Χριστιανοί και εθνικοί σε μια εποχή αγωνίας[1]
Στην αρχή της περιόδου ούτε η παγανιστική, ούτε η χριστιανική θεολογική σκέψη είχαν διαμορφωθεί ως κλειστό ή ομογενές σύστημα. Η ελληνική φιλοσοφική σκέψη αναζητούσε τη σύνθεση, την οποία επρόκειτο να ολοκληρώσει ο Πλωτίνος έναν αιώνα αργότερα. Όμως τότε υπήρχε ελάχιστη ομοφωνία, ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές του πλατωνισμού, ο οποίος είχε γίνει μόδα και διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Όσο για τους χριστιανούς, όπως λέει ο Κέλσος, ήταν διαιρεμένοι σε πολλές αντιμαχόμενες αιρέσεις που είχαν λίγα κοινά [ίσως και τίποτα], εκτός από το όνομα χριστιανός. …
… Και ενώ τα κείμενα των «Αποστολικών Πατέρων» προορίζονταν αποκλειστικώς για τους ομοθρήσκους τους χριστιανούς, οι «Απολογητές» αναδυόμενοι για πρώτη φορά μέσα από το ιδεολογικό τους απομονωτισμό επιχειρούν να αναπτύξουν τις χριστιανικές θέσεις και να δώσουν εξηγήσεις περί αυτών στον κόσμο των διανοούμενων εθνικών στοχεύοντας, όχι τόσο στον προσηλυτισμό τους, αλλά στον περιορισμό των περιοδικών και τοπικού χαρακτήρα διωγμών κατά των χριστιανών, από τους οποίους υπέφερε η Εκκλησία εκείνη την εποχή.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα εμφανίζεται ένας εθνικός διανοούμενος που παίρνει στα σοβαρά τον χριστιανισμό. Αυτό που για τον Πλίνιο τον Νεώτερο ήταν μόνο κουραστική διοικητική ενόχληση, αυτό που για τον Λουκιανό και τον Γαληνό ακόμη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ψυχολογικό αξιοπερίεργο, εμφανίζεται στον Κέλσο ως πραγματική απειλή για την σταθερότητα και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Προβλέποντας με εντυπωσιακή ακρίβεια, είδε την Εκκλησία ως δυνάμει κράτος εν κράτει, το οποίο μεγάλωνε συνεχώς απειλώντας, κατά την γνώμη του, να αποδιοργανώσει τους κοινωνικούς θεσμούς και τελικώς να επιτρέψει την είσοδο στους βαρβάρους. Εκφράζει τις απόψεις του σε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Αληθής Λόγος», με το οποίο σκόπευε να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού, αλλά και να πείσει τους χριστιανούς να γίνουν καλύτεροι πολίτες. Φαίνεται ότι δημοσιεύθηκε επί μάρκου Αυρηλίου, ίσως γύρω στο έτος 178. Αν η χρονολογία είναι σωστή, παρέμεινε μάχιμο και όπως φαίνεται αναπάντητο για δύο γενιές.
Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 203, τη χρονιά που ο νεαρός Ωριγένης άρχισε να διδάσκει στην Αλεξάνδρεια, ως το 248 περίπου, όπου ηλικιωμένος πια δημοσίευσε το έργο του «Κατά Κέλσου». Για τους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας ήταν εποχή όλο και μεγαλύτερης ανασφάλειας και αθλιότητας. Για την Εκκλησία ήταν εποχή σχετικής ελευθερίας από διωγμούς, σταθερής αριθμητικής αναπτύξεως και πάνω απ’ όλα γρήγορης ιδεολογικής εξελίξεως. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε καταλάβει ότι αν ο χριστιανισμός είχε σκοπό να γίνει κάτι περισσότερο από θρησκεία για απαίδευτους, έπρεπε να συμβιβαστεί με την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική επιστήμη. Οι απλοϊκοί χριστιανοί δεν έπρεπε πια να «φοβούνται την φιλοσοφία, όπως τα παιδιά φοβούνται τα σκιάχτρα[2]». Ο αφορισμός του Τερτυλλιανού “nobis curiositate opus non est post Christum Iesum”, φαινόταν να είναι μοιραίος φραγμός για τον προσηλυτισμό των διανοουμένων. Ο Ωριγένης μαθήτευσε στη σχολή του παγανιστή φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά, ο οποίος αργότερα έγινε δάσκαλος του Πλωτίνου. Οι δικοί του μαθητές εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην φιλοσοφία αλλά και στα μαθηματικά και στην φυσική επιστήμη. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στηριζόταν στο πρόγραμμα του Πλάτωνος και ουσιαστικώς δεν διέφερε απ’ αυτό του Πλωτίνου. Έκτοτε ο διάλογος με τον παγανισμό επρόκειτο να είναι διάλογος μεταξύ πνευματικώς ίσων και μάλιστα στο «Κατά Κέλσου» ο Ωριγένης υιοθετεί, δικαιολογημένα, κατά κάποιον τρόπο, τόνο πνευματικής ανωτερότητας.
Την εποχή αυτή στην παγανιστική πλευρά υπάρχουν σημάδια για έντονη διάθεση απορροφήσεως του χριστιανισμού μέσα στην «καθεστηκυία τάξη», με τον ίδιο τρόπο που είχαν απορροφηθεί νωρίτερα τόσοι θεοί, ή τέλος πάντων υπάρχει διάθεση να διατυπωθούν οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει σεβαστή μια ειρηνική συνύπαρξη. Μάλλον έναν τέτοιο σκοπό είχε κατά νου η Ιουλία Μαμμαία, η μητέρα του αυτοκράτορα, όταν κάλεσε τον Ωριγένη στην αυλή της. Έχουμε την πληροφορία ότι ο γιος της, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, διατηρούσε στον ιδιωτικό του ναϊσκο αγάλματα του Ορφέως, του Απολλωνίου Τυανέως, του Αβραάμ, και του Χριστού, τεσσάρων μεγάλων «προφητών» για τους οποίους έτρεφε τον ίδιο σεβασμό[3]. Δεν ήταν ο μόνος που είχε υιοθετήσει αυτήν την στάση. Την ίδια περίπου εποχή ο γνωστικός Καρποκράτης κήρυσσε μια παρόμοια διευρυμένη λατρεία – αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ειρηναίο και τον Αυγουστίνο – οι οπαδοί του λάτρευαν είδωλα του Ομήρου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, του χριστού και του αποστόλου Παύλου. Το ίδιο πνεύμα εμφανίζεται και σε μια αχρονολόγητη επιστολή του Σύρου Σεραπίωνος, στην οποία αναφερόταν ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας και ο Χριστός «ο σοφός βασιλεύς των Εβραίων» ως παραδείγματα σοφών που η διδασκαλία τους επιβίωσε παρά τις άδικες διώξεις. Στην ίδια περίοδο ανήκουν πιθανώς δύο χρησμοί που παρατίθενται από τον Πορφύριο στο πρώιμο έργο του «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας». Η Εκάτη, απαντώντας στο ερώτημα αν ο χριστός είναι Θεός, ουσιαστικώς αποκρίθηκε ότι ο Χριστός ήταν ανθρωπος εξαιρετικής ευλάβειας, όμως οι οπαδοί του, θεωρώντας τον λανθασμένα Θεό, έπεσαν σε μεγάλη πλάνη. Από αυτό ο Πορφύριος συμπεραίνει ότι «δεν πρέπει να μιλούμε άσχημα για τον Χριστό, αλλά πρέπει να συμπονούμε την ανοησία του ανθρωπίνου γένους[4]».
Ο χαρακτήρας της τρίτης φάσεως αντιπαράθεσης είναι κατά πολύ διαφορετικός. Αρχίζει με το διωγμό του Δεκίου το 249, την πρώτη σημαντική προσπάθεια να εξολοθρευτεί ο χριστιανισμός στερώντας την εκκλησία από τους αρχηγούς της. Η προσπάθεια πιθανώς να είχε πετύχει, αν είχε διακοπεί από το θάνατο του Δεκίου σε μάχη. Η φάση αυτή τελειώνει με τον Μεγάλο Διωγμό επί Διοκλητιανού και Γαλερίου, ο οποίος δημιούργησε αναρίθμητους «αποστάτες», αλλά απέτυχε να κλονίσει τον σκληρό πυρήνα των πιστών, αν και επί δέκα χρόνια οι τελευταίοι υφίσταντο μεταχείριση παρανόμων. Εν τω μεταξύ, βοηθούμενη από τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου από το 250 έως το 284, η Εκκλησία κέρδισε γρήγορα πιστούς και επιρροή. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, πιθανώς γύρω στο 270, ο Πορφύριος συνέταξε το γεμάτο επιθετικότητα βιβλίο του «Κατά χριστιανών», το οποίο βρήκε πολλούς μιμητές στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά έγινε επίσης αιτία να δημοσιευθούν πολλές απαντήσεις από την χριστιανική πλευρά. Σ’ αυτό εκφράζει την μεγάλη ανησυχία που διακατείχε πια όλους τους θρησκευόμενους εθνικούς. Μιλάει για τον χριστιανισμό ως δόγμα που έχει διαδοθεί και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Παρατηρεί ότι στην ρώμη η λατρεία του Ιησού αντικαθιστά την λατρεία του Ασκληπιού και παρατηρεί επίσης μια νέα ένδειξη της χριστιανικής αυτοπεποίθησης και του χριστιανικού πλούτου: «χτίζουν παντού μεγάλες εκκλησίες[5]». Δεν καλεί σε διωγμούς. Φαίνεται μάλιστα να μιλάει με συμπόνια για τους τόσους και τόσους χριστιανούς που η διδασκαλία της Εκκλησία τους έγινε η αιτία να «τιμωρηθούν απάνθρωπα».
Οι συνεχιστές του είχαν λιγότερες αναστολές. Ο Ιεροκλής[6], συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο «Οι εραστές της αλήθειας», στην οποία εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλον δέος του Χριστού, ήταν από τους υποκινητές του Μεγάλου Διωγμού και ως διοικητής επαρχίας πήρε ενεργώς μέρος σ’ αυτόν. Ο Ιεροκλής επισημαίνει όχι μόνο τη συμμαχία των παγανιστών διανοουμένων με την «καθεστηκυία τάξη», αλλά επίσης την ανάγκη μεταμόρφωσης του νεοπλατωνισμού σε θρησκεία με τους δικούς της αγίους και θαυματοποιούς. Και οι δύο αυτές προτάσεις ήταν αμυντικές ενέργειες εναντίον της προωθήσεως του χριστιανισμού. Και οι δύο επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα, κατά την διάρκεια της σύντομης βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
_____________________________
[1] Ε. Ρ. Ντοντς, «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[2] Κλήμης, Στρωμ., 6.80 (πρβλ. 6.93)
[3] Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ., 6.21.3, Λαμπρίδιος, Αλεξ., 29 Η δυναστεία των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.) είχε ιδιαίτερη προτίμηση, όχι αποκλειστικώς προς τον χριστιανισμό, αλλά προς τις ανατολικές λατρείες γενικώς: πρβλ. A.D. Nock, Conversion, σ. 128 κε.
[4] Ευσέβιος, Ευαγγ. Αποδ., 3.7_Αυγουστίνος, Civ. Dei, 19.23.2 κε. [Wolff, Porphyrii de phil. Ex orac. Reliquiae, 180 κε]. Πρβλ. την προτίμηση του Αμελίου στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.
[5] Πορφύριος, Κατά χριστ., αποσπ. 13_80_76.27. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλ. Ιστ., 8.1.5., και Harnack, Mission, II, σ. 85-88. Οι επιγραφικές μαρτυρίες φανερώνουν ραγδαία παρακμή του παγανισμού κατά το δεύτερο μισό του τρίτου αιώνα : βλ. Geffcken, Ausgang, 20-5 και Frend στο Past and present, 16 (1959), σ. 20-22.
[6] Τα στοιχεία για το Ιεροκλή έχει συλλέξει ο Labriolle, Reaction, σ. 306-310. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεταγενέστερό του νεοπλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος σχολίασε εκτενώς τα «Χρυσά Έπη»
Στην αρχή της περιόδου ούτε η παγανιστική, ούτε η χριστιανική θεολογική σκέψη είχαν διαμορφωθεί ως κλειστό ή ομογενές σύστημα. Η ελληνική φιλοσοφική σκέψη αναζητούσε τη σύνθεση, την οποία επρόκειτο να ολοκληρώσει ο Πλωτίνος έναν αιώνα αργότερα. Όμως τότε υπήρχε ελάχιστη ομοφωνία, ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές του πλατωνισμού, ο οποίος είχε γίνει μόδα και διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Όσο για τους χριστιανούς, όπως λέει ο Κέλσος, ήταν διαιρεμένοι σε πολλές αντιμαχόμενες αιρέσεις που είχαν λίγα κοινά [ίσως και τίποτα], εκτός από το όνομα χριστιανός. …
… Και ενώ τα κείμενα των «Αποστολικών Πατέρων» προορίζονταν αποκλειστικώς για τους ομοθρήσκους τους χριστιανούς, οι «Απολογητές» αναδυόμενοι για πρώτη φορά μέσα από το ιδεολογικό τους απομονωτισμό επιχειρούν να αναπτύξουν τις χριστιανικές θέσεις και να δώσουν εξηγήσεις περί αυτών στον κόσμο των διανοούμενων εθνικών στοχεύοντας, όχι τόσο στον προσηλυτισμό τους, αλλά στον περιορισμό των περιοδικών και τοπικού χαρακτήρα διωγμών κατά των χριστιανών, από τους οποίους υπέφερε η Εκκλησία εκείνη την εποχή.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα εμφανίζεται ένας εθνικός διανοούμενος που παίρνει στα σοβαρά τον χριστιανισμό. Αυτό που για τον Πλίνιο τον Νεώτερο ήταν μόνο κουραστική διοικητική ενόχληση, αυτό που για τον Λουκιανό και τον Γαληνό ακόμη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ψυχολογικό αξιοπερίεργο, εμφανίζεται στον Κέλσο ως πραγματική απειλή για την σταθερότητα και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Προβλέποντας με εντυπωσιακή ακρίβεια, είδε την Εκκλησία ως δυνάμει κράτος εν κράτει, το οποίο μεγάλωνε συνεχώς απειλώντας, κατά την γνώμη του, να αποδιοργανώσει τους κοινωνικούς θεσμούς και τελικώς να επιτρέψει την είσοδο στους βαρβάρους. Εκφράζει τις απόψεις του σε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Αληθής Λόγος», με το οποίο σκόπευε να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού, αλλά και να πείσει τους χριστιανούς να γίνουν καλύτεροι πολίτες. Φαίνεται ότι δημοσιεύθηκε επί μάρκου Αυρηλίου, ίσως γύρω στο έτος 178. Αν η χρονολογία είναι σωστή, παρέμεινε μάχιμο και όπως φαίνεται αναπάντητο για δύο γενιές.
Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 203, τη χρονιά που ο νεαρός Ωριγένης άρχισε να διδάσκει στην Αλεξάνδρεια, ως το 248 περίπου, όπου ηλικιωμένος πια δημοσίευσε το έργο του «Κατά Κέλσου». Για τους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας ήταν εποχή όλο και μεγαλύτερης ανασφάλειας και αθλιότητας. Για την Εκκλησία ήταν εποχή σχετικής ελευθερίας από διωγμούς, σταθερής αριθμητικής αναπτύξεως και πάνω απ’ όλα γρήγορης ιδεολογικής εξελίξεως. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε καταλάβει ότι αν ο χριστιανισμός είχε σκοπό να γίνει κάτι περισσότερο από θρησκεία για απαίδευτους, έπρεπε να συμβιβαστεί με την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική επιστήμη. Οι απλοϊκοί χριστιανοί δεν έπρεπε πια να «φοβούνται την φιλοσοφία, όπως τα παιδιά φοβούνται τα σκιάχτρα[2]». Ο αφορισμός του Τερτυλλιανού “nobis curiositate opus non est post Christum Iesum”, φαινόταν να είναι μοιραίος φραγμός για τον προσηλυτισμό των διανοουμένων. Ο Ωριγένης μαθήτευσε στη σχολή του παγανιστή φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά, ο οποίος αργότερα έγινε δάσκαλος του Πλωτίνου. Οι δικοί του μαθητές εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην φιλοσοφία αλλά και στα μαθηματικά και στην φυσική επιστήμη. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στηριζόταν στο πρόγραμμα του Πλάτωνος και ουσιαστικώς δεν διέφερε απ’ αυτό του Πλωτίνου. Έκτοτε ο διάλογος με τον παγανισμό επρόκειτο να είναι διάλογος μεταξύ πνευματικώς ίσων και μάλιστα στο «Κατά Κέλσου» ο Ωριγένης υιοθετεί, δικαιολογημένα, κατά κάποιον τρόπο, τόνο πνευματικής ανωτερότητας.
Την εποχή αυτή στην παγανιστική πλευρά υπάρχουν σημάδια για έντονη διάθεση απορροφήσεως του χριστιανισμού μέσα στην «καθεστηκυία τάξη», με τον ίδιο τρόπο που είχαν απορροφηθεί νωρίτερα τόσοι θεοί, ή τέλος πάντων υπάρχει διάθεση να διατυπωθούν οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει σεβαστή μια ειρηνική συνύπαρξη. Μάλλον έναν τέτοιο σκοπό είχε κατά νου η Ιουλία Μαμμαία, η μητέρα του αυτοκράτορα, όταν κάλεσε τον Ωριγένη στην αυλή της. Έχουμε την πληροφορία ότι ο γιος της, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, διατηρούσε στον ιδιωτικό του ναϊσκο αγάλματα του Ορφέως, του Απολλωνίου Τυανέως, του Αβραάμ, και του Χριστού, τεσσάρων μεγάλων «προφητών» για τους οποίους έτρεφε τον ίδιο σεβασμό[3]. Δεν ήταν ο μόνος που είχε υιοθετήσει αυτήν την στάση. Την ίδια περίπου εποχή ο γνωστικός Καρποκράτης κήρυσσε μια παρόμοια διευρυμένη λατρεία – αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ειρηναίο και τον Αυγουστίνο – οι οπαδοί του λάτρευαν είδωλα του Ομήρου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, του χριστού και του αποστόλου Παύλου. Το ίδιο πνεύμα εμφανίζεται και σε μια αχρονολόγητη επιστολή του Σύρου Σεραπίωνος, στην οποία αναφερόταν ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας και ο Χριστός «ο σοφός βασιλεύς των Εβραίων» ως παραδείγματα σοφών που η διδασκαλία τους επιβίωσε παρά τις άδικες διώξεις. Στην ίδια περίοδο ανήκουν πιθανώς δύο χρησμοί που παρατίθενται από τον Πορφύριο στο πρώιμο έργο του «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας». Η Εκάτη, απαντώντας στο ερώτημα αν ο χριστός είναι Θεός, ουσιαστικώς αποκρίθηκε ότι ο Χριστός ήταν ανθρωπος εξαιρετικής ευλάβειας, όμως οι οπαδοί του, θεωρώντας τον λανθασμένα Θεό, έπεσαν σε μεγάλη πλάνη. Από αυτό ο Πορφύριος συμπεραίνει ότι «δεν πρέπει να μιλούμε άσχημα για τον Χριστό, αλλά πρέπει να συμπονούμε την ανοησία του ανθρωπίνου γένους[4]».
Ο χαρακτήρας της τρίτης φάσεως αντιπαράθεσης είναι κατά πολύ διαφορετικός. Αρχίζει με το διωγμό του Δεκίου το 249, την πρώτη σημαντική προσπάθεια να εξολοθρευτεί ο χριστιανισμός στερώντας την εκκλησία από τους αρχηγούς της. Η προσπάθεια πιθανώς να είχε πετύχει, αν είχε διακοπεί από το θάνατο του Δεκίου σε μάχη. Η φάση αυτή τελειώνει με τον Μεγάλο Διωγμό επί Διοκλητιανού και Γαλερίου, ο οποίος δημιούργησε αναρίθμητους «αποστάτες», αλλά απέτυχε να κλονίσει τον σκληρό πυρήνα των πιστών, αν και επί δέκα χρόνια οι τελευταίοι υφίσταντο μεταχείριση παρανόμων. Εν τω μεταξύ, βοηθούμενη από τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου από το 250 έως το 284, η Εκκλησία κέρδισε γρήγορα πιστούς και επιρροή. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, πιθανώς γύρω στο 270, ο Πορφύριος συνέταξε το γεμάτο επιθετικότητα βιβλίο του «Κατά χριστιανών», το οποίο βρήκε πολλούς μιμητές στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά έγινε επίσης αιτία να δημοσιευθούν πολλές απαντήσεις από την χριστιανική πλευρά. Σ’ αυτό εκφράζει την μεγάλη ανησυχία που διακατείχε πια όλους τους θρησκευόμενους εθνικούς. Μιλάει για τον χριστιανισμό ως δόγμα που έχει διαδοθεί και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Παρατηρεί ότι στην ρώμη η λατρεία του Ιησού αντικαθιστά την λατρεία του Ασκληπιού και παρατηρεί επίσης μια νέα ένδειξη της χριστιανικής αυτοπεποίθησης και του χριστιανικού πλούτου: «χτίζουν παντού μεγάλες εκκλησίες[5]». Δεν καλεί σε διωγμούς. Φαίνεται μάλιστα να μιλάει με συμπόνια για τους τόσους και τόσους χριστιανούς που η διδασκαλία της Εκκλησία τους έγινε η αιτία να «τιμωρηθούν απάνθρωπα».
Οι συνεχιστές του είχαν λιγότερες αναστολές. Ο Ιεροκλής[6], συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο «Οι εραστές της αλήθειας», στην οποία εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλον δέος του Χριστού, ήταν από τους υποκινητές του Μεγάλου Διωγμού και ως διοικητής επαρχίας πήρε ενεργώς μέρος σ’ αυτόν. Ο Ιεροκλής επισημαίνει όχι μόνο τη συμμαχία των παγανιστών διανοουμένων με την «καθεστηκυία τάξη», αλλά επίσης την ανάγκη μεταμόρφωσης του νεοπλατωνισμού σε θρησκεία με τους δικούς της αγίους και θαυματοποιούς. Και οι δύο αυτές προτάσεις ήταν αμυντικές ενέργειες εναντίον της προωθήσεως του χριστιανισμού. Και οι δύο επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα, κατά την διάρκεια της σύντομης βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
_____________________________
[1] Ε. Ρ. Ντοντς, «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[2] Κλήμης, Στρωμ., 6.80 (πρβλ. 6.93)
[3] Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ., 6.21.3, Λαμπρίδιος, Αλεξ., 29 Η δυναστεία των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.) είχε ιδιαίτερη προτίμηση, όχι αποκλειστικώς προς τον χριστιανισμό, αλλά προς τις ανατολικές λατρείες γενικώς: πρβλ. A.D. Nock, Conversion, σ. 128 κε.
[4] Ευσέβιος, Ευαγγ. Αποδ., 3.7_Αυγουστίνος, Civ. Dei, 19.23.2 κε. [Wolff, Porphyrii de phil. Ex orac. Reliquiae, 180 κε]. Πρβλ. την προτίμηση του Αμελίου στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.
[5] Πορφύριος, Κατά χριστ., αποσπ. 13_80_76.27. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλ. Ιστ., 8.1.5., και Harnack, Mission, II, σ. 85-88. Οι επιγραφικές μαρτυρίες φανερώνουν ραγδαία παρακμή του παγανισμού κατά το δεύτερο μισό του τρίτου αιώνα : βλ. Geffcken, Ausgang, 20-5 και Frend στο Past and present, 16 (1959), σ. 20-22.
[6] Τα στοιχεία για το Ιεροκλή έχει συλλέξει ο Labriolle, Reaction, σ. 306-310. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεταγενέστερό του νεοπλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος σχολίασε εκτενώς τα «Χρυσά Έπη»