Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Ο Αγάς Χαλήλ απαγάγει την χριστιανοπούλα Βάσω, παρά την θέλησή της και την κλείνει στο χαρέμι του. Ο πατέρας της Κώστας απευθύνεται στον καδή της Άρτας, από τον οποίο ζητά να του επιστραφεί η απαχθείσα κόρη του. Ο καδής Χασάν διάκειται ευνοϊκά απέναντι στον απαγωγέα Χαλήλ. Τον καλεί σε απολογία και επιχειρεί να συμβιβάσει τα μέρη υπέρ του Χαλήλ. Ο Κώστας αρνείται να συμβιβαστεί και οδηγείται στην φυλακή, η δε Βάσω «κατακυρώνεται» στον απαγωγέα. Ο μνηστήρας της Βάσως, Νίκος, ο οποίος παρευρίσκεται στην εξέταση – παρωδία ενώπιον του καδή, καταφεύγει στον κλέφτη Χρήστο Μηλιόνη, νονό της άτυχης απαχθείσης, ο οποίος υπόσχεται εκδίκηση…

Ιστορίες Ληστών, από την Ελληνική Λογοτεχνία[1]

Ήτο Παρασκευή, ημέρα εορτής, καθ’ ην αι πέντε νενομισμέναι προσευχαί τελούνται πομποδέστερον…

Ότε ενωτίσθη τους ευμόλπους και ηχηρούς εκείνους φθόγγους ο Χασάν εφένδης, αφήκεν επί του τάπητος του σοφά το βιβλίον του Σερή, όπερ νυχθημερόν εμελέτα και εγερθείς περιεβλήθη την μηλωτήν και απήλθεν εις το προσκύνημα.

Μόλις οι πιστοί είχον συναχθεί και ήρχισαν τας συνήθεις επί της ψιάθου γονυκλισίας, προτού ακόμη τις εκ των δερβισών να φθάσει εις βαθμόν ενθουσιώδους παροξυσμού, ώστε να εκβάλλει αφρούς εκ του στόματος, ότε νεαρός Τούρκος εισήλθεν ορμητικός και τόσον έξαλλος εφαίνετο, ώστε ελησμόνησε ν’ αφήσει τα σανδάλια παρά τον ουδόν της θύρας και εισήλθεν υποδεδεμένος εις το τέμενος. Οι πιστοί ανέκυψαν έκπληκτοι και οι ενθερμότερον δεόμενοι απεσπάσθησαν εκ της ευσεβούς εκείνης προσηλώσεως.

- Τί είναι ; ηκούσθη ψιθυρισμός.
- Κλέφτες ! Κλέφτες έρχονται ! έκραξεν ο άρτι εισελθών.
- Κλέφτες ! επανέλαβον διάφοροι φωναί.

Η έκπληξις ολόκληρος δεν είχεν εκφρασθεί ακόμη. Ακτίς φωτός δεν είχε εισδύσει εις τας διανοίας ταύτας, ώστε να κατανοήσωσι πώς ήτο δυνατόν να έλθωσι κλέφτες εις την πόλιν. Και συγχρόνως εισήλθεν ανήρ φορών λερήν φουστανέλαν, κρατών γυμνόν ξίφος εις την δεξιάν, μελαμψος την χροιάν, πελώριος το ανάστημα, έχων μακράν κόμην περί τους ώμους. Κατόπιν αυτού εφάνη δεύτερος και τρίτος κλέφτης.

Οι μουσουλμάνοι έριξαν λυσσώδεις κραυγάς φρίκης και μίσους. Η αγανάκτησις διά την βεβήλωσιν, η ιδέα πως ήτο δυνατόν να έλθει άπιστος να βεβηλώσει τον ιερόν χώρον, έπνιγε παν άλλον αίσθημα.

- Έξω ! Έξω ! Έξω απ’ εδώ ! ηκούσθησαν ορυόμεναι συμμιγείς κραυγαί.

Αλλά ο υψηλός φουστανελοφόρος πάλλων το ξίφος εν τη δεξιά και απείργων τους αόπλους μουσουλμάνους, όσοι επρόλαβαν να ανορθωθώσιν, ήλθε κατ’ ευθείαν προς τον Χασάν εφένδην και τω είπε.

- Συ είσαι ο κατής της Άρτης ;
- Εγώ, απήντησε εμβρόντητος ο Χασάν.
- Σηκώσου, πάμε, τω είπεν ο κλέφτης.

Και τον έσυρε διά της βίας. Οι δύο σύντροφοί του προσελθόντες τον εβοήθησαν.

Εις ολίγας στιγμάς το σύμπλεγμα είχε διασκελίσει τον ουδόν.

Ο πρώτος κλέφτης προεπορεύετο σύρων και τον κατήν και οι δύο σύντροφοί του ηκολούθουν οπισθοβατούντες, αμυνόμενοι διά των ξιφών κατά των μουσουλμάνων, όσοι όρμησαν να επιτεθώσιν άοπλοι.

Ότε εξήλθον εις τον περίβολον, όστις απετέλει πολυάνδριον, πλήρες τάφων και μνημείων, περιβαλλομένων υπό τινων κυπαρίσσων, ανεζήτουν τινές λίθους να επιτεθώσιν. Άλλοι, όσοι κατώκουν εγγύς του τζαμίου, έσπευσαν εις τας οικίας των να λάβωσιν όπλα. Αλλ’ οι τρεις κλέφται είχον πολύ ανοικτόν το βήμα. Ότε απεμακρύνθησαν ολίγον και εξήλθον της πόλεως, οι δύο σύντροφοι εσχημάτισαν διά των χειρών φορείον και έβαλαν τον Χασάν να καθίσει επ’ αυτού, ο δε πρώτος κλέφτης εβάδιζεν ατάραχος. Αλλά τότε επήλθε κατ’ αυτών πολυάριθμον άθροισμα ενόπλων Τούρκων. Συγχρόνως δε ηκούσθη κραυγή.

- Χτυπάτε, μονόματοι !

Τω όντι ο Χρήστος Μηλιόνης [διότι εκείνος ήτο ο αρχηγός της εισβολής] δεν συνήθιζε να κάμνει ατελή σχέδια. Εμίσει την βραδείαν μεταμέλειαν και διά τούτο επροτίμα να προνοεί καλώς τα ενδεχόμενα. Προτού ν’ αποφασίσει το τολμηρόν τούτο διάβημα, είχε φροντίσει να οπλίσει χριστιανούς τινάς επικούρους εκ της Ακαρνανίας, εξ’ εκείνων των γνωστών με το όνομα μονόματοι, οίτινες δεν ήσαν κυρίως αρματολοί, αλλ’ ειρηνικοί αγρόται, δεν ηπηξίουν όμως να ζώνονται ενίοτε την σπάθην, οσάκις είχον αφορμήν να βαρυνθώσιν το μονότονον έργον των. Ούτοι οι ανδρείοι ενήδρευον έξωθεν της πόλεως περιμένοντες τους συντρόφους. Ούτοι οι μονόματοι απήντησαν εις την καταδίωξιν των τούρκων διά ραγδαίου και ανδρικού πυρός.

- Χτυπάτε μονόματοι ! έκραξεν ο Χρήστος Μηλιόνης.

Και ηκούετο το καριοφίλι βροντών και ο Μηλιόνης εγέμιζεν με την μίαν χείρα και εκένου με την άλλην και οι μονόματοι ημιλλώντο να φθάσωσιν εις την ταχύτητα τον απαράμιλλον τούτον μαχητήν. Όσον διά την ακρίβειαν του σκοπού, ουδείς ηδύνατο ν’ ανταγωνισθεί προς αυτούς, τους ατρομήτους, οίτινες επαξίως επωνομάσθησαν μονόματοι.

Όσον κρατερά και αν ήτο η καταδίωξις των Τούρκων, ο ήλιος είχε δύσει, η νυξ έπιπτε, το ρεύμα και ο κρημνός εβοήθη τους αποχωρούντας και οι μονόματοι ευκόλως δεν κατεβάλλοντο. Πάσα βολή μονόματου εμετρείτο με μίαν κεφαλήν Τούρκου πίπτουσαν. Σπανίως ηκούσθη ν’ αστοχήσωσι του σκοπού οι γενναίοι ούτοι ορεινοί.

Μετ’ ολίγον οι διώκται ετράπησαν εις άτακτον φυγήν αποβάλοντες νεκρούς περί τους δέκα εκ του κλέφτικου δύο ή τρεις έπεσαν.

Ο Μηλιόνης είχεν υπολογίσει ορθώς. Ένα Ακαρνάνα τον εστάθμιζε με τρεις Τούρκους και ήμισιν. Εκ των αποτελεσμάτων ανεδείχθη και πάλιν η δεδοκιμασμένη εμπειρία του αρχηγού.
_______________________

[1] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Χρήστος Μηλιόνης», απόσπασμα από το κεφ. Δ΄