Περί της Ακρίβειας
Αν νομίζετε πως η ακρίβεια αποτελεί μάστιγα της σύγχρονης καθημερινότητας πλανάστε πλάνην οικτράν. Αν πιστεύετε πως η πάλη ενάντιά της είναι καινοφανές κοινωνικό φαινόμενο, κάνετε λάθος. Στο κείμενο που ακολουθεί[1] γίνεται φανερό πως οικονομικές έννοιες όπως ο τιμάριθμος απασχολούσαν τον άνθρωπο (και δη τον ταλαίπωρο Έλληνα) ανέκαθεν. Ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση ήτανε πάντοτε σκληρός κι ακόμα και στις πλέον ευημερούσες κοινωνίες ο μέσος πολίτης ξημερωνόταν με το άγχος των ανατιμήσεων. Το περίφημο «αττικηρώς ζην» δεν υπήρξε ποτέ ταυτόσημο με την καλοπέραση, όπως ενδεχομένως να περίμενε κανείς, αλλά με την λιτή ζωή, λιτή όχι από ιδεολογία, αλλά από ανάγκη.
Ι.Λ.
«Μα τότε δάνεισέ μου τρεις δραχμές
ν’ αγοράσω γουρουνόπουλο
να μυηθώ στα Ελευσίνια, πριν πεθάνω»
(Αριστοφάνης, «Ειρήνη»)
Τρεις δραχμές…όμως οι τρεις αυτές δραχμές ήταν ένα ποσόν αρκετά υπολογίσιμο για τους αρχαίους, αφού ο ημερήσιος μισθός του δικαστή ήταν μόλις μία δραχμή ή άλλοτε ένας έως πέντε οβολοί:
Φτάνει να επιμείνει και θα γίνει ηλιαστής (δικαστής)
Στην Αρκαδία, με πέντε οβολούς μισθό.
(Αριστοφάνης, «Ιππής»)
και με τον πρώτο οβολό που πήρα δικαστικό μισθό,
σου αγόρασα ένα μικρό, μικρό αμαξάκι, για να παίζεις
(Αριστοφάνης, «Νεφέλαι»)
Το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί ‘κάναν μια δραχμή και εκατό δραχμές μια μνα[2]. Το τάλαντο, 60 μνες ή 6.000 δραχμές, δεν ήταν μόνο νόμισμα, αλλά και μονάδα μέτρησης και υπολογισμού.
Ο Αλκιβιάδης κληρονόμησε μια κολοσσιαία, για την εποχή του, περιουσία 400σίων ταλάντων (ίση μ’ έναν ετήσιο συμμαχικό φόρο), ικανή να δικαιολογήσει την σπάταλη ζωή.
Στην εποχή του Σόλωνα ένα τάλαντο στοίχιζε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Χουλτς[3] (Hultch), γύρω στα 5.894 παλιά γαλλικά φράγκα. Ο Γάλλος Πωλ Γκιρώ υπολόγισε ως εξής την αξία των αρχαίων ελληνικών νομισμάτων, σε σύγκριση με το παλιό γαλλικό φράγκο.
Ένας οβολός = 0,6 παλιά γαλλικά φράγκα
Μία δραχμή = 0,98
Μία μνα = 98,20
Ένα τάλαντο = 5.894[4]
Φυσικά ο καθορισμός μιας σχέσης με την σύγχρονη αξία του νομίσματος είναι κάτι σχεδόν αδύνατον. Η αναφορά στην αξία του μετάλλου είναι απατηλή. Ο χρυσός λ.χ. είχε στην αρχαιότητα, αγοραστική αξία πολύ ανώτερη απ’ την σύγχρονη, ενώ πολύ ακριβότερο, σε σύγκριση με την σημερινή αξία, ήταν το ασήμι. Πάντως η αττική δραχμή ζύγιζε 4,36 γραμμάρια, ήταν εξαιρετικής ποιότητας και η περιεκτικότητά της σε ασήμι έφτανε μέχρι και τα 983 τοις χιλίοις. Μια μνα, σύμφωνα με υπολογισμούς, είχε αγοραστική αξία ίση με 5.000 δραχμές του 1983.
Ο Γκιρώ συνέταξε και ειδικούς πίνακες, με το κοστολόγιο των τροφίμων, κατά την αρχαιότητα, πάντα σε σύγκριση με το νόμισμα της χώρας του.
Σιτάρι
Τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, 1,86 φράγκα το εκατόλιτρο
Τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, 7,31 φράγκα το εκατόλιτρο
393 π.Χ., 5,48 φράγκα το εκατόλιτρο
Μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, 7,30 φράγκα το εκατόλιτρο
320 π.Χ. (επί Δημοσθένη), 9,30 φράγκα το εκατόλιτρο
Αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, 11,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Κρασί
Χιώτικο (5ος π.Χ. αι.), 250 φράγκα τα 100 λίτρα
Αττικό (4ος π.Χ. αι.), 10 φράγκα τα 100 λίτρα
Θράκης, 5 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα καλά κρασιά, 48 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα κρασιά, 19 φράγκα τα 100 λίτρα
Χοιρινό κρέας
Γύρω στο 413 π.Χ. ένα μικρό γουρουνόπουλο στοίχιζε τρεις δραχμές.
Βοδινό κρέας
6ος π.Χ. αι., 5 δραχμές (4,90 παλιά γαλλικά φράγκα)
410 π.Χ., 51 δραχμές (50 π.γ.φ.)
374 π.Χ., 77 δραχμές και δύο οβολούς (76 π.γ.φ.)
Λάδι
Λαμψάκου, 89,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Αθηνών (4ου π.Χ. αι.), 19,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Δήλου (282 π.Χ.), 69,70 φράγκα το εκατόλιτρο
Στην εποχή του Σωκράτη ένα εκατόλιτρο ελιές στοιχιζε 3,65 φράγκα.
Πουλερικά – κυνήγι
Ένα πιάτο τσίχλες = μία δραχμή
Μία πέρδικα = ένας οβολός
Μία κουρούνα = τρεις οβολοί
Επτά σπίνοι = ένας οβολός
Ψάρια
Χέλι Κωπαΐδας = τρεις δραχμές το ένα (τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα)
Χταπόδι = τέσσερις οβολοί
Κέφαλος = Οκτώ οβολοί
Μουγκρί 10 οβολοί το ένα
Οι τιμές των ψαριών ήταν πολύ υψηλότερες, αν και εφόσον κατόρθωναν οι ψαράδες να τα διατηρήσουν φρέσκα. Οι επόπτες της αγοράς ήταν αυστηρότατοι και απαγόρευαν ακόμη και το κατάβρεγμα με νερό.
όπως διαπιστώνει κανείς, ο τιμάριθμος κάλπαζε και στην αρχαιότητα. Το 368 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Φεραίος[5] πούλησε στους Αθηναίους βοδινό κρέας προς 13, περίπου, χρυσά λεπτά και θεωρήθηκε ευεργέτης. Και δεν είχαν άδικο οι Αθηναίοι αφού, από την εποχή του Σόλωνα μέχρι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο τιμάριθμος είχε εξαπλασιαστεί όχι μόνο στην Αττική αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Από το 480 μέχρι το 404 π.Χ. η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπέρασε το 200% ενώ από το 404 μέχρι το 330 ανέβηκε άλλα 200%. Έτσι δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το «αττικηρώς ζην», αφού ο λαός δεν είχε την δυνατότητα να ζήσει άνετα.
Αλλά μια ιδέα για το κοστολόγιο των τροφίμων παίρνουμε και από στίχους διαφόρων ποιητών:
Επτά ακόμη οβολούς έδωκα για τα μύδια,
έδωκα έναν οβολό να πάρω αχινούς,
δέκα οβολούς για κείνο το μουγκρί,
τρεις οβολούς για κείνη τη λακέρδα,
δυο οβολούς για το ράπανο,
μια δραχμή για το ψητό το ψάρι.
(Αθήναιος, Γ 86)
Και ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες»:
Να πίνει απ’ το κρασί που μόνο ένα οβολό
το πουλάνε την κοτύλη[6]
γιατί περνάει τους σπίνους από το σπάγκο
και τους πουλάει εφτά στον οβολό.
Την ακρίβεια της εποχής μας κάνει γνωστή και ο Μένανδρος, στους «Επιτρέποντες»:
Σωστά τα λογαριάζει, δυο οβολούς την ημέρα
αρκετά, στ’ αλήθεια, για έναν πεινασμένο
να φάει λίγο κουρκούτι
Ο Θεόφιλος (ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας) αναφέρεται, σίγουρα, σε μαυραγορίτες:
Τρεις μνας για βραστό κρέας.
Αντιθέτως, ο Νικόστρατος είναι ευχαριστημένος από την αγορά:
Αλλ’ από ταριχοπώλην, πολύ καλόν και έντιμον
αγόρασα με δυο οβολούς, ω γη και ω θεά,
ψάρι παστό και καθαρό,
τόσο πολύ μεγάλο, που θα ‘λεγες
πως άξιζε μια ολάκερη δραχμή.
______________________
[1] Χρήστος Μότσιας, «τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες», εκδόσεις Κάκτος 1982
[2] Το πιο μικρό νόμισμα της Αττικής ήταν το «λεπτόν». Ακολουθούσαν ο «χαλκούς», το «δίχαλκον», το «ημιωβόλιον», ο «οβολός» (112 λεπτά), το «διώβολον», το «τριώβολον», το «τετρώβολον», η «δραχμή», το «δίδραχμόν», το «τετράδραχμον», η «μνα» και το «τάλαντο».
[3] Hultch, “Griechishe und Roemanishe Metrologie”
[4] Paul Girauld, “La vie privee et la vie publique des Grecs”, Παρίσι 1909
[5] Αλέξανδρος ο Φεραίος: Τύραννος (Ταγός) των Φερών της Μαγνησίας. Το 369 π.Χ. επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να δεσπόσει ολόκληρης της Θεσσαλίας.
[6] Κοτύλη: μονάδα μέτρησης τόσο των υγρών, όσο και των ξηρών. Η μικρότερη μονάδα, για τους Αθηναίους, ήταν το «κοχλιάριον» κι ακολούθούσαν ο «κύαθος», το «οξύβαφον», η «κοτύλη» ή «ημίνα», ο «ξέστης», ο «χοίνιξ», το «ημίεκτον», ο «έκτος» και ο «μέδιμνος»