Τον Απρίλιο του 1936[1] η Βουλή των Ελλήνων με το εντυπωσιακό 241 υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ιωάννη Μεταξά, άνδρα που από παλιά δεν έκρυβε τις αντικοινοβουλευτικές θέσεις του. Στις 30 Απριλίου 1936 υιοθετεί το Γ΄ ψήφισμα «περί νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως» σύμφωνα με το οποίο :
(α) Η Βουλή διέκοπτε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936 και
(β) Παρεχόταν εξουσιοδότηση στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα με ισχύ νόμου σε όλα τα θέματα, με σύμφωνη γνώμη μιας 40μελούς κοινοβουλευτικής επιτροπής που δεν έμελλε να λειτουργήσει.
Στις 4 Αυγούστου 1936, ο βασιλιάς εξέδωσε με πρόταση της κυβέρνησης Μεταξά δύο βασιλικά διατάγματα : με το πρώτο ανέστειλλε την ισχύ των σημαντικότερων συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών. Με το δεύτερο διέλυε την Γ΄ αναθεωρητική Βουλή. Τα δύο διατάγματα προσυπέγραφαν ο πρωθυπουργός και όλα τα μέλη της κυβέρνησης, εκτός από τρεις υπουργούς[2], που παραιτήθηκαν για να μην υπογράψουν την ληξιαρχική πράξη του θανάτου της δημοκρατίας.
Για μεν τον βασιλιά, που η μακρόχρονη παραμονή του στην Αγγλία και οι σχέσεις του με το βρεττανικό στέμμα είχαν συντείνει, κατά τον κυριότερο βιογράφο του Π. Πιπινέλη, «η αγάπη του προς την χώρα εκείνην (…) να γίνη εις το τέλος εν από τα σοβαρότερα συστατικά του χαρακτήρος του», η δικτατορία ήταν κατ’ αρχήν μια αναγκαία παρένθεση, για την σταθεροποίηση του θρόνου και την επίλυση των προβλημάτων της χώρας σύμφωνα με την βασιλική αντίληψη των συμφερόντων του τόπου.
Αντίθετα, για τον Ι. Μεταξά, ο φιλογερμανικός προσανατολισμός, του οποίου είχε αποτελέσει σταθερό χαρακτηριστικό τόσο της στρατιωτικής, όσο και της πολιτικής του σταδιοδρομίας, η δικτατορία αποτελούσε το καταλληλότερο πολιτικό καθεστώς για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. «(…) ημάς τους Έλληνας», έγραφε ήδη από το 1934 στην Καθημερινή, «το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του κομμουνισμού ή διά της θύρας του εθνικού κράτους». Αυτοσκοπός και όχι μέσο για την επίτευξη κάποιου άλλου στόχου, η δικτατορία αποτελούσε για τον Μεταξά την αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση μιας πειθαρχημένης αυταρχικής κοινωνίας, πάνω στο πρότυπο των δικτατορικών καθεστώτων που είχαν επιβληθεί τότε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι διαφορετικές επιδιώξεις των δύο πρωταιτίων της εκτροπής, που εξέφραζαν στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας την αντιπαράθεση ανάμεσα στην φιλοβρεττανική και την φιλογερμανική μερίδα κυρίαρχων τάξεων, έμελλαν να σημαδέψουν τα έργα και τις ημέρες της δικτατορίας και να προσδώσουν στον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η εξουσία τον χαρακτηριστικό εκείνο εμπειρισμό …
Όσο για τα διατάγματα της 4ης Αυγούστου, εξέφραζαν τον συμβιβασμό στον οποίο βασιλιάς και δικτάτορας – πρωθυπουργός, είχαν καταλήξει, που ήταν η προσωρινή κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, με κάποια προσχήματα νομιμότητας που έπρεπε να τηρηθούν, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση ότι η επάνοδος στην ομαλότητα δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί στο μέλλον. Από την άποψη αυτή, ο υπαινιγμός του Μεταξά για προσεχείς εκλογές – στην εισηγητική έκθεσή του προς τον βασιλιά για το δεύτερο διάταγμα της 4ης Αυγούστου – που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διεξαχθούν «όταν η οριστική κατασφάλισις του κοινωνικού ημών καθεστώτος θα επιτρέψη την άρσιν του προς το σκοπόν τούτον επιβληθέντος Στρατιωτικού Νόμου», δεν ήταν τυχαία.
________________________
[1] Όλα τα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ έσπευσαν να επικροτήσουν, εκ των υστέρων, την ερήμην τους προώθηση του Ιωάννη Μεταξά από τον βασιλιά στο υπουργείο Στρατιωτικών (5 Μαρτίου 1936), στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης (14 Μαρτίου 1936) και τέλος στην πρωθυπουργία, μετά τον θάνατο του Κ. Δεμερτζή (13 Απριλίου 1936).
[2] Μαντζαβίνος, Ελευθεριάδης και Βαλαωρίτης.