Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2008

Πολιτική

Καλά Μυαλά

Λίγο η υπεροψία της υπερατλαντικής υπερδύναμης, λίγο οι αντιδράσεις φίλων και εχθρών, λίγο η ενεργειακή κούρσα τιμών, λίγο η καχυποψία όλων έναντι πάντων και το «μίγμα» στην πολιτική ζωή του πλανήτη γίνεται απίστευτα εκρηκτικό. Μπορεί οι ευχές όλων να επικεντρώνονται στο τετριμμένο «ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος», αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο θα είναι πράγματι ευτυχισμένος με την απειλή ενός ή και περισσότερων πολέμων να επικρέμονται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας. Κι αν οι «Μπους» μας ταλαιπώρησαν τα τελευταία χρόνια με τους ενεργειακούς τους πολέμους και το Μεσανατολικό τους «ενδιαφέρον», οι «Κλίντον» απειλούν και πάλι την ησυχία μας με τις δικιές τους «Βαλκανικές» εμμονές. Υπό αυτό το πρίσμα, αντί άλλων ευχών θα προτιμήσω να παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα από την Ιστορία του Θουκυδίδη[i] ζητώντας όπως κι ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, Αρχίδαμος, απλά και μόνο, σωφροσύνη.

Ι.Λ.

Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού άκουσαν και τις κατηγορίες των συμμάχων τους εναντίον των Αθηναίων και τα όσα είπαν οι Αθηναίοι, τους απομάκρυναν όλους κ’ έκαναν σύσκεψη μόνοι τους για την κατάσταση. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν ότι οι Αθηναίοι ήσαν ένοχοι και ότι έπρεπα να κηρυχθή ο πόλεμος αμέσως. Αλλά ο βασιλεύς Αρχίδαμος, τον οποίο θεωρούσαν συνετό και σώφρονα, είπε τα εξής :

«Λακεδαιμόνιοι ! Έχω, ο ίδιος, πείρα πολλών πολέμων και βλέπω ότι μεταξύ σας, υπάρχουν πολλοί συνομήλικοί μου που έχουν και αυτοί, αρκετή πείρα ώστε να μην επιθυμούν ν’ αρχίση πόλεμος, όπως, ίσως, θα το ήθελε η πλειονοψηφία και να μην τον θεωρούν σαν καλό και ακίνδυνο εγχείρημα. Αν σκεφθήτε, άλλωστε με ψυχραιμία, θα αντιληφθήτε ότι ο πόλεμος για τον οποίο, τώρα συσκέπτεσθε, θα είναι δύσκολος. Απέναντι στους Πελοποννησίους και τους γείτονές μας έχομε αρκετές δυνάμεις και είμαστε σε θέση να ενεργήσωμε ταχύτατα σε όποιο σημείο χρειαστή. Έχοντας, όμως, απέναντί μας ανθρώπους που η χώρα τους είναι μακριά, που έχουν μεγαλύτερη απ’ όλους πείρα στα ναυτικά, που είναι άριστα προετοιμασμένοι σε όλα και διαθέτουν πλούτο, ιδιωτικό και δημόσιο και στόλους και ιππικό και όπλα και ανθρώπινες εφεδρείες περισσότερες από όσες μπορεί κανείς να βρη σε μια ελληνική πολιτεία κ’ έχουν, εκτός απ’ αυτά, συμμάχους που πληρώνουν φόρο, πώς μπορούμε, απερίσκεπτά, ν’ αναλλάβωμα πόλεμο ; Και πού θα στηριχθούμε για να τον κηρύξωμε, ενώ είμαστε απροετόιμαστοι ; Στο ναυτικό μας ; Αλλά υστερούμε πολύ απέναντί τους και θα χρειαστή πολύς καιρός για να προετοιμαστούμε και για να μπορέσωμε να τους αντιμετωπίσωμε. Στον πλούτο μας ; Αλλά σ’ αυτό υστερούμε ακόμα περισσότερο. Ούτε δημόσιο θησαυρό έχομε ούτε είμαστε σε θέση να συνεισφέρωμε απ’ τις ιδιωτικές μας περιουσίες.

Ίσως κανείς αναθαρρήση με τη σκέψη ότι υπερτερούμε σε οπλισμό και αριθμό ανδρών και θα μπορούμε, έτσι, να λεηλατούμε τη γη τους με συχνές επιδρομές. Αλλά η κυριαρχία τους εκτείνεται σε πολλές περιοχές και θα μπορούν να προμηθεύωνται, από θάλασσα, ό,τι τους χρειάζεται. Αν δοκιμάσωμε να υποκινήσωμε τους συμμάχους τους ν’ αποστατήσουν, τότε θα πρέπει να τους βοηθήσωμε με στόλο, αφού οι περισσότεροι είναι νησιώτες. Τί είδους πόλεμο, λοιπόν, θα κάνωμε εναντίον τους ; Αν δεν αποκτήσωμε την υπεροπλία κατά θάλασσαν και αν δεν τους στερήσωμε τις προσόδους με τις οποίες συντηρούν το ναυτικό τους, τότε εμείς θα παθαίνωμε περισσότερες από εκείνους, συμφορές. Και τότε, ούτε έντιμη ειρήνη θα μπορούμε να κάνωμε και για άλλους λόγους, αλλά και επειδή είναι βέβαιο ότι εμείς αρχίσαμε τον πόλεμο. Δεν πρέπει, άλλωστε, να μας παρασύρη η ιδέα ότι ο πόλεμος θα τελειώση γρήγορα, επειδή θα λεηλατήσωμε την χώρα τους. Αντίθετα, πολύ φοβάμαι, ότι θα κληροδοτήσωμε τον πόλεμο στα παιδιά μας, γιατί είναι απίθανο οι υπερήφανοι Αθηναίοι να υποταγούν για χάρη της γης τους ή να πανικοβληθούν, σαν πρωτόπειροι, εξαιτίας του πολέμου.

Αυτά όλα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι πρέπει ν’ αδιαφορούμε και ν’ αφήνωμε τους συμμάχους μας να βλάπτωνται χωρίς να καταγγέλωμε τις επιβουλές των Αθηναίων. Εκείνο που σας ζητώ είναι να μην κηρύξωμε ακόμα πόλεμο, αλλά να στέλνωμε πρέσβεις και να διαμαρτυρόμαστε, χωρίς όμως να λέμε φανερά ούτε ότι θα κάνωμε πόλεμο ούτε ότι θ’ ανεχθούμε την κατάσταση. Στο μεταξύ θα πρέπει ν’ αρχίσωμε να ετοιμαζόμαστε εξασφαλίζοντας συμμάχους, Έλληνες ή βαρβάρους, από εκείνους που θα μπορούν να μας βοηθήσουν και με ναυτικό και με χρήματα. Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήση αν, θύματα της επιβουλής των Αθηναίων και για να σωθούμε, επιδιώξουμε συμμαχίες όχι μόνο με Έλληνες, αλλά και με βαρβάρους. Θα πρέπει, όμως και τους εσωτερικούς μας πόρους να επιστρατεύσωμε. Αν οι Αθηναίοι συμμορφωθούν με τα όσα θα τους πουν οι πρέσβεις μας, τότε τόσο το καλύτερο. Αν όχι, τότε μετά από δύο ή τρία χρόνια θα είμαστε πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι για να τους επιτεθούμε, αν τ’ αποφασίσωμε. Και ίσως τότε, βλέποντας την προετοιμασία μας, που θα επιβεβαιώνη τις προθέσεις μας, οι Αθηναίοι θα υποχωρήσουν πιο εύκολα αν η χώρα τους είναι άθικτη. Και θα πρέπει ν’ αποφασίσουν, ενώ θ’ απολαμβάνουν αγαθά που θα υπάρχουν ακόμα και δεν θα έχουν γίνει ερείπια. Δεν πρέπει να θεωρήτε την γη τους σαν άλλο τι παρά σαν ενέχυρο που κρατείτε, το οποίο είναι τόσο πιο πολύτιμο όσο είναι καλύτερα καλλιεργημένο. Και το ενέχυρο αυτό πρέπει να το προφυλάξετε όσο το δυνατόν περισσότερο και ν’ αποφύγετε να τους σπρώξετε στην απελπισία κάνοντάς τους αδιάλλακτους. Γιατί αν ενδώσωμε στην πίεση των συμμάχων μας και καταστρέψωμε την Αττική προτού ετοιμαστούμε για πόλεμο, προσέξτε μήπως οδηγήσωμε την Πελοπόννησο σε μεγαλύτερη ταπείνωση και συμφορά. Παράπονα που έχουν ιδιώτες ή πολιτείες μπορούν πάντα να βρουν λύση. Αλλά εάν για τα συμφέροντα μερικών αναλάβωμε όλοι μαζί έναν πόλεμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψη την έκβασή του, δεν θα είναι εύκολο να τον τερματίσωμε κατά τρόπο έντιμο.

Κανείς ας μη νομίση ότι είναι ανανδρία τόσες πολιτείες να μην επιτίθενται αμέσως εναντίον μιας πολιτείας. Και οι Αθηναίοι έχουν συμμάχους πολλούς, που πληρώνουν, μάλιστα, φόρο. Ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα τα οποία πρέπει να ξοδεύη κανείς για να είναι πιο αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια, κυρίως όταν μια ηπειρωτική δύναμη αγωνίζεται εναντίον μιας ναυτικής. Πριν απ’ όλα, λοιπόν, ας βρούμε τ’ αναγκαία χρήματα κι ας μην παρασυρθούμε πρόωρα από τους λόγους των συμμάχων μας. Αφού εμείς θα έχωμε την μεγαλύτερη ευθύνη για τα όσα καλά ή κακά θα συμβούν, εμείς και πρέπει να τα προβλέψωμε με ηρεμία.

Όσο για την βραδύτητα και την αναβλητικότητα για τις οποίες μας κατηγορούν, δεν πρέπει τούτο να μας προκαλή ντροπή, γιατί, αν τώρα βιαστήτε ν’ αρχίσετε τον πόλεμο, θ’ αργήσετε πολύ να τον τελειώσετε, αφού θα είστε απροετοίμαστοι. Και επιτέλους, μήπως η πολιτεία μας δεν είναι από πάντα ελεύθερη και δεν χαίρει μεγάλης φήμης ; τούτο είναι απόδειξη μιας νηφάλιας σωφροσύνης, γιατί μόνοι εμείς δεν γινόμαστε υπερφίαλοι με τις επιτυχίες μας ούτε απελπιζόμαστε με τις αποτυχίες μας. Αν μερικοί προσπαθήσουν, με επαίνους, να μας εξωθήσουν, παρά τη θέλησή μας, σ’ επικίνδυνες περιπέτειες, δεν παρασυρόμαστε από τα ευχάριστα λόγια τους κι αν θέλουν άλλοι να μας ερεθίσουν κατηγορώντας μας, δεν οργιζόμαστε και δεν αλλάζουμε γνώμη. Στην ευνομία μας χρωστούμε και την πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με την σωφροσύνη και η γενναιότητα με το αίσθημα της ντροπής. Έχομε ευνομία επειδή η ανατροφή μας δεν είναι εκλεπτισμένη ώστε να μας οδηγή στο να περιφρονούμε τους νόμους. Είναι όσο χρειάζεται σκληρή για να μας κάνη να τους σεβόμαστε. Δεν είμαστε από εκείνους που επιδίδονται σε περιττά πράγματα και κρίνουν με παχιά μόνο λόγια τις πολεμικές προετοιμασίες του εχθρού, αλλά υστερούν πολύ τη στιγμή της δράσης. Πιστεύομε, αντίθετα, πως οι άλλοι είναι εξίσου προνοητικοί όσο και εμείς και ότι τις τροπές της τύχης δεν μπορεί κανείς να τις προβλέψη με την λογική. Πάντα ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσωμε τους αντιπάλους μας πιστεύοντας πως κι αυτοί ενεργούν με σχέδιο μελετημένο. Πρέπει, λοιπόν, να μην εξαρτούμε τις ελπίδες μας από τα ενδεχόμενα λάθη των εχθρών μας, αλλά από τα κατάλληλα μέτρα που εμείς θα πάρωμε κι ας μην νομίζωμε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο. Άριστος, όμως, είναι εκείνος που ανατρέφεται σκληρά και με πειθαρχία.

Ας μην εγκαταλείψωμε, λοιπόν, όλες αυτές τις αρχές που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας, τις οποίες εφαρμόζομε πάντα με όφελος. Ας μην βιαστούμε να πάρωμε σε λίγη ώρα μέσα, μιαν απόφαση που αφορά τόσες ζωές, τόσον πλούτο, τόσες πολιτείες και τόση δόξα, αλλά ας σκεφτούμε ψύχραιμα. Και τούτο μας επιτρέπεται, ακριβώς, επειδή είμαστε ισχυροί. Στείλτε πρέσβεις στην Αθήνα και κάνετε παραστάσεις για την Ποτίδαια και για όσα οι σύμμαχοί μας καταγγέλλουν ότι παθαίνουν, αφού, μάλιστα, οι Αθηναίοι λένε ότι είναι έτοιμοι να δεχτούν διαιτησία. Δεν είναι σωστό να εκστρατεύει κανείς εναντίον εκείνου που δέχεται να κριθή από διαιτητή, σαν να ήταν κιόλας ένοχος. Ταυτόχρονα, όμως, να ετοιμάζεστε για πόλεμο. Μια τέτοια απόφαση είναι η καλύτερη και η πιο ανησυχητική για τους εχθρούς μας.»

Αυτά, περίπου, είπε ο Αρχίδαμος. …

Δεν τον άκουσαν…
____________________

[i] Θουκυδίδου, Ιστορίας Α΄, 79-85, μετάφραση Άγγελος Σ. Βλάχος, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004