Ο γεροβοσκός[1]
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι εγέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα!
Τις κορφες επάτησα
και νυχτοπερπάτησα
και σε δέντρα γερικά
είδα κι είδα αγερικά!
Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι χύθηκα
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα!
Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ονείρατα γυρτός
ξυπνητός και κοιμιστός!
Σ' αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο μάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές!
Είδα τ' άστρι στο βουνό,
που το λεν' Αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά!
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ' άρνιά,
σα παιδιά στην αγκαλιά!
Μια ζωήν επέρασα
κι είπ' ο Θεός κι εγέρασα
και το χιόνι το πολύ,
μου 'πεσε στη κεφαλή!
Άειντε προβατάκια μου,
περπατάτ' αρνάκια μου,
πάμετε σιγά-σιγά
και μας 'πηρεν η βραδιά...
[1] του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)