Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Οικογενειακό Δίκαιο

Στους Βυζαντινούς χρόνους το διαζύγιο δεν ήταν υπόθεση των ανδρών, όπως εσφαλμένα πιστεύεται. Οι γυναίκες, όπως αποδεικνύεται και από τα αποσπάσματα που ακολουθούν, από σχετική εργασία του ομότιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρου Τρωιάνου, είχαν την δυνατότητα και αυτές να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, ακόμα και αν η λύση του γάμου δεν προβλεπόταν ρητώς από τον νόμο.

Ι.Λ.

Περί διαζυγίου[1]

… σε μία από τις υποθέσεις…ισχυρίστηκε η αιτούσα ότι ο άνδρας της στα δέκα χρόνια και πλέον που ήταν παντρεμένοι αραιά και πότε εμφανιζόταν για να κάνει τη φιγούρα του στην Ναύπακτο και ακόμη για να την αφήσει έγκυο, χωρίς ποτέ να νοιαστεί για την συντήρησή της. Περιγράφοντας με πολλή παραστατικότητα ο Απόκαυκος[2] αυτήν την ιδιόρυθμη κατάσταση, παρατηρεί «ως εντεύθεν την ευδοκίαν κατά τούτους τους λόγους και χήραν είναι και ύπανδρον». Στα τελευταία όμως πέντε χρόνια ο σύζυγος εξαφανίστηκε τελείως και η γυναίκα για την οποία ο Απόκαυκος δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ήταν νέα και χαριτωμένη και «των σαρκικών πολέμων εντός», δήλωσε «άνδρα εθέλειν και της εξ αυτού προνοίας επιθυμείν». Για την αλήθεια των ισχυρισμών της αιτούσας δεν υπήρχε αμφιβολία, όπως αναγράφεται στην απόφαση, «λόγος διαρρέει περί τούτων κοινός και τα λαληθέντα πάντες επίστανται».

Προκειμένου όμως να λύσει αυτό το γάμο ήλθε ο μητροπολίτης σε δύσκολή θέση, γιατί η κακόβουλη εγκατάλειψη δεν συνιστούσε λόγο διαζυγίου ούτε στο πολιτειακό ούτε στο κανονικό δίκαιο. Σε περίπτωση μακράς απουσίας του ενός συζύγου χωρίς ειδήσεις του δεν ήταν ο άλλος ελεύθερος να συνάψει νέο γάμο, παρά αφού πειθόταν για τον θάνατο του απόντος. Μόνον επί απουσίας λόγω αιχμαλωσίας εδημιοπυργείτο τεκμήριο, αν είχε παρέλθει πενταετία. Εδά ο Απόκαυκος θαρραλέα ξεπέρασε το δίλημμα και παρόλο ότι αναγνώρισε πως η Εκκλησία δύσκολα παρέχει άδεια για δεύτερο γάμο στην αιτούσα το διαζύγιο, σταθμίζοντας τα πράγματα και κρίνοντας ότι η συναπτή αποδημία του συζύγου για πέντε χρόνια είναι αρκετή, αποβλέποντας δε και στο να σθγκρατηθεί η γυναίκα από μελλοντικά παραπτώματα ηθικής μορφής, που τα θεώρησε βέβαια ύστερα από τις παραπάνω ανεπιφύλακτες δηλώσεις της[3], προχώρησε στη λύση του γάμου και στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας για σύναψη δεύτερου.

… εμφανίστηκε στο εκκλησιαστικό δικαστήριο ένας ιερέας και ανέφερε ότι πριν από τριάμισι χρόνια πάντρεψε την κόρη του με ένα νέο που του φάνηκε καλός. Ο γαμπρός όμως αποδείχθηκε φυγόπονος και κατεργάρης, «την κλεπτικήν δε μάλιστα εξασκήσας, ουδένα των οις υπηρέτει κατέλιπεν αζημίωτον». Ζητούσε δε ο παπάς τη λύση του γάμου της θυγατέρας του και την άδεια να την παντρέψει με άλλον. Εδώ … ο μητροπολίτης προβληματίστηκε σοβαρά. Ο νόμος, είπε στον αιτούντα, επιτρέπει τη λύση του γάμου μετά από τρία χρόνια συμβίωσης, αν διαπιστωθεί ανικανότητα του συζύγου για συνάφεια, «επί δε του παρόντος νόμος ου κείται απ’ αλλήλων χωρίζων της γυναικός τον ή διά χαυνότητα λογισμού ή δι’ ήθους παρατροπήν της συνοίκου αποχωρήσαντα». Έτσι για να τηρήσει το νόμο, αλλά προσπαθώντας συνάμα να περισώσει και το γάμο, αποφάσισε να κληθεί ο γαμπρός του παπά από τον επιχώριο επίσκοπο να γυρίσει στην γυναίκα του και να φροντίζει τίμια για την διατροφή της οικογένειάς του καλλιεργώντας τη γη. Αν δε υποτροπιάσει και αρχίσει την παλιά του τακτική, τότε έχει την άδεια ο παπάς να αναζητήσει άλλον άνδρα για την κόρη του. Το ίδιο μπορεί να κάνει και αν ο γαμπρός δεν εμφανιστεί «και το όλον άφαντος γένηται».

Η απόφαση αυτή υπαγορεύτηκε πιθανόν όχι μόνον από λόγους επιεικείας και κατανόησης προς τη γυναίκα και τα βιολογικά της προβλήματα, που η εγκατάλειψη της δημιουργούσε (με συναφή κίνδυνο να συνάψει έναν παράνομο δεσμό, διαπράττοντας μοιχεία), αλλά και κάτω από την πίεση παραγόντων οικονομικών, γιατί είναι ολοφάνερο ότι η επιλογή του γαμπρού από τον ιερέα πεθερό έγινε όχι μόνο για τα διάφορα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα, αλλά, κυρίως, για να βοηθάει στις αγροτικές δουλειές, όπως προκύπτει από την υπερβολικά έντονη προβολή στην απόφαση αυτού του «μελανού» σημείου της συμπεριφοράς του : «αφείς γαρ βίον ζην τον αγρότην και περί γην κυπτάζειν και αύλακα και άροτρό ντε και υνίν μεταχειρίζεσθαι και πονείν περί α και ο πενθερός και όσοι τούτω οικογενείς, ο δε αλλά, θέμενος παρά φαύλον την μετά πόνου ζωήν και το ‘εν ιδρώτι του προσώπου άρτον εσθίειν’, τα μέχρις ημών καταβάντα ταύτα της προπατορικής αράς επιτίμια, βίον άλλον και άλλην δίαιταν ηρετίσατο». Επομένως η μείωση των εργατικών χεριών μέσα στην οικογένεια προξενούσε ανυπέρβλητα προβλήματα, που ο μητροπολίτης δεν μπορούσε να παραβλέψει.
___________________


[1] Σπύρου Τρωιάνου, «Οι λόγοι διαζυγίου στο νομολογιακό έργο του Ιωάννου Απόκαυκου», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
[2] Ο Ιωάννης Απόκαυκος γεννήθηκε στη Ναύπακτο, μάλλον περί το 1155. Ύστερα από πολύ καλές εγκύκλιες σπουδές στην Κωνσταντινούπολή, εντάχθηκε, γύρω στο 1187 στο προσωπικό της πατριαρχικής γραμματείας, όπου υπηρέτησε υπό τους πατριάρχες Νικήτα Β΄Μουντάνη μέχρι και Ιωάννη Ι΄Καματηρό έως χειροτονία του σε επίσκοπο και την ανάδειξή του σε μητροπολίτη της Ναυπάκτου, γύρω στο 1200. Αυτήν την ιδιότητα διατήρησε μέχρι το 1232. Παραιτήθηκε μετά την ήττα του Θεοδώρου Αγγέλου στην Κλοκοτινίτσα. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο του θανάτου του (ίσως το έτος 1233).
[3] «εντεύθεν πάντως ανασειράζουσα [ενν. η Εκκλησία] το της γυναικός δυσκάθετον εις παράπτωσιν και την περί τούτου ταύτης αναφανδά διαγόρευσιν κωλύουσα και συστέλλουσα».