Πολύ λίγα είναι γνωστά για τον Ιπποκράτη, εκτός από ορισμένα βασικά γεγονότα: γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ., καταγόταν από την Κω, ήταν σύγχρονος του Σωκράτη, διάσημος στην εποχή του και το πιθανότερο δίδαξε μαθητές επ’ αμοιβή. Το ιπποκρατικό έργο είναι μια συλλογή από εξήντα περίπου ανώνυμα κείμενα που συγκεντρώθηκαν τον 3ο αι. π.Χ. …
Στην αρχαία Ελλάδα μεταξύ ογδόου αιώνα π.Χ. και των κειμένων των ιπποκρατικών του πέμπτου αιώνα π.Χ., πολλοί και διαφορετικοί θεραπευτές αξίωναν ότι εγνώριζαν και ήταν ικανοί να θεραπεύσουν ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων των μάντεων, των μάγων, των μαιών, των παραδοσιακών θεραπευτών και των ιερέων. Η πρωιμότερη περιγραφή αρχαίων Ελλήνων γιατρών βρίσκεται στην Ιλιάδα, όπου ο Μαχάων[1] και ο Ποδαλείριος παρουσιάζονται να πολεμούν τους Τρώες και να φροντίζουν τους στρατιώτες που τραυματίσθηκαν στην μάχη. Αν και είχαν εκθειαστεί, οι δραστηριότητές τους περιορίζονταν στο να αφαιρούν τα βέλη και να φροντίζουν πληγές. Δεν ήταν οι θεραπευτές που καλούνταν να θεραπεύσουν άλλες μορφές ασθενειών. Για παράδειγμα, όταν μεγάλοι αριθμοί στρατιωτών πέθαιναν από λοιμό, οι ηγέτες τους στράφηκαν για βοήθεια στον μάντη Κάλχα[2]. Παραδοσιακά οι μάντεις πήγαιναν με τους στρατιώτες στην μάχη, εργάζονταν στις αυλές των βασιλιάδων και ταξίδευαν από τόπο σε τόπο φροντίζοντας όλους αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και των ασθενών που ήθελαν βοήθεια στην ερμηνεία για την αντιμετώπιση της μοίρας τους[3]. Ασκούσαν την αρχαία τέχνη της πρόγνωσης αποκωδικοποιώντας οιωνούς, όπως είναι το πέταγμα των πουλιών, ή διάβαζαν τα σημάδια στο ήπαρ των θυσιασμένων ζώων (ηπατοσκοπία).
Για τους αρχαίους Έλληνες η ασθένεια μπορούσε να έχει σταλεί από κάποιον θυμωμένο θεό ή θεά, που είχε επίσης τη δύναμη να θεραπεύσει, όταν προσεγγιζόταν με τον κατάλληλο τρόπο[4]. Η θρησκεία ήταν αδιαχώριστη από την καθημερινή εμπειρία των ατόμων. Όταν χτυπούσε η δυστυχία, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κοινότητα ήταν να επιβεβαιώσει αν η καταστροφή είχε σταλεί από κάποιο θεό ή θεά, να αποφασίσει ποιος θεός επέφερε τον κίνδυνο, να ανακαλύψει γιατί ο θεός έστειλε την δυστυχία και να προβλέψει τί θα μπορούσε να περιμένει η κοινότητα στο μέλλον. Αυτή ήταν αναγκαία γνώση για το καθορισμό των τελετουργικών πρακτικών που θα ήταν οι πιο κατάλληλες για να εκδιώξουν το κακό και να φέρουν καλή τύχη.
Οι ίδιοι οι Ιπποκρατικοί αποδέχονταν και εφάρμοζαν στις θεραπευτικές δραστηριότητές τους την αρχαία τέχνη της πρόγνωσης[5] με τρόπο που έμοιαζε με τις πρακτικές των μάντεων[6]. Και ο ιατρός και ο μάντης[7] ενεργώντας ως «προγνώστες» ασκούσαν την πρακτική της πρόβλεψης του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος του ασθενή. Τόσο για τους μάντεις όσο και για τους ιπποκρατικούς γιατρούς, η εδραίωση μιας καλής φήμης ήταν η αναγκαία διάσταση στη σχέση δύναμης και γνώσης που δομούσαν συγκεκριμένες καταστάσεις[8].
Η προγνωστική μέθοδος δεν ήταν απλώς μέρος μιας ψυχολογικής στρατηγικής[9]. Η εφαρμογή της παρήγαγε γνώση. Η πρόκληση που αντιμετώπιζαν οι Ιπποκρατικοί ήταν να διαφοροποιήσουν τις πρακτικές τους από τις δραστηριότητες άλλων θεραπευτών και εντούτοις, να παραμείνουν προσηλωμένοι στην θεραπεία με τρόπο που ήταν οικείος στους ασθενείς και τους υπηρέτες τους και που δεν προκαλούσε υπερβολικά τους θεούς ή τα θεία[10].
____________________________
[1] Κατά την διάρκεια της σύγκρουσης ο Μαχάονας (γιος του Ασκληπιού) χτυπήθηκε από βέλος και οι Αχαιοί φοβήθηκαν ότι το κύμα της μάχης θα στρεφόταν εναντίον τους, αφού «ήταν ανήρ πολλών αντάξιος άλλων ιούς τα’ εκτάμνειν επί τα’ ήπια φάρμακα πάσσειν» (Ιλιάδα, Λ, 514-515)
[2] Από αυτούς σηκώθηκε ο Κάλχας, ο γιος του Θεστορίδη, ο καλύτερος οιωνοσκόπος απ’ όλους, ο οποίος γνωρίζει όλα τα πράγματα που είναι, που ήταν και που θα γίνουν και με την μαντική του ικανότητα, την οποία του έδωσε ο Φοίβος Απόλλων, οδήγησε τα πλοία των Αχαιών στο Ίλιο. [Ομήρου, Ιλιάς, Α 68-72]
[3] Ο Φρίντολφ Κούντλιεν (Fridolf Kudlien) 1968, ανιχνεύει τις δραστηριότητες των μάντεων στο έργο του Αισχύλου, τοποθετώντας έτσι τις πρακτικές τους δεκαετίες πριν από τα πρώιμα ιπποκρατικά κείμενα. Η προσέγγισή τους, όπως αποτυπώθηκε στις περιγραφές του Απόλλωνα στις Ευμενίδες που ακολουθούν εδώ, περιελάμβανε την ερμηνεία των σημείων για σκοπούς διεξαγωγής θεραπευτικών τελετουργιών και συνέδεε σαφώς τον ιατρό μα τον μάντη.
«ταντεύθεν ήδη τώνδε δεσπότη δόμων
αυτώ μεέσθω Λοξία μεγασθενεί,
ιατρομάντης δ’ εστί και τερασκόπος
και τοίσιν άλλοις δωμάτων καθάρσιος»
[Αισχύλου, Ευμενίδες, 60-64]
[4] Αυτό απεικονίζεται στην αρχή της Ιλιάδας, όταν ο Απόλλων
«βασιλήι χολωθείς
νούσον ανά στρατόν ώρσε κακήν, ολέκοντο δε λαοί,
ούκεκα τον Χρύσην ητίμασεν αρητήρα
Ατρεΐδης» [Ιλιάδα, Α, 9-12]
[5] Μου φαίνεται ότι το καλύτερο για έναν γιατρό είναι το να ασκεί την πρόγνωση. Διότι αν γνωρίζει εκ των προτέρων και προλέγει από μόνος του την παρούσα και την παρελθούσα και την μελλοντική κατάσταση των αρρώστων και όσα παραλείπουν οι ασθενείς στις διηγήσεις τους, θα γινόταν περισσότερο πιστευτός ότι γνωρίζει την κατάσταση των αρρώστων, ώστε να τολμούν οι άνθρωποι να εμπιστευτούν τους εαυτούς τους στο γιατρό. [Προγνωστικόν, LCL II, 1. 1-6]
[6] Οι σχέσεις μεταξύ μαγείας, θρησκείας και λαϊκών πρακτικών και η εμφάνιση της «επιστήμης» έχουν μελετηθεί εκτεταμένα από το Λόυντ (Lloyd) 1979, 1987, 1991.
[7] Ο Μπάρκερ (Burkert) 1992,41, σχολιάζει ότι «οι μάντεις και οι γιατροί ήταν οι πρώτοι τους οποίους απαρίθμησε ο Όμηρος ως μεταναστεύοντες τεχνίτες, άτομα που η κοινότητα ενδιαφερόταν να προσελκύσει. Ήταν ειδικοί ενός ιδιαίτερου είδους, καθώς είχαν την τέχνη τους που κανείς άλλος δεν μπορούσε να κατέχει».
[8] Στην Ιλιάδα, όταν ο Κάλχας καλείτο να βρει μια λύση στο πρόβλημα, γνώριζε πως το όραμά του για την αιτία και οι κατοπινές συστάσεις του θα ήταν πρόκληση για την τιμή του Αγαμέμνονα. Σε μια δημόσια επίδειξη, ζήτησε την προστασία του Αχιλλέα προτού μιλήσει. Η σκηνή αυτή δείχνει τις δυνατότητες και τους κινδύνους που υπάρχουν στην εφαρμογή της πρόγνωσης από τον μάντη. Το δώρο της δεύτερης όρασης που είχε από τον Απόλλωνα επέτρεψε στον Κάλχα να παρέχει διαγνωστική και προγνωστική γνώση που αντιπαρετίθετο στην δύναμη του Αγαμέμνονα. Αυτή η γνώση ήταν αναγκαία για να βοηθήσει τους Αχαιούς αλλά απειλούσε το βασιλιά και ως εκ τούτου έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του μάντη. Η φήμη επέτρεψε στον Κάλχα να παρουσιαστεί και να κερδίσει την προστασία του Αχιλλέα, προκειμένου να παράσχει στους Αχαιούς την υποστήριξη που χρειαζόταν για να αντιμετωπίσουν την μάστιγα. Ο Κάλχας συνέδεσε την προγνωστική γνώση με μια τελετουργική θεραπεία που, αν επιτελείτο όπως έπρεπε, κατεύναζε τον Απόλλωνα και έθετε τέλος στον λοιμό. Η γνώση που είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αιτιολογίας του λοιμού αναδύθηκε από υπάρχουσες δυνάμεις των σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων. Με την αφήγηση και την εκτέλεση η γνώση αυτή ενσωματωνόταν σε νέες σχέσεις δύναμης που περιελάμβαναν ανθρώπους και θεούς.
[9] Ο Εντελστάιν (Edelstein) 1967,70, υποστηρίζει, αντιθέτως πως η εφαρμογή της τέχνης της πρόγνωσης βοηθούσε τους ιπποκρατικούς γιατρούς να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν την φήμη τους. Συμπεραίνει ότι «η πρόγνωση και η πρόβλεψη ήταν συνεπώς σημαντικές για τους ανθρώπους, για τον γιατρό και τον ασθενή και μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο για τη θεραπεία της ασθένειας. Στην θεραπευτική διαδικασία η πρόγνωση ήταν επομένως σημαντική όχι ως γνώση, από την οποία πηγάζει άλλη γνώση. Η σημασία της ήταν ψυχολογική».
[10] Αν και ορισμένοι ιπποκρατικοί συγγραφείς άσκησαν κριτική στις μαγικές πρακτικές γενικά και σε μερικές συγκεκριμένες θρησκευτικές δραστηριότητες, τίποτα στο ιπποκρατικό έργο δεν υποδηλώνει πως οι συγγραφείς ασκούσαν κριτική στην γενικότερη πίστη στους θεούς [Η Ιερή Ασθένεια (the Sacred Disease), LCL τ. 2]
*Ρόμπερτ Μπαρτζ (Robert Bartz), "ενθυμούμενοι τους ιπποκρατικούς", μελέτη ενταγμένη στο βιβλίο "Βιοηθική" των Κουζέφσκι και Πολάνσκυ, Τραυλός 2007