Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Όταν ένα απλό ταξίδι, μετατρέπεται σε ταξίδι και ανύψωση της ψυχής. Ο Χένρυ Μίλλερ δεν περιφέρεται απλώς από τόπο σε τόπο. Βιώνει με κάθε κύτταρο του κορμιού του το τοπίο, το καταπίνει, το μυρηκάζει και το κάνει μέρος του εαυτού του. Ένας μεγάλος συγγραφέας αποκαλύπτει στο παγκόσμιο κοινό έναν αληθινό Άνθρωπο.

Α.Χ.

Ξυπνήσαμε νωρίς και πήραμε ένα αυτοκίνητο να μας πάει στην Επίδαυρο. Η μέρα άρχισε με μία υπέροχη γαλήνη. Ήταν η πρώτη μου πραγματική επαφή με την Πελοπόννησο. Και δεν ήταν μια απλή ματιά, αλλά ένα ολόκληρο θέαμα που άνοιγε πάνω από ένα κόσμο ακόμα σιωπηλό, τέτοιο που ίσως κληρονομήσει κάποια μέρα η ανθρωπότητα, όταν πάψει να επιδίδεται σε σφαγές κι εγκλήματα. Αναρωτιέμαι πως συμβαίνει και κανένας ζωγράφος μέχρι σήμερα δε μας έχει δώσει τη μαγεία αυτού του ειδυλλιακού τοπίου. Μήπως είναι υπερβολικά ξένο προς το δράμα, μήπως είναι υπερβολικά ειδυλλιακό ; Είναι μήπως το φως υπερβολικά αιθέριο για να συλληφθεί απ’ το χρωστήρα ; Αυτό μόνο μπορώ να πω κι ίσως αποθαρρύνω τον υπεραισιόδοξο καλλιτέχνη : δεν υπάρχει ίχνος ασχήμιας εδώ, είτε γραμμής, είτε χρώματος, είτε μορφής, χαρακτηριστικού ή εντύπωσης. Είναι απόλυτη τελειότητα, όπως η μουσική του Μότσαρτ. Πράγματι, τολμώ να πω πως εδώ κρύβεται περισσότερος Μότσαρτ παρά οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Ο δρόμος προς την Επίδαυρο είναι σαν το δρόμο προς τη δημιουργία. Σταματά κανείς την αναζήτηση. Μένει σιωπηλός, ακινητοποιημένος απ’ τη σιωπή μυστηριακών αρχών. Αν μπορούσε να μιλήσει κανείς, τα λόγια του θα γίνονταν μελωδία. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς ν’ αδράξεις, να απομονώσεις ή ν’ αποθησαυρίσεις: το μόνο που υπάρχει είναι η κατάρρευση των τειχών που κρατούν φυλακισμένο το πνεύμα. Το τοπίο δεν υποχωρεί, αλλά εγκαθίσταται στους ανοιχτούς τόπους της καρδιάς. Συσσωρεύεται, μαζεύεται μέσα, κατακτά. Παύεις πλέον να διασχίζεις κάτι – ονόμασέ το Φύση, αν θέλεις – αλλά συμμετέχεις σε μια αναστάτωση, μια αναστάτωση των δυνάμεων της πλεονεξίας, της κακίας, του εγωισμού, της ματαιοδοξίας, της σκληρότητας, της αλαζονείας, του εγωισμού, της πανουργίας και τόσων άλλων.

Είναι η ανατολή της πρώτης ημέρας της μεγάλης ειρήνης, της ειρήνης της καρδιάς, που έρχεται πριν την παράδοση. Δεν θα γνώριζα ποτέ το νόημα της ειρήνης αν δεν πήγαινα στην Επίδαυρο. Όπως όλοι, χρησιμοποιούσα σ’ όλη μου τη ζωή αυτή τη λέξη, χωρίς ποτέ να συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποιούσα κάτι πλαστό. Η ειρήνη δεν είναι αντίθετο του πολέμου περισσότερο απ’ ό,τι ο θάνατος είναι το αντίθετο της ζωής. Η φτώχεια της γλώσσας, που είναι το ίδιο πράγμα σα να λέμε η φτώχεια της ανθρώπινης φαντασίας ή η φτώχεια της εσωτερικής ζωής μας, έχει δημιουργήσει μια αμφισημία απόλυτα λάθος. Μιλώ φυσικά για την ειρήνη που υπερβαίνει κάθε κατανόηση. Δεν υπάρχει άλλο είδος ειρήνης. Η ειρήνη που οι περισσότεροί μας ξέρουμε δεν είναι παύση των εχθροτήτων, μια ανακωχή, ένα διάλειμμα, μια ανάπαυλα, ένα αποκοίμισμα. Όλα αρνητικά. Η ειρήνη της καρδιάς είναι κάτι το θετικό και ακατανίκητο, που δεν χρειάζεται συνθήκες και προστασία. Απλώς υπάρχει. Αν είναι νίκη, είναι παράξενη νίκη γιατί βασίζεται ολότελα στην παράδοση, τη θεληματική βέβαια παράδοση. Για μένα δεν υπάρχει κανένα μυστήριο στις θεραπείες που πετύχαιναν εδώ οι αρχαίοι, σ’ αυτό το μέγα θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Εδώ ο ίδιος ο θεραπευτής θεραπεύεται, που είναι το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη της θρησκευτικής τέχνης, που δεν είναι ιατρική αλλά θρησκευτική. Ύστερα, ο ασθενής θεραπευόταν πριν καν αρχίσει η θεραπεία. Οι μεγάλοι γιατροί πάντα μιλούσαν για την Φύση σαν τον Μέγα Θεραπευτή. Αυτό μερικά μόνο είναι αλήθεια. Η φύση από μόνη της δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Η φύση είναι σε θέση να θεραπεύσει μόνο όταν ο άνθρωπος αναγνωρίσει τη θέση του στον κόσμο, που δε βρίσκεται στη φύση, όπως συμβαίνει με το ζώο, αλλά στο ανθρώπινο βασίλειο, τον κρίκο ανάμεσα στο φυσικό και το θείο.

Στα μάτια των υποανθρώπινων δειγμάτων αυτής της σκοταδιστικής επιστημονικής εποχής, οι τελετουργίες και η λατρεία που συνδέονταν με τη θεραπευτική τέχνη όπως εφαρμοζόταν στην Επίδαυρο μοιάζουν καθαρή φάρσα. Στον κόσμο μας οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς και οι άρρωστοι τρέχουν στους άρρωστους για θεραπεία. Κάνουμε συνεχή πρόοδο, είναι μια πρόοδος όμως που οδηγεί στο χειρουργικό τραπέζι, στις καλύβες των φτωχών, στα άσυλα φρενοβλαβών, στα χαρακώματα. Δεν έχουμε θεραπευτές – μόνο σφαγείς διαθέτουμε, οι ανατομικές γνώσεις των οποίων τους δίνουν το δικαίωμα να αποχτούν κάποιο δίπλωμα, το οποίο με τη σειρά του τους δίνει το δικαίωμα να ξεριζώνουν με το νυστέρι αρρώστιες έτσι που να συνεχίζουμε σαν ανάπηροι τη ζωή μας ώσπου να καταλήξουμε κάποτε στο σφαγείο. Αναγγέλλουμε την ανακάλυψη της μιας και της άλλης θεραπείας αλλά δεν κάνουμε καμιά αναφορά στις καινούριες αρρώστιες που δημιουργήσαμε εν τω μεταξύ. Η ιατρική τάξη λειτουργεί απαράλλαχτα όπως το Υπουργείο Αμύνης – οι θρίαμβοι που αναγγέλλονται είναι συνθήματα που ρίχνονται για να συγκαλύψουν τον θάνατο και την καταστροφή. Οι γιατροί, όπως και οι στρατιωτικοί ηγέτες, είναι καταδικασμένοι απ’ την αρχή, οι μάχες τους δεν έχουν καμιά ελπίδα ποτέ να ευοδωθούν. Εκείνο που χρειάζεται για να ζήσει ο άνθρωπος είναι η ειρήνη. Το να νικήσουμε τον γείτονά μας δεν μας φέρνει ειρήνη όπως και η θεραπεία του καρκίνου δεν μας φέρνει υγεία. Δεν αρχίζει να ζει ο άνθρωπος θριαμβεύοντας πάνω στον εχθρό του ούτε αρχίζει να αποχτά υγεία κάνοντας ατέλειωτες θεραπείες. Η χαρά της ζωής βγαίνει από την ειρήνη, που δεν είναι κάτι το στατικό αλλά το δυναμικό. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πει πραγματικά πως ξέρει τί είναι η χαρά αν δεν έχει πρώτα εμπειρία της ειρήνης. Και χωρίς χαρά δεν υπάρχει ζωή, ακόμη κι αν έχεις δέκα αυτοκίνητα, έξι μπάτλερ, κάστρο, ιδιωτικό παρεκκλήσι και αντιεροπορικό καταφύγιο. Οι αρρώστιες μας είναι όλα εκείνα που μας δεσμεύουν, είτε λέγονται συνήθειες, είτε ιδεολογίες, είτε ιδανικά, αρχές πλούτη, φοβίες, θεοί, πίστεις, θρησκείες, οτιδήποτε. Οι καλοί μισθοί μπορεί να είναι το ίδιο μεγάλη αρρώστια όσο και η δουλειά. Σ’ οτιδήποτε αγκιστρωνόμαστε, έστω κι αν αυτό είναι ελπίδα ή πίστη, μπορεί να είναι η αρρώστια που μας κουβαλά μαζί της. Η παράδοση είναι απόλυτη: αν αγκιστρωθείς κι απ’ το παραμικρό πράγμα, θρέφεις το σπέρμα που θα σε καταβροχθίσει. Όσο για τον Θεό, εκείνος μας έχει εγκαταλείψει για να μπορέσουμε κάποτε να συνειδητοποιήσουμε τη χαρά να προσεγγίσουμε το θεϊκό με τις δικές μας και μόνο προσπάθειες. Όλα αυτά τα κλαψουρίσματα στα σκοτεινά, αυτή η επιμονή, πανάθλια αναζήτηση για ειρήνη, που θα θεριέψει όσο μεγαλώνει ο πόνος και η δυστυχία, πού μπορεί να βρεθεί ; Ειρήνη ! Μα νομίζει ο κόσμος πως είναι κάτι που το μαζεύεις σαν το στάρι και τη σίκαλη ; Είναι κάτι που μπορείς να πέσεις πάνω του και να το καταβροχθίσεις, όπως κάνει ο λύκος με τα ψοφίμια ; Ακούω τον κόσμο να μιλάει για ειρήνη και βλέπω πρόσωπα να σκοτεινιάζουν από θυμό ή μίσος ή με καταφρόνηση κι ακαταδεξία, με αλαζονεία κι εγωισμό. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να πολεμήσουν για να φέρουν την ειρήνη – αυτοί τα ‘χουν περισσότερο χαμένα απ’ όλους. Ειρήνη δε θα υπάρξει παρά μόνο αφού έχει εξαλειφθεί απ’ το νου και την καρδιά μας κάθε ίχνος αγριότητας. Ο φόνος είναι στην κορυφή της πλατιάς πυραμίδας που έχει για βάση της το εγώ. Αυτό που στέκεται θα πρέπει να πέσει. Όλα εκείνα για τα οποία πολέμησε ο άνθρωπος θα πρέπει να εγκαταλειφθούν πριν μπορέσει ν’ αρχίσει να ζει σαν άνθρωπος. Μέχρι τώρα υπήρξε ένα άρρωστο κτήνος, που ακόμα κι οι θεοί του βρωμούν. Είναι κύριος πολλών κόσμων και σκλάβος στον δικό του. Εκείνο που κυριαρχεί στον κόσμο είναι η καρδία, όχι ο εγκέφαλος. Σε κάθε χώρο οι κατακτήσεις μας μόνο θάνατο φέρνουν. Έχουμε γυρίσει τις πλάτες μας σ’ εκείνο το μοναδικό χώρο όπου κρύβεται η πραγματική ελευθερία. Στην Επίδαυρο, στην ακινησία του τοπίου, στην μεγάλη ειρήνη που με κατέλαβε άκουσα την καρδιά του κόσμου να χτυπά. Ξέρω ποια είναι η γιατρειά: είναι μια κίνηση παράδοσης, μια κίνηση εγκατάλειψης έτσι που οι μικρές μας καρδιές να χτυπούν σ’ αρμονία με την μεγάλη καρδιά του κόσμου.[1]
_______________________________


[1] Χένρυ Μίλλερ, «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού», εκδόσεις Κάκτος, 1981