Η βασιλόπιττα του Παραδαρμένου[1]
Έπρεπε να ίδη τις μετά ποίας επισημότητος εκομίσθη εις τον φούρνον η πίττα της οικογενείας. Εις το μέσον εβάδιζεν η Βασίλω, κρατούσα υψηλά το ταψίον ως ιερόν κειμήλιον. Εκατέρωθεν αυτής έβαινον αγερώχως οι άγγελοι φύλακες, ο Ζαχαρίας μετά του γόνου αυτού, είπετο δε ο Μαύρος. Από του παραθύρου, η κυρία Θεοδώρα μετά της δεσποινίδος Ουρανίας έβλεπον το θέαμα και η κυρία Παραδαρμένου μεγαλοφώνως συνίστα προς τον σύζυγόν της:
- Πρόσεχε καλά αυτήν την ξεμυαλισμένη να μη της πέση !
Η πομπή αυτή εφείλκυσε την προσοχήν της συνοικίας και πολλοί γείτονες εξείλθον εις τα παράθυρα, διά να την ίδουν, ευχόμενοι «και του χρόνου», «και εις έτη πολλά» εις τον κ. Ζαχαρίαν, όστις απήντα μειδιών διά παρομοίων ευχών…
…Εν τοσούτω οι από πρωΐας κόποι, οι δρόμοι, αι αλλεπάλληλοι συγκινήσεις είχον κινήσει την όρεξιν της οικογενείας. Άλλως τε ο αξιότιμος κ. Ζαχαρίας έπρεπε να δειπνήση ενωρίς, διότι ήτο προσκεκλημένος εις την οικίαν παλαιού του φίλου, αρχαίου συμβολαιογράφου και είχε φροντίσει μάλιστα να εφοδιασθή από πρωΐας δι’ ενός φυσεκίου γαζετών, επειδή έμελλον να παίξουν και χαρτιά «διά το καλόν του χρόνου». Διό η Βασίλω διετάχθη να στρώση το τραπέζι και να φέρη την πίτταν.
Είχε ήδη συναχθή περί την τράπεζαν η οικογένεια και ανέμενε, ότε η Βασίλω επανήλθεν έντρομος, τραυλίζουσα, ωχρά υπό την καλύπτουσαν το πρόσωπόν της ακαθαρσίαν.
- Η πίττα, είπε, δεν ηξεύρω τί έγινε…δεν υπάρχει πλέον !...
Ο Ξέρξης βλέπων την καταστροφήν του στόλου του, ο Αύγουστος μανθάνων την σφαγήν των λεγεώνων του Ουάρρου δεν ησθάνθησαν έκπληξιν και οργήν μεγαλυτέραν αφ’ όσην ησθάνθη η κυρία Παραδαρμένου διά το αιφνίδιον άκουσμα.
- Τί λες, μωρή δαιμονισμένη ; ανέκραξε και ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρακολουθουμένη υπό των λοιπών.
Η πίττα είχε τω όντι εξαφανισθή. Το ταψίον, κομισθέν υπό του υπηρέτου του φούρναρη κατά την απουσίαν της οικογενείας, ευρίσκετο επί της τραπέζης, αλλ’ εντός αυτού μόλις διεσώζοντο ολίγα ελεεινά ψιχία, μόλις απέμενον ολίγα ελεεινά ίχνη εκ της ροδοκόκκινης και καλοψημένης κρούστας.
- Εσύ την έφαγες ! ανεβόησε η οικοδέσποινα και επέπεσε κατά της Βασίλως με διαθέσεις καννιβαλικάς.
Και αιτρίχες της κόμης της υπηρετρίας απεσπώντο μανιωδώς και κατέπιπτον βροχηδόν ως κάρφη[2] ανατινασσόμενα εις αλώνιον υπό του δικράνου και αι οξείαι και αλγειναι κραυγαί της προυκάλουν την συρροήν περιέργων εκ του παρακειμένου παντοπωλείου.
- Εσύ την έφαγες μαζί με τον αγαπητικόν σου, με εκείνον τον βρωμιάρη !...εβόα αφρίζουσα η κυρία Θεοδώρα, ενώ οι στιβαροί γρόνθοι της κατέπιπτον επί της ράχεως του θύματός της.
- Εγώ την έφαγα ή ο γιόκας σου ; απήντα η Βασίλω, ήτις βαρυνθείσα επί τέλους, ήρχισε ν’ ανταποδίδη τα ίσα προς την κυρίαν της…
…Ο ένοχος ανευρέθη και συνελήφθη, μετά σύντομον δε διαδικασίαν, κατά την οποίαν το ους αυτού ήλθεν εις συχνήν επαφήν μετά της πατρικής χειρός, η ενοχή του εξηκριβώθη. Ήδη ο κ. Ζαχαρίας ητοιμάζετο να αποτείνη διά της παλάμης ευγλώττους παραινέσεις επί του αυχένος του γόνου του. Ήδη η κυρία Θεοδώρα εξέτεινεν επιτακτικώς την χείρα, λέγουσα προς τον σύζυγόν να της κάμη την χάριν να μη πειράξη το παιδί, «διότι έκαμε και αυτό μίαν αταξίαν ωσάν παιδί», αλλέως θα είχε να κάμη μαζί της. Ήδη η Ουρανία, προβλέπουσα νέαν οικογενειακήν ρήξιν, εβίαζε τους δακρυχόους αδένας των οφθαλμών της να χύσουν δάκρυα ικεσίας, ότε διά μιας ο κ. Ζαχαρίας έστη ως ηθοποιός, καταλαμβανόμενος εν τω μέσω της πράξεώς του υπό αιφνιδίου λογισμού και άφηκεν φωνήν σπαρακτικήν:
- και το φλωρί ; είπεν.
Ε, βέβαια και το φλωρί !...Τί είχε γίνει το φλωρί ; Εκείνο, καλέ, το κωνσταντινάτον, το οποίον του είχε χαρίσει ο φίλος του ο έφορος εις το Μελιγαλά και το οποίον τακτικώς από του πρώτου έτους του γάμου του εχρησίμευε διά την πίτταν της πρωτοχρονιάς, εξαγοραζόμενον τακτικώς κατ’ έτος διά τριάκοντα λεπτών, τα οποία γενναιοδώρως έδιδεν ο Ζαχαρίας προς τον ευτυχή κάτοχον του τμήματος της πίττας, εν ω περιείχετο ; Τί είχε γίνει το φλωρί, το ιερόν κειμήλιον, το παλλάδιον της οικογενείας ; Βεβαίως κατεβροχθίσθη μετά της πίττας και κατά την στιγμήν εκείνην εξετέλει μυστηριώδην πορείαν εντός των εσωτερικών λαβυρίνθων του οργανισμού του λαιμάργου υιού του. Οία βεβήλωσις !
Χωρίς να θέλη ο πράος κ. Ζαχαρίας, ο ειρηνικός κ. Ζαχαρίας ήρπασεν από της εστρωμένης τραπέζης εν μαχαίριον και διά της άλλης χειρός ανέτρεχε τον υιόν του σπαρακτικώς οιμώζοντα.
Ήτο εξαισία η στάσις εκείνη του πατρός, στάσις Αβραάμ ετοίμου να φονεύση τον Ισαάκ του, ενώ η Ουρανία ερρίπτετο ικετευτικώς παρά τα γόνατά του, επικαλούμενη το έλεός του. Αλλά την χείρα του νέου αβραάμ δεν ανεχαίτισεν άγγελος εξ’ ουρανού. Απεναντίας η αποτρέψασα την αιματοχυσίαν ήτο η κυρία Θεοδώρα. Ο σάρκινος όγκος της κυρίας Παραδαρμένου ανετινάχθη, όταν είδε τον κίνδυνον, τον οποίον διέτρεχε ο υιός της και με την φωνήν εκείνην την επιτακτικήν, εις την οποίαν προ εικοσαετίας ήτο συνηθισμένος να υπακούη ο πειθήνιος σύζυγος, εβόησε:
- Άφησε, βρε ξεκουτιάρη, αυτάς τας ανοησίας, να μη τρομάξη το παιδί !...Αύριον το ευρίσκεις το φλωρί σου !...
Η μάχαιρα κατέπεσε από τας χείρας του μιαιφόρου πατρός. Αύριον !...Η κυρία Θεοδώρα είχε δίκαιον. Κατά τους αναλλοιώτους φυσικούς νόμους το φλωρίον έμελλε να ίδη και πάλιν το φως της ημέρας.
Η ιδέα αυτή κατεπράϋνε την μήνιν του κ. Ζαχαρία, όστις, αφού ησπάσθη τον Μιμίκον, επλήρωσεν οίνου το ποτήριόν του και υψώσας αυτό εύχαρις είπε προς την σύζυγον και την θυγατέρα:
- Έλα !...και του χρόνου ![3]
__________________
[1] Ευαγγέλου Κων. Μιλλεούνη, «Ανθολογία νεοελληνικών Σατυρικών και Ευθυμογράφων». Εκδ. Χριστόπουλου, Αθήνα 1972
[2] άχυρα
[3] Μπάμπη Άννινου (1852-1934), «Αττικαί Ημέραι»