προς εκδίωξιν των Γάλλων. Δι’ εγκυκλίου του εν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχου οι κάτοικοι αυτών προετρέποντο εις σύμπραξιν επί τούτω μετά των συμμάχων υποσχομένων μετά την απελευθέρωσιν από των Γάλλων την αποκατάστασιν των Ιονίων νήσων και των παραρτημάτων αυτών εις πολιτείαν αυτόνομον και ελευθέραν. Ευχερώς ούτω μετ’ ολίγον εκδιωχθέντων των Γάλλων, εν εκάστη των νήσων συνέστη εκ των προκρίτων ιδία κυβέρνησις και εξ αυτών εξελέχθη δεκατρεταμελής γερουσία εδρεύουσα εν Κερκύρα ως γενική των ομοσπόνδων νήσων κυβέρνησις, ήτις ψηφίσασα το προσωρινόν της ομοσπονδίας πολίτευμα υπέβαλεν αυτό εις την έγκρισιν των συμμάχων δυνάμεων διά των αποσταλέντων εις Κωνσταντινούπολιν δύο αντιπροσώπων αυτής, του κόμητος Αντωνίου Μ. Καποδίστρια (πατρός του Ιωάννου), και του εκ Ζακύνθου κόμητος Νικολάου Γρανεδίγου Σιγούρου, κληθέν διά τούτο Βυζαντινόν σύνταγμα και επικυρωθέν υπό τε του Αυτοκράτορος της Ρωσσίας Παύλου και του Σουλτάνου Σελήμ συνεπεία της μεταξύ αυτών εν Κωνσταντινουπόλει συνθήκης[3], ην και ο Βασιλεύς της Μ. Βρεττανίας Γεώργιος Γ΄ ανεγνώρισε.
Διά της συνθήκης ταύτης αι νήσοι του Ιονίου πελάγους αι από του διαμελισμού του Βυζαντινού κράτους υπό διαφόρους εκ δύσεως δυνάστας περιελθούσαι και μέχρι της πτώσεως του Ενετικού κράτους επί αιώνας υπ’ αυτό διατελέσασαι, ανεκηρύχθησαν πολιτεία αυτόνομος και ελευθέρα υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου και την εγγύησιν της Ρωσσίας. Ενθουσιωδώς δε ο Ελληνισμός εχαιρέτισε την πρώτην εκείνην Ελληνικήν πολιτείαν μετά κατακλυσμόν μακράς δουλείας αναφανείσαν ως ίριδα ελπιδοφόρον και άριστον οιωνόν της εθνικής παλιγγενεσίας[4].
…
εν ώ αποκαθίσταντο η αυτονομία και η ελευθερία των Ιονίων νήσων, ιδρυομένης της Επτανήσου πολιτείας, αι απέναντι αυτής Ηπειρωτικαί χώραι, η Πάργα, το Βουθρωτόν, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα υπό Χριστιανών αποκλειστικώς οικούμεναι και επί αιώνας της αυτής τύχης των Ιονίων νήσων μετασχούσαι και ως παραρτήματα αυτών υπό τε τους Ενετούς και αυτούς τους Γάλλους κυβερνηθείσαι, αδιστάκτως παρεδόθησαν εις τον Τουρκικόν ζυγόν, χωρίς ποτέ παρά των Τούρκων να κατακτηθώσι. Και παρεχωρούντο μεν αυταίς τα προνόμια, ων υπό την εγγύησιν της Ρωσσίας απήλαυνον η Βλαχία και η Μολδαυΐα, αλλά γιγνώσκομεν, οποία της Πρεβέζης και ιδίως της Πάργας υπήρξεν η συμφορά και μετά την συνθήκην εκείνην.
…
Αλλ’ η ευχερώς επιτευχθείσα εκδίωξις των δημοκρατικών Γάλλων από των νήσων εθεωρήθη υπό των επικρατούντων εν αυταίς αριστοκρατικών ευκαιρία κατάλληλος προς ανάκτησιν των αποκλειστικών προνομίων, ων έχαιρον το πάλαι υπό τους Ενετούς, εν ώ τουναντίον εν ταις τάξεσι του λαού ταις αποκλεισμέναις της ισοπολιτείας σφοδρόν είχεν εξεγερθή το υπέρ της ελευθερίας και ισότητος φρόνημα εκ της διαδόσεως των αρχών της Γαλλικής επαναστάσεως υπό των καταλαβόντων επί τινα χρόνον τας νήσους δημοκρατικών Γάλλων. Εντεύθεν πάλη δεινή επήλθε μεταξύ των αντιφρονούντων και εν πάσαις ταις νήσοις επηκολούθησαν βιαιοπραγίαι …
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008
Διήγημα
Η ρίχτρα κ' η σώστρα[1]
ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ, κοσμηματογράφε Παντελή ! Τί τραγούδι ήταν αυτό, καθώς ζωγράφιζε τα ταβάνια και τους τοίχους στο καινούργιο σπίτι ενός λαδά ; Άνθρωπος ήταν ή φλωροκάναρο ; Βέβαια, ένας κοσμηματογράφος της Αθήνας έχει χρέος να είναι και λαλούμενο, επειδή αυτό θέλει το συνάφι, μα τούτος ο Παντελής πέρασε και τα πουλιά του Θεού. Ανασασμό δεν είχε. Πού τα μάζωξε τόσα λιανοτράγουδα, σε τί ερωτομπαξέδες περπάτησε και τα τρύγησε ; Πού τα είχε κρυμμένα ; Και τί να θαμάξης απ’ τα δυο, τον ήχο ή τα δίστιχα; Οχτώ μέρες πού ζωγράφιζε το σπίτι του λαδά, έγινε στη γειτονιά σχολή τραγουδιού κ’ ερωτική ανθολογία. Δεν κούρντισε μόνο τα γειτονικά καναρίνια κι άρχισαν την ακράτητη φλυαρία τους, θαρρώντας πώς θα συναγωνιστούν έναν κοσμηματογράφο σαν αυτόν, με το μέτριο τάλαντο πού τους έδωσε ο Θεός ίσα, ίσα για να ευφραίνουν κανένα μικρό συνταξιούχο — μα έκαμε κρυφακούστρες όλες τις υπηρέτριες και τις νοικοκυροπούλες ακόμα και κράτησεν άγρυπνο κάθε μουσικό αυτί της συνοικίας. Ανέλπιστο συνοικιακόν ωδείο. Όπως οι στάμνες στη βρύση, όταν ο δήμαρχος έστελνε κάπου, κάπου το νερό, έτσι κ’ οι ακοές κ’ οι νεανικές ανησυχίες κ’ οι καϊμοί γύρω στο σπίτι τού λαδά, περίμεναν τον κρουνό τού Παντελή για να γεμίσουν μελωδίες, δίστιχα και ρίμες. Κι άρχιζεν απ’ τις οχτώ το πρωί τη, συναυλία του, απ’ την ώρα πού έσκαζε στον τοίχο το πρώτο του λουλούδι. Δε θέλω να πω βέβαια πώς βρήκε για την αγάπη άλλη ρίμα απ’ τον Αράπη. Τέτοιο θαύμα είναι αδύνατο. Άμα έλεγε « βραδυά », έπρεπε να περιμένης « καρδιά ». Κι αν άκουγες « πουλιά», δεν ήταν απαραίτητο να είσαι σοφός για να καταλάβης πώς το άλλο θα είναι « φιλιά ». Μέσα σε πέντε δέκα ρίμες θαλασσοδερνόταν όλο το στιχουργικό του. Μα, αν ο Παντελής δεν ανακάλυψε καινούργιες ρίμες, ήξερε τα χίλια μύρια και δεν έμεινε χώρα και ταβέρνα ελληνική, πού να μην έδωσε ραντεβού με τις άλλες στο ρεπερτόριο τού κοσμηματογράφου. Χωρίς να τραγουδή λοιπόν επί τούτο, έκαμε κι ο Παντελής την ελληνική ενότητα. Το πραγματικό ταλέντο του ωστόσο ήταν η μελωδία. Δε λέγονται αυτά. Ακούγονται ! Έπρεπε να βρεθή κανείς εκεί κοντά, στην ησυχία τής γειτονιάς, στο νέο δρόμο με την ανορθόγραφη πινακίδα, όπου κ’ ή ρόδα τού αμαξιού ήταν τότε εξαιρετικό επεισόδιο, για να πάρη τ’ αυτί του τα τσακίσματα, τα τριλλίσματα, τις γοργές φυσαλίδες τής φωνής του, τ’ ανάλαφρα και τα μισοσβησμένα του « άχ », τα κρετσέντα του, πού άνθιζαν άξαφνα για ν’ απαντήσουν στο γεωμετρικό του λουλούδι, ενώ το άδειο τού καινούργιου σπιτιού έκανε να δυναμώνη και να κυματίζη ο μυριανθισμένος αυτός κελαϊδισμός.
Και τώρα θα μου πήτε πως η Ανθίτσα, η υπηρέτρια του απόστρατου μοιράρχου αντικρύ, μπορεί να πηγαίνη τον ταβά στο φούρνο, ατάραχη και σοβαρή, όπως οι κόρες τής αρχαίας λιτανείας ; Μα τότε το καλό τραγούδι θα ήταν ακίνδυνο πράμα. Όχι, η Ανθίτσα έχει μουσικό αυτί. Να που, πηγαίνοντας στο φούρνο μια μέρα, παραπάτησε και κόντεψε να πέση. Τόσο πολύ τις είχε προσέξει κάτι περίτεχνες γλιστράδες της φωνής του Παντελή, την ώρα που ο κοσμηματογράφος τραγουδούσε το κιθαρίστικο :
Τσάτσα μηλίτσα μου
κι ωραία λεϊμονιά,
πούχεις τα φύλλα
τα δροσερά,
ή την ώρα που γλυκόβραζε, μεταφερμένο από τον ίδιο σε άλλη μελωδία, το κρητικό :
Τί τηνε νοιάζει πάσα μια
ή και τον πάσαν ένα,
αν αγαπά κανείς καμμιά
ή και καμμιά κανένα ;
Είχε γούστο, τραγουδώντας ο Παντελής αυτή την παρατήρηση στον κόσμο για την κουσκουσουριά του, να σημάδευε την Ανθίτσα ! Να ήταν, λέει, το τραγούδι του όχι για τη διπλανή υπηρέτρια, όχι για την παρακατινή μικροπαντρεμένη, μα να ήταν γι’ αυτή την ίδια — την Ανθίτσα την άβγαλτη και την άμαθη, που της φορούσεν η κυρία υπομοιράρχου τις άσπρες ποδιές και τις τραχηλιές. Ε, λοιπόν, ήταν και γι’ αυτή. Μήπως ο ψαράς ορίζει το ψάρι, μήπως ο Παντελής ξέρει αν θάρθη να τσιμπήση στο αγκίστρι του μαρίδα, γόπα ή ροφός ; Η τύχη τα ορίζει αυτά. Έτσι, η φτωχή η Ανθίτσα, που δεν είχε ποτέ της σταθή ν’ ακούση ερωτικό λόγο, τον πρωτάκουσεν από τον Παντελή. Σε μια γωνιά, εκεί πούστριβε με το βαρύ ταβά, παραμονεύοντας την ώρα τής σκόλης, ο κοσμηματογράφος τής μουρμούρισε τη μεγάλη λέξη. Η Ανθίτσα κοκκίνισε ως τ’ αυτιά και τούδωσε στα πόδια. Την τρίτη μέρα κοντοστάθηκε λίγο. Την πέμπτη του μίλησε. Και, πριν ζωγραφιστούν πέντε φιόρα στην κρεβατοκάμαρα του λαδά, η Ανθίτσα τσίμπησε μια μέρα με τα ρόδινα δάχτυλα της στο δρόμο ένα γράμμα, ένα περιστεράκι πού της έφερνε την ουράνιαν εξομολόγηση, γραμμένη καθώς ο Παντελής ενόμισε πώς έπρεπε να διορθωθή το επιστολάριο, με πυκνά δηλαδή κονταροχτυπήματα μεταξύ του ενικού και του πληθυντικού :
«Επειδής λοιπόν και μου εχαρίσατε το γλυκό όνομα σας, Ανθίτσα, διά τούτο σου λέγω ότι σας αγαπώ και όχι διά να σου ειπώ λόγια διά να σας κολακέψω αλλά διά να μάθης το αίσθημα μου όπου είσαι το παν δι’ εμέ και ότι την νύκταν με το να σας συλλογίζομαι και αναστενάζων εξ αίτιας της μορφής σας δεν με κολλά ύπνος και τούτο ήθελα να σου ειπώ τον καλόν λόγον ότι ο σκοπός μου ως τίμιος επαγγελματίας είναι να νοικοκυρευθώ και να συνδέσω μαζί σας την ζωήν μου όπου αδύνατον είναι να μη βλέπω το φως των γαλανών οφθαλμών σας και άμποτε ο Θεός να τα φέρη δεξιά να βεβαιωθής τον σφοδρόν ερωτάν μου.»
— Δεν το λες, Παντελή μου, στ’ αφεντικό ; τον ρώτησε μια μέρα η Ανθίτσα, καθώς της έσφιγγε το άσπρο χεράκι.
— Μη μ’ ανακατεύεις με το μουστακαλή ! Τ’ αφεντικά δε μπαίνουν στις δικές μας δουλειές. Τις χαλάνε.
Η Ανθίτσα σώπασε και υπάκουσε. Τάκρυψεν από τ’ αφεντικά της όλα. Μιλιά δεν της έφυγε, υποψία καμμιά δεν έδωσε. Μοναχή της αντίκρυσε την αγάπη. Σε λίγες μέρες, ο Παντελής της έδωσε ένα δαχτυλιδάκι και της είπε πως είν’ αρρεβωνιαστικιά του. Όταν όμως έκλεισε μήνας, ο αρρεβωνιαστικός χάθηκε. Πέταξε σ’ άλλο κλαρί. Πού ν’ άνοιξε το νέο του ωδείο ; Ποιά γειτονιά, ποιά πόλη ξεμυαλίζει; Αργότερα θα το μάθωμε — όταν θα φύγη κι από κει μισοστεφανωμένος, κυνηγημένος κι άπιστος. Για τη στιγμή, η Ανθίτσα κλαίει και δέρνεται. Τώρα πια δεν είναι να ξαναφορέση τις άσπρες ποδιές και τις τραχηλιές! Ή μοίρα της ήταν μαύρη κι άραχλη. Κανένας δεν ξεφεύγει το γραμμένο του. Αυτό δε γελιέται, είναι νους. Η έρμη Ανθίτσα, που ο κατακτητής την άφησε στο δρόμο, θα γίνη μητέρα.
Όπως ο Ηρακλής στο μύθο του Προδίκου, βρέθηκε τότε κ’ ή Ανθίτσα ανάμεσα σε δυο γυναίκες αντίθετες. Στη Ρίχτρα και στη Σώστρα. Η Ρίχτρα ήταν μια γειτόνισσα, πού καθόταν σε πολυκατοικημένη και πολυκαβγατζού αυλή κ’ είχε να κάμη με θεοσκότεινα πράματα, βαφή των μαλλιών, μεσιτείες κι απορριξίματα. Βλέποντας την κοπέλα που έπεσε στη συλλογή και συμπονώντας την, επειδή κάτι ανθρώπινο απόμενε στα στήθια τής Ρίχτρας, κ’ ήταν αδύνατο άνθρωπος που θα ιδή τη ντροπαλή Ανθίτσα να μη τη συμπαθήση, την έπιασε μια Κυριακή απόγεμα εκεί στο στενό. Και της λάλησε:
— Τα πάντα πάσα περί τον άθρωπο, Ανθίτσα μου, είναι, που λέει ο λόγος, ή κοινωνίγια. Στην κοινωνίγια πρέπει ναχωμέστε το πρόσωπο περικάθαρο και να κρύβωμε την εντροπή μας, κατά πώς που λέει ο λόγος το πουκάμισο μας. Κυρίγες και πλούσιγες της αριστοκρατίγιας τα ρίχνουνε. Μάλιστας! Και φάρμακα και γιατρούς πλερώνουν και στην Ευρώπη πάνε και κρύβονται και λευτερεύονται ως που να πής τρίγια. Και ξαναβγαίνουν σε περίπατο και ζαχαροπλαστείγια λυγιζάμενες, μάτια μου, και κουνάμενες, πού μ’ είδες, πού μ’ ήξερες. Τούτος ειν’ ο κόσμος σήμερις. Μάλιστας. Κ’ εσύ θα κάτσης να χολοσκάσης, μαύρη κι ορφανή ; Ό Άϊ - Σιδερής να στράψη να με κάψη, η χάρη του, α δε σου λέω το σωστό κι α δεν το παίρνω απάνω μου να λυτρωθής και να κάμης λάτρα και μπουγάδα στο ιμομέντο. Γιατί, εγώ που σου λέω, κάτι ξέρουν ετούτα τα χέρια. Και μην το καβουρντίζης το μυαλό σου. Μόνο πάρ’ το απόφαση μπριχού και περνάσουν οι δυο μήνοι. Γιατί, τόμου και πέρασαν οι δυο μήνοι, θάχης να λογαριαστής με μουσαφίρη μέσα σου. Που λέει ο λόος. Και ποιά, μαρή, κρατάει παιδί στη σήμερο περίστασις, απού καλές και παρδαλές, μπομπεμένες κι αμπόμπευτες, ούλες ένα πράμα, σκεπάζονται και βάφονται και γλέπουνε του Θεού την ήμερα και μπαιζογελιούνται και χαίρουνται τα πάντα πάσα στην κοινωνίγια ; Εσύ δε θα τόνε διόρθωσης τον παλιόκοσμο. Φτωχή κι άραχλη είσαι, ό,τι πράξης καλά πραγμένο. Ριχ’ το, πού σου λέω, Αθίτσα. Πέταξέ τονε το δαίμονα !
Το λόγο της Ρίχτρας τον άκουσεν η γελασμένη, κρατώντας χαμηλά τα μεταξένια της ματόκλαδα και βυθισμένη πάντα στη συλλογή. Σαν όνειρο πέρασεν αυτή τη στιγμή η μικρή και θλιβερή της ιστορία. Τόσο λίγο χρειάστηκε να τα ιδή όλα, τον ουρανό και την άβυσσο ! Και τώρα τί θα γίνη ; Θα λησμονήση ; Θα ξαναζήση ; Μπορούμε να ματαϊδούμε τον κόσμο ύστερ’ από τέτοια ντροπή ; Η Ρίχτρα της είπε την αλήθεια ; Ό άνθρωπος μπαλώνεται και ξαναγένεται όπως ήταν;
Αφού έκλαψε και συλλογίστηκε ακόμα, και τη στιγμή ακριβώς πού τ’ αποφάσισε, έπεσε απάνω στη Σώστρα. Η Σώστρα δεν ήταν καμμιά ξένη. Ήταν η ίδια η μάννα του κοσμηματογράφου. Γριά πονόψυχη, πού γνώρισαν το κερί της και τη δεκάρα της εκκλησιές και ξωκκλήσια, βρυσούλα τής θείας Αδυναμίας που έσταζε για ξένες έγνοιες, πού δάκρυζε για καλούς και για κακούς γειτόνους, για κοντινές και μακρινές συμφορές, που έδινε την τελευταία κόρα του ψωμιού της σε ζητιάνους, σε γύφτους, σε μπουγαδοκλέφτες, σε όποιον έκανε λιγάκι πώς κούτσαινε ή πως κρύωνε, ήταν - δεν ήταν άξιος για ελεημοσύνη — αυτή δεν έδινε για τον άνθρωπο, μα για το έλεος και για τους πόνους ολουνών και για όσα πάθαμε και όσα θα πάθωμε —, ή γριά, λοιπόν, ήταν ή πρώτη πού συμπάθησε και περιμάζωξε το κουρέλι του κατακτητή. Τί κι αν ήταν γυιός της ο προκομένος ; Το άδικο είν’ άδικο. Έτσι παρηγόρησε την Ανθίτσα, κ’ έσταξε κι αυτή απ’ το τελευταίο νεράκι των ματιών της, βλέποντας την κοπέλα να καίγεται. Και με λόγια, μ’ ελπίδες, την αποτραβούσε απ’ το γκρεμό. Όταν η Ανθίτσα τής εξομολογήθηκε τη συμβουλή τής Ρίχτρας και την απόφασή της να κάμη αυτό που της είπε —η γριά σηκώθηκεν από το σκαμνί της ! Αναταράχτηκε ολάκερη και, κάνοντας πλατιά δέκα μετρημένους σταυρούς, ξόρκισεν αυτή τη σκέψη. Η Ρίχτρα είχε πή τα δικά της. Τώρα ήρθε κι ο λόγος τής Σώστρας:
— Στο πλάσμα του Θεού θα βάλης χέρι, μαύρη και σκοτεινιασμένη μου ; Και τ’ είσαι σύ ; Τί ξέρεις εσύ ; Τί ξέρουμε οι άνθρωποι; Τα βάσανα είναι όπως και τ’ αγαθά, φτωχή. Από πάνω έρχουνται ούλα. Και ποιο είναι το κακό και ποιό είναι το καλό, μαρή; Μηδά είσαι κότα πού μυτίζει και τσακίζει καμμιά βολά τ’ αυγό της, ή γάτα πού ξεκάνει αυτά που της πετάνε, ή καρυδιά που ρίχνει, να πούμε, το κούφιο της καρύδι; Κακό να μούρθη ! Τί πήγες κ’ έβαλες στο νου σου, να βάλης χέρι, λέει, σε πλάσμα που σούδωκε το θέλημά του, δοξασμένος νάναι ... Τί πας να κάμης; Να χαλάσης τον άνθρωπο; Το λογικό, μαρή ; Το φως τω ματιώνε ; Τη μιλιά, μαρή, που σου λέει τα χίλια μύρια; Την ανάσα; Το περπάτημα; Γιατί απ’ όλα τούτα θάχη κ’ εκείνο πούρχεται, σαν κάθε άνθρωπος. Να τα δώσωμε μείς οι άνθρωποι δε μπορούμε. Και να τα χαλάσωμε; Σώπα, κακομοίρα μου, μη σου ξαναβγή τέτοιος λόγος. Αμαρτία μεγάλη και τρανή. Σώπα. Θα γέννησης. Θα βαστάξης το παιδί. Όπως, όπως θαν τ’ αναστήσωμε. Αν πάρη φώτιση και γυρίση καμμιά φορά ο προκομένος και δεν είναι παντρεμένος — πού τα ξέρεις, όλα γένονται! — τότες, γλέποντας το παιδί του, μπορεί να σε λυπηθή ... Τα ζερβά έρχουνται δεξά ... Και τα δεξά ζερβά ... Δεν ξέρομε τίποτα ... Ένας τα ξέρει. Μόνο κάτσε να ξενοδουλέψωμε και πάρ’ το πώς είσαι μάννα και μην ξαναζυγώσης, Ανθίτσα μου, στα φίδια• τις ρίχτρες, γιατί θα πέση του Κυρίου τ’ αστραπόβροντο να μας κάψη ...
Και ξανάκαμε τούς δέκα σταυρούς.
Η Ανθίτσα εγκαρδιώθηκε. Τής φάνηκε σα νάγινε άλλος άνθρωπος, σα ν’ αντίκρυσε την κοινωνία και το Θεό για πρώτη φορά μετά το λάθος της. Έπεσε στην ποδιά τής γριάς και κλάψανε μαζί για ώρα πολλή.
Η Ανθίτσα έγινε μάννα. Με βάσανα, με ξενοδουλειές, με νηστείες, το παιδί του κατακτητή αναστήθηκε στης γριάς, της γιαγιάς του.
Η γριά βάσταγε και δούλευε κ’ είχε και τον καιρό να το κουνάη και να του μιλή, να του χτυπάη, να του παίζη κανέναν πάφιλα, κανένα βρονταλίδι, ως να γυρίση απ’ τη δουλειά η Ανθίτσα. Πέρασε ένας χρόνος. Πέρασε ένας και μισός. Μα το παιδί δεν απαντούσε στα παιγνίδια τους, παρά με άναρθρες φωνές. Με α και ε! Συλλαβή δεν έδενε στο στόμα του. Συλλογίστηκαν μήπως είναι αργομίλητο. Μα έκλεισε το δεύτερο χρόνο κ’ ήταν στα ίδια. Αποφάσισαν μια φορά να το πάνε στον καθηγητή, την ώρα που δεχόταν τους φτωχούς άρρωστους. Ο γιατρός, άξαφνα, χτυπώντας τις παλάμες του μπροστά στο παιδί για να το ξαφνίση, είδε πως τα βλέφαρα του έμειναν στο χτύπο ακίνητα. Ύστερα δόνησε κάποιο μέταλλο κοντά στ’ αυτί του. Και, αφού έκαμε και κάτι άλλες δοκιμές, σήκωσε τα γυαλιά του, κοίταξε τις δυο γυναίκες και είπε, με την απάθεια που έχουν πολλοί γιατροί, όταν μηνούνε συμφορές :
— Το παιδί θα μείνη κωφάλαλο. Έτσι γεννήθηκε.
Η μάννα στάθηκε ασάλευτη, κοιτάζοντας το γιατρό σα να πέτρωσε. Και, προτού προφτάση να μέτρηση το βάθος της συμφοράς που της ανοίγεται — στη στιγμή, σαν αστραπή, έτρεξεν ο νους της ... σε ποιόν τάχα ; Μήπως στον τραγουδιστή που έδωσαν τέτοιον καρπό τα τραγούδια του ; Όχι. Ο νους της πήγε σ’ εκείνη που προσφέρθηκε να τα μπαλώση όλα και να σάρωση το πεπρωμένο ..., στο κακόμουτρο λαδικό, στη Ρίχτρα, που, ό,τι κι αν ήταν, είχεν όμως η στριγγλιά της βαθύτερες γνωριμίες με τη μοίρα κ’ ήταν αυτή τη στιγμή για την Ανθίτσα χίλιες φορές πονετικώτερη από το ψυχικό της Σώστρας !
ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ, κοσμηματογράφε Παντελή ! Τί τραγούδι ήταν αυτό, καθώς ζωγράφιζε τα ταβάνια και τους τοίχους στο καινούργιο σπίτι ενός λαδά ; Άνθρωπος ήταν ή φλωροκάναρο ; Βέβαια, ένας κοσμηματογράφος της Αθήνας έχει χρέος να είναι και λαλούμενο, επειδή αυτό θέλει το συνάφι, μα τούτος ο Παντελής πέρασε και τα πουλιά του Θεού. Ανασασμό δεν είχε. Πού τα μάζωξε τόσα λιανοτράγουδα, σε τί ερωτομπαξέδες περπάτησε και τα τρύγησε ; Πού τα είχε κρυμμένα ; Και τί να θαμάξης απ’ τα δυο, τον ήχο ή τα δίστιχα; Οχτώ μέρες πού ζωγράφιζε το σπίτι του λαδά, έγινε στη γειτονιά σχολή τραγουδιού κ’ ερωτική ανθολογία. Δεν κούρντισε μόνο τα γειτονικά καναρίνια κι άρχισαν την ακράτητη φλυαρία τους, θαρρώντας πώς θα συναγωνιστούν έναν κοσμηματογράφο σαν αυτόν, με το μέτριο τάλαντο πού τους έδωσε ο Θεός ίσα, ίσα για να ευφραίνουν κανένα μικρό συνταξιούχο — μα έκαμε κρυφακούστρες όλες τις υπηρέτριες και τις νοικοκυροπούλες ακόμα και κράτησεν άγρυπνο κάθε μουσικό αυτί της συνοικίας. Ανέλπιστο συνοικιακόν ωδείο. Όπως οι στάμνες στη βρύση, όταν ο δήμαρχος έστελνε κάπου, κάπου το νερό, έτσι κ’ οι ακοές κ’ οι νεανικές ανησυχίες κ’ οι καϊμοί γύρω στο σπίτι τού λαδά, περίμεναν τον κρουνό τού Παντελή για να γεμίσουν μελωδίες, δίστιχα και ρίμες. Κι άρχιζεν απ’ τις οχτώ το πρωί τη, συναυλία του, απ’ την ώρα πού έσκαζε στον τοίχο το πρώτο του λουλούδι. Δε θέλω να πω βέβαια πώς βρήκε για την αγάπη άλλη ρίμα απ’ τον Αράπη. Τέτοιο θαύμα είναι αδύνατο. Άμα έλεγε « βραδυά », έπρεπε να περιμένης « καρδιά ». Κι αν άκουγες « πουλιά», δεν ήταν απαραίτητο να είσαι σοφός για να καταλάβης πώς το άλλο θα είναι « φιλιά ». Μέσα σε πέντε δέκα ρίμες θαλασσοδερνόταν όλο το στιχουργικό του. Μα, αν ο Παντελής δεν ανακάλυψε καινούργιες ρίμες, ήξερε τα χίλια μύρια και δεν έμεινε χώρα και ταβέρνα ελληνική, πού να μην έδωσε ραντεβού με τις άλλες στο ρεπερτόριο τού κοσμηματογράφου. Χωρίς να τραγουδή λοιπόν επί τούτο, έκαμε κι ο Παντελής την ελληνική ενότητα. Το πραγματικό ταλέντο του ωστόσο ήταν η μελωδία. Δε λέγονται αυτά. Ακούγονται ! Έπρεπε να βρεθή κανείς εκεί κοντά, στην ησυχία τής γειτονιάς, στο νέο δρόμο με την ανορθόγραφη πινακίδα, όπου κ’ ή ρόδα τού αμαξιού ήταν τότε εξαιρετικό επεισόδιο, για να πάρη τ’ αυτί του τα τσακίσματα, τα τριλλίσματα, τις γοργές φυσαλίδες τής φωνής του, τ’ ανάλαφρα και τα μισοσβησμένα του « άχ », τα κρετσέντα του, πού άνθιζαν άξαφνα για ν’ απαντήσουν στο γεωμετρικό του λουλούδι, ενώ το άδειο τού καινούργιου σπιτιού έκανε να δυναμώνη και να κυματίζη ο μυριανθισμένος αυτός κελαϊδισμός.
Και τώρα θα μου πήτε πως η Ανθίτσα, η υπηρέτρια του απόστρατου μοιράρχου αντικρύ, μπορεί να πηγαίνη τον ταβά στο φούρνο, ατάραχη και σοβαρή, όπως οι κόρες τής αρχαίας λιτανείας ; Μα τότε το καλό τραγούδι θα ήταν ακίνδυνο πράμα. Όχι, η Ανθίτσα έχει μουσικό αυτί. Να που, πηγαίνοντας στο φούρνο μια μέρα, παραπάτησε και κόντεψε να πέση. Τόσο πολύ τις είχε προσέξει κάτι περίτεχνες γλιστράδες της φωνής του Παντελή, την ώρα που ο κοσμηματογράφος τραγουδούσε το κιθαρίστικο :
Τσάτσα μηλίτσα μου
κι ωραία λεϊμονιά,
πούχεις τα φύλλα
τα δροσερά,
ή την ώρα που γλυκόβραζε, μεταφερμένο από τον ίδιο σε άλλη μελωδία, το κρητικό :
Τί τηνε νοιάζει πάσα μια
ή και τον πάσαν ένα,
αν αγαπά κανείς καμμιά
ή και καμμιά κανένα ;
Είχε γούστο, τραγουδώντας ο Παντελής αυτή την παρατήρηση στον κόσμο για την κουσκουσουριά του, να σημάδευε την Ανθίτσα ! Να ήταν, λέει, το τραγούδι του όχι για τη διπλανή υπηρέτρια, όχι για την παρακατινή μικροπαντρεμένη, μα να ήταν γι’ αυτή την ίδια — την Ανθίτσα την άβγαλτη και την άμαθη, που της φορούσεν η κυρία υπομοιράρχου τις άσπρες ποδιές και τις τραχηλιές. Ε, λοιπόν, ήταν και γι’ αυτή. Μήπως ο ψαράς ορίζει το ψάρι, μήπως ο Παντελής ξέρει αν θάρθη να τσιμπήση στο αγκίστρι του μαρίδα, γόπα ή ροφός ; Η τύχη τα ορίζει αυτά. Έτσι, η φτωχή η Ανθίτσα, που δεν είχε ποτέ της σταθή ν’ ακούση ερωτικό λόγο, τον πρωτάκουσεν από τον Παντελή. Σε μια γωνιά, εκεί πούστριβε με το βαρύ ταβά, παραμονεύοντας την ώρα τής σκόλης, ο κοσμηματογράφος τής μουρμούρισε τη μεγάλη λέξη. Η Ανθίτσα κοκκίνισε ως τ’ αυτιά και τούδωσε στα πόδια. Την τρίτη μέρα κοντοστάθηκε λίγο. Την πέμπτη του μίλησε. Και, πριν ζωγραφιστούν πέντε φιόρα στην κρεβατοκάμαρα του λαδά, η Ανθίτσα τσίμπησε μια μέρα με τα ρόδινα δάχτυλα της στο δρόμο ένα γράμμα, ένα περιστεράκι πού της έφερνε την ουράνιαν εξομολόγηση, γραμμένη καθώς ο Παντελής ενόμισε πώς έπρεπε να διορθωθή το επιστολάριο, με πυκνά δηλαδή κονταροχτυπήματα μεταξύ του ενικού και του πληθυντικού :
«Επειδής λοιπόν και μου εχαρίσατε το γλυκό όνομα σας, Ανθίτσα, διά τούτο σου λέγω ότι σας αγαπώ και όχι διά να σου ειπώ λόγια διά να σας κολακέψω αλλά διά να μάθης το αίσθημα μου όπου είσαι το παν δι’ εμέ και ότι την νύκταν με το να σας συλλογίζομαι και αναστενάζων εξ αίτιας της μορφής σας δεν με κολλά ύπνος και τούτο ήθελα να σου ειπώ τον καλόν λόγον ότι ο σκοπός μου ως τίμιος επαγγελματίας είναι να νοικοκυρευθώ και να συνδέσω μαζί σας την ζωήν μου όπου αδύνατον είναι να μη βλέπω το φως των γαλανών οφθαλμών σας και άμποτε ο Θεός να τα φέρη δεξιά να βεβαιωθής τον σφοδρόν ερωτάν μου.»
— Δεν το λες, Παντελή μου, στ’ αφεντικό ; τον ρώτησε μια μέρα η Ανθίτσα, καθώς της έσφιγγε το άσπρο χεράκι.
— Μη μ’ ανακατεύεις με το μουστακαλή ! Τ’ αφεντικά δε μπαίνουν στις δικές μας δουλειές. Τις χαλάνε.
Η Ανθίτσα σώπασε και υπάκουσε. Τάκρυψεν από τ’ αφεντικά της όλα. Μιλιά δεν της έφυγε, υποψία καμμιά δεν έδωσε. Μοναχή της αντίκρυσε την αγάπη. Σε λίγες μέρες, ο Παντελής της έδωσε ένα δαχτυλιδάκι και της είπε πως είν’ αρρεβωνιαστικιά του. Όταν όμως έκλεισε μήνας, ο αρρεβωνιαστικός χάθηκε. Πέταξε σ’ άλλο κλαρί. Πού ν’ άνοιξε το νέο του ωδείο ; Ποιά γειτονιά, ποιά πόλη ξεμυαλίζει; Αργότερα θα το μάθωμε — όταν θα φύγη κι από κει μισοστεφανωμένος, κυνηγημένος κι άπιστος. Για τη στιγμή, η Ανθίτσα κλαίει και δέρνεται. Τώρα πια δεν είναι να ξαναφορέση τις άσπρες ποδιές και τις τραχηλιές! Ή μοίρα της ήταν μαύρη κι άραχλη. Κανένας δεν ξεφεύγει το γραμμένο του. Αυτό δε γελιέται, είναι νους. Η έρμη Ανθίτσα, που ο κατακτητής την άφησε στο δρόμο, θα γίνη μητέρα.
Όπως ο Ηρακλής στο μύθο του Προδίκου, βρέθηκε τότε κ’ ή Ανθίτσα ανάμεσα σε δυο γυναίκες αντίθετες. Στη Ρίχτρα και στη Σώστρα. Η Ρίχτρα ήταν μια γειτόνισσα, πού καθόταν σε πολυκατοικημένη και πολυκαβγατζού αυλή κ’ είχε να κάμη με θεοσκότεινα πράματα, βαφή των μαλλιών, μεσιτείες κι απορριξίματα. Βλέποντας την κοπέλα που έπεσε στη συλλογή και συμπονώντας την, επειδή κάτι ανθρώπινο απόμενε στα στήθια τής Ρίχτρας, κ’ ήταν αδύνατο άνθρωπος που θα ιδή τη ντροπαλή Ανθίτσα να μη τη συμπαθήση, την έπιασε μια Κυριακή απόγεμα εκεί στο στενό. Και της λάλησε:
— Τα πάντα πάσα περί τον άθρωπο, Ανθίτσα μου, είναι, που λέει ο λόγος, ή κοινωνίγια. Στην κοινωνίγια πρέπει ναχωμέστε το πρόσωπο περικάθαρο και να κρύβωμε την εντροπή μας, κατά πώς που λέει ο λόγος το πουκάμισο μας. Κυρίγες και πλούσιγες της αριστοκρατίγιας τα ρίχνουνε. Μάλιστας! Και φάρμακα και γιατρούς πλερώνουν και στην Ευρώπη πάνε και κρύβονται και λευτερεύονται ως που να πής τρίγια. Και ξαναβγαίνουν σε περίπατο και ζαχαροπλαστείγια λυγιζάμενες, μάτια μου, και κουνάμενες, πού μ’ είδες, πού μ’ ήξερες. Τούτος ειν’ ο κόσμος σήμερις. Μάλιστας. Κ’ εσύ θα κάτσης να χολοσκάσης, μαύρη κι ορφανή ; Ό Άϊ - Σιδερής να στράψη να με κάψη, η χάρη του, α δε σου λέω το σωστό κι α δεν το παίρνω απάνω μου να λυτρωθής και να κάμης λάτρα και μπουγάδα στο ιμομέντο. Γιατί, εγώ που σου λέω, κάτι ξέρουν ετούτα τα χέρια. Και μην το καβουρντίζης το μυαλό σου. Μόνο πάρ’ το απόφαση μπριχού και περνάσουν οι δυο μήνοι. Γιατί, τόμου και πέρασαν οι δυο μήνοι, θάχης να λογαριαστής με μουσαφίρη μέσα σου. Που λέει ο λόος. Και ποιά, μαρή, κρατάει παιδί στη σήμερο περίστασις, απού καλές και παρδαλές, μπομπεμένες κι αμπόμπευτες, ούλες ένα πράμα, σκεπάζονται και βάφονται και γλέπουνε του Θεού την ήμερα και μπαιζογελιούνται και χαίρουνται τα πάντα πάσα στην κοινωνίγια ; Εσύ δε θα τόνε διόρθωσης τον παλιόκοσμο. Φτωχή κι άραχλη είσαι, ό,τι πράξης καλά πραγμένο. Ριχ’ το, πού σου λέω, Αθίτσα. Πέταξέ τονε το δαίμονα !
Το λόγο της Ρίχτρας τον άκουσεν η γελασμένη, κρατώντας χαμηλά τα μεταξένια της ματόκλαδα και βυθισμένη πάντα στη συλλογή. Σαν όνειρο πέρασεν αυτή τη στιγμή η μικρή και θλιβερή της ιστορία. Τόσο λίγο χρειάστηκε να τα ιδή όλα, τον ουρανό και την άβυσσο ! Και τώρα τί θα γίνη ; Θα λησμονήση ; Θα ξαναζήση ; Μπορούμε να ματαϊδούμε τον κόσμο ύστερ’ από τέτοια ντροπή ; Η Ρίχτρα της είπε την αλήθεια ; Ό άνθρωπος μπαλώνεται και ξαναγένεται όπως ήταν;
Αφού έκλαψε και συλλογίστηκε ακόμα, και τη στιγμή ακριβώς πού τ’ αποφάσισε, έπεσε απάνω στη Σώστρα. Η Σώστρα δεν ήταν καμμιά ξένη. Ήταν η ίδια η μάννα του κοσμηματογράφου. Γριά πονόψυχη, πού γνώρισαν το κερί της και τη δεκάρα της εκκλησιές και ξωκκλήσια, βρυσούλα τής θείας Αδυναμίας που έσταζε για ξένες έγνοιες, πού δάκρυζε για καλούς και για κακούς γειτόνους, για κοντινές και μακρινές συμφορές, που έδινε την τελευταία κόρα του ψωμιού της σε ζητιάνους, σε γύφτους, σε μπουγαδοκλέφτες, σε όποιον έκανε λιγάκι πώς κούτσαινε ή πως κρύωνε, ήταν - δεν ήταν άξιος για ελεημοσύνη — αυτή δεν έδινε για τον άνθρωπο, μα για το έλεος και για τους πόνους ολουνών και για όσα πάθαμε και όσα θα πάθωμε —, ή γριά, λοιπόν, ήταν ή πρώτη πού συμπάθησε και περιμάζωξε το κουρέλι του κατακτητή. Τί κι αν ήταν γυιός της ο προκομένος ; Το άδικο είν’ άδικο. Έτσι παρηγόρησε την Ανθίτσα, κ’ έσταξε κι αυτή απ’ το τελευταίο νεράκι των ματιών της, βλέποντας την κοπέλα να καίγεται. Και με λόγια, μ’ ελπίδες, την αποτραβούσε απ’ το γκρεμό. Όταν η Ανθίτσα τής εξομολογήθηκε τη συμβουλή τής Ρίχτρας και την απόφασή της να κάμη αυτό που της είπε —η γριά σηκώθηκεν από το σκαμνί της ! Αναταράχτηκε ολάκερη και, κάνοντας πλατιά δέκα μετρημένους σταυρούς, ξόρκισεν αυτή τη σκέψη. Η Ρίχτρα είχε πή τα δικά της. Τώρα ήρθε κι ο λόγος τής Σώστρας:
— Στο πλάσμα του Θεού θα βάλης χέρι, μαύρη και σκοτεινιασμένη μου ; Και τ’ είσαι σύ ; Τί ξέρεις εσύ ; Τί ξέρουμε οι άνθρωποι; Τα βάσανα είναι όπως και τ’ αγαθά, φτωχή. Από πάνω έρχουνται ούλα. Και ποιο είναι το κακό και ποιό είναι το καλό, μαρή; Μηδά είσαι κότα πού μυτίζει και τσακίζει καμμιά βολά τ’ αυγό της, ή γάτα πού ξεκάνει αυτά που της πετάνε, ή καρυδιά που ρίχνει, να πούμε, το κούφιο της καρύδι; Κακό να μούρθη ! Τί πήγες κ’ έβαλες στο νου σου, να βάλης χέρι, λέει, σε πλάσμα που σούδωκε το θέλημά του, δοξασμένος νάναι ... Τί πας να κάμης; Να χαλάσης τον άνθρωπο; Το λογικό, μαρή ; Το φως τω ματιώνε ; Τη μιλιά, μαρή, που σου λέει τα χίλια μύρια; Την ανάσα; Το περπάτημα; Γιατί απ’ όλα τούτα θάχη κ’ εκείνο πούρχεται, σαν κάθε άνθρωπος. Να τα δώσωμε μείς οι άνθρωποι δε μπορούμε. Και να τα χαλάσωμε; Σώπα, κακομοίρα μου, μη σου ξαναβγή τέτοιος λόγος. Αμαρτία μεγάλη και τρανή. Σώπα. Θα γέννησης. Θα βαστάξης το παιδί. Όπως, όπως θαν τ’ αναστήσωμε. Αν πάρη φώτιση και γυρίση καμμιά φορά ο προκομένος και δεν είναι παντρεμένος — πού τα ξέρεις, όλα γένονται! — τότες, γλέποντας το παιδί του, μπορεί να σε λυπηθή ... Τα ζερβά έρχουνται δεξά ... Και τα δεξά ζερβά ... Δεν ξέρομε τίποτα ... Ένας τα ξέρει. Μόνο κάτσε να ξενοδουλέψωμε και πάρ’ το πώς είσαι μάννα και μην ξαναζυγώσης, Ανθίτσα μου, στα φίδια• τις ρίχτρες, γιατί θα πέση του Κυρίου τ’ αστραπόβροντο να μας κάψη ...
Και ξανάκαμε τούς δέκα σταυρούς.
Η Ανθίτσα εγκαρδιώθηκε. Τής φάνηκε σα νάγινε άλλος άνθρωπος, σα ν’ αντίκρυσε την κοινωνία και το Θεό για πρώτη φορά μετά το λάθος της. Έπεσε στην ποδιά τής γριάς και κλάψανε μαζί για ώρα πολλή.
Η Ανθίτσα έγινε μάννα. Με βάσανα, με ξενοδουλειές, με νηστείες, το παιδί του κατακτητή αναστήθηκε στης γριάς, της γιαγιάς του.
Η γριά βάσταγε και δούλευε κ’ είχε και τον καιρό να το κουνάη και να του μιλή, να του χτυπάη, να του παίζη κανέναν πάφιλα, κανένα βρονταλίδι, ως να γυρίση απ’ τη δουλειά η Ανθίτσα. Πέρασε ένας χρόνος. Πέρασε ένας και μισός. Μα το παιδί δεν απαντούσε στα παιγνίδια τους, παρά με άναρθρες φωνές. Με α και ε! Συλλαβή δεν έδενε στο στόμα του. Συλλογίστηκαν μήπως είναι αργομίλητο. Μα έκλεισε το δεύτερο χρόνο κ’ ήταν στα ίδια. Αποφάσισαν μια φορά να το πάνε στον καθηγητή, την ώρα που δεχόταν τους φτωχούς άρρωστους. Ο γιατρός, άξαφνα, χτυπώντας τις παλάμες του μπροστά στο παιδί για να το ξαφνίση, είδε πως τα βλέφαρα του έμειναν στο χτύπο ακίνητα. Ύστερα δόνησε κάποιο μέταλλο κοντά στ’ αυτί του. Και, αφού έκαμε και κάτι άλλες δοκιμές, σήκωσε τα γυαλιά του, κοίταξε τις δυο γυναίκες και είπε, με την απάθεια που έχουν πολλοί γιατροί, όταν μηνούνε συμφορές :
— Το παιδί θα μείνη κωφάλαλο. Έτσι γεννήθηκε.
Η μάννα στάθηκε ασάλευτη, κοιτάζοντας το γιατρό σα να πέτρωσε. Και, προτού προφτάση να μέτρηση το βάθος της συμφοράς που της ανοίγεται — στη στιγμή, σαν αστραπή, έτρεξεν ο νους της ... σε ποιόν τάχα ; Μήπως στον τραγουδιστή που έδωσαν τέτοιον καρπό τα τραγούδια του ; Όχι. Ο νους της πήγε σ’ εκείνη που προσφέρθηκε να τα μπαλώση όλα και να σάρωση το πεπρωμένο ..., στο κακόμουτρο λαδικό, στη Ρίχτρα, που, ό,τι κι αν ήταν, είχεν όμως η στριγγλιά της βαθύτερες γνωριμίες με τη μοίρα κ’ ήταν αυτή τη στιγμή για την Ανθίτσα χίλιες φορές πονετικώτερη από το ψυχικό της Σώστρας !
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008
Ημερολόγια
μεγάλες προσδοκίες[i]
Μια μεγάλη αγκαλιά γης κρατούσε σφιχτά όλο το στόλο μας σημαιοστολισμένο. Θωρηκτά, το «Λήμνος», το «Αβέρωφ». Αντιτορπιλικά αμέτρητα. Ατμάκατοι βολίδες από το ένα καράβι στο άλλο. Μια θάλασσα πυκνοκατοικημένη όσο και η στεριά.
Οι ελληνικές σημαίες, η μια πάνω στην άλλη στα σπίτια και στα πλοία. Πού βρέθηκαν τόσες σημαίες; Από χρόνια ο καθένας θα είχε μια κασέλα γεμάτη, περιμένοντας τούτη τη μέρα. Το γαλάζιο θόλωνε τη ματιά μου.
Η χαρά της λύτρωσης έφτανε στο παραλήρημα, στον παραλογισμό. Έπαιρνε τις μορφές του έρωτα, του γέλιου, του παιχνιδιού. Στην προκυμαία βραδυπορούσαν οι όμορφες κοπέλες. Τα μάτια τους σπίθιζαν γελαστά. Όλες ήταν ερωτευμένες με αξιωματικούς. Δεν καταλάβαινα, αγαπούσαν τον άντρα ή την ελληνική στολή;
Μέσα στο κύτταρό μας ξεσπούσε η καταπίεση, η σκλαβιά γονιών, πάππων, προπάππων. Ο βραχνάς είχε φύγει. Αναπνέαμε ελεύθερα. Αγκαλιάζαμε σφιχτά το παρόν με όλη τη μνήμη, με όλη την ελπίδα.
…
Στις παραμονές του πολέμου εργάτες, σκάβοντας τ’ αμπέλια της μάνας, την είχανε ανακαλύψει. Κι’ εκείνη, πριν εγκαταλείψει τη Σκάλα, μόλις πρόφτασε να τυλίξει τα κομμάτια της και να τα φυλάξει στην κρυψώνα της αποθήκης.
Ο Γεώργιος Οικονόμος ο αρχαιολόγος επρόκειτο ν’ αναλάβει τις ανασκαφές στις Κλαζομενές. Στην ενδοχώρα και στο νησί του Αναξαγόρα. Έλαμψε ολόκληρος όταν την είδε και άρχισε να τη συναρμολογεί.
- Είναι πολύ σπάνιο κομμάτι, είπε, μόνο στο βρετανικό μουσείο υπάρχει μια όμοιά της.
Ήταν τέλεια διατηρημένη. Ζωηρές παραστάσεις από μάχες Ελλήνων και Κιμμερίων καλύπτανε την επιφάνεια. Η μητέρα που είχε πολύ βασανιστεί όλ’ αυτά τα χρόνια με την ευθύνη της διαφύλαξής της, παρακάλεσε να παραδοθεί το ταχύτερο στο μουσείο των Αθηνών. Και ο Γ. Οικονόμος με μεγάλη προσοχή ανάλαβε τη μεταφορά της. Την παράδωσε στην ελληνικήν Αρμοστεία στη Σμύρνη. Ο αρμοστής είχε υποσχεθεί πως το ταχύτερο θα σταλεί στην Αθήνα. Γιατί δεν το έκανε; Πού να βρίσκεται τώρα; Μοίρα των πραγμάτων, όπως και των ανθρώπων, που ματαιώνει τη μύχια φροντίδα μας
...
Ο πατέρας είχε πέσει σε μεγάλη συλλογή. Η αγωνία του για τις εκλογές του Νοέμβρη ήταν φανερή. Ανεβοκατέβαινε αμίλητος στο γραφείο του ή μονολογούσε. «Αν χάσει ο Βενιζέλος μια τέτοια στιγμή θα βουλιάξουμε. Ίσως θα πρέπει με κάθε τρόπο ν’ αποφύγουμε την αναμέτρηση…». Έπειτα πάλι ένα κύμα αισιοδοξίας τον συνέπαιρνε. Έλεγε στη μάνα:
- Είναι τόσα να γίνουν μετά τις εκλογές να κατοχυρώσουμε τα σύνορα, να επιτύχουμε σοβαρές εγγυήσεις από τους μεγάλους.
Το Νοέμβρη του 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές.
…
Στο σπίτι των Αθηνών τα νέα δεν ήταν ρόδινα. Η μάνα ήταν άρρωστη και πολύ στενοχωρημένη. Ήθελε να πουλήσει το ταχύτερο τα κτήματά της στην Ιωνία, να πάει στη Σμύρνη. Ο πατέρας, ήταν βέβαιος πια για την επερχόμενη σκλαβιά. Μετά την πτώση του Βενιζέλου κύμα απαισιοδοξίας είχε σκεπάσει τον κόσμο. Η ξένη προπαγάνδα έβραζε. Αγόραζε όσους πουλιούνταν.
«Αποικίες θα κάνουμε στη Μικρασία;» έλεγαν μερικές αντίθετες εφημερίδες. Και δημιουργούσαν ένα διάχυτο πνεύμα ηττοπάθειας.
…Η πολιτική κατάσταση ήταν ακατανόητη. Η εκστρατεία προς τον Σαγγάριο παρατεινόταν. Είχαμε βαριές απώλειες. Ο ανεφοδιασμός ήταν δύσκολος. ο Έλληνας στρατιώτης προχωρούσε εξαντλημένος, πειναλέος, σχεδόν ξυπόλητος. Θυμούνται ακόμη εκείνοι που πολέμησαν, το ίδιο πάντα συσσίτιο, μακαρόνι με βαμβακέλαιο. Μα πριν απ’ όλα τη διάβρωση της ψυχής τους.
Έντυπα κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους για το άσκοπο του πολέμου. Οι κυβερνητικές εφημερίδες στην Αθήνα, σε κύρια άρθρα καλλιεργούσανε το πνεύμα της ηττοπάθειας. Πώς ν’ ανθέξουν αυτά τα νέα παιδιά, χαμένα στα βάθη της Ανατολής, μια θυσία που πίστευαν παράλογη;
…
Τα νέα από το μέτωπο δεν ήταν καλά. Στις 26 Αυγούστου έγινε η μεγάλη επίθεση του Κεμάλ. Οι ελληνικές γραμμές είχαν σπάσει. Οι στρατιώτες μας υποχωρούσαν. Κανείς μας όμως δεν σκέφτηκε πως η ίδια η Σμύρνη κινδύνευε, πως οι ήσυχοι κάτοικοί της, θάπρεπε κι’ αυτοί να εξοντωθούνε. Τόσους αιώνες καλά κακά, είχαν συζήσει με τους Τούρκους.
…
Είχαν ελπίδες. Ο Nourredine, ο στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης, εγγυήθηκε για τη ζωή των κατοίκων. Ζήτησε μάλιστα να διαλυθούν οι προξενικές φρουρές.
Εκείνη την ώρα ήταν η εθνική απελπισία που μας εκμηδένιζε. Παραδίναμε την ελληνική γη. Είμαστε οι φυγάδες. Η Ελλάδα μαζεύτηκε, μαζεύτηκε, ρυτίδιασε. Ο καλπασμός προς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το καθημερινό ξεκίνημα για μια μεγάλη πατρίδα είχαν χαθεί. Από τα βαπόρια του γυρισμού ακούγονταν βουβοί γδούποι στη θάλασσα. Ήταν οι αξιωματικοί μας που έπεφταν και πνίγονταν. Δεν άντεχαν στην ντροπή.
…
Μα πάνω κι’ από τα έθνη, ο άνθρωπος στο σταυρό του. Τώρα ακούαμε εκείνες τις ειδήσεις της φρίκης. Εισβάλανε οι Τούρκοι στην πολιτεία. Τί ήταν αυτό το ανήκουστο κακό! Φριχτός θάνατος σ’ όποιον χριστιανό. Άταφοι οι σκοτωμένοι γέμιζαν τους δρόμους. Τ’ αγόρια αιχμάλωτοι, κολώνες πορείας προς το εσωτερικό. Οι κοπέλες βιασμένες, σφαγμένες. Συνοικίες ολόκληρες απλησίαστες από τη βαριά μυρωδιά της σήψης. Και ο Άγιος Δεσπότης Χρυσόστομος, που δεν θέλησε να χωριστεί τους πιστούς του, κομματιάστηκε από τ’ άγρια στίφη … Και το Δεσπότη Γρηγόριο στις Κυδωνίες τον θάψανε ζωντανό.
Δεν το χωρεί ο νους του ανθρώπου. Όλα αυτά τα τερατώδη γίνονταν μπροστά στα χριστιανικά πληρτώματα, μπροστά στους στόλους της Ευρώπης.
«Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας», θα πει ο χρονικογράφος Φρατζής αναλογιζόμενος την άλωση της Βασιλεύουσας. Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας, θα λέγαμε, σαν μας σφίγγουν οι λογισμοί, της ώρας εκείνης. Σηκώσαμε κι’ εμείς την μοίρα της τραγωδίας μας της ιστορικής.
…
Η Σμύρνη παραδομένη στις φλόγες. Οι χριστιανοί πέφτανε στη θάλασσα να σωθούν. Κρύβονταν στα νεκροταφεία. Οι σκελετοί συντρόφευαν τα παιδιά να μην κλάψουν.
Αλήθευαν τα λόγια της Αποκάλυψης.
Καράβια κι’ άλλα καράβια φτάνανε στον Πειραιά γεμάτα κορμιά εξουθενωμένα. Οι ψυχές τους είχαν μείνει στην αγκαλιά της ζεστής Ιωνικής γης.
Στα πεζοδρόμια της Αθήνας φτωχές και πλούσιες οικογένειες καθόντανε σε κανένα στρωμένο πανωφόρι. Τα μικρά εξαντλημένα κοιμόντανε στην πέτρα.
…
Βουλιάζαμε σε μιαν ανεπανάληπτη βαρβαρότητα. Θα γεννιούνται άνθρωποι και θα δασκαλεύονται τα γράμματα και θα μεταχειρίζονται και θα εξευτελίζουν τα λόγια. Μα ποιοι θα πολεμήσουν το τιτάνιο θεριό της αδικίας; Όσο αυτό υπάρχει, η ανθρωπότης θα σκοτώνει το πνεύμα. Μα γιατί δεν γκρεμίζεται ο κόσμος να λήξει επιτέλους αυτό το πρόβλημα; …
Μια μεγάλη αγκαλιά γης κρατούσε σφιχτά όλο το στόλο μας σημαιοστολισμένο. Θωρηκτά, το «Λήμνος», το «Αβέρωφ». Αντιτορπιλικά αμέτρητα. Ατμάκατοι βολίδες από το ένα καράβι στο άλλο. Μια θάλασσα πυκνοκατοικημένη όσο και η στεριά.
Οι ελληνικές σημαίες, η μια πάνω στην άλλη στα σπίτια και στα πλοία. Πού βρέθηκαν τόσες σημαίες; Από χρόνια ο καθένας θα είχε μια κασέλα γεμάτη, περιμένοντας τούτη τη μέρα. Το γαλάζιο θόλωνε τη ματιά μου.
Η χαρά της λύτρωσης έφτανε στο παραλήρημα, στον παραλογισμό. Έπαιρνε τις μορφές του έρωτα, του γέλιου, του παιχνιδιού. Στην προκυμαία βραδυπορούσαν οι όμορφες κοπέλες. Τα μάτια τους σπίθιζαν γελαστά. Όλες ήταν ερωτευμένες με αξιωματικούς. Δεν καταλάβαινα, αγαπούσαν τον άντρα ή την ελληνική στολή;
Μέσα στο κύτταρό μας ξεσπούσε η καταπίεση, η σκλαβιά γονιών, πάππων, προπάππων. Ο βραχνάς είχε φύγει. Αναπνέαμε ελεύθερα. Αγκαλιάζαμε σφιχτά το παρόν με όλη τη μνήμη, με όλη την ελπίδα.
…
Στις παραμονές του πολέμου εργάτες, σκάβοντας τ’ αμπέλια της μάνας, την είχανε ανακαλύψει. Κι’ εκείνη, πριν εγκαταλείψει τη Σκάλα, μόλις πρόφτασε να τυλίξει τα κομμάτια της και να τα φυλάξει στην κρυψώνα της αποθήκης.
Ο Γεώργιος Οικονόμος ο αρχαιολόγος επρόκειτο ν’ αναλάβει τις ανασκαφές στις Κλαζομενές. Στην ενδοχώρα και στο νησί του Αναξαγόρα. Έλαμψε ολόκληρος όταν την είδε και άρχισε να τη συναρμολογεί.
- Είναι πολύ σπάνιο κομμάτι, είπε, μόνο στο βρετανικό μουσείο υπάρχει μια όμοιά της.
Ήταν τέλεια διατηρημένη. Ζωηρές παραστάσεις από μάχες Ελλήνων και Κιμμερίων καλύπτανε την επιφάνεια. Η μητέρα που είχε πολύ βασανιστεί όλ’ αυτά τα χρόνια με την ευθύνη της διαφύλαξής της, παρακάλεσε να παραδοθεί το ταχύτερο στο μουσείο των Αθηνών. Και ο Γ. Οικονόμος με μεγάλη προσοχή ανάλαβε τη μεταφορά της. Την παράδωσε στην ελληνικήν Αρμοστεία στη Σμύρνη. Ο αρμοστής είχε υποσχεθεί πως το ταχύτερο θα σταλεί στην Αθήνα. Γιατί δεν το έκανε; Πού να βρίσκεται τώρα; Μοίρα των πραγμάτων, όπως και των ανθρώπων, που ματαιώνει τη μύχια φροντίδα μας
...
Ο πατέρας είχε πέσει σε μεγάλη συλλογή. Η αγωνία του για τις εκλογές του Νοέμβρη ήταν φανερή. Ανεβοκατέβαινε αμίλητος στο γραφείο του ή μονολογούσε. «Αν χάσει ο Βενιζέλος μια τέτοια στιγμή θα βουλιάξουμε. Ίσως θα πρέπει με κάθε τρόπο ν’ αποφύγουμε την αναμέτρηση…». Έπειτα πάλι ένα κύμα αισιοδοξίας τον συνέπαιρνε. Έλεγε στη μάνα:
- Είναι τόσα να γίνουν μετά τις εκλογές να κατοχυρώσουμε τα σύνορα, να επιτύχουμε σοβαρές εγγυήσεις από τους μεγάλους.
Το Νοέμβρη του 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές.
…
Στο σπίτι των Αθηνών τα νέα δεν ήταν ρόδινα. Η μάνα ήταν άρρωστη και πολύ στενοχωρημένη. Ήθελε να πουλήσει το ταχύτερο τα κτήματά της στην Ιωνία, να πάει στη Σμύρνη. Ο πατέρας, ήταν βέβαιος πια για την επερχόμενη σκλαβιά. Μετά την πτώση του Βενιζέλου κύμα απαισιοδοξίας είχε σκεπάσει τον κόσμο. Η ξένη προπαγάνδα έβραζε. Αγόραζε όσους πουλιούνταν.
«Αποικίες θα κάνουμε στη Μικρασία;» έλεγαν μερικές αντίθετες εφημερίδες. Και δημιουργούσαν ένα διάχυτο πνεύμα ηττοπάθειας.
…Η πολιτική κατάσταση ήταν ακατανόητη. Η εκστρατεία προς τον Σαγγάριο παρατεινόταν. Είχαμε βαριές απώλειες. Ο ανεφοδιασμός ήταν δύσκολος. ο Έλληνας στρατιώτης προχωρούσε εξαντλημένος, πειναλέος, σχεδόν ξυπόλητος. Θυμούνται ακόμη εκείνοι που πολέμησαν, το ίδιο πάντα συσσίτιο, μακαρόνι με βαμβακέλαιο. Μα πριν απ’ όλα τη διάβρωση της ψυχής τους.
Έντυπα κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους για το άσκοπο του πολέμου. Οι κυβερνητικές εφημερίδες στην Αθήνα, σε κύρια άρθρα καλλιεργούσανε το πνεύμα της ηττοπάθειας. Πώς ν’ ανθέξουν αυτά τα νέα παιδιά, χαμένα στα βάθη της Ανατολής, μια θυσία που πίστευαν παράλογη;
…
Τα νέα από το μέτωπο δεν ήταν καλά. Στις 26 Αυγούστου έγινε η μεγάλη επίθεση του Κεμάλ. Οι ελληνικές γραμμές είχαν σπάσει. Οι στρατιώτες μας υποχωρούσαν. Κανείς μας όμως δεν σκέφτηκε πως η ίδια η Σμύρνη κινδύνευε, πως οι ήσυχοι κάτοικοί της, θάπρεπε κι’ αυτοί να εξοντωθούνε. Τόσους αιώνες καλά κακά, είχαν συζήσει με τους Τούρκους.
…
Είχαν ελπίδες. Ο Nourredine, ο στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης, εγγυήθηκε για τη ζωή των κατοίκων. Ζήτησε μάλιστα να διαλυθούν οι προξενικές φρουρές.
Εκείνη την ώρα ήταν η εθνική απελπισία που μας εκμηδένιζε. Παραδίναμε την ελληνική γη. Είμαστε οι φυγάδες. Η Ελλάδα μαζεύτηκε, μαζεύτηκε, ρυτίδιασε. Ο καλπασμός προς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το καθημερινό ξεκίνημα για μια μεγάλη πατρίδα είχαν χαθεί. Από τα βαπόρια του γυρισμού ακούγονταν βουβοί γδούποι στη θάλασσα. Ήταν οι αξιωματικοί μας που έπεφταν και πνίγονταν. Δεν άντεχαν στην ντροπή.
…
Μα πάνω κι’ από τα έθνη, ο άνθρωπος στο σταυρό του. Τώρα ακούαμε εκείνες τις ειδήσεις της φρίκης. Εισβάλανε οι Τούρκοι στην πολιτεία. Τί ήταν αυτό το ανήκουστο κακό! Φριχτός θάνατος σ’ όποιον χριστιανό. Άταφοι οι σκοτωμένοι γέμιζαν τους δρόμους. Τ’ αγόρια αιχμάλωτοι, κολώνες πορείας προς το εσωτερικό. Οι κοπέλες βιασμένες, σφαγμένες. Συνοικίες ολόκληρες απλησίαστες από τη βαριά μυρωδιά της σήψης. Και ο Άγιος Δεσπότης Χρυσόστομος, που δεν θέλησε να χωριστεί τους πιστούς του, κομματιάστηκε από τ’ άγρια στίφη … Και το Δεσπότη Γρηγόριο στις Κυδωνίες τον θάψανε ζωντανό.
Δεν το χωρεί ο νους του ανθρώπου. Όλα αυτά τα τερατώδη γίνονταν μπροστά στα χριστιανικά πληρτώματα, μπροστά στους στόλους της Ευρώπης.
«Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας», θα πει ο χρονικογράφος Φρατζής αναλογιζόμενος την άλωση της Βασιλεύουσας. Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας, θα λέγαμε, σαν μας σφίγγουν οι λογισμοί, της ώρας εκείνης. Σηκώσαμε κι’ εμείς την μοίρα της τραγωδίας μας της ιστορικής.
…
Η Σμύρνη παραδομένη στις φλόγες. Οι χριστιανοί πέφτανε στη θάλασσα να σωθούν. Κρύβονταν στα νεκροταφεία. Οι σκελετοί συντρόφευαν τα παιδιά να μην κλάψουν.
Αλήθευαν τα λόγια της Αποκάλυψης.
Καράβια κι’ άλλα καράβια φτάνανε στον Πειραιά γεμάτα κορμιά εξουθενωμένα. Οι ψυχές τους είχαν μείνει στην αγκαλιά της ζεστής Ιωνικής γης.
Στα πεζοδρόμια της Αθήνας φτωχές και πλούσιες οικογένειες καθόντανε σε κανένα στρωμένο πανωφόρι. Τα μικρά εξαντλημένα κοιμόντανε στην πέτρα.
…
Βουλιάζαμε σε μιαν ανεπανάληπτη βαρβαρότητα. Θα γεννιούνται άνθρωποι και θα δασκαλεύονται τα γράμματα και θα μεταχειρίζονται και θα εξευτελίζουν τα λόγια. Μα ποιοι θα πολεμήσουν το τιτάνιο θεριό της αδικίας; Όσο αυτό υπάρχει, η ανθρωπότης θα σκοτώνει το πνεύμα. Μα γιατί δεν γκρεμίζεται ο κόσμος να λήξει επιτέλους αυτό το πρόβλημα; …
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
Πορτραίτα Βυζαντινών
Βυζαντινές Αυτοκράτειρες
Η ζωή των ηγεμόνων της ελληνικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζεται συνήθως με αρκετά ανακριβή τρόπο. Εξαιτίας της ασύνειδης αλλά βαθιά ριζωμένης αντίληψης που έχουμε για τη θέση των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, στη μεσαιωνική Ρωσία και στη μουσουλμανική Ανατολή όλων των εποχών, φανταζόμαστε τις Βυζαντινές αυτοκράτειρες ως αιώνιες παιδίσκες, ισοβίως έγκλειστες και αυστηρά απομονωμένες στον γυναικωνίτη, που τις φρουρούσαν στενά σπαθοφόροι ευνούχοι και τις περιέβαλλαν αποκλειστικά γυναίκες, «αγένειοι άνδρες», όπως ονόμαζαν τους ευνούχους στο Βυζάντιο, και ηλικιωμένοι ιερείς, τις φανταζόμαστε ως γυναίκες που σπανίως εμφανίζονταν δημόσια καλυμμένες με πέπλα για ν’ αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα και οι οποίες είχαν τη δική τους, ξεχωριστή θηλυκή Αυλή, επιμελώς διαχωρισμένη από την Αυλή του βασιλέως, με δύο λόγια γυναίκες που διήγαν ζωή μουσουλμανικού χαρεμιού στο πλαίσιο μιας χριστιανικής κοινωνίας.
Ωστόσο αυτή η τόσο διαδεδομένη αντίληψη περί αυτοκρατορικής ζωής είναι πέρα για πέρα αμφισβητούμενη. Ελάχιστα κράτη στην πορεία της ανθρωπότητας έδωσαν τόσο χώρο στις γυναίκες, τους ανέθεσαν τόσο σημαντικό ρόλο και τους εξασφάλισαν τόσο έντονη επιρροή στα πολιτικά ζητήματα και στις κυβερνητικές αποφάσεις, όσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όπως έχει ειπωθεί εύστοχα, αυτό είναι «ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας»[1]. Η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αφορά μόνο εκείνες τις – ουκ ολίγες – αυτοκράτειρες οι οποίες με το κύρος της ομορφιάς τους ή την εξαιρετική ευφυΐα τους ασκούσαν στους συζύγους τους πανίσχυρη επιρροή: αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα το ιδιαίτερο, άλλωστε όλες οι ευνοούμενες σουλτάνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκαναν το ίδιο. Όμως στη μοναρχία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος, και σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, συναντάμε γυναίκες που είτε κυβέρνησαν για λογαριασμό τους είτε, το συνηθέστερο, χρησιμοποιούσαν κατά βούληση το στέμμα και έστεφαν αυτοκράτορες της αρεσκείας τους. Τίποτα δεν έλειπε απ’ αυτές τις πριγκίπισσες, ούτε η μεγαλοπρέπεια των τελετών με τις οποίες εκδηλώνεται η εξωτερική λάμψη της εξουσίας, ούτε οι επίσημες κυβερνητικές πράξεις με τις οποίες επιβεβαιώνεται ουσιαστικά η εξουσία τους. Ακόμη και στην κλειστή ζωή του γυναικωνίτη ανακαλύπτουμε ίχνη της παντοδυναμίας που ασκούσε νόμιμα μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα. Αυτή η παντοδυναμία εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα στο δημόσιο βίο και στον πολιτικό ρόλο που της αναγνώριζαν οι άνδρες της εποχής τους. Και όποιος επιθυμεί να γνωρίσει και να κατανοήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου, έχει ακόμη να μάθει αρκετά καινούργια πράγματα γι’ αυτές τις μακρινές, λησμονημένες πριγκίπισσες.
…
Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα μοίραζε ολόκληρο τον χρόνο της ανάμεσα στη χριστιανική λατρεία, στον προσωπικό καλλωπισμό, στις δεξιώσεις, στις γιορτές και στα συμπόσια. Συχνά την απασχολούσαν πιο σημαντικές υποθέσεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γυναικωνίτης επηρέαζε αισθητά τη λειτουργία της κυβέρνησης. Η αυγούστα διέθετε την προσωπική της περιουσία την οποία διαχειριζόταν κατά βούληση, χωρίς να συμβουλεύεται ή έστω να ενημερώνει τον βασιλέα. Ασκούσε την προσωπική της πολιτική, η οποία συχνά πυκνά δεν συνέπιπτε με τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ένα ακόμη πιο παράδοξο γεγονός που μας εκπλήσσει σε μια τόσο απόλυτη μοναρχία, ήταν ότι ο αυτοκράτορας άφηνε τη βασίλισσα να διαχειρίζεται εν λευκώ πολλά θέματα και συχνά αγνοούσε παντελώς τα όσα συνέβαιναν στα διαμερίσματά της. Έτσι ο γυναικωνίτης έκρυβε πάντα παράξενα ή και επίφοβα μυστήρια. Όταν ο Άνθιμος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ύποπτος αιρέσεως, αφού κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του εκκλησιαστικού συμβουλίου, αφορίστηκε από την Εκκλησία και εξορίστηκε από τον Ιουστινιανό, βρήκε άσυλο στο ίδιο το παλάτι, στα διαμερίσματα της Θεοδώρας. Στην αρχή οι πάντες ξαφνιάστηκαν από την απότομη εξαφάνιση του ιεράρχη. Κατόπιν τον λησμόνησαν θεωρώντας τον νεκρό. Όλοι ωστόσο κατεπλάγησαν όταν αργότερα, μετά τον θάνατο της αυτοκράτειρας, ανακάλυψαν ότι ο πατριάρχης κρυβόταν στα βάθη του γυναικωνίτη: είχε περάσει δώδεκα χρόνια σε αυτό το διακριτικό καταφύγιο χωρίς να το μάθει ποτέ ο Ιουστινιανός και χωρίς η Θεοδώρα – πράγμα ίσως ακόμη πιο αξιοθαύμαστο – να προδώσει ποτέ το μυστικό της.
Η ζωή των ηγεμόνων της ελληνικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζεται συνήθως με αρκετά ανακριβή τρόπο. Εξαιτίας της ασύνειδης αλλά βαθιά ριζωμένης αντίληψης που έχουμε για τη θέση των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, στη μεσαιωνική Ρωσία και στη μουσουλμανική Ανατολή όλων των εποχών, φανταζόμαστε τις Βυζαντινές αυτοκράτειρες ως αιώνιες παιδίσκες, ισοβίως έγκλειστες και αυστηρά απομονωμένες στον γυναικωνίτη, που τις φρουρούσαν στενά σπαθοφόροι ευνούχοι και τις περιέβαλλαν αποκλειστικά γυναίκες, «αγένειοι άνδρες», όπως ονόμαζαν τους ευνούχους στο Βυζάντιο, και ηλικιωμένοι ιερείς, τις φανταζόμαστε ως γυναίκες που σπανίως εμφανίζονταν δημόσια καλυμμένες με πέπλα για ν’ αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα και οι οποίες είχαν τη δική τους, ξεχωριστή θηλυκή Αυλή, επιμελώς διαχωρισμένη από την Αυλή του βασιλέως, με δύο λόγια γυναίκες που διήγαν ζωή μουσουλμανικού χαρεμιού στο πλαίσιο μιας χριστιανικής κοινωνίας.
Ωστόσο αυτή η τόσο διαδεδομένη αντίληψη περί αυτοκρατορικής ζωής είναι πέρα για πέρα αμφισβητούμενη. Ελάχιστα κράτη στην πορεία της ανθρωπότητας έδωσαν τόσο χώρο στις γυναίκες, τους ανέθεσαν τόσο σημαντικό ρόλο και τους εξασφάλισαν τόσο έντονη επιρροή στα πολιτικά ζητήματα και στις κυβερνητικές αποφάσεις, όσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όπως έχει ειπωθεί εύστοχα, αυτό είναι «ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας»[1]. Η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αφορά μόνο εκείνες τις – ουκ ολίγες – αυτοκράτειρες οι οποίες με το κύρος της ομορφιάς τους ή την εξαιρετική ευφυΐα τους ασκούσαν στους συζύγους τους πανίσχυρη επιρροή: αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα το ιδιαίτερο, άλλωστε όλες οι ευνοούμενες σουλτάνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκαναν το ίδιο. Όμως στη μοναρχία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος, και σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, συναντάμε γυναίκες που είτε κυβέρνησαν για λογαριασμό τους είτε, το συνηθέστερο, χρησιμοποιούσαν κατά βούληση το στέμμα και έστεφαν αυτοκράτορες της αρεσκείας τους. Τίποτα δεν έλειπε απ’ αυτές τις πριγκίπισσες, ούτε η μεγαλοπρέπεια των τελετών με τις οποίες εκδηλώνεται η εξωτερική λάμψη της εξουσίας, ούτε οι επίσημες κυβερνητικές πράξεις με τις οποίες επιβεβαιώνεται ουσιαστικά η εξουσία τους. Ακόμη και στην κλειστή ζωή του γυναικωνίτη ανακαλύπτουμε ίχνη της παντοδυναμίας που ασκούσε νόμιμα μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα. Αυτή η παντοδυναμία εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα στο δημόσιο βίο και στον πολιτικό ρόλο που της αναγνώριζαν οι άνδρες της εποχής τους. Και όποιος επιθυμεί να γνωρίσει και να κατανοήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου, έχει ακόμη να μάθει αρκετά καινούργια πράγματα γι’ αυτές τις μακρινές, λησμονημένες πριγκίπισσες.
…
Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι μια Βυζαντινή αυτοκράτειρα μοίραζε ολόκληρο τον χρόνο της ανάμεσα στη χριστιανική λατρεία, στον προσωπικό καλλωπισμό, στις δεξιώσεις, στις γιορτές και στα συμπόσια. Συχνά την απασχολούσαν πιο σημαντικές υποθέσεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γυναικωνίτης επηρέαζε αισθητά τη λειτουργία της κυβέρνησης. Η αυγούστα διέθετε την προσωπική της περιουσία την οποία διαχειριζόταν κατά βούληση, χωρίς να συμβουλεύεται ή έστω να ενημερώνει τον βασιλέα. Ασκούσε την προσωπική της πολιτική, η οποία συχνά πυκνά δεν συνέπιπτε με τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ένα ακόμη πιο παράδοξο γεγονός που μας εκπλήσσει σε μια τόσο απόλυτη μοναρχία, ήταν ότι ο αυτοκράτορας άφηνε τη βασίλισσα να διαχειρίζεται εν λευκώ πολλά θέματα και συχνά αγνοούσε παντελώς τα όσα συνέβαιναν στα διαμερίσματά της. Έτσι ο γυναικωνίτης έκρυβε πάντα παράξενα ή και επίφοβα μυστήρια. Όταν ο Άνθιμος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ύποπτος αιρέσεως, αφού κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του εκκλησιαστικού συμβουλίου, αφορίστηκε από την Εκκλησία και εξορίστηκε από τον Ιουστινιανό, βρήκε άσυλο στο ίδιο το παλάτι, στα διαμερίσματα της Θεοδώρας. Στην αρχή οι πάντες ξαφνιάστηκαν από την απότομη εξαφάνιση του ιεράρχη. Κατόπιν τον λησμόνησαν θεωρώντας τον νεκρό. Όλοι ωστόσο κατεπλάγησαν όταν αργότερα, μετά τον θάνατο της αυτοκράτειρας, ανακάλυψαν ότι ο πατριάρχης κρυβόταν στα βάθη του γυναικωνίτη: είχε περάσει δώδεκα χρόνια σε αυτό το διακριτικό καταφύγιο χωρίς να το μάθει ποτέ ο Ιουστινιανός και χωρίς η Θεοδώρα – πράγμα ίσως ακόμη πιο αξιοθαύμαστο – να προδώσει ποτέ το μυστικό της.
Εικόνες :
Ντίνο Ζ. Μπερμπέρ_"πορτραίτο Βυζαντινής"
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008
Δίκαιο
Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων (delicta juris gentium)
Έννοια
Μετά τον πρώτο, κυρίως όμως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έγινε φανερό ότι ορισμένες πράξεις, όπως η γενοκτονία, η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου κ.λ.π., που προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο θεμελιώδεις αξίες της ανθρωπότητας, θα έπρεπε να επισύρουν ποινική ευθύνη των δραστών τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η επιβολή ποινής ήταν δυνατή κατά το δίκαιο της πατρίδας των υπαιτίων. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών, ιδίως δε μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης (1945-46) επιχειρήθηκε και η διαμόρφωση ενός ποινικού δικαίου με διεθνή χαρακτήρα. Το σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, οι οποίες διαταράσσουν τόσο σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη, ώστε να θεωρούνται άξιες ποινικού κολασμού, απαρτίζει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το «δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων» ή «ποινικό διεθνές δίκαιο». Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων έχει επομένως ως αποστολή την προστασία πανανθρώπινων εννόμων αγαθών και αφορά σε πράξεις που συνιστούν έναν «οξύ κίνδυνο για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των κρατών ανεξάρτητα από την κοινωνική και πολιτική δομή τους» και τα οποία, γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίζονται συχνά ως «γνήσια» διεθνή εγκλήματα ή διεθνή εγκλήματα stricto sensu.
Την τελευταία αυτή ορολογία υιοθέτησε και η AIDP στο 14ο Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου ( Βιέννη 1989) που διέκρινε τα διεθνή εγκλήματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Διεθνή εγκλήματα stricto sensu είναι μόνον εκείνες οι πράξεις που συνιστούν «προσβολές των υψίστων αξιών της διεθνούς κοινωνίας». Πρόκειται για εγκλήματα που «αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου» και τα οποία θεμελιώνουν άμεση ποινική ευθύνη του ατόμου απέναντι στη διεθνή κοινότητα.
(β) Αντίθετα, ως διεθνή εγκλήματα lato sensu θεωρούνται μόνο πράξεις που αναγνωρίζονται βάσει κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι «δεν είναι κατ’ ανάγκη διεθνώς παραδεδεγμένοι» αλλ’ αναφέρονται σε «προσβολές αξιών, η προστασία των οποίων απαιτεί τη συνεργασία των κρατών».
Κύρια χαρακτηριστικά
Χαρακτηριστικό του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων είναι ότι καθιερώνει άμεση ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη. Οι κανόνες του απευθύνουν απειλή ποινής κατ’ ευθείαν στα άτομα και τίθενται για να εφαρμοσθούν αμέσως, χωρίς ν’ απαιτείται η μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Αυτό βεβαίως δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο. Κατά την κλασσική θεωρία του διεθνούς δικαίου («doctrine traditionelle») υποκείμενα του διεθνούς δικαίου μπορούσαν να είναι μόνο κράτη και όχι άτομα. Το άτομο μπορούσε να υπέχει ποινική ευθύνη μόνον απέναντι στο κράτος, την υπέρτατη αρχή πάνω στη γη, και όχι σε κάποια υπερκείμενη του κράτους διεθνή έννομη τάξη. Για το λόγο αυτό και τα κρατικά όργανα που προσέβαλλαν σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη ενεργώντας για λογαριασμό του κυρίαρχου κράτους δε μπορούσαν να τιμωρηθούν από κάποια διεθνή ή αλλοδαπή αρχή, σύμφωνα με τον κανόνα par in parem non habet jurisdictionem (θεωρία των πράξεων κυριαρχίας).
Οι νεότερες απόψεις, ωστόσο, σύμφωνα με τις οποίες το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού, εδραίωσαν την αντίληψη, ότι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο. Για το λόγο αυτό δεν αμφισβητείται πλέον ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να τελέσει διεθνές εγκλημα.
____________________________________________
Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, «Διεθνές Ποινικό Δίκαιο- τα τοπικά όρια των ποινικών νόμων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.
Έννοια
Μετά τον πρώτο, κυρίως όμως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έγινε φανερό ότι ορισμένες πράξεις, όπως η γενοκτονία, η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου κ.λ.π., που προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο θεμελιώδεις αξίες της ανθρωπότητας, θα έπρεπε να επισύρουν ποινική ευθύνη των δραστών τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η επιβολή ποινής ήταν δυνατή κατά το δίκαιο της πατρίδας των υπαιτίων. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών, ιδίως δε μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης (1945-46) επιχειρήθηκε και η διαμόρφωση ενός ποινικού δικαίου με διεθνή χαρακτήρα. Το σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, οι οποίες διαταράσσουν τόσο σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη, ώστε να θεωρούνται άξιες ποινικού κολασμού, απαρτίζει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το «δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων» ή «ποινικό διεθνές δίκαιο». Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων έχει επομένως ως αποστολή την προστασία πανανθρώπινων εννόμων αγαθών και αφορά σε πράξεις που συνιστούν έναν «οξύ κίνδυνο για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των κρατών ανεξάρτητα από την κοινωνική και πολιτική δομή τους» και τα οποία, γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίζονται συχνά ως «γνήσια» διεθνή εγκλήματα ή διεθνή εγκλήματα stricto sensu.
Την τελευταία αυτή ορολογία υιοθέτησε και η AIDP στο 14ο Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου ( Βιέννη 1989) που διέκρινε τα διεθνή εγκλήματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Διεθνή εγκλήματα stricto sensu είναι μόνον εκείνες οι πράξεις που συνιστούν «προσβολές των υψίστων αξιών της διεθνούς κοινωνίας». Πρόκειται για εγκλήματα που «αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου» και τα οποία θεμελιώνουν άμεση ποινική ευθύνη του ατόμου απέναντι στη διεθνή κοινότητα.
(β) Αντίθετα, ως διεθνή εγκλήματα lato sensu θεωρούνται μόνο πράξεις που αναγνωρίζονται βάσει κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι «δεν είναι κατ’ ανάγκη διεθνώς παραδεδεγμένοι» αλλ’ αναφέρονται σε «προσβολές αξιών, η προστασία των οποίων απαιτεί τη συνεργασία των κρατών».
Κύρια χαρακτηριστικά
Χαρακτηριστικό του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων είναι ότι καθιερώνει άμεση ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη. Οι κανόνες του απευθύνουν απειλή ποινής κατ’ ευθείαν στα άτομα και τίθενται για να εφαρμοσθούν αμέσως, χωρίς ν’ απαιτείται η μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Αυτό βεβαίως δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο. Κατά την κλασσική θεωρία του διεθνούς δικαίου («doctrine traditionelle») υποκείμενα του διεθνούς δικαίου μπορούσαν να είναι μόνο κράτη και όχι άτομα. Το άτομο μπορούσε να υπέχει ποινική ευθύνη μόνον απέναντι στο κράτος, την υπέρτατη αρχή πάνω στη γη, και όχι σε κάποια υπερκείμενη του κράτους διεθνή έννομη τάξη. Για το λόγο αυτό και τα κρατικά όργανα που προσέβαλλαν σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη ενεργώντας για λογαριασμό του κυρίαρχου κράτους δε μπορούσαν να τιμωρηθούν από κάποια διεθνή ή αλλοδαπή αρχή, σύμφωνα με τον κανόνα par in parem non habet jurisdictionem (θεωρία των πράξεων κυριαρχίας).
Οι νεότερες απόψεις, ωστόσο, σύμφωνα με τις οποίες το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού, εδραίωσαν την αντίληψη, ότι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο. Για το λόγο αυτό δεν αμφισβητείται πλέον ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να τελέσει διεθνές εγκλημα.
____________________________________________
Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, «Διεθνές Ποινικό Δίκαιο- τα τοπικά όρια των ποινικών νόμων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008
ευθυμογράφημα
Ροκάς είσαι … δεν γίνεσαι ![1]
Αυτές τις μέρες πέρασα μια δοκιμασία. Η κόρη μου αποφάσισε να με κάνει ροκά.
Δεν ήξερα τί σημαίνει η λέξη, αλλά από το ύφος της κόρης μου κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να ρωτήσω. Είναι μερικά πράγματα που οφείλει να τα ξέρει ένας μπαμπάς.
Αργότερα κατάλαβα ότι ροκάς είναι αυτός που χορεύει ροκ. Ή αυτός που ανήκει στη γενιά του ροκ. Δεδομένου ότι εγώ ανήκω στη γενιά του Γιόχαν Στράους, προσπάθησα επίμονα να εξηγήσω στην κόρη μου ότι ο κόπος της θα πήγαινε χαμένος.
Πήγε χαμένος ο δικός μου κόπος.
Η κόρη μου πιστεύει αδιάλλακτα ότι ένας μπαμπάς οφείλει να ανήκει στη γενιά της κόρης του.
Το παν είναι να πιστέψεις ότι μπορείς να γίνεις ροκάς, είπε η κόρη μου. Όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους. Καταρχάς πρέπει ν’ αλλάξεις το ντύσιμό σου.
Τί ακριβώς πρέπει ν’ αλλάξω στο ντύσιμό μου;
Όλα!
Απλά πράγματα, παραδέχτηκα.
Και πρώτα, είπε η κόρη μου, πρέπει ν’ αλλάξεις παντελόνι. Πρέπει να φοράς εφαρμοστό πέτσινο που να μην μπορείς να το βγάλεις.
Το βράδυ πώς θα πέφτω να κοιμηθώ; ρώτησα. Με το παντελόνι;
Όχι. Απλώς θα το βγάζεις με τη βοήθεια κάποιου. Πριν πέσεις να κοιμηθείς, θα με φωνάζεις. Εσύ θα πιάνεσαι από τα κάγκελα του μπαλκονιού κι εγώ θ’ αρχίζω να το τραβάω.
Απλά πράγματα, συμφώνησα.
Σε δέκα λεπτά το πολύ θα το ‘χουμε βγάλει, είπε η κόρη μου.
Τί θα γίνει αν την ώρα που τραβάς το παντελόνι, εγώ πέσω κάτω απ’ το μπαλκόνι; Ένας ροκάς δεν πέφτει ποτέ απ’ το μπαλκόνι, είπε η κόρη μου. Γενικά ένας ροκάς δεν πέφτει ποτέ. Αυτό πρέπει να το έχεις συνεχώς υπόψη σου.
Θα το έχω συνεχώς υπόψη μου.
Τώρα για να δούμε το υπόλοιπο ντύσιμο, είπε η κόρη μου. Σου χρειάζεται μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό. Τη θέλω να κρέμεται μέχρι τον αφαλό.
Μέσα ή έξω απ’ το πουκάμισο; ρώτησα.
Ποιος μίλησε για πουκάμισο;
Θες να πεις ότι θα πηγαίνω κάθε μέρα στην εφημερίδα φορώντας αντί για πουκάμισο μια αλυσίδα που θα κρέμεται μέχρι τον αφαλό;
Μόνο το βράδυ, είπε η κόρη μου. Το πρωί θα φοράς απλώς σκουλαρίκι.
Προσπάθησα να φανταστώ την έκφραση του ΚΥΡ την ώρα που θα έμπαινα στην εφημερίδα φορώντας το πρωί ένα σκουλαρίκι και το βράδυ μια αλυσίδα μέχρι τον αφαλό και μούσκεψα στον ιδρώτα.
Απλά πράγματα, είπα πάλι.
Ένα σκουλαρίκι στο δεξί αυτί είναι σύμβολο του καλού ροκά. Μαύρο με κόκκινα διαμαντάκια.
Η κόρη μου με κοίταξε προσεκτικά:
Έχεις φορέσει ποτέ;
Μαύρο με κόκκινα διαμαντάκια ποτέ, ομολόγησα.
Η κόρη μου κούνησε το κεφάλι της.
Δεν πειράζει, είπε. Όλοι έχουμε τις ανωμαλίες μας. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να κάνεις τις προσπάθειές σου. Σε πάρτυ πας;
Όσο συχνότερα γίνεται.
Πότε πήγες τελευταία φορά;
Λίγο πριν πεθάνει ο Παπάγος, είπα.
Η κόρη μου κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της:
Αυτό είναι καλό. Το πάρτυ είναι μια μικροαστική συνήθεια που καλλιεργεί το κατεστημένο των πολυεθνικών εταιρειών. Ένας καλός ροκάς πρέπει να χορεύει μόνος του. Επιπλέον πρέπει να χορεύει ανόρεχτα. Εσύ πώς χορεύεις;
Ανόρεχτα, είπα.
Η κόρη μου κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της:
Ήξερα ότι μπορώ να ελπίζω σ’ εσένα. Τί μάρκα μηχανάκι έχεις;
Ολιβέτι, είπα.
Η κόρη μου με κοίταξε ξαφνιασμένη.
Ιταλική μοτοσυκλέτα; ρώτησε.
Όχι, είπα. Ιταλική γραφομηχανή.
Η κόρη μου κούνησε στενοχωρημένη το κεφάλι της.
Δεν είμαι σίγουρη αν ένας ροκάς πρέπει να ‘χει πάρε δώσε με γραφομηχανές, είπε. Θα ρωτήσω και θα σου πω. Εσύ έχεις τίποτε να με ρωτήσεις;
Ένα μόνο, είπα. Όλα αυτά που είπαμε μπορώ να τα βάλω στο βιβλίο που θα γράψω; Η κόρη μου με κοίταξε αυστηρά.
Ένας καλός ροκάς δεν γράφει βιβλία, είπε.
Τί γράφει ένας καλός ροκάς; ρώτησα.
Τίποτε. Ένας καλός ροκάς πρέπει να ‘ναι τόσο απασχολημένος με τη μοτοσυκλέτα του, ώστε ο ίδιος δεν γράφει ποτέ. Μόνο τον γράφουν – όταν περάσει τα εκατόν ογδόντα.
[1] από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού, «Κατάστασις απελπιστική αλλά όχι σοβαρή», Δημοσιεύτηκε στο Κοσμοπόλιταν [1980] με τον τίτλο «Το να είσαι ροκάς …», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
Αυτές τις μέρες πέρασα μια δοκιμασία. Η κόρη μου αποφάσισε να με κάνει ροκά.
Δεν ήξερα τί σημαίνει η λέξη, αλλά από το ύφος της κόρης μου κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να ρωτήσω. Είναι μερικά πράγματα που οφείλει να τα ξέρει ένας μπαμπάς.
Αργότερα κατάλαβα ότι ροκάς είναι αυτός που χορεύει ροκ. Ή αυτός που ανήκει στη γενιά του ροκ. Δεδομένου ότι εγώ ανήκω στη γενιά του Γιόχαν Στράους, προσπάθησα επίμονα να εξηγήσω στην κόρη μου ότι ο κόπος της θα πήγαινε χαμένος.
Πήγε χαμένος ο δικός μου κόπος.
Η κόρη μου πιστεύει αδιάλλακτα ότι ένας μπαμπάς οφείλει να ανήκει στη γενιά της κόρης του.
Το παν είναι να πιστέψεις ότι μπορείς να γίνεις ροκάς, είπε η κόρη μου. Όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους. Καταρχάς πρέπει ν’ αλλάξεις το ντύσιμό σου.
Τί ακριβώς πρέπει ν’ αλλάξω στο ντύσιμό μου;
Όλα!
Απλά πράγματα, παραδέχτηκα.
Και πρώτα, είπε η κόρη μου, πρέπει ν’ αλλάξεις παντελόνι. Πρέπει να φοράς εφαρμοστό πέτσινο που να μην μπορείς να το βγάλεις.
Το βράδυ πώς θα πέφτω να κοιμηθώ; ρώτησα. Με το παντελόνι;
Όχι. Απλώς θα το βγάζεις με τη βοήθεια κάποιου. Πριν πέσεις να κοιμηθείς, θα με φωνάζεις. Εσύ θα πιάνεσαι από τα κάγκελα του μπαλκονιού κι εγώ θ’ αρχίζω να το τραβάω.
Απλά πράγματα, συμφώνησα.
Σε δέκα λεπτά το πολύ θα το ‘χουμε βγάλει, είπε η κόρη μου.
Τί θα γίνει αν την ώρα που τραβάς το παντελόνι, εγώ πέσω κάτω απ’ το μπαλκόνι; Ένας ροκάς δεν πέφτει ποτέ απ’ το μπαλκόνι, είπε η κόρη μου. Γενικά ένας ροκάς δεν πέφτει ποτέ. Αυτό πρέπει να το έχεις συνεχώς υπόψη σου.
Θα το έχω συνεχώς υπόψη μου.
Τώρα για να δούμε το υπόλοιπο ντύσιμο, είπε η κόρη μου. Σου χρειάζεται μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό. Τη θέλω να κρέμεται μέχρι τον αφαλό.
Μέσα ή έξω απ’ το πουκάμισο; ρώτησα.
Ποιος μίλησε για πουκάμισο;
Θες να πεις ότι θα πηγαίνω κάθε μέρα στην εφημερίδα φορώντας αντί για πουκάμισο μια αλυσίδα που θα κρέμεται μέχρι τον αφαλό;
Μόνο το βράδυ, είπε η κόρη μου. Το πρωί θα φοράς απλώς σκουλαρίκι.
Προσπάθησα να φανταστώ την έκφραση του ΚΥΡ την ώρα που θα έμπαινα στην εφημερίδα φορώντας το πρωί ένα σκουλαρίκι και το βράδυ μια αλυσίδα μέχρι τον αφαλό και μούσκεψα στον ιδρώτα.
Απλά πράγματα, είπα πάλι.
Ένα σκουλαρίκι στο δεξί αυτί είναι σύμβολο του καλού ροκά. Μαύρο με κόκκινα διαμαντάκια.
Η κόρη μου με κοίταξε προσεκτικά:
Έχεις φορέσει ποτέ;
Μαύρο με κόκκινα διαμαντάκια ποτέ, ομολόγησα.
Η κόρη μου κούνησε το κεφάλι της.
Δεν πειράζει, είπε. Όλοι έχουμε τις ανωμαλίες μας. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να κάνεις τις προσπάθειές σου. Σε πάρτυ πας;
Όσο συχνότερα γίνεται.
Πότε πήγες τελευταία φορά;
Λίγο πριν πεθάνει ο Παπάγος, είπα.
Η κόρη μου κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της:
Αυτό είναι καλό. Το πάρτυ είναι μια μικροαστική συνήθεια που καλλιεργεί το κατεστημένο των πολυεθνικών εταιρειών. Ένας καλός ροκάς πρέπει να χορεύει μόνος του. Επιπλέον πρέπει να χορεύει ανόρεχτα. Εσύ πώς χορεύεις;
Ανόρεχτα, είπα.
Η κόρη μου κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της:
Ήξερα ότι μπορώ να ελπίζω σ’ εσένα. Τί μάρκα μηχανάκι έχεις;
Ολιβέτι, είπα.
Η κόρη μου με κοίταξε ξαφνιασμένη.
Ιταλική μοτοσυκλέτα; ρώτησε.
Όχι, είπα. Ιταλική γραφομηχανή.
Η κόρη μου κούνησε στενοχωρημένη το κεφάλι της.
Δεν είμαι σίγουρη αν ένας ροκάς πρέπει να ‘χει πάρε δώσε με γραφομηχανές, είπε. Θα ρωτήσω και θα σου πω. Εσύ έχεις τίποτε να με ρωτήσεις;
Ένα μόνο, είπα. Όλα αυτά που είπαμε μπορώ να τα βάλω στο βιβλίο που θα γράψω; Η κόρη μου με κοίταξε αυστηρά.
Ένας καλός ροκάς δεν γράφει βιβλία, είπε.
Τί γράφει ένας καλός ροκάς; ρώτησα.
Τίποτε. Ένας καλός ροκάς πρέπει να ‘ναι τόσο απασχολημένος με τη μοτοσυκλέτα του, ώστε ο ίδιος δεν γράφει ποτέ. Μόνο τον γράφουν – όταν περάσει τα εκατόν ογδόντα.
[1] από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού, «Κατάστασις απελπιστική αλλά όχι σοβαρή», Δημοσιεύτηκε στο Κοσμοπόλιταν [1980] με τον τίτλο «Το να είσαι ροκάς …», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008
Λαοί
«Ελεύθεροι γενήσεσθε …»[1]
Ο Πόντιος Πιλάτος έχει γίνει τραγικό σύμβολο ανθρώπου που παλεύει με τη συνείδησή του, με το φόβο, με την ολιγοπιστία του, με το σκεπτικισμό του. … Ήταν Ρωμαίος άρχων. Έπρεπε να πιστεύει στη ρωμαϊκή κοσμοκρατορία. «Όπου σταθμεύουν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, έλεγαν οι Ρωμαίοι, εκεί υπάρχει και το Ρωμαϊκό κράτος». Υπηρετούσε λοιπόν τη ρωμαϊκή ισχύ και σταθερότητα. …
Η τύχη όμως τον είχε στείλει να κυβερνά έναν λαό θορυβώδη, ασύντακτο, παρορμητικό, ανατολίτικο, φανατισμένο και συνάμα εχθρικότατο προς τη Ρώμη. Οι Ιουδαίοι είχαν την παράδοση του περιούσιου λαού. Ήταν προσηλωμένοι στο μωσαϊκό νόμο και βέβαιοι για τη φυλετική τους υπεροχή. Σ’ αυτό ήταν αδιάλλακτοι. Όταν ο Ιησούς είχε πει ότι η Αλήθεια θα ελευθερώσει τους ανθρώπους, οι Ιουδαίοι εξεγέρθησαν : Τί θα πει θα μας ελευθερώσει ! Εμείς είμαστε απόγονοι του Αβραάμ, και δούλοι δεν εγίναμε ποτέ σε κανέναν : «Πώς συ λέγεις ότι «ελεύθεροι γενήσεσθε;»».
Δεν είχαν εννοήσει οι Ιουδαίοι τα λόγια εκείνα του Ιησού. Δεν είχαν αντιληφθεί τη βαθύτερη έννοια εκείνης της εσωτερικής ελευθερίας, που περιέχεται στη χριστιανική θρησκεία.
«Επ’ ελευθερία εκλήθητε!»[2].
«Ού Κύριος, εκεί και ελευθερία!»[3].
Δεν είχαν αντιληφθεί, ότι ο Ιησούς είχε καλέσει τους ανθρώπους σε ελεύθερη και αυθόρμητη προσέλευση. Γι’ αυτό ακριβώς, ο χριστιανός είναι ελεύθερος μπροστά στο Θεό – αλλά μαζί και ισχυρός και θαρραλέος, γιατί πάντα αντλεί κανείς ισχύ και θάρρος από την ελευθερία που του δίνουν. Και το κυριώτερο, ο χριστιανός αισθάνεται ελεύθερος και θαρραλέος απέναντι και στους ισχυρούς της γης, επειδή γνωρίζει ότι δεν υπάρχει υλική δύναμη ικανή να εξαφανίσει αυτή την ελευθερία του, που πηγάζει μεσ’ από την ψυχή του. … Από εδώ επήγασε το μέγα εκείνο θάρρος, που έκαμε τότε τους Απολογητές να μιλούν με ένα απλό κι’ εκπληκτικό, σχεδόν ακατανόητο θάρρος απ’ ευθείας προς τους πανίσχυρους αυτοκράτορες, χωρίς καμμιάν υποψία φόβου, αλλά και τους πιο ταπεινούς και άσημους ανθρώπους, να αναδεικνύονται, απλά και φυσικά, ήρωες και μάρτυρες κατά τους διωγμούς. Ήταν αυτή η ελευθερία του Χριστού, που τους έδινε αυτό το θάρρος.
Πώς όμως να αντιληφθούν αυτήν την ευρύτερη ελευθερία οι Ιουδαίοι ; Ο φανατισμός και η μονομέρεια τους εμπόδιζε να ιδούν πιο μακρυά από την περιούσια φυλή τους και τον μωσαϊκό νόμο. Τα «έθνη», δηλαδή τους άλλους λαούς, τους «εθνικούς», τους έβλεπαν σαν μολυσμένους, και κάθε επικοινωνία μαζί τους ήταν απαγορευμένη. Ο Πέτρος, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Κεντυρίωνος Κορνηλίου, αρνείται να φάγει «κοινόν ή ακάθαρτον», δηλαδή τροφή οποιαδήποτε προσφερόμενη από εθνικούς, έως ότου όραμα Κυρίου του έδωσε την άδεια. Και οι Ιουδαίοι ιερείς, όταν πήγαιναν στη Ρώμη με αποστολές και πρεσβείες, έπαιρναν μαζί τους σύκα και ξηρούς καρπούς, για να μην μολυνθούν με τις ακάρθατες τροφές των εθνικών !
Αυτός λοιπόν ο αδιάλλακτος λαός, ο γεμάτος φανατικό εθνικισμό και υπεροψία, ήταν τώρα τραυματισμένος και ταπεινωμένος. Οι Προφήτες του, τού είχαν υποσχεθεί ότι όλα τα έθνη θα υποτάσσονταν σ’ αυτόν, και τώρα ήταν υποταγμένος στα έθνη. Του είχαν υποσχεθεί τους θησαυρούς της γης, και τώρα ήταν λαός φτωχός, που εγόγγυζε για τους φόρους που πλήρωνε στη Ρώμη. Του είχαν υποσχεθεί ότι οι ξένες στρατιές θα γονάτιζαν μπροστά του, και τώρα τον κυβερνούσε ένας μεσαίου βαθμού αξιωματούχος της Ρώμης, ο Επίτροπος, ο Προκουράτωρ, που ήταν απόλυτος κυρίαρχος στις τύχες του. Πικρίες και συμπλέγματα είχαν συσσωρευθεί, και είχαν κάμει αυτό το λαό ακόμα πιο δυσκυβέρνητο.
…
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι λαοί που χάνουν την ελευθερία τους, το βασικό αγαθό, διεκδικούν ζηλότυπα τα «παρεπόμενα» αγαθά που απομένουν. … Στους υπόδουλους λαούς συνήθως παραχωρούνται για παρηγοριά, δικαιώματα ανεξιθρησκείας, δικαιώματα εργασίας, κοινωνικής πρόνοιας, … χρηματικές ενισχύσεις και καλλιτεχνικές απολαύσεις … Προ πάντων όμως παραχωρούνται και δικαιώματα ισότητος, ίσης μεταχειρίσεως, που δίνουν κάποια απατηλή εντύπωση ελευθερίας. Ισότητα εννοείται όχι μεταξύ σκλάβων και κατακτητών, αλλά μόνον στους σκλάβους μεταξύ τους.
Ο Πόντιος Πιλάτος έχει γίνει τραγικό σύμβολο ανθρώπου που παλεύει με τη συνείδησή του, με το φόβο, με την ολιγοπιστία του, με το σκεπτικισμό του. … Ήταν Ρωμαίος άρχων. Έπρεπε να πιστεύει στη ρωμαϊκή κοσμοκρατορία. «Όπου σταθμεύουν οι ρωμαϊκές λεγεώνες, έλεγαν οι Ρωμαίοι, εκεί υπάρχει και το Ρωμαϊκό κράτος». Υπηρετούσε λοιπόν τη ρωμαϊκή ισχύ και σταθερότητα. …
Η τύχη όμως τον είχε στείλει να κυβερνά έναν λαό θορυβώδη, ασύντακτο, παρορμητικό, ανατολίτικο, φανατισμένο και συνάμα εχθρικότατο προς τη Ρώμη. Οι Ιουδαίοι είχαν την παράδοση του περιούσιου λαού. Ήταν προσηλωμένοι στο μωσαϊκό νόμο και βέβαιοι για τη φυλετική τους υπεροχή. Σ’ αυτό ήταν αδιάλλακτοι. Όταν ο Ιησούς είχε πει ότι η Αλήθεια θα ελευθερώσει τους ανθρώπους, οι Ιουδαίοι εξεγέρθησαν : Τί θα πει θα μας ελευθερώσει ! Εμείς είμαστε απόγονοι του Αβραάμ, και δούλοι δεν εγίναμε ποτέ σε κανέναν : «Πώς συ λέγεις ότι «ελεύθεροι γενήσεσθε;»».
Δεν είχαν εννοήσει οι Ιουδαίοι τα λόγια εκείνα του Ιησού. Δεν είχαν αντιληφθεί τη βαθύτερη έννοια εκείνης της εσωτερικής ελευθερίας, που περιέχεται στη χριστιανική θρησκεία.
«Επ’ ελευθερία εκλήθητε!»[2].
«Ού Κύριος, εκεί και ελευθερία!»[3].
Δεν είχαν αντιληφθεί, ότι ο Ιησούς είχε καλέσει τους ανθρώπους σε ελεύθερη και αυθόρμητη προσέλευση. Γι’ αυτό ακριβώς, ο χριστιανός είναι ελεύθερος μπροστά στο Θεό – αλλά μαζί και ισχυρός και θαρραλέος, γιατί πάντα αντλεί κανείς ισχύ και θάρρος από την ελευθερία που του δίνουν. Και το κυριώτερο, ο χριστιανός αισθάνεται ελεύθερος και θαρραλέος απέναντι και στους ισχυρούς της γης, επειδή γνωρίζει ότι δεν υπάρχει υλική δύναμη ικανή να εξαφανίσει αυτή την ελευθερία του, που πηγάζει μεσ’ από την ψυχή του. … Από εδώ επήγασε το μέγα εκείνο θάρρος, που έκαμε τότε τους Απολογητές να μιλούν με ένα απλό κι’ εκπληκτικό, σχεδόν ακατανόητο θάρρος απ’ ευθείας προς τους πανίσχυρους αυτοκράτορες, χωρίς καμμιάν υποψία φόβου, αλλά και τους πιο ταπεινούς και άσημους ανθρώπους, να αναδεικνύονται, απλά και φυσικά, ήρωες και μάρτυρες κατά τους διωγμούς. Ήταν αυτή η ελευθερία του Χριστού, που τους έδινε αυτό το θάρρος.
Πώς όμως να αντιληφθούν αυτήν την ευρύτερη ελευθερία οι Ιουδαίοι ; Ο φανατισμός και η μονομέρεια τους εμπόδιζε να ιδούν πιο μακρυά από την περιούσια φυλή τους και τον μωσαϊκό νόμο. Τα «έθνη», δηλαδή τους άλλους λαούς, τους «εθνικούς», τους έβλεπαν σαν μολυσμένους, και κάθε επικοινωνία μαζί τους ήταν απαγορευμένη. Ο Πέτρος, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Κεντυρίωνος Κορνηλίου, αρνείται να φάγει «κοινόν ή ακάθαρτον», δηλαδή τροφή οποιαδήποτε προσφερόμενη από εθνικούς, έως ότου όραμα Κυρίου του έδωσε την άδεια. Και οι Ιουδαίοι ιερείς, όταν πήγαιναν στη Ρώμη με αποστολές και πρεσβείες, έπαιρναν μαζί τους σύκα και ξηρούς καρπούς, για να μην μολυνθούν με τις ακάρθατες τροφές των εθνικών !
Αυτός λοιπόν ο αδιάλλακτος λαός, ο γεμάτος φανατικό εθνικισμό και υπεροψία, ήταν τώρα τραυματισμένος και ταπεινωμένος. Οι Προφήτες του, τού είχαν υποσχεθεί ότι όλα τα έθνη θα υποτάσσονταν σ’ αυτόν, και τώρα ήταν υποταγμένος στα έθνη. Του είχαν υποσχεθεί τους θησαυρούς της γης, και τώρα ήταν λαός φτωχός, που εγόγγυζε για τους φόρους που πλήρωνε στη Ρώμη. Του είχαν υποσχεθεί ότι οι ξένες στρατιές θα γονάτιζαν μπροστά του, και τώρα τον κυβερνούσε ένας μεσαίου βαθμού αξιωματούχος της Ρώμης, ο Επίτροπος, ο Προκουράτωρ, που ήταν απόλυτος κυρίαρχος στις τύχες του. Πικρίες και συμπλέγματα είχαν συσσωρευθεί, και είχαν κάμει αυτό το λαό ακόμα πιο δυσκυβέρνητο.
…
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι λαοί που χάνουν την ελευθερία τους, το βασικό αγαθό, διεκδικούν ζηλότυπα τα «παρεπόμενα» αγαθά που απομένουν. … Στους υπόδουλους λαούς συνήθως παραχωρούνται για παρηγοριά, δικαιώματα ανεξιθρησκείας, δικαιώματα εργασίας, κοινωνικής πρόνοιας, … χρηματικές ενισχύσεις και καλλιτεχνικές απολαύσεις … Προ πάντων όμως παραχωρούνται και δικαιώματα ισότητος, ίσης μεταχειρίσεως, που δίνουν κάποια απατηλή εντύπωση ελευθερίας. Ισότητα εννοείται όχι μεταξύ σκλάβων και κατακτητών, αλλά μόνον στους σκλάβους μεταξύ τους.
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008
Δικτάτορες
το πέρασμα από την Δημοκρατία στην Δικτατορία[1]
Κατά τας αρχάς του τρίτου αιώνος το δημοκρατικόν πολίτευμα της Ρώμης έχει λάβει την οριστικήν του μορφήν και υπό την τοιαύτην συγκρότησιν του πολιτεύματός της η Ρώμη αποδύεται εις τους αγώνας εξ ων επέπρωτο να εξέλθη κοσμοκράτειρα.
Αλλ’ αι βαθύτεραι οικονομικαί και κοινωνικαί ανακατατάξεις ας επέφεραν αι Ρωμαϊκαί κατακτήσεις δεν ήτο δυνατόν να μην επιδράσουν επί της λειτουργίας του πολιτεύματος αυτής.
Αι συναχείς πολεμικαί περιπέτειαι εις ας η Ρώμη αποδύεται οδηγούν εις την οικονομικήν καταστροφήν της αποτελούσης μέχρι τότε τον κορμόν της Ρωμαϊκής κοινωνίας και την βάσιν της στρατιωτικής αυτής δυνάμεως τάξεως των μικρών καλλιεργητών. Εκατέρωθεν, αι πολεμικαί κατακτήσεις δημιουργούν δύο ισχυράς κοινωνικώς και οικονομικώς ομάδας: Τους Συγκλήτικούς και τους Ιππείς.
…
Κατ’ αντίθεσιν προς τους ανωτέρω, δημιουργείται εν Ρώμη ευρεία τάξις πενήτων, αποτελουμένη από κατεστραμμένους μικροκτηματίας, απελευθέρους και παλαιμάχους δυσηρεστημένους και προθύμους ν’ ακολουθήσουν φιλοδόξους αρχηγούς από τους οποίους προσεδόκων οφέλη.
…
Η εντεύθεν δημιουργουμένη έντασις έβαινεν αυξανομένη μέχρι των μέσων του δευτέρου π.Χ. αιώνος, πολλαί δε αλλ’ ανεπιτυχείς προσπάθειαι εγένοντο εκ διαφόρων κατευθύνσεων προς διόρθωσιν των καώς κειμένων. Ούτως η Ρώμη κλυδωνίζεται έκτοτε από ταραχάς και εμφυλίους πολέμους, συνεπεία των οποίων το δημοκρατικόν πολίτευμα καταρρέει.
Τόσον ως προς το κοινωνικόν πρόβλημα, όσον και ως προς το πολιτικόν, σημαντικόν σταθμόν απετέλεσαν αι μεταρρυθμιστικαί προσπάθειαι των αδελφών Γράκχων. Η Lex Sempronia agrarian (133 πΧ) του πρεσβυτέρου τούτων Τιβερίου, επαναλαμβάνουσα τας διατάξεις μιας των Leges Liciniae Sextiae, έθεσεν ανώτατον όριον εις την έκτασιν του ager publicous, ην έκαστος Ρωμαίος pater familias ηδύνατο να νέμηται ομού μετά των υιών αυτού. Η επί πλέον έκτασις διενέμετο μεταξύ ακτημόνων εις αναπαλλοτρίωτους κλήρους έναντι ετησίου τελέσματος (vectigal). Διά να επιτύχη όμως τους σκοπούς του ο Τιβέριος ηναγκάσθη να παραβιάση τους καθιερωμένους κανόνας του Ρωμαϊκού πολιτειακού βίου, θέτων υποψηφιότητα επί δύο διαδοχικά έτη ως Δήμαρχος. Κατά τας επακολουθησάσας, συνεπεία της προκληθείσης αντιδράσεως της περί την Σύγκλητον μερίδος, ταραχάς, ο Τιβέριος Γράκχος εφονεύθη. Ευρυτέρου χαρακτήρος υπήρξαν αι προσπάθειαι του νεωτέρου αδελφού του Τιβερίου, Γαΐου, όστις απέβλεψεν εις εκδημοκρατισμόν του Ρωμαϊκού πολιτεύματος. Και εν προκειμένω η αντίδρασις της περί την Σύγκλητον μερίδος ωδήγησεν εις τον φόνον του Γαΐου, ούτω δε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια των αδελφών Γράκχων έλαβεν οικτράν κατάληξιν …
Το έργον των γράκχων συνέχισεν εν τινι μέτρω ο Μάριος, όστις πρώτος εδημιούργησε εξ εθελοντών στρατόν μισθοφορικοί, προσωπικώς αφοσιωμένον εις τον ίδιον. Οι μισθοφορικοί στρατοί, αποτελούμενοι εκ πενήτων, υπήρξαν εις των σημαντικοτέρων μοχλών της επαναστατικής μεταμορφώσεως της Ρωμαϊκής πολιτικής ζωής, ήτις κατέληξεν εις την Ηγεμονίαν. Ο Μάριος προβαίνει εις διώξεις και σφαγάς των προσκειμένων προς την ευγένειαν.
…
Ακολουθεί προσπάθεια της περί την Σύγκλητον μερίδος, διά του Σύλλα, όπως, υπό το πρόσχημα της αποκαταστάσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναμορφώση τούτο κατά τας επιθυμίας της. Ο Σύλλας ορίζεται Δικτάτωρ διά μίαν τριετίαν (81-79 πΧ) με πλήρεις εξουσίας, περιλαμβανομένης και της καταργήσεως της provocation ad populum, της προγραφής των αντιπάλων του και της δημεύσεως περιουσιών. Ο αριθμός των μελών της Συγκλήτου αναβιβάζεται υπό του Σύλλα εις εξακοσίους. Η δικτατορία του Σύλλα παρ’ ότι υποτίθεται ότι απέβλεπεν εις την αποκατάστασιν της δημοκρατικής τάξεως, εν τοις πράγμασι κατέφερε νέα πλήγματα κατ’ αυτής, ως το της το πρώτον εισόδου ενόπλου στρατού εντός του pomonerium.
Με τον Καίσαρα καθίσταται πλέον προφανές ότι η Ρώμη οδηγείται προς απολυταρχικόν πολίτευμα, το οποίον, άλλωστε, αυτός ούτος ο αντίπαλος του Κάισαρος Κικέρων, προανήγγελλεν. Ο Καίσαρ ορίζεται Δήμαρχος διά βίου, αποκτά το δικαίωμα να θέτη υποψηφιότητα διά την Υπατείαν επί πέντε συνεχή έτη, ορίζεται διά βίου Δικτάτωρ και αναλαμβάνει τον έλεγχον των ηθών. Επί Καίσαρος ο αριθμός των Συγκλητικών αναβιβάζεται εις εννεακοσίους, ενώ διαγράφεται η πρόθεσις αυτού να καταστήση την Σύγκλητον όργανόν του.
…
Ότε ο καίσαρ δολοφονείται, είναι πλέον πασιφανές ότι η Ρωμαϊκή Δημοκρατία δεν είναι πλέον βιώσιμος, η δε ιδέα της διακυβερνήσεως του Ρωμαϊκού κράτους υφ’ ενός μονάρχου[2], κατά το υπόδειγμα των Ελληνιστικών μοναρχιών, έχει πλέον ωριμάσει.
Κατά τας αρχάς του τρίτου αιώνος το δημοκρατικόν πολίτευμα της Ρώμης έχει λάβει την οριστικήν του μορφήν και υπό την τοιαύτην συγκρότησιν του πολιτεύματός της η Ρώμη αποδύεται εις τους αγώνας εξ ων επέπρωτο να εξέλθη κοσμοκράτειρα.
Αλλ’ αι βαθύτεραι οικονομικαί και κοινωνικαί ανακατατάξεις ας επέφεραν αι Ρωμαϊκαί κατακτήσεις δεν ήτο δυνατόν να μην επιδράσουν επί της λειτουργίας του πολιτεύματος αυτής.
Αι συναχείς πολεμικαί περιπέτειαι εις ας η Ρώμη αποδύεται οδηγούν εις την οικονομικήν καταστροφήν της αποτελούσης μέχρι τότε τον κορμόν της Ρωμαϊκής κοινωνίας και την βάσιν της στρατιωτικής αυτής δυνάμεως τάξεως των μικρών καλλιεργητών. Εκατέρωθεν, αι πολεμικαί κατακτήσεις δημιουργούν δύο ισχυράς κοινωνικώς και οικονομικώς ομάδας: Τους Συγκλήτικούς και τους Ιππείς.
…
Κατ’ αντίθεσιν προς τους ανωτέρω, δημιουργείται εν Ρώμη ευρεία τάξις πενήτων, αποτελουμένη από κατεστραμμένους μικροκτηματίας, απελευθέρους και παλαιμάχους δυσηρεστημένους και προθύμους ν’ ακολουθήσουν φιλοδόξους αρχηγούς από τους οποίους προσεδόκων οφέλη.
…
Η εντεύθεν δημιουργουμένη έντασις έβαινεν αυξανομένη μέχρι των μέσων του δευτέρου π.Χ. αιώνος, πολλαί δε αλλ’ ανεπιτυχείς προσπάθειαι εγένοντο εκ διαφόρων κατευθύνσεων προς διόρθωσιν των καώς κειμένων. Ούτως η Ρώμη κλυδωνίζεται έκτοτε από ταραχάς και εμφυλίους πολέμους, συνεπεία των οποίων το δημοκρατικόν πολίτευμα καταρρέει.
Τόσον ως προς το κοινωνικόν πρόβλημα, όσον και ως προς το πολιτικόν, σημαντικόν σταθμόν απετέλεσαν αι μεταρρυθμιστικαί προσπάθειαι των αδελφών Γράκχων. Η Lex Sempronia agrarian (133 πΧ) του πρεσβυτέρου τούτων Τιβερίου, επαναλαμβάνουσα τας διατάξεις μιας των Leges Liciniae Sextiae, έθεσεν ανώτατον όριον εις την έκτασιν του ager publicous, ην έκαστος Ρωμαίος pater familias ηδύνατο να νέμηται ομού μετά των υιών αυτού. Η επί πλέον έκτασις διενέμετο μεταξύ ακτημόνων εις αναπαλλοτρίωτους κλήρους έναντι ετησίου τελέσματος (vectigal). Διά να επιτύχη όμως τους σκοπούς του ο Τιβέριος ηναγκάσθη να παραβιάση τους καθιερωμένους κανόνας του Ρωμαϊκού πολιτειακού βίου, θέτων υποψηφιότητα επί δύο διαδοχικά έτη ως Δήμαρχος. Κατά τας επακολουθησάσας, συνεπεία της προκληθείσης αντιδράσεως της περί την Σύγκλητον μερίδος, ταραχάς, ο Τιβέριος Γράκχος εφονεύθη. Ευρυτέρου χαρακτήρος υπήρξαν αι προσπάθειαι του νεωτέρου αδελφού του Τιβερίου, Γαΐου, όστις απέβλεψεν εις εκδημοκρατισμόν του Ρωμαϊκού πολιτεύματος. Και εν προκειμένω η αντίδρασις της περί την Σύγκλητον μερίδος ωδήγησεν εις τον φόνον του Γαΐου, ούτω δε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια των αδελφών Γράκχων έλαβεν οικτράν κατάληξιν …
Το έργον των γράκχων συνέχισεν εν τινι μέτρω ο Μάριος, όστις πρώτος εδημιούργησε εξ εθελοντών στρατόν μισθοφορικοί, προσωπικώς αφοσιωμένον εις τον ίδιον. Οι μισθοφορικοί στρατοί, αποτελούμενοι εκ πενήτων, υπήρξαν εις των σημαντικοτέρων μοχλών της επαναστατικής μεταμορφώσεως της Ρωμαϊκής πολιτικής ζωής, ήτις κατέληξεν εις την Ηγεμονίαν. Ο Μάριος προβαίνει εις διώξεις και σφαγάς των προσκειμένων προς την ευγένειαν.
…
Ακολουθεί προσπάθεια της περί την Σύγκλητον μερίδος, διά του Σύλλα, όπως, υπό το πρόσχημα της αποκαταστάσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναμορφώση τούτο κατά τας επιθυμίας της. Ο Σύλλας ορίζεται Δικτάτωρ διά μίαν τριετίαν (81-79 πΧ) με πλήρεις εξουσίας, περιλαμβανομένης και της καταργήσεως της provocation ad populum, της προγραφής των αντιπάλων του και της δημεύσεως περιουσιών. Ο αριθμός των μελών της Συγκλήτου αναβιβάζεται υπό του Σύλλα εις εξακοσίους. Η δικτατορία του Σύλλα παρ’ ότι υποτίθεται ότι απέβλεπεν εις την αποκατάστασιν της δημοκρατικής τάξεως, εν τοις πράγμασι κατέφερε νέα πλήγματα κατ’ αυτής, ως το της το πρώτον εισόδου ενόπλου στρατού εντός του pomonerium.
Με τον Καίσαρα καθίσταται πλέον προφανές ότι η Ρώμη οδηγείται προς απολυταρχικόν πολίτευμα, το οποίον, άλλωστε, αυτός ούτος ο αντίπαλος του Κάισαρος Κικέρων, προανήγγελλεν. Ο Καίσαρ ορίζεται Δήμαρχος διά βίου, αποκτά το δικαίωμα να θέτη υποψηφιότητα διά την Υπατείαν επί πέντε συνεχή έτη, ορίζεται διά βίου Δικτάτωρ και αναλαμβάνει τον έλεγχον των ηθών. Επί Καίσαρος ο αριθμός των Συγκλητικών αναβιβάζεται εις εννεακοσίους, ενώ διαγράφεται η πρόθεσις αυτού να καταστήση την Σύγκλητον όργανόν του.
…
Ότε ο καίσαρ δολοφονείται, είναι πλέον πασιφανές ότι η Ρωμαϊκή Δημοκρατία δεν είναι πλέον βιώσιμος, η δε ιδέα της διακυβερνήσεως του Ρωμαϊκού κράτους υφ’ ενός μονάρχου[2], κατά το υπόδειγμα των Ελληνιστικών μοναρχιών, έχει πλέον ωριμάσει.
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008
ιστορικά ανέκδοτα
Ραγκαβής Αλέξανδρος (1809-1892)[1]
Πολιτικός, διπλωμάτης και λόγιος από τους επιφανέστερους της Νεωτέρας Ελλάδος. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπουργός των Εξωτερικών και πρεσβευτής. Η πληθωρική του πνευματική παραγωγή έκαμε να λεχθή γι’ αυτόν ότι είχε την ατυχία ν’ αγαπηθή απ’ όλες τις Μούσες κι έτσι δεν μπόρεσε να διακριθή πουθενά ιδιαιτέρως.
_ _ _ _ _ _ _ _ _
Όταν ο Ραγκαβής ήταν πρεσβευτής της Ελλάδος στη Γερμανία, ο αυτοκράτωρ Γουλιέλμος τον προσκάλεσε μαζί με άλλες προσωπικότητες σε δείπνο. Ήταν την εποχή, που η χώρα μας δεν τα πήγαινε καλά με την Τουρκία, γιατί διεκδικούσε εδάφη, τα οποία ήσαν κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου.
Όταν λοιπόν τελείωσε το δείπνο, βγαίνοντας ο Ραγκαβής προθημοποιήθηκε να κρατήση το επανωφόρι του Τούρκου συναδέλφου του. Τότε ο Γουλιέλμος, που παρακουλουθούσε τη σκηνή, γύρισε και είπε ειρωνικά στο Ραγκαβή:
- Βλέπω ότι η Ελλάς βοηθεί την Τουρκία! …
- Ναι, αλλά διά να εξέλθη! απάντησε ο Ραγκαβής με ετοιμότητα.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Επρόκειτο να παιχτή στο θέατρο η «Φροσύνη» του Ραγκαβή. Κάποιο βράδυ όμως ορμάει στο γραφείο του ένας παράξενος τύπος και του λέει:
- Να απαγορεύσετε την παράσταση της «Φροσύνης»!
- Προθύμως. Αλλά διατί; ρωτάει σαστισμένος ο Ραγκαβής.
- Γιατί είμαι ο υιός της.
- Ο υιός της! Μα εις την τραγωδίαν μου η Φροσύνη πνίγεται αγνή νέα και παρθένος.
- Στην τραγωδία μπορεί. Στην αλήθεια όμως ήταν γυναίκα του πατέρα μου και μητέρα μου! …
[1] από την «Ανθολογία Ιστορικών Ανεκδότων» του Ευάγγελου Κ. Μιλλεούνη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969.
Πολιτικός, διπλωμάτης και λόγιος από τους επιφανέστερους της Νεωτέρας Ελλάδος. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπουργός των Εξωτερικών και πρεσβευτής. Η πληθωρική του πνευματική παραγωγή έκαμε να λεχθή γι’ αυτόν ότι είχε την ατυχία ν’ αγαπηθή απ’ όλες τις Μούσες κι έτσι δεν μπόρεσε να διακριθή πουθενά ιδιαιτέρως.
_ _ _ _ _ _ _ _ _
Όταν ο Ραγκαβής ήταν πρεσβευτής της Ελλάδος στη Γερμανία, ο αυτοκράτωρ Γουλιέλμος τον προσκάλεσε μαζί με άλλες προσωπικότητες σε δείπνο. Ήταν την εποχή, που η χώρα μας δεν τα πήγαινε καλά με την Τουρκία, γιατί διεκδικούσε εδάφη, τα οποία ήσαν κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου.
Όταν λοιπόν τελείωσε το δείπνο, βγαίνοντας ο Ραγκαβής προθημοποιήθηκε να κρατήση το επανωφόρι του Τούρκου συναδέλφου του. Τότε ο Γουλιέλμος, που παρακουλουθούσε τη σκηνή, γύρισε και είπε ειρωνικά στο Ραγκαβή:
- Βλέπω ότι η Ελλάς βοηθεί την Τουρκία! …
- Ναι, αλλά διά να εξέλθη! απάντησε ο Ραγκαβής με ετοιμότητα.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Επρόκειτο να παιχτή στο θέατρο η «Φροσύνη» του Ραγκαβή. Κάποιο βράδυ όμως ορμάει στο γραφείο του ένας παράξενος τύπος και του λέει:
- Να απαγορεύσετε την παράσταση της «Φροσύνης»!
- Προθύμως. Αλλά διατί; ρωτάει σαστισμένος ο Ραγκαβής.
- Γιατί είμαι ο υιός της.
- Ο υιός της! Μα εις την τραγωδίαν μου η Φροσύνη πνίγεται αγνή νέα και παρθένος.
- Στην τραγωδία μπορεί. Στην αλήθεια όμως ήταν γυναίκα του πατέρα μου και μητέρα μου! …
[1] από την «Ανθολογία Ιστορικών Ανεκδότων» του Ευάγγελου Κ. Μιλλεούνη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969.
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008
Πολιτική
Το ύστατο ψεύδος[1]
Ο νέος αυτοκράτορας είναι … μαύρος ! Η αυτοκρατορία, αν και κλυδωνιζόμενη, έκανε και πάλι το θαύμα της. Το σύστημα δικαιώθηκε. Ο ρατσισμός καταποντίστηκε, η συμμετοχή των πολιτών εκτοξεύτηκε στα ύψη, η δημοκρατία θριάμβευσε … ήρθε επιτέλους η ώρα που ο κάθε αμερικανός πολίτης δεύτερης κατηγορίας ονειρευόταν: ισότητα και ευημερία στο εσωτερικό και απόλυτη κυριαρχία στο εξωτερικό. Άραγε θα καταφέρει πράγματι ο Μπαράκ Ομπάμα να επαναφέρει την Αμερική σε τροχιά «απεριόριστης ανάπτυξης»; Να εξαλείψει το φαινόμενο των «άστεγων ανθρώπινων πλασμάτων»; Να φέρει το νέο αίμα στην εσωτερική τουλάχιστον πολιτική της αυτοκρατορίας του; Να επαναφέρει την δυτική κουλτούρα, όχι υπό την μορφή «ψευδοαξίας» αλλά ως ανταγωνιστικό πολιτισμικό προϊόν; Να καταστήσει τους έγχρωμους συμπολίτες του, πολίτες πρώτης τάξης; Μα κι αν ακόμα δεν τα καταφέρει δεν πειράζει. Είναι βλέπετε … «μαύρος»! Αυτός θα φταίει!
Ιωάννης Α. Λιάκουρας
Στην κοινωνία όπου δεν συνυπάρχουν μεγάλος πλούτος και μεγάλη φτώχεια διαμορφώνονται τα πιο υγιή ήθη, γιατί εκεί δεν ευδοκιμούν ούτε η αλαζονεία, ούτε η αδικία, ούτε ο φθόνος»[2]. Εκεί όπου δεν υπάρχουν μεγάλες ανισότητες, διατηρείται η εσωτερική γαλήνη και αποτρέπεται ο διχασμός – το «μέγιστον νόσημα». Ούτε φτώχεια ούτε πλούτος[3].
Το κενό είναι τρομακτικό, γράφει ο Robert Bellah, καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. «Ο καπιταλισμός μας, θεμελιωμένος στο άμεσο και γρήγορο κέρδος, οδηγεί στην καταστροφή».
Όλα καταρρέουν. Οι «παραδοσιακές ψευδοαξίες», όπως η απεριόριστη ανάπτυξη, ο κοινωνικός δαρβινισμός και ο κανιβαλικός καπιταλισμός. Στην λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης ανθρώπινα πλάσματα διανυκτερεύουν σε χαρτόκουτα. Καθηγητές του Κολλεγίου Κουΐνς καταγγέλουν: «οι άστεγοι είναι ο ανθρώπινος σκουπιδοτενεκές που δημιούργησε το σύστημα. Χειρότερα από την Καλκούτα. Ιδού το πιο ωμό, το απαίσιο προϊόν του καπιταλισμού». Στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ οι φοιτητές κραυγάζουν ρυθμικά: «Κάτω η δυτική κουλτούρα»[4].
Η αμερικανική γερουσία είναι μια κλειστή λέσχη δισεκατομμυριούχων. Μερικοί γερουσιαστές συμπεριφέρονται σαν γκάγκστερς. «Μια παλίρροια δολλαρίων πλημμυρίζει τους διαδρόμους του Καπιτωλίου», γράφει ο Τζων Τσάνσελλορ. Ποιος τολμά να διεκδικήσει έδρα στο Κογκρέσσο; Το 1988 το 98% των βουλευτών πέτυχαν την επανεκλογή τους[5].
Και οι φυλετικές διακρίσεις οργιάζουν[6]. Ακόμα και στα πανεπιστήμια. Τί χρειάζονται τα διπλώματα στους μαύρους; Ελάτε το απόγευμα στο πανεπιστήμιο, την ώρα που φεύγει το διδακτικό προσωπικό, γράφει ο καθηγητής Andrew Hacker. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η ομάδα των μαύρων, ανδρών και γυναικών που καθαρίζουν τα κτίρια. «Το αγαπημένο επάγγελμα των μαύρων είναι η σκούπα και το σφουγγαρόπανο», σχολιάζει με πικρία ο Χάκερ[7].
Κάτω απ’ αυτές τις δραματικές συνθήκες πολλοί διερωτώνται πού οδηγείται η αμερικανική πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζούγκλα. Ο συγγραφέας Νόρμαν Μαίηλερ δεν κρύβει τις ανησυχίες του. Μια οικονομική κρίση θα προκαλέσει εξέγερση στα «γκέτο», στρατιωτικό νόμο και αιματοχυσία. Ζοφερές οι προβλέψεις του δημοσιολόγου Άλιστερ Κουκ: Υπάρχει κίνδυνος εμφυλίου πολέμου και δικτατορίας…
[1] Από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», Αθήνα 1992
[2] Ηι δ’ αν ποτε ξυνοικία μήτε πλούτος ξυνοική μήτε πενία σχεδόν εν ταύτη γενναιότατα ήθη γίγνοιτ’ αν Ούτε γαρ ύβρις ούτ’ αδικία, ζήλοι τε αυ και φθόνοι ουκ εγγίγνονται [Πλάτων, Νόμοι, γ΄, 679 B-C].
[3] Δει γαρ εν πόλει που, φαμέν την του μεγίστου νοσήματος ου μεθεξούση, ο διάστασιν ή στάσιν ορθότερον αν είη κεκλήσθαι, μήτε πενίαν την χαλεπήν εκείναι παρά τισι των πολιτών μήτε αυ πλούτον ως αμφότερα τοκτόντων ταύτα αμφότερα [ό.π., ε’, 744 d].
[4] Hey, hey, ho, ho, western culture has got to go.
[5] Peril and Promise, New York 1990. Η αμερικανική Κοινή Γνώμη έχει επίγνωση της διαφθοράς της εξουσίας και του αμοραλισμού των πολιτικών. Και εκφράζει την απέχθειά της για το ανήθικο σύστημα με την αποχή. Το 1984 ψήφισε το 53% των Αμερικανών πολιτών, το 1988 μόνο το 50%. Προσέρχονται στις κάλπες μόνο οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη. Οι άλλοι, η συμπαγής μάζα των εργαζομένων, που βλέπει το οικογενειακό εισόδημα να συρρικνώνεται από χρόνο σε χρόνο, δεν ελπίζει τίποτα, γνωρίζει την απάτη της «λαϊκής ετυμηγορίας» και προτιμά την αποχή.
[6] «Πνευματική χρεωκοπία», χαρακτηρίζει το Τάιμ, το καθεστώς του ρατσισμού [φ. 31/12/90]
[7] Στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διδάσκουν 373 καθηγητές. Απ’ αυτούς μόνο δύο είναι έγχρωμοι. [στοιχεία 1992].
Ο νέος αυτοκράτορας είναι … μαύρος ! Η αυτοκρατορία, αν και κλυδωνιζόμενη, έκανε και πάλι το θαύμα της. Το σύστημα δικαιώθηκε. Ο ρατσισμός καταποντίστηκε, η συμμετοχή των πολιτών εκτοξεύτηκε στα ύψη, η δημοκρατία θριάμβευσε … ήρθε επιτέλους η ώρα που ο κάθε αμερικανός πολίτης δεύτερης κατηγορίας ονειρευόταν: ισότητα και ευημερία στο εσωτερικό και απόλυτη κυριαρχία στο εξωτερικό. Άραγε θα καταφέρει πράγματι ο Μπαράκ Ομπάμα να επαναφέρει την Αμερική σε τροχιά «απεριόριστης ανάπτυξης»; Να εξαλείψει το φαινόμενο των «άστεγων ανθρώπινων πλασμάτων»; Να φέρει το νέο αίμα στην εσωτερική τουλάχιστον πολιτική της αυτοκρατορίας του; Να επαναφέρει την δυτική κουλτούρα, όχι υπό την μορφή «ψευδοαξίας» αλλά ως ανταγωνιστικό πολιτισμικό προϊόν; Να καταστήσει τους έγχρωμους συμπολίτες του, πολίτες πρώτης τάξης; Μα κι αν ακόμα δεν τα καταφέρει δεν πειράζει. Είναι βλέπετε … «μαύρος»! Αυτός θα φταίει!
Ιωάννης Α. Λιάκουρας
Στην κοινωνία όπου δεν συνυπάρχουν μεγάλος πλούτος και μεγάλη φτώχεια διαμορφώνονται τα πιο υγιή ήθη, γιατί εκεί δεν ευδοκιμούν ούτε η αλαζονεία, ούτε η αδικία, ούτε ο φθόνος»[2]. Εκεί όπου δεν υπάρχουν μεγάλες ανισότητες, διατηρείται η εσωτερική γαλήνη και αποτρέπεται ο διχασμός – το «μέγιστον νόσημα». Ούτε φτώχεια ούτε πλούτος[3].
Το κενό είναι τρομακτικό, γράφει ο Robert Bellah, καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. «Ο καπιταλισμός μας, θεμελιωμένος στο άμεσο και γρήγορο κέρδος, οδηγεί στην καταστροφή».
Όλα καταρρέουν. Οι «παραδοσιακές ψευδοαξίες», όπως η απεριόριστη ανάπτυξη, ο κοινωνικός δαρβινισμός και ο κανιβαλικός καπιταλισμός. Στην λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης ανθρώπινα πλάσματα διανυκτερεύουν σε χαρτόκουτα. Καθηγητές του Κολλεγίου Κουΐνς καταγγέλουν: «οι άστεγοι είναι ο ανθρώπινος σκουπιδοτενεκές που δημιούργησε το σύστημα. Χειρότερα από την Καλκούτα. Ιδού το πιο ωμό, το απαίσιο προϊόν του καπιταλισμού». Στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ οι φοιτητές κραυγάζουν ρυθμικά: «Κάτω η δυτική κουλτούρα»[4].
Η αμερικανική γερουσία είναι μια κλειστή λέσχη δισεκατομμυριούχων. Μερικοί γερουσιαστές συμπεριφέρονται σαν γκάγκστερς. «Μια παλίρροια δολλαρίων πλημμυρίζει τους διαδρόμους του Καπιτωλίου», γράφει ο Τζων Τσάνσελλορ. Ποιος τολμά να διεκδικήσει έδρα στο Κογκρέσσο; Το 1988 το 98% των βουλευτών πέτυχαν την επανεκλογή τους[5].
Και οι φυλετικές διακρίσεις οργιάζουν[6]. Ακόμα και στα πανεπιστήμια. Τί χρειάζονται τα διπλώματα στους μαύρους; Ελάτε το απόγευμα στο πανεπιστήμιο, την ώρα που φεύγει το διδακτικό προσωπικό, γράφει ο καθηγητής Andrew Hacker. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η ομάδα των μαύρων, ανδρών και γυναικών που καθαρίζουν τα κτίρια. «Το αγαπημένο επάγγελμα των μαύρων είναι η σκούπα και το σφουγγαρόπανο», σχολιάζει με πικρία ο Χάκερ[7].
Κάτω απ’ αυτές τις δραματικές συνθήκες πολλοί διερωτώνται πού οδηγείται η αμερικανική πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζούγκλα. Ο συγγραφέας Νόρμαν Μαίηλερ δεν κρύβει τις ανησυχίες του. Μια οικονομική κρίση θα προκαλέσει εξέγερση στα «γκέτο», στρατιωτικό νόμο και αιματοχυσία. Ζοφερές οι προβλέψεις του δημοσιολόγου Άλιστερ Κουκ: Υπάρχει κίνδυνος εμφυλίου πολέμου και δικτατορίας…
[1] Από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», Αθήνα 1992
[2] Ηι δ’ αν ποτε ξυνοικία μήτε πλούτος ξυνοική μήτε πενία σχεδόν εν ταύτη γενναιότατα ήθη γίγνοιτ’ αν Ούτε γαρ ύβρις ούτ’ αδικία, ζήλοι τε αυ και φθόνοι ουκ εγγίγνονται [Πλάτων, Νόμοι, γ΄, 679 B-C].
[3] Δει γαρ εν πόλει που, φαμέν την του μεγίστου νοσήματος ου μεθεξούση, ο διάστασιν ή στάσιν ορθότερον αν είη κεκλήσθαι, μήτε πενίαν την χαλεπήν εκείναι παρά τισι των πολιτών μήτε αυ πλούτον ως αμφότερα τοκτόντων ταύτα αμφότερα [ό.π., ε’, 744 d].
[4] Hey, hey, ho, ho, western culture has got to go.
[5] Peril and Promise, New York 1990. Η αμερικανική Κοινή Γνώμη έχει επίγνωση της διαφθοράς της εξουσίας και του αμοραλισμού των πολιτικών. Και εκφράζει την απέχθειά της για το ανήθικο σύστημα με την αποχή. Το 1984 ψήφισε το 53% των Αμερικανών πολιτών, το 1988 μόνο το 50%. Προσέρχονται στις κάλπες μόνο οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη. Οι άλλοι, η συμπαγής μάζα των εργαζομένων, που βλέπει το οικογενειακό εισόδημα να συρρικνώνεται από χρόνο σε χρόνο, δεν ελπίζει τίποτα, γνωρίζει την απάτη της «λαϊκής ετυμηγορίας» και προτιμά την αποχή.
[6] «Πνευματική χρεωκοπία», χαρακτηρίζει το Τάιμ, το καθεστώς του ρατσισμού [φ. 31/12/90]
[7] Στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διδάσκουν 373 καθηγητές. Απ’ αυτούς μόνο δύο είναι έγχρωμοι. [στοιχεία 1992].
Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008
από την πεζογραφική μας παράδοση
εμπνεόμενος την Πάπισσα Ιωάννα[1]
Το θρησκευτικόν αίσθημα ήκμαζεν ακόμη εν τη Δύσει (υπήρχον άνθρωποι τρώγοντες αστακούς την Παρασκευήν και ασπαζόμενοι των καλογήρων την ζώνην) ότε προ εικοσαετίας περίπου[2] μετέβην νήπιος έτι εις Ιταλίαν. Πολλούς δε του έτους μήνας διατρίβων κατά την εκεί φιλάγραυλον συνήθειαν εις την εξοχήν και πολλάκις κατά τας μακράς του φθινοπώρου εσπέρας, ενώ είρπον οι κοχλιαί επί των γυμνωθέντων κλημάτων και εφύοντο υπό τας καστανέας οι αμανίται, παρακαθήμενος εις την πυράν των τρυγητών, παρ’ ων άλλο δεν ήκουον ειμή μόνον θαύματα αγίων εικόνων, δραπετεύσεις βρυκολάκων εκ του τάφου και ψυχών εκ του καθαρτηρίου, είχον καταντήσει διά της αγροτικής εκέινης επιμειξίας οπωσούν δεισιδαίμων. Τον δε πάπαν, ον ήκουον ανοιγοκλείοντα την θύραν του Παραδείσου, φιλικώς συναναστρεφόμενον μετά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον επέτα κατά πάσαν πρωΐαν επί τον ώμον του, και προτείνοντα τους ιερούς πόδας του εις βασιλείς προς ασπασμόν, ενόμιζον τότε τεράστιόν τι και μυθώδες ον ως αερόστατον μεταξύ ουρανού και γης μετέωρον.
Εις τοιαύτην ευρισκόμην πνεύματος διάθεσιν, εν Γενούη κατοικών, ότε εξερράγη αίφνης η σύμπασαν κλονήσασα την Ιταλίαν εν έτει 1848 επανάστασις. Οι ιερείς και η θρησκεία συμπεριελήφθησαν, ως συμβαίνει κατά πάντας τους εν τη Δύσει πολιτικούς σπαραγμούς, εις το κατά των βασιλέων και της τυραννίας ανάθεμα. Πνεύμα πονηρόν επλανάτο από τινων ήδη ετών επί της ατυχούς ταύτης χερσονήσου, δυσαρέσκειαν, απείθειαν και άσβεστον ελευθερίας δίψαν εις όλας τας καρδίας εμφυσών. Έτριζον οι θρόνοι ως έτοιμοι να καταπέσωσιν, έτριζον δυνατώτερα των βασιλέων οι οδόντες. Λέξεις δυσηχείς και ασυνήθεις εις τα ιταλικά ώτα, σύνταγμα, εθνοφυλακή, ελευθεροτυπία, κοινοκτημοσύνη αντηχούν πανταχόθεν ως εχιδνών συριγμοί. Η δε τυφλή πίστις, η από τοσούτων αιώνων εις την προς τους τυφλούς συμπάθειαν και περιποίησιν συνειθισμένη, απελακτίζετο ήδη ως οχληρός επαίτης και έντρομος έφευγεν εις τα όρη, άσυλον ζητούσα υπό των χωρικών την στέγην, και εκείνων πολλάκις κλειστήν και απόρθητον ευρίσκουσα την θύραν. Αλλ’ ενώ επλανάτο εις τα σκότη, ανά παν βήμα προσκόπτουσα η αθλία, οι επ’ αυτής στηρίζοντες την εξουσίαν βασιλείς εκινούντο. Η αποστάτις Γένουα επολιορκείτο, αι βόμβαι έθραυον των οικιών τας στέγας, οι δε δυστυχείς κάτοικοι, φοβούμενοι μη πάθωσιν όσα και αι στέγαι των, κατέφευγον εκεί όπου υπό γην φυλάσσονται τα ευθραυστότατα των σκευών, αι φιάλαι. Εις τοιαύτην οιναποθήκην κατέφυγον και εγώ μεσούσης της νυκτός μετά των οικείων και γειτόνων, ελθόντων να ζητήσωσιν άσυλον υπό τας πτυχάς της ελληνικής σημαίας. Πλείονες ή πεντήκοντα, άνδρες και γυναίκες, άρχοντες και ιχθυοπώλιδες, κόμισσαι και ανθρακείς συνωθούμεθα εν τω στενώ εκείνω τόπω μεταξύ φιαλών και σταμνίων, κρομμύων και ξηρών σύκων. Αι λαοκτόνοι σφαίραι του βίκτωρος Εμμανουήλ, αποτυγχάνουσαι του τυραννικού σκοπού των, εκρήμνιζον απ’ εναντίας της κοινωνικής ανισότητος τα παλαιά προπύργια, συσφίγγουσαι τους ωχρούς υπηκόους του εις δημοκρατικήν εν τρόμω αδελφότητα. Τάφου κατήφεια και σιγή επεκράτει εν αρχή εις την υπόγειον εκείνην συνέλευσιν. Αλλ’ η οικία ήτο πενταώροφος και οι θόλοι της οιναποθήκης στερεοί και εις τας σφαίρας απρόσιτοι, ώστε τα πρόσωπα των περί εμέ, άτινα ήσαν π΄ροτερον ωχροπράσινα ως το υαλίον των κύκλω φιαλών, ανελάμβανον βαθμηδόν ανθρωπινώτερον χρώμα. Αφόβως δε σχεδόν ηκούομεν τους επί γης απαισίους ήχους, βέβαιοι όντες ότι ο υπεράνω ημών αιωρούμενος Θάνατος δεν ηδύνατο, όσω και αν έκυπτε, να φθάση τόσω χαμηλά. Απομακρυνομένου του κινδύνου, ελύοντο βαθμηδόν οι συνέχοντες τα ιταλικά στόματα γλωσσοδέται, η δε ηχώ του θόλου επανέλεγε λόγους ασυνάρτήτους, υποσχέσεις κυρίων εις την Παρθένον, ανδρών αντεγκλήσεις, αγίων επικλήσεις και φρικώδεις κατά του Bombardatore αράς.
Αλλά καθώς εις του Αριόστου τας μάχας, οπόταν δύο κλεινοί ήρωες έλθωσιν εις χείρας, ταπεινούσι τα όπλα και ίστανται εν σιωπή την πάλην θεωρούντες οι λοιποί μαχηταί, ούτω εσιώπησαν αλλεπάλληλοι και οι εν τη οιναποθήκη, ότε ο πολιός αββάς του Αγ. Ματθαίου και ο γέρων συντάκτης της «Γενουησίας εφημερίδος», αντικρύ καθήμενοι επί αντιμετώπων βαρελίων, ήρχιζαν ερίζοντες περί ελευθερίας και βασιλέων, περί προόδου και παπωσύνης. Τα υπεράνω ημών διαδραματιζόμενα καθίστων την συζήτησιν εκέινην υπέρ πάσαν άλλην επίκαιρον, αμφότεροι δε οι αντίπαλοι ήσαν καλώς προαλειμμένοι εις τοιούτους αγώνας, οι δε ακροαταί περιεκύκλουν αυτούς ανοίγοντες τα στόματα και τα ώτα, ως οι Καρχηδόνιοι τον Αινείαν. Ο μεν δημοσιογράφος διετείνετο ότι όσα επάσχομεν δεινά προήρχοντο εκ της επιρροής των ιερέων, ο δε αββάς επέμενε θεωρών το περιρρέον ημάς αδελφικόν αίμα ως ιλαστήριον εις τον Ύψιστον θυσίαν. Εν τούτοις η νυξ προυχώρει και η συζήτησις δεν εφαίνετο εγγίζουσα εις το τέρμα. Αι γλώσσαι συνεστρέφοντο ευτράπελοι και οξείαι ως μονομάχων σπάθαι. Εγώ δε συνηθίσας βαθμηδόν εις τον γλωσσόκτυπον εκείνον, υπέκυπτον βαθμηδόν εις ακουσίαν νάρκωσιν, στηρίζων την δεκαετή κεφαλήν επί των γονάτων της γείτονός μου, ότε παράδοξα αίφνης ακούσματα εδίωξαν μακράν των βλεφάρων μου τον ύπνον. Ο οξύχολος εφημεριδογράφος, χάσας τέλος πάντων την υπομονήν διά το πείσμα του αββά, όστις εις τα ευλογώτερα επιχειρήματα επέμενεν αποκρινόμενος διά καλογηρικών ρήσεων και αποσπασμάτων του Βονάλδου και Δεμαίτρου, μετέβαλε τακτικήν. Απελπισθείς ν’ ανοίξη τους οφθελμούς του καλού εκέινου χριστιανού, φοβουμένου το φως, ως αι νυκτερίδες τας ακτίνας του ηλίου, έπαυσε συζητών και επεχείρει ήδη να καταστήση τα είδωλα αυτού βδέλυρά και γελοία εις τους παρεστώτας. Εκτυλίσσων της παπικής ιστορίας τα ρυπαρώτερα φύλλα και παν όνειδος και πάσαν κηλίδα εκείθεν συλλέγων κατέπτυεν ως εχίδνης σίελον εις το πρόσωπον του πτωχού ιερέως. Πάρέστησεν ημίν Βενέδικτον τον θ΄, Γρηγόριον τον ς΄, και Σιλβέστρον τον γ΄, συγχρόνους πάπας, τρικέφαλον κέρβερον, αλλήλους αφορίζοντας και δι’ αίματος πλημμυρίζοντας την Ιταλίαν. Τον Ζαχαρίαν καταδικάζοντα εις τα φλόγας, τους γεωγράφους, οίτινες εδίδασκον την λυπαρξιν αντιπόδων, διότι εν τω πλήθει της σοφίας του, ίνα υπάρχωσιν αντίποδες, έπρεπε και δύο ήλιοι και σελήνη διπλή να υπάρχη, τον Στέφανον ζ΄, αισχρόν τυμβωρίχον, εκθάπτοντα τον νεκρόν του προκατόχου του Φορμόσου, σύρροντα το σαπρόν σώμα ενώπιον συνόδου και υποβάλλοντα αυτό εις γελοίαν και βδελυράν ανάκρισιν. Ιωάννην τον κβ΄κατατρίβοντα τον βίον εις αναζήτησιν της φιλοσοφικής λίθου και τέλος ανευρίσκοντα αυτήν διά της συντάξεως πίνακος, εν ώ εσημειούτο ακριβώς η τιμή της αφέσεως παντός αμαρτήματος, φόνου, βιασμού ή άλλου. Ιούλιον τον γ, νέον Καλλιγούλαν, αναγορεύοντα εν μέσω ποτηρίων και γυναικών τον πίθηκα αυτού καρδινάλιον, και Ιωάννην τον ιβ΄, απλούντα τους τάπητας της Αγ. Τραπέζης υπό τους πόδας της ερωμένης του, μεθύοντα μετ’ αυτής εις τας κύλικας των μυστηρίων και τέλος δολοφονούμενον υπό του καταφθάσαντος συζύγου ή υπό του Διαβόλου, ως θέλουσιν οι χρονογράφοι. Αλλά μεταξύ Διαβόλου και ατιμασθέντος συζύγου υπάρχει κοινόν τι χαρακτηριστικόν. Τοιαύτα έλεγεν ο γέρων εν μέσω βαθείας σιγής, διακοπτομένης ενίοτε υπό εγγύτερον εκρηγνυμένης σφαίρας ή στέγης καταπιπτούσης. Οι μεν των ακροατών εποίουν το σημείον του σταυρού, άλλοι έφρασσον τα ώτα και αι γυναίκες έκρυπτον το πρόσωπον εις την ποδιάν. αλλά τί έγινα εγώ, ότε ο αδυσώπητος ρήτωρ, μη αρκούμενος εις των αρρένων παπών τα αίσχη, ήρχισε να διηγήται και της Παπίσσης Ιωάννας την ιστορίαν ; Πάπα έρωτας και μητρότητα και εν μέση αγορά τοκετόν !
Μετ’ ου πολύ ανέτειλεν η ημέρα. Αι εκπυρσοκροτήσεις ηραιώθησαν και εξέλιπον βαθμηδόν. Η απόρθητος Γένουα εσυνθηκολόγει μετά τριήμερον πολιορκίαν, παρασίδουσα εις τους όνυχας του «τυράννου», ως εκάλουν τότε τον Βίκτωρα, τους αρχηγούς της επαναστάσεως, ήτις μετωνομάσθη στάσις την επιούσαν. Οι εις εθνοφύλακας μετημφιεσμένοι πραγματευταί, οι υψίφωνοι και βαρύτονοι του μελοδράματος, οι σπογγίσαντες το ψιμύθιον από της παρειάς των, ζωσθέντες μεσαιωνικά ξίφη και ψάλλοντες «Ελευθερία ή θάνατος» εις τα οδούς, οι φοιτηταί, οι καυχώμενοι ότι μόνα όπλα έχοντες τα νομικά ή ιατρικά βιβλία των ήσαν ικανοί να φυγαδεύσωσι τα στίφη του τυράννου, πάντες ούτοι εξηφανίσθησαν εις την πρώτην ακτίνα των βασιλικών λογχών, ως οι νυκτικόρακες, άμα ο ήλιος ανατείλη. Και αυταί δε αι Ιταλίδες, αι τοσαύτας κεντήσασαι σημαίας και συμπλέξασαι τριχρόυς ταινίας, ενθυμούντο και πάλιν τα παραγγέλματα του πνευματικού των, και οσάκις αξιωματικός τις ησπάζετο αυτάς εν μέση αγορά, έστρεφον και την άλλην προς την ύβριν παρειάν.
Μετ’ ολίγας δε ημέρας και ερυθραί σημαίαι και ελέυθεροι ύμνοι και αίμα των μαρτύρων και σφαίραι και ερείπια είχον λησμονηθή. Αλλά την Πάπισσαν εγώ δεν ηδυνάμην να λησμονήσω. Το παράδοξον της σκηνής, εν ή ήκουσα περί αυτής, το αλλόκοτον του ρήτορος σχήμα, το υπόγειον, ο τρόμος, η επάνω σφαγή, πάντα ταύτα καθίστων την εικόνα εκείνην ανεξάλειπτον εν τη καρδία μου, ως τα ίχνη του Σωτήρος εν τω βράχω της Ιουδαίας.
[1] από τα Προλεγόμενα της «Πάπισσας Ιωάννας», διά χειρός Εμμανουήλ Ρόϊδη [Αθήνα 1η Ιανουαρίου 1866], σελ 7-13, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1988
[2] 1846
Το θρησκευτικόν αίσθημα ήκμαζεν ακόμη εν τη Δύσει (υπήρχον άνθρωποι τρώγοντες αστακούς την Παρασκευήν και ασπαζόμενοι των καλογήρων την ζώνην) ότε προ εικοσαετίας περίπου[2] μετέβην νήπιος έτι εις Ιταλίαν. Πολλούς δε του έτους μήνας διατρίβων κατά την εκεί φιλάγραυλον συνήθειαν εις την εξοχήν και πολλάκις κατά τας μακράς του φθινοπώρου εσπέρας, ενώ είρπον οι κοχλιαί επί των γυμνωθέντων κλημάτων και εφύοντο υπό τας καστανέας οι αμανίται, παρακαθήμενος εις την πυράν των τρυγητών, παρ’ ων άλλο δεν ήκουον ειμή μόνον θαύματα αγίων εικόνων, δραπετεύσεις βρυκολάκων εκ του τάφου και ψυχών εκ του καθαρτηρίου, είχον καταντήσει διά της αγροτικής εκέινης επιμειξίας οπωσούν δεισιδαίμων. Τον δε πάπαν, ον ήκουον ανοιγοκλείοντα την θύραν του Παραδείσου, φιλικώς συναναστρεφόμενον μετά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον επέτα κατά πάσαν πρωΐαν επί τον ώμον του, και προτείνοντα τους ιερούς πόδας του εις βασιλείς προς ασπασμόν, ενόμιζον τότε τεράστιόν τι και μυθώδες ον ως αερόστατον μεταξύ ουρανού και γης μετέωρον.
Εις τοιαύτην ευρισκόμην πνεύματος διάθεσιν, εν Γενούη κατοικών, ότε εξερράγη αίφνης η σύμπασαν κλονήσασα την Ιταλίαν εν έτει 1848 επανάστασις. Οι ιερείς και η θρησκεία συμπεριελήφθησαν, ως συμβαίνει κατά πάντας τους εν τη Δύσει πολιτικούς σπαραγμούς, εις το κατά των βασιλέων και της τυραννίας ανάθεμα. Πνεύμα πονηρόν επλανάτο από τινων ήδη ετών επί της ατυχούς ταύτης χερσονήσου, δυσαρέσκειαν, απείθειαν και άσβεστον ελευθερίας δίψαν εις όλας τας καρδίας εμφυσών. Έτριζον οι θρόνοι ως έτοιμοι να καταπέσωσιν, έτριζον δυνατώτερα των βασιλέων οι οδόντες. Λέξεις δυσηχείς και ασυνήθεις εις τα ιταλικά ώτα, σύνταγμα, εθνοφυλακή, ελευθεροτυπία, κοινοκτημοσύνη αντηχούν πανταχόθεν ως εχιδνών συριγμοί. Η δε τυφλή πίστις, η από τοσούτων αιώνων εις την προς τους τυφλούς συμπάθειαν και περιποίησιν συνειθισμένη, απελακτίζετο ήδη ως οχληρός επαίτης και έντρομος έφευγεν εις τα όρη, άσυλον ζητούσα υπό των χωρικών την στέγην, και εκείνων πολλάκις κλειστήν και απόρθητον ευρίσκουσα την θύραν. Αλλ’ ενώ επλανάτο εις τα σκότη, ανά παν βήμα προσκόπτουσα η αθλία, οι επ’ αυτής στηρίζοντες την εξουσίαν βασιλείς εκινούντο. Η αποστάτις Γένουα επολιορκείτο, αι βόμβαι έθραυον των οικιών τας στέγας, οι δε δυστυχείς κάτοικοι, φοβούμενοι μη πάθωσιν όσα και αι στέγαι των, κατέφευγον εκεί όπου υπό γην φυλάσσονται τα ευθραυστότατα των σκευών, αι φιάλαι. Εις τοιαύτην οιναποθήκην κατέφυγον και εγώ μεσούσης της νυκτός μετά των οικείων και γειτόνων, ελθόντων να ζητήσωσιν άσυλον υπό τας πτυχάς της ελληνικής σημαίας. Πλείονες ή πεντήκοντα, άνδρες και γυναίκες, άρχοντες και ιχθυοπώλιδες, κόμισσαι και ανθρακείς συνωθούμεθα εν τω στενώ εκείνω τόπω μεταξύ φιαλών και σταμνίων, κρομμύων και ξηρών σύκων. Αι λαοκτόνοι σφαίραι του βίκτωρος Εμμανουήλ, αποτυγχάνουσαι του τυραννικού σκοπού των, εκρήμνιζον απ’ εναντίας της κοινωνικής ανισότητος τα παλαιά προπύργια, συσφίγγουσαι τους ωχρούς υπηκόους του εις δημοκρατικήν εν τρόμω αδελφότητα. Τάφου κατήφεια και σιγή επεκράτει εν αρχή εις την υπόγειον εκείνην συνέλευσιν. Αλλ’ η οικία ήτο πενταώροφος και οι θόλοι της οιναποθήκης στερεοί και εις τας σφαίρας απρόσιτοι, ώστε τα πρόσωπα των περί εμέ, άτινα ήσαν π΄ροτερον ωχροπράσινα ως το υαλίον των κύκλω φιαλών, ανελάμβανον βαθμηδόν ανθρωπινώτερον χρώμα. Αφόβως δε σχεδόν ηκούομεν τους επί γης απαισίους ήχους, βέβαιοι όντες ότι ο υπεράνω ημών αιωρούμενος Θάνατος δεν ηδύνατο, όσω και αν έκυπτε, να φθάση τόσω χαμηλά. Απομακρυνομένου του κινδύνου, ελύοντο βαθμηδόν οι συνέχοντες τα ιταλικά στόματα γλωσσοδέται, η δε ηχώ του θόλου επανέλεγε λόγους ασυνάρτήτους, υποσχέσεις κυρίων εις την Παρθένον, ανδρών αντεγκλήσεις, αγίων επικλήσεις και φρικώδεις κατά του Bombardatore αράς.
Αλλά καθώς εις του Αριόστου τας μάχας, οπόταν δύο κλεινοί ήρωες έλθωσιν εις χείρας, ταπεινούσι τα όπλα και ίστανται εν σιωπή την πάλην θεωρούντες οι λοιποί μαχηταί, ούτω εσιώπησαν αλλεπάλληλοι και οι εν τη οιναποθήκη, ότε ο πολιός αββάς του Αγ. Ματθαίου και ο γέρων συντάκτης της «Γενουησίας εφημερίδος», αντικρύ καθήμενοι επί αντιμετώπων βαρελίων, ήρχιζαν ερίζοντες περί ελευθερίας και βασιλέων, περί προόδου και παπωσύνης. Τα υπεράνω ημών διαδραματιζόμενα καθίστων την συζήτησιν εκέινην υπέρ πάσαν άλλην επίκαιρον, αμφότεροι δε οι αντίπαλοι ήσαν καλώς προαλειμμένοι εις τοιούτους αγώνας, οι δε ακροαταί περιεκύκλουν αυτούς ανοίγοντες τα στόματα και τα ώτα, ως οι Καρχηδόνιοι τον Αινείαν. Ο μεν δημοσιογράφος διετείνετο ότι όσα επάσχομεν δεινά προήρχοντο εκ της επιρροής των ιερέων, ο δε αββάς επέμενε θεωρών το περιρρέον ημάς αδελφικόν αίμα ως ιλαστήριον εις τον Ύψιστον θυσίαν. Εν τούτοις η νυξ προυχώρει και η συζήτησις δεν εφαίνετο εγγίζουσα εις το τέρμα. Αι γλώσσαι συνεστρέφοντο ευτράπελοι και οξείαι ως μονομάχων σπάθαι. Εγώ δε συνηθίσας βαθμηδόν εις τον γλωσσόκτυπον εκείνον, υπέκυπτον βαθμηδόν εις ακουσίαν νάρκωσιν, στηρίζων την δεκαετή κεφαλήν επί των γονάτων της γείτονός μου, ότε παράδοξα αίφνης ακούσματα εδίωξαν μακράν των βλεφάρων μου τον ύπνον. Ο οξύχολος εφημεριδογράφος, χάσας τέλος πάντων την υπομονήν διά το πείσμα του αββά, όστις εις τα ευλογώτερα επιχειρήματα επέμενεν αποκρινόμενος διά καλογηρικών ρήσεων και αποσπασμάτων του Βονάλδου και Δεμαίτρου, μετέβαλε τακτικήν. Απελπισθείς ν’ ανοίξη τους οφθελμούς του καλού εκέινου χριστιανού, φοβουμένου το φως, ως αι νυκτερίδες τας ακτίνας του ηλίου, έπαυσε συζητών και επεχείρει ήδη να καταστήση τα είδωλα αυτού βδέλυρά και γελοία εις τους παρεστώτας. Εκτυλίσσων της παπικής ιστορίας τα ρυπαρώτερα φύλλα και παν όνειδος και πάσαν κηλίδα εκείθεν συλλέγων κατέπτυεν ως εχίδνης σίελον εις το πρόσωπον του πτωχού ιερέως. Πάρέστησεν ημίν Βενέδικτον τον θ΄, Γρηγόριον τον ς΄, και Σιλβέστρον τον γ΄, συγχρόνους πάπας, τρικέφαλον κέρβερον, αλλήλους αφορίζοντας και δι’ αίματος πλημμυρίζοντας την Ιταλίαν. Τον Ζαχαρίαν καταδικάζοντα εις τα φλόγας, τους γεωγράφους, οίτινες εδίδασκον την λυπαρξιν αντιπόδων, διότι εν τω πλήθει της σοφίας του, ίνα υπάρχωσιν αντίποδες, έπρεπε και δύο ήλιοι και σελήνη διπλή να υπάρχη, τον Στέφανον ζ΄, αισχρόν τυμβωρίχον, εκθάπτοντα τον νεκρόν του προκατόχου του Φορμόσου, σύρροντα το σαπρόν σώμα ενώπιον συνόδου και υποβάλλοντα αυτό εις γελοίαν και βδελυράν ανάκρισιν. Ιωάννην τον κβ΄κατατρίβοντα τον βίον εις αναζήτησιν της φιλοσοφικής λίθου και τέλος ανευρίσκοντα αυτήν διά της συντάξεως πίνακος, εν ώ εσημειούτο ακριβώς η τιμή της αφέσεως παντός αμαρτήματος, φόνου, βιασμού ή άλλου. Ιούλιον τον γ, νέον Καλλιγούλαν, αναγορεύοντα εν μέσω ποτηρίων και γυναικών τον πίθηκα αυτού καρδινάλιον, και Ιωάννην τον ιβ΄, απλούντα τους τάπητας της Αγ. Τραπέζης υπό τους πόδας της ερωμένης του, μεθύοντα μετ’ αυτής εις τας κύλικας των μυστηρίων και τέλος δολοφονούμενον υπό του καταφθάσαντος συζύγου ή υπό του Διαβόλου, ως θέλουσιν οι χρονογράφοι. Αλλά μεταξύ Διαβόλου και ατιμασθέντος συζύγου υπάρχει κοινόν τι χαρακτηριστικόν. Τοιαύτα έλεγεν ο γέρων εν μέσω βαθείας σιγής, διακοπτομένης ενίοτε υπό εγγύτερον εκρηγνυμένης σφαίρας ή στέγης καταπιπτούσης. Οι μεν των ακροατών εποίουν το σημείον του σταυρού, άλλοι έφρασσον τα ώτα και αι γυναίκες έκρυπτον το πρόσωπον εις την ποδιάν. αλλά τί έγινα εγώ, ότε ο αδυσώπητος ρήτωρ, μη αρκούμενος εις των αρρένων παπών τα αίσχη, ήρχισε να διηγήται και της Παπίσσης Ιωάννας την ιστορίαν ; Πάπα έρωτας και μητρότητα και εν μέση αγορά τοκετόν !
Μετ’ ου πολύ ανέτειλεν η ημέρα. Αι εκπυρσοκροτήσεις ηραιώθησαν και εξέλιπον βαθμηδόν. Η απόρθητος Γένουα εσυνθηκολόγει μετά τριήμερον πολιορκίαν, παρασίδουσα εις τους όνυχας του «τυράννου», ως εκάλουν τότε τον Βίκτωρα, τους αρχηγούς της επαναστάσεως, ήτις μετωνομάσθη στάσις την επιούσαν. Οι εις εθνοφύλακας μετημφιεσμένοι πραγματευταί, οι υψίφωνοι και βαρύτονοι του μελοδράματος, οι σπογγίσαντες το ψιμύθιον από της παρειάς των, ζωσθέντες μεσαιωνικά ξίφη και ψάλλοντες «Ελευθερία ή θάνατος» εις τα οδούς, οι φοιτηταί, οι καυχώμενοι ότι μόνα όπλα έχοντες τα νομικά ή ιατρικά βιβλία των ήσαν ικανοί να φυγαδεύσωσι τα στίφη του τυράννου, πάντες ούτοι εξηφανίσθησαν εις την πρώτην ακτίνα των βασιλικών λογχών, ως οι νυκτικόρακες, άμα ο ήλιος ανατείλη. Και αυταί δε αι Ιταλίδες, αι τοσαύτας κεντήσασαι σημαίας και συμπλέξασαι τριχρόυς ταινίας, ενθυμούντο και πάλιν τα παραγγέλματα του πνευματικού των, και οσάκις αξιωματικός τις ησπάζετο αυτάς εν μέση αγορά, έστρεφον και την άλλην προς την ύβριν παρειάν.
Μετ’ ολίγας δε ημέρας και ερυθραί σημαίαι και ελέυθεροι ύμνοι και αίμα των μαρτύρων και σφαίραι και ερείπια είχον λησμονηθή. Αλλά την Πάπισσαν εγώ δεν ηδυνάμην να λησμονήσω. Το παράδοξον της σκηνής, εν ή ήκουσα περί αυτής, το αλλόκοτον του ρήτορος σχήμα, το υπόγειον, ο τρόμος, η επάνω σφαγή, πάντα ταύτα καθίστων την εικόνα εκείνην ανεξάλειπτον εν τη καρδία μου, ως τα ίχνη του Σωτήρος εν τω βράχω της Ιουδαίας.
[1] από τα Προλεγόμενα της «Πάπισσας Ιωάννας», διά χειρός Εμμανουήλ Ρόϊδη [Αθήνα 1η Ιανουαρίου 1866], σελ 7-13, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1988
[2] 1846
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008
Η πολιτική κωμωδία
Αν μας ρωτούσαν με ποιόν βρήκε ο αθηναϊκός χαρακτήρας την πιο δική του ολοκλήρωση, με τον Σοφοκλή ή τον Αριστοφάνη, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε μόνο: και με τους δύο. Η εικόνα μένει μισή, αν κανείς δεν προσεγγίση το ένα στο άλλο: τον ξέφρενο χρωματικό σίφουνα μιας φαντασίας, που τα λυτρωτικά της παιχνίδια δεν ξαναβρήκαν ποτέ το όμοιό τους, προς την μεγάλη ποίηση για τον ανθρώπινο πόνο.
… Από λαϊκά έθιμα, αττικά καρναβάλια και διάφορα άλλα αττικά κύτταρα μιας πρωτόγονα κωμικής δραματικότητας αναπτύχθηκαν μερικές προϋποθέσεις αυτής της πάρα πολύ σύνθετης εικόνας. Αυτές οι προτυπώσεις διατηρούνται όλες μέσα στα πιο ολοκληρωμένα προϊόντα της Αρχαίας κωμωδίας, πόσες προσθήκες όμως δεν έχουν γίνει σ’ αυτές, για να ξεδιπλωθή τέλεια η αξιοζήλευτη πολυχρωμία αυτών των ποιημάτων! Η πλούσια πολυμορφία της αττικής ζωής στην πιο περήφανη εποχή της Αθήνας, τα ύψη και τα βάθη της επεκτατικής πολιτικής της, ο πλούτος των αγορών της, οι ιδιοτυπίες των άκακων και των κακών της ανθρώπων, αλλά και η διείσδυση νέων ιδεών και η επανάσταση στην τέχνη, - όλα αυτά συλλαμβάνονται μέσα σ’ αυτόν τον μαγικό καθρέφτη, που τον κινεί έτσι το χέρι ενός μεγάλου ποιητή, ώστε παρ’ όλο που μας θαμπώνουν χιλιάδες φώτα, μολαταύτα ποτέ δεν χάνουμε από το βλέμμα μας την πραγματικότητα της ζωής και την σοβαρότητα της πιο εσώτερης διάθεσής μας.
…
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης δίνει στην παράβαση των «Ιππέων» [517] ένα χτυπητό κομμάτι ιστορίας της κωμωδίας, με τον σκοπό να δείξη με την ακμή και την παρακμή πεθαμένων μεγάλων ανδρών πόσο εφήμερη είναι η εύνοια του αθηναϊκού κοινού.
…
Πολύ ξεχωριστή θέση έχει στο μέρος των «Ιππέων» που αναφέραμε ο Κρατίνος[1], που επίσης τον βρήκαμε ανάμεσα στους τρεις τεχνίτες της Αρχαίας κωμωδίας. … Εδώ το πολιτικό στοιχείο βρίσκεται κοντά σ’ εκείνο του παραμυθιού, η φιλολογική κριτική κοντά στην διακωμώδηση του μύθου. Ο Περικλής προπάντων ήταν ο στόχος του. Στην Νέμεση ο μύθος για την ένωση του Δία με αυτήν την θεά, και την γέννηση της Ελένης, χρησίμευε για μιαν επίθεση εναντίον του Περικλή σαν υποκινητή του πολέμου, γιατί εμφανιζόταν στην σκηνή μεταμφιεσμένος σε Δία, για να βάλη μπροστά τα ολέθρια σχέδιά του.
…
Ο κρομμυδοκέφαλος Περικλής με το Ωδείο πάνω στο κρανίο [απ. 71 Κ. «ο σχινοκέφαλος Ζευς … τωδείον επί του κρανίου έχων»] άκουε της χρονιάς του και στους «Χίρωνες». Σοφοί Κένταυροι αποτελούσαν τον χορό του έργου, το οποίο επαινούσε τα παλιά καλά χρόνια και κατάκρινε την διαφθορά της Αθήνας του Περικλή και της Ασπασίας. Εξάλλου έχουμε ένα απόσπασμα από το τέλος [273 Κ.] που είναι η μόνη φορά που προδίνει κάτι για την δημιουργία του ποιητή: το έργο αυτό, που προφανώς του ήταν πολύ αγαπητό, το τελείωσε με κόπον σε δυο χρόνια.
Η εικόνα του Περικλή στην Αρχαία [κωμωδία] δίνει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για το πόσο γρήγορα οι άνθρωποι, με το πέρασμα του χρόνου, δοξάζουν αυτό που κάποτε ύβριζαν. Όταν ο Εύπολης στα 412 ανέβασε τους «Δήμους» του, ένιωσε την ανάγκη να φέρη τον Περικλή από τον Άδη σαν έναν από τους μεγάλους μάρτυρες μιας καλύτερης εποχής.
Οι επιθέσεις του Κρατίνου πρέπει να είχαν μιαν ζουμερή χοντροκοπιά, γιατί μας κάμνει εντύπωση που μαθαίνουμε[2] ότι ο Αριστοφάνης σ’ αυτό το σημείο έμεινε πολύ πίσω από εκείνον. Γι’ αυτό ακριβώς θέλησαν να χαρακτηρίσουν τον Κρατίνο σαν δημιουργόν του πολιτικού σατυρικού δράματος, ξέχασαν όμως ότι σκώμμα κάθε λογής υπάρχει ήδη με τις αρχές της αττικής κωμωδίας. Είναι πιθανό ότι ακριβώς ο Κρατίνος άπλωσε και στις υποθέσεις του κράτους κάτι που ως τότε κινιόταν πιο έντονα στην σφαίρα των ιδιωτικών και γειτονικών σχέσεων.
… Από λαϊκά έθιμα, αττικά καρναβάλια και διάφορα άλλα αττικά κύτταρα μιας πρωτόγονα κωμικής δραματικότητας αναπτύχθηκαν μερικές προϋποθέσεις αυτής της πάρα πολύ σύνθετης εικόνας. Αυτές οι προτυπώσεις διατηρούνται όλες μέσα στα πιο ολοκληρωμένα προϊόντα της Αρχαίας κωμωδίας, πόσες προσθήκες όμως δεν έχουν γίνει σ’ αυτές, για να ξεδιπλωθή τέλεια η αξιοζήλευτη πολυχρωμία αυτών των ποιημάτων! Η πλούσια πολυμορφία της αττικής ζωής στην πιο περήφανη εποχή της Αθήνας, τα ύψη και τα βάθη της επεκτατικής πολιτικής της, ο πλούτος των αγορών της, οι ιδιοτυπίες των άκακων και των κακών της ανθρώπων, αλλά και η διείσδυση νέων ιδεών και η επανάσταση στην τέχνη, - όλα αυτά συλλαμβάνονται μέσα σ’ αυτόν τον μαγικό καθρέφτη, που τον κινεί έτσι το χέρι ενός μεγάλου ποιητή, ώστε παρ’ όλο που μας θαμπώνουν χιλιάδες φώτα, μολαταύτα ποτέ δεν χάνουμε από το βλέμμα μας την πραγματικότητα της ζωής και την σοβαρότητα της πιο εσώτερης διάθεσής μας.
…
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης δίνει στην παράβαση των «Ιππέων» [517] ένα χτυπητό κομμάτι ιστορίας της κωμωδίας, με τον σκοπό να δείξη με την ακμή και την παρακμή πεθαμένων μεγάλων ανδρών πόσο εφήμερη είναι η εύνοια του αθηναϊκού κοινού.
…
Πολύ ξεχωριστή θέση έχει στο μέρος των «Ιππέων» που αναφέραμε ο Κρατίνος[1], που επίσης τον βρήκαμε ανάμεσα στους τρεις τεχνίτες της Αρχαίας κωμωδίας. … Εδώ το πολιτικό στοιχείο βρίσκεται κοντά σ’ εκείνο του παραμυθιού, η φιλολογική κριτική κοντά στην διακωμώδηση του μύθου. Ο Περικλής προπάντων ήταν ο στόχος του. Στην Νέμεση ο μύθος για την ένωση του Δία με αυτήν την θεά, και την γέννηση της Ελένης, χρησίμευε για μιαν επίθεση εναντίον του Περικλή σαν υποκινητή του πολέμου, γιατί εμφανιζόταν στην σκηνή μεταμφιεσμένος σε Δία, για να βάλη μπροστά τα ολέθρια σχέδιά του.
…
Ο κρομμυδοκέφαλος Περικλής με το Ωδείο πάνω στο κρανίο [απ. 71 Κ. «ο σχινοκέφαλος Ζευς … τωδείον επί του κρανίου έχων»] άκουε της χρονιάς του και στους «Χίρωνες». Σοφοί Κένταυροι αποτελούσαν τον χορό του έργου, το οποίο επαινούσε τα παλιά καλά χρόνια και κατάκρινε την διαφθορά της Αθήνας του Περικλή και της Ασπασίας. Εξάλλου έχουμε ένα απόσπασμα από το τέλος [273 Κ.] που είναι η μόνη φορά που προδίνει κάτι για την δημιουργία του ποιητή: το έργο αυτό, που προφανώς του ήταν πολύ αγαπητό, το τελείωσε με κόπον σε δυο χρόνια.
Η εικόνα του Περικλή στην Αρχαία [κωμωδία] δίνει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για το πόσο γρήγορα οι άνθρωποι, με το πέρασμα του χρόνου, δοξάζουν αυτό που κάποτε ύβριζαν. Όταν ο Εύπολης στα 412 ανέβασε τους «Δήμους» του, ένιωσε την ανάγκη να φέρη τον Περικλή από τον Άδη σαν έναν από τους μεγάλους μάρτυρες μιας καλύτερης εποχής.
Οι επιθέσεις του Κρατίνου πρέπει να είχαν μιαν ζουμερή χοντροκοπιά, γιατί μας κάμνει εντύπωση που μαθαίνουμε[2] ότι ο Αριστοφάνης σ’ αυτό το σημείο έμεινε πολύ πίσω από εκείνον. Γι’ αυτό ακριβώς θέλησαν να χαρακτηρίσουν τον Κρατίνο σαν δημιουργόν του πολιτικού σατυρικού δράματος, ξέχασαν όμως ότι σκώμμα κάθε λογής υπάρχει ήδη με τις αρχές της αττικής κωμωδίας. Είναι πιθανό ότι ακριβώς ο Κρατίνος άπλωσε και στις υποθέσεις του κράτους κάτι που ως τότε κινιόταν πιο έντονα στην σφαίρα των ιδιωτικών και γειτονικών σχέσεων.
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008
Οικονομία
το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο Βυζάντιο[1]
Οι συναλλαγές στο Βυζάντιο[2] διεξάγονταν σε χρήμα. Η χρηματική οικονομία ήταν σε ακμή στο Βυζάντιο ήδη από τις αρχές της πρωτοβυζαντινής εποχής. Με τη χρηματική συμβαδίζει και η πιστωτική οικονομία.
Πραγματικά, βρίσκουμε τεκμήρια για την ύπαρξή της, μολονότι όχι διαφωτιστικά για τις μεθόδους και την οργάνωσή της. Πιστωτικές και τραπεζικές εργασίες ενεργούν οι argentarii [δηλαδή οι αργυραμοιβοί, αργυροπράται]. Για την έκταση των τραπεζιτικής φύσεως εργασιών τους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Πάντως δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.
Καλύτερα είμαστε πληροφορημένοι για το ύψος του τόκου στο Βυζάντιο. Όποιος δανειζόταν χρήματα όφειλε να δώσει τόκο γι’ αυτά, είτε βάσει σχετικού νόμου είτε βάσει της συμφωνίας δανειστού και δανειζομένου.
Το ύψος του τόκου που ήταν απαιτητός βάσει νόμου το καθόριζε ο δικαστής. Συνήθως το σχετικό επιτόκιο ήταν 6%, εκτός αν επικρατούσε εθιμικά στον τόπο της συναλλαγής κατώτερο επιτόκιο. Αλλά και όταν ο τόκος ήταν απαιτητός βάσει συμφωνίας, το επιτόκιό του ανερχόταν συνήθως σε 6%. Αν οι δανειστές όμως ήταν illustres, ανώτατοι δηλαδή υπάλληλοι, συγκλητικοί κλπ, τότε επιτρεπόταν να δανείσουν μόνο με 4%. Αντίθετα οι έμποροι, τεχνίτες κλπ μπορούσαν να δανείσουν με 8%. Είναι προφανής ο κοινωνικός σκοπός των διατάξεων αυτών: Όταν η κοινωνική θέση του δανειστή ήταν δυνατό να του επιτρέψει να κάνει κατάχρηση της ευπορίας και του πλούτου του, το κράτος επενέβαινε περιοριστικά. Όταν, όμως, ο τοκισμός ήταν μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια του δανειστή, το κράτος γινόταν πιο ανεκτικό.
Αντίθετη προς την κρατική πολιτική ήταν η πολιτική της Εκκλησίας στο ζήτημα του τοκισμού. Επανειλημμένα καταδίκασε τον τόκο, κι αυτό ανάγκασε και το κράτος να απαγορεύσει τον τόκο για ένα διάστημα. Συναλλακτική οικονομία όμως χωρίς πιστώσεις και δανεισμό και δανεισμός χωρίς τόκο δεν μπορεί να υπάρξει. Κι έτσι γρήγορα βλέπουμε και πάλι τον τόκο να αναγνωρίζεται και να χρησιμοποιείται επίσημα.
Η χρηματική οικονομία προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερού νομίσματος. Τούτο είχε πετύχει ήδη ο Μ. Κωνσταντίνος έπειτα από τις νομισματικές και οικονομικές ανωμαλίες της εποχής των προηγουμένων του αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με το σύστημα που εισήγαγε ο αυτοκράτορας αυτός, η νομισματική μονάδα ήταν ο solidus [νόμισμα], ίσος προς το 1/72 της λίτρας χρυσού ή βάρους 4,54 γραμμαρίων. Χρυσά νομίσματα εκτός από τον σόλιδο ήταν οι υποδιαιρέσεις του: ο semisses [1/2 σόλιδος] και ο tremisses [1/3 του σολίδου].
Ο σόλιδος υποδιαιρούνταν σε 12 μιλιαρέσια, 24 κεράτια [siliquae] και 288 φόλλεις. Τα μιλιαράσια και τα κεράτια ήταν εργυρά νομίσματα. Οι φόλλεις ήταν χάλκινα νομίσματα.
Για τις μικρές καθημερινές ανάγκες υπήρχαν και μικρότερα χάλκινα νομίσματα, οι nummi, οργανωμένοι σε δινούμμια, πεντανούμμια κλπ.
Η τύχη του χάλκινου κέρματος κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες δεν ήταν διόλου λαμπρή. Στην αρχή η αξία του ήταν ασταθής και είχε μεγάλες διακυμάνσεις, μέχρις ότου ο Αναστάσιος Α΄ κατόρθωσε να το σταθεροποιήσει. Έκοψε χάλκινους φόλλεις μεγαλυτέρου σχήματος και αξίας 40, 20, 10 και 5 νουμμίων που δηλωνόταν με τους αντίστοιχους ελληνικούς αριθμούς Μ, Κ, Ι, Ε στην επιφάνειά τους. Συμπλήρωσε έτσι στο σημείο αυτό το νομισματικό σύστημα του Μ. Κωνσταντίνου.
Το βυζαντινό χρυσό «νόμισμα» διατηρήθηκε ανόθευτο για πολλούς αιώνες κι έτσι απέβη λαμπρότατο μέσο στις μεγάλες εμπορικές συναλλαγές όχι μόνο του βυζαντινού, μα ακόμη και του διεθνούς εμπορίου. Όπως πολύ ορθά τόνισε ο H. Gelzer, το Βυζάντιο για οκτακόσια περίπου χρόνια, από τον Διοκλητιανό μέχρι τον Αλέξιο Κομνηνό, δεν κήρυξε ποτέ του χρεοκοπία ούτε ανέστειλε τις πληρωμές του. Κι όλους αυτούς τους αιώνες το βυζντινό νόμισμα ήταν το μόνο διεθνές μέσο συναλλαγής, επειδή όλη αυτή τη μακρά περίοδο παρέμεινε ανόθευτο[3].
[1] Ιωάννη Καραγιαννόπουλου, «το βυζαντινό Κράτος», μέρος Β΄, σελ. 483-485, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996.
[2] Ο όρος «βυζαντινός» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Βολφ [1516-80] στα 1562, όταν εισηγήθηκε την ίδρυση Corpus Byzantinae Histiriae, και τον καθιέρωσε ο Φίλιππος Λαμπέ [1609-67] ο ιδρυτής της Βυζαντίδας του Λούβρου, προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: “De Byzantinae historiae scriproribus …”. Στον πρώτο τόμο της Βυζαντίδας δημοσίευσε ένα “Protreptikon” στους «εραστές της Βυζαντινής ιστορίας» τονίζοντας τη σημασία της, τόσο πλούσιας σε γεγονότα, τόσο ελκυστικής στην ποικολομορφία της, τόσο σημαντικής στη διάρκειά της. Στα 1680 ο Κάρολος Ντυ Κάνζ χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, Historia Byzantina.
[3] H. Gelzer, Kuturgeschichte 78 – Οι πρώτες σοβαρές νοθεύσεις του Βυζαντινού νομίσματος έγιναν τον 11ο αι. Βλ. P. Grierson, Debasement 379 κε – C. Morison, Devaluation 3 κε.
Οι συναλλαγές στο Βυζάντιο[2] διεξάγονταν σε χρήμα. Η χρηματική οικονομία ήταν σε ακμή στο Βυζάντιο ήδη από τις αρχές της πρωτοβυζαντινής εποχής. Με τη χρηματική συμβαδίζει και η πιστωτική οικονομία.
Πραγματικά, βρίσκουμε τεκμήρια για την ύπαρξή της, μολονότι όχι διαφωτιστικά για τις μεθόδους και την οργάνωσή της. Πιστωτικές και τραπεζικές εργασίες ενεργούν οι argentarii [δηλαδή οι αργυραμοιβοί, αργυροπράται]. Για την έκταση των τραπεζιτικής φύσεως εργασιών τους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Πάντως δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.
Καλύτερα είμαστε πληροφορημένοι για το ύψος του τόκου στο Βυζάντιο. Όποιος δανειζόταν χρήματα όφειλε να δώσει τόκο γι’ αυτά, είτε βάσει σχετικού νόμου είτε βάσει της συμφωνίας δανειστού και δανειζομένου.
Το ύψος του τόκου που ήταν απαιτητός βάσει νόμου το καθόριζε ο δικαστής. Συνήθως το σχετικό επιτόκιο ήταν 6%, εκτός αν επικρατούσε εθιμικά στον τόπο της συναλλαγής κατώτερο επιτόκιο. Αλλά και όταν ο τόκος ήταν απαιτητός βάσει συμφωνίας, το επιτόκιό του ανερχόταν συνήθως σε 6%. Αν οι δανειστές όμως ήταν illustres, ανώτατοι δηλαδή υπάλληλοι, συγκλητικοί κλπ, τότε επιτρεπόταν να δανείσουν μόνο με 4%. Αντίθετα οι έμποροι, τεχνίτες κλπ μπορούσαν να δανείσουν με 8%. Είναι προφανής ο κοινωνικός σκοπός των διατάξεων αυτών: Όταν η κοινωνική θέση του δανειστή ήταν δυνατό να του επιτρέψει να κάνει κατάχρηση της ευπορίας και του πλούτου του, το κράτος επενέβαινε περιοριστικά. Όταν, όμως, ο τοκισμός ήταν μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια του δανειστή, το κράτος γινόταν πιο ανεκτικό.
Αντίθετη προς την κρατική πολιτική ήταν η πολιτική της Εκκλησίας στο ζήτημα του τοκισμού. Επανειλημμένα καταδίκασε τον τόκο, κι αυτό ανάγκασε και το κράτος να απαγορεύσει τον τόκο για ένα διάστημα. Συναλλακτική οικονομία όμως χωρίς πιστώσεις και δανεισμό και δανεισμός χωρίς τόκο δεν μπορεί να υπάρξει. Κι έτσι γρήγορα βλέπουμε και πάλι τον τόκο να αναγνωρίζεται και να χρησιμοποιείται επίσημα.
Η χρηματική οικονομία προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερού νομίσματος. Τούτο είχε πετύχει ήδη ο Μ. Κωνσταντίνος έπειτα από τις νομισματικές και οικονομικές ανωμαλίες της εποχής των προηγουμένων του αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με το σύστημα που εισήγαγε ο αυτοκράτορας αυτός, η νομισματική μονάδα ήταν ο solidus [νόμισμα], ίσος προς το 1/72 της λίτρας χρυσού ή βάρους 4,54 γραμμαρίων. Χρυσά νομίσματα εκτός από τον σόλιδο ήταν οι υποδιαιρέσεις του: ο semisses [1/2 σόλιδος] και ο tremisses [1/3 του σολίδου].
Ο σόλιδος υποδιαιρούνταν σε 12 μιλιαρέσια, 24 κεράτια [siliquae] και 288 φόλλεις. Τα μιλιαράσια και τα κεράτια ήταν εργυρά νομίσματα. Οι φόλλεις ήταν χάλκινα νομίσματα.
Για τις μικρές καθημερινές ανάγκες υπήρχαν και μικρότερα χάλκινα νομίσματα, οι nummi, οργανωμένοι σε δινούμμια, πεντανούμμια κλπ.
Η τύχη του χάλκινου κέρματος κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες δεν ήταν διόλου λαμπρή. Στην αρχή η αξία του ήταν ασταθής και είχε μεγάλες διακυμάνσεις, μέχρις ότου ο Αναστάσιος Α΄ κατόρθωσε να το σταθεροποιήσει. Έκοψε χάλκινους φόλλεις μεγαλυτέρου σχήματος και αξίας 40, 20, 10 και 5 νουμμίων που δηλωνόταν με τους αντίστοιχους ελληνικούς αριθμούς Μ, Κ, Ι, Ε στην επιφάνειά τους. Συμπλήρωσε έτσι στο σημείο αυτό το νομισματικό σύστημα του Μ. Κωνσταντίνου.
Το βυζαντινό χρυσό «νόμισμα» διατηρήθηκε ανόθευτο για πολλούς αιώνες κι έτσι απέβη λαμπρότατο μέσο στις μεγάλες εμπορικές συναλλαγές όχι μόνο του βυζαντινού, μα ακόμη και του διεθνούς εμπορίου. Όπως πολύ ορθά τόνισε ο H. Gelzer, το Βυζάντιο για οκτακόσια περίπου χρόνια, από τον Διοκλητιανό μέχρι τον Αλέξιο Κομνηνό, δεν κήρυξε ποτέ του χρεοκοπία ούτε ανέστειλε τις πληρωμές του. Κι όλους αυτούς τους αιώνες το βυζντινό νόμισμα ήταν το μόνο διεθνές μέσο συναλλαγής, επειδή όλη αυτή τη μακρά περίοδο παρέμεινε ανόθευτο[3].
[1] Ιωάννη Καραγιαννόπουλου, «το βυζαντινό Κράτος», μέρος Β΄, σελ. 483-485, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996.
[2] Ο όρος «βυζαντινός» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Βολφ [1516-80] στα 1562, όταν εισηγήθηκε την ίδρυση Corpus Byzantinae Histiriae, και τον καθιέρωσε ο Φίλιππος Λαμπέ [1609-67] ο ιδρυτής της Βυζαντίδας του Λούβρου, προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: “De Byzantinae historiae scriproribus …”. Στον πρώτο τόμο της Βυζαντίδας δημοσίευσε ένα “Protreptikon” στους «εραστές της Βυζαντινής ιστορίας» τονίζοντας τη σημασία της, τόσο πλούσιας σε γεγονότα, τόσο ελκυστικής στην ποικολομορφία της, τόσο σημαντικής στη διάρκειά της. Στα 1680 ο Κάρολος Ντυ Κάνζ χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, Historia Byzantina.
[3] H. Gelzer, Kuturgeschichte 78 – Οι πρώτες σοβαρές νοθεύσεις του Βυζαντινού νομίσματος έγιναν τον 11ο αι. Βλ. P. Grierson, Debasement 379 κε – C. Morison, Devaluation 3 κε.
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008
Ποίηση
Κώστα Βάρναλη [1883-1974]
Ο Τρελός
Μπροστά πολύ, πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.
Είχα γυναικά, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασσώντας τη μαστίχα.
Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα
πο χει να τραβούμε.
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη
με χιλιάδες πείροι.
Να στε γεροί, να στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης
και με τους διάκους ο δεσπότης
- τζιλβέδες και καμώματα!
Χίλια χέρια κι άρματα
να χα να σας φράξω,
να χα και δύο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει, όσο μπορεί,
το μακελιό, να στε γεροί,
της Πέννας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
σίντας η Δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, με φωνή τρομπόνι!
Σου φτάνουν σένα τα χωριά
της Ρούμελης και του Μωριά
και ναν’ πολλά σου τα έτη!
Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,
που πλήθιο ψάρι κατεβάζει, δικό μου βιλαέτι!
Έχω τρύπα στο βρακί,
λίγδα στην καπότα μου,
έχω ψείρα σαν κουκί
και βρωμούν τα χνώτα μου.
Έχω νοήματα σοφά!
Σ’ αγιονορίτικο σοφά
στα λάδια και στα πάχη
κολύμπησα, μα πάντα μένει
άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη
- ανεμογκάστρι θα χει!
Τί λαμπρό που ν’ ο καιρός,
πόσο εγώ μια ωραίος!
Έφαγα έναν πόντικα,
δόξα να χει ο Θεός!
Η σάρκα και τα κόκκαλα,
λάσπη πολλή και φρόκαλα,
Πατρίδα μου, χαλάλι σου!
Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,
θα ναι κ’ η ζήση σου γλυκ΄’η
κι ανέγνιο το κεφάλι σου!
Το χαράτσι, τα παιδιά,
μοναχός να κρίνεις,
άλλο να σ’ τα παίρνουνε
κι άλλο ναν τα δίνεις.
Όλα εδώ χάμου ψέφτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μάβρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λεφτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Α ν τ ι κ ρ ά.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρό αδέρφι μου
τ’ αδίκου σκοτωμένο.
Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο της Λεφτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν πρόφτασε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.
Ο Τρελός
Μπροστά πολύ, πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.
Είχα γυναικά, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασσώντας τη μαστίχα.
Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα
πο χει να τραβούμε.
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη
με χιλιάδες πείροι.
Να στε γεροί, να στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης
και με τους διάκους ο δεσπότης
- τζιλβέδες και καμώματα!
Χίλια χέρια κι άρματα
να χα να σας φράξω,
να χα και δύο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει, όσο μπορεί,
το μακελιό, να στε γεροί,
της Πέννας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
σίντας η Δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, με φωνή τρομπόνι!
Σου φτάνουν σένα τα χωριά
της Ρούμελης και του Μωριά
και ναν’ πολλά σου τα έτη!
Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,
που πλήθιο ψάρι κατεβάζει, δικό μου βιλαέτι!
Έχω τρύπα στο βρακί,
λίγδα στην καπότα μου,
έχω ψείρα σαν κουκί
και βρωμούν τα χνώτα μου.
Έχω νοήματα σοφά!
Σ’ αγιονορίτικο σοφά
στα λάδια και στα πάχη
κολύμπησα, μα πάντα μένει
άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη
- ανεμογκάστρι θα χει!
Τί λαμπρό που ν’ ο καιρός,
πόσο εγώ μια ωραίος!
Έφαγα έναν πόντικα,
δόξα να χει ο Θεός!
Η σάρκα και τα κόκκαλα,
λάσπη πολλή και φρόκαλα,
Πατρίδα μου, χαλάλι σου!
Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,
θα ναι κ’ η ζήση σου γλυκ΄’η
κι ανέγνιο το κεφάλι σου!
Το χαράτσι, τα παιδιά,
μοναχός να κρίνεις,
άλλο να σ’ τα παίρνουνε
κι άλλο ναν τα δίνεις.
Όλα εδώ χάμου ψέφτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μάβρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λεφτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Α ν τ ι κ ρ ά.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρό αδέρφι μου
τ’ αδίκου σκοτωμένο.
Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο της Λεφτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν πρόφτασε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)