…ο Ξέρξης αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής του και με ψυχραιμία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μην παραλύσει εντελώς το κλονισμένο ηθικό των στρατευμάτων του. Μόνο ο Μαρδόνιος διαισθάνεται τα σχέδιά του και τις αγωνίες του. Έτσι, ενώ στα Σούσα πληροφορούνται πολύ γρήγορα πώς έχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα, μέσω ενός ευφυούς ταχυδρομικού συστήματος και ανησυχούν για τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν τον στρατό και τον ίδιο τον βασιλιά, στο στρατόπεδο και στον στόλο βασιλεύει η ηρεμία, μέχρι που δίνεται το σήμα της αναχώρησης, με διαφορά μερικών ημερών. Αυτό το σήμα ωστόσο, όταν δόθηκε, όντας η επίσημη επιβεβαίωση της ήττας, προκάλεσε σύγχυση στον στόλο. Τότε κατάλαβαν ότι είχαν ηττηθεί οριστικά, εφ’ όσον εγκατέλειπαν τα πάντα και τρέπονταν σε φυγή μπροστά στον νικητή εχθρό. Η ώρα του απόπλου, μέσα στην νύχτα, μεγαλώνει ακόμη πιο πολύ τον γενικό φόβο. Ρίχνουν εσπευσμένα τα πλοία στο νερό και η διαταγή να πάνε γρήγορα να σώσουν τις γέφυρες που κινδύνευαν εκνευρίζει ακόμη πιο πολύ διοικητές και πληρώματα. Βγαίνουν από τον κόλπο όπως-όπως και βάζουν πλώρη προς τα νοτιοανατολικά, πλέοντες μέσα στον Σαρωνικό. Φαντάζονται ότι οι Έλληνες τους έχουν στήσει ενέδρα στο ύψος του ακρωτηρίου Ζωστήρα ή μέσα στο σκοτάδι. Οι μυτερές άκρες των σκοπέλων περνιούνται για καράβια. Τότε τα ερετικά αρχίζουν να κωπηλατούν φρενιασμένα χωρίς ρυθμό, με κομμένη την ανάσα. Οι κωπηλάτες χτυπούν ή ανατρέπουν ο ένας τον άλλο, τα παραγγέλματα των κελευστών που είναι εκτός εαυτού δεν μπορούν πια ν’ ακουστούν. Οι τριήρεις έντρομες σκορπίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις και οι αρχηγοί με μεγάλη δυσκολία καταφέρνουν να αποκαταστήσουν την τάξη και την συνοχή. Το πρωί, οι Έλληνες βλέποντας τον περσικό στρατό στις θέσεις του απέναντι στην Σαλαμίνα, υπέθεσαν ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν ακόμη στο Φάληρο και ότι σκεφτόταν μια νέα επίθεση. Έτσι ετοιμάστηκαν αμέσως να την αποκρούσουν. Βλέπουμε ότι η Σαλαμίνα, ναυτική βάση των Ελλήνων, παραμένει σε άμυνα όσο τα βαρβαρικά στρατεύματα είναι παρόντα. Είναι απομονωμένη και κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένη. Πολύ αργότερα μαθαίνουν τελικά, σίγουρα από περιπόλους που είχαν σταλεί εκτός των περασμάτων, ότι ο εχθρικός στόλος είχε εξαφανιστεί. Πόσο μεγάλη συγκίνηση πρέπει να προκάλεσε αυτό το καταπληκτικό νέο στις τάξεις των συμμάχων, πόση ανακούφιση θα αισθάνθηκαν ! Ο εχθρός λοιπόν ομολογεί ότι νικήθηκε και φεύγει. Όμως μας ξεφεύγει ! Τα πληρώματα τρέχουν στις τριήρεις για να επιβιβαστούν και το σήμα του απόπλου δίνεται με ένα χτύπημα στα κατάρτια των ναυαρχίδων. Αρχίζουν την καταδίωξη του εχθρού, αλλά είναι πολύ αργά, η επαφή έχει χαθεί. Με πόση μανία θα κωπηλατούσαν τα ερετικά σ’ αυτήν την γιγαντιαία λεμβοδρομία των τετρακοσίων πλοίων, των 65.000 κουπιών που όργωναν την θάλασσα του Αιγαίου και κάλυπταν με λευκούς αφρούς κυμάτων την γαλάζια επιφάνεια ! Οι κωπηλάτες όμως δεν είναι μηχανές από σίδερο και τελικά κουράζονται. Εξουθενωμένοι, γέρνουν στους πάγκους τους. Είναι ανάγκη να σταματήσουν. Και σταματούν στην Άνδρο. Την άλλη ημέρα όλοι έχουν συνέλθει και οι κωπηλάτες είναι έτοιμοι να συνεχίσουν την καταδίωξη. Ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πείσει τον Ευρυβιάδη για μια επίθεση μέχρις εσχάτων. Από την στιγμή που ο βάρβαρος αποκρούστηκε στην θάλασσα, οι Πελοποννήσιοι αναρωτιόνταν ήδη αν είχε έρθει η ώρα να στρέψουν όλη τους την προσοχή στην ξηρά, όπου μια ωραία αντίσταση κατά του Μαρδόνιου θα εξισορροπούσε την ναυτική νίκη που ήταν προς όφελος των Αθηναίων. Ο Θεμιστοκλής πάντως δεν έχασε τον καιρό του και προσπάθησε, κάνοντας αρχή από την Άνδρο, να συνηθίσει το Αρχιπέλαγος στον φόρο υποτελείας ο οποίος, όταν εδραιώθηκε αργότερα και επεκτάθηκε στην Ιωνία, στην Καρία, στην Θράκη και στα νησιά, δημιούργησε την ισχυρή ναυτική ηγεμονία της Αθήνας. Ο Αθηναίος στρατηγός θα είδε με χαρά την γενική υποχώρηση του στρατού του Ξέρξη και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον διώξει, στέλνοντας στον μεγάλο βασιλέα τον πιστό και ικανό Σίκιννο για να τον τρομάξει, λέγοντάς του ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί στις γέφυρες. …
Όταν επιστρέφουν στην Σαλαμίνα, οι σύμμαχοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη μοιράζουν πρώτα τα λάφυρα και κάνουν αφιερώματα στους θεούς τους. Ανάμεσα στα άλλα πλούσια αναθήματα είναι και τρεις φοινικικές τριήρεις, λάφυρα πολέμου. Την μία την έπιασαν στον Ισθμό – ο Ηρόδοτος μάλιστα ήταν αυτόπτης μάρτυς – την άλλη στο Σούνιο και την Τρίτη στην Σαλαμίνα, προς τιμή του Αίαντα, γιου του Τελαμώνα. Κατόπιν μοίρασαν τη λεία, φροντίζοντας να βάλουν στην άκρη τα καλύτερα λάφυρα για τους Δελφούς. Με αυτά έφτιαξαν ένα τεράστιο άγαλμα [7μ. 68εκ.] που κρατούσε στα χέρια του το έμβολο μιας τριήρους. Αλλά ο Απόλλων δεν θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένος, αν δεν έπαιρνε ειδικό ανάθημα από τους Αιγινήτες. Ήταν ένας τρόπος να αναδείξουν τις πραγματικά λαμπρές υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αιγινήτες κατά την ναυμαχία. Ήταν επίσης μια πράξη των Δωριέων συμμάχων με σκοπό να προκαλέσουν την ζήλια των Αθηναίων. Οι Αιγινήτες πρόσφεραν προς τιμήν του θεού και σε ανάμνηση των κατορθωμάτων τους στην Σαλαμίνα τρεις χάλκινους ιστούς μα τρία χρυσά πανιά. Ο Ηρόδοτος μας επιτρέπει να διακρίνουμε, με την απαράμιλλη τέχνη του ιστορικού ο οποίος αφηγείται αμερόληπτα τα γεγονότα, όλες αυτές τις απογοητευτικές πράξεις. Η Αθήνα, η ψυχή της αντίστασης, ιδρύτρια της συμμαχίας, έχοντας παρατάξει στη μάχη ένα στόλο διακοσίων τριήρων, που είχε νικήσει ήδη τον Βάρβαρο στον Μαραθώνα πριν τη Σαλαμίνα, δεν θεωρείται άξια παρά μόνο για το δεύτερο έπαθλο. Το πρώτο πήγε στην μικρή Αίγινα. Υπήρξαν πιο δίκαιοι όσον αφορά στην προσωπική ανδρεία, έτσι οι Αθηναίοι τριήραρχοι, ο Ευμένης από τον δήμο Αναγύρου και ο Αμεινίας από την Παλλήνη που καταδίωξε την Αρτεμισία, έλαβαν τις ίδιες τιμητικές διακρίσεις με τον Αιγινήτη Πολύκριτο.
Στον Ισθμό, όπου κατέπλευσαν οι σύμμαχοι αμέσως μετά την μοιρασιά των λαφύρων, κάθε πόλη αποφεύγει να ομολογήσει ότι μια άλλη έκανε περισσότερα για την σωτηρία της Ελλάδας, πόσο μάλλον η Αθήνα. Οι στρατηγοί, συγκεντρωμένοι στον ναό του Ποσειδώνα για να ανακηρύξουν αυτόν που υπήρξε πιο γενναίος και πιο σπουδαίος την αλησμόνητη εκείνη ημέρα που σώθηκε η Ελλάδα, εναπόθεσαν τις ψήφους τους πάνω στον βωμό. Μόνο που ο καθένας κράτησε για τον εαυτό του, στρατηγός της πόλης του γαρ, την πρώτη θέση με την ψήφο του, δίνοντας την δεύτερη στον Θεμιστοκλή που δεν ήταν κατώτερος κανενός. Έτσι, όταν καταμετρήθηκαν οι ψήφοι, οι στρατηγοί όλων των άλλων πόλεων βρέθηκαν να έχουν πάρει μόνο μια ψήφο, τη δική τους, ενώ ο στρατηγός της Αθήνας τις συγκέντρωσε όλες, έστω και δεύτερες. Τότε οι στόλοι χωρίστηκαν και ο καθένας γύρισε στο λιμάνι του χωρίς να δοθεί ικανοποιητική λύση στην υπόθεση του πρωτείου, λόγω των αντιπαλοτήτων μεταξύ των πόλεων αλλά και των αρχηγών. Ωστόσο, παρατηρεί ο Ηρόδοτος, όλη η Ελλάδα ανακήρυξε τον Θεμιστοκλή ως τον κυριότερο και ευφυέστερο πρωτεργάτη της ελληνικής ανεξαρτησίας.
__________________________
[1] Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ράδου, «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας – Η μάχη που διέσωσε τον δυτικό πολιτισμό», εκδόσεις Ενάλιος, 2004. Ο Κωνσταντίνος Ράδος [1862-1931], λόγιος και ιστορικός, διαπρεπής καθηγητής Ιστορίας στα πανεπιστήμια των Αθηνών και των Παρισίων, έχει γράψει πλήθος ιστορικών μελετών, όπως την «Γενική Ιστορία του Ναυτικού» [1896], την «Ιστορία του Υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος» [1894] και την «Μάχη του Άστιγγξ». Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1915.