Ήθη και Έθιμα
Η φυσιογνωμία ενός λαού[1]
Ο όρος ήθος σημαίνει το σύνολο των ψυχικών χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου. Ήθη λέγονται οι αντιλήψεις ενός λαού για την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά. Είναι οι γενικές αρχές Δικαίου, οι θεμιτοί τρόποι συμπεριφοράς του κοινωνικού ανθρώπου, που μεταβάλλονται με τη μεταβολή του χρόνου, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο και απηχούν την τρέχουσα ηθική μιας κοινωνίας. Δηλαδή τα ήθη ορίζουν αξίες, σχέσεις, συμπεριφορές. Είναι τα αισθήματα, οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν μια εποχή (π.χ. η καταναλωτική τάση του σύγχρονου αστού, η προτίμησή του σε πρακτικές λύσεις, όπως είναι τα τυποποιημένα είδη διατροφής, η αντίληψή του για το γάμο κ.τ.λ.). Όλα αυτά αποτελούν ένα είδος κανόνων και νόμων, μια μορφή δικαίου, άγραφου, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε εθιμικό. Αλλά και το Γραπτό Δίκαιο δεν είναι αυθαίρετο δημιούργημα του νομοθέτη, αλλά προϊόν του πνεύματος του λαού. Υπάρχει μια συμφωνία των ηθών με τις απαιτήσεις του δικαίου. Για παράδειγμα, στις συναλλαγές των ανθρώπων οι νόμοι καθορίζουν ως δίκαιο ό,τι η κοινωνία θεωρεί ως ηθικό: απαγορεύεται η αισχροκέρδεια, θεωρείται άκυρη κάθε πράξη που αποτελεί εκμετάλλευση της ανάγκης του άλλου.
Όταν, όμως, οι αντιλήψεις αυτές πάρουν και μια σταθερά επαναλαμβανόμενη τελεστική, περισσότερο ή λιγότερο τελετουργική μορφή, γίνονται έθιμα, όπως είναι τα γαμήλια έθιμα. Γίνονται δηλαδή συνήθεια με καθολικό χαρακτήρα, που τηρείται από όλα τα μέλη της κοινωνικής ομάδας. Τα στοιχεία του εθίμου είναι: α) το ιστορικό: μακρόχρονη και ομοιόμορφη άσκηση, δηλ. ορισμένη συμπεριφορά των κοινωνιών που επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα επί αρκετό χρόνο, ώστε να παγιωθεί ως κανόνας Δικαίου β) το ψυχολογικό: η πεποίθηση των κοινωνιών ότι, με τη συμπεριφορά τους εφαρμόζουν κανόνα δικαίου και ότι αν δεν τηρήσουν τη συμπεριφορά αυτή, θα έχουν κυρώσεις. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι η γενική κατακραυγή και η ηθική καταδίκη από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Τα έθιμα διακρίνονται σε γενικά (ισχύουν σε όλη τη χώρα) και τοπικά (ισχύουν σε ορισμένη περιοχή). Υπάρχουν, επίσης, έθιμα επαγγελματικά και θρησκευτικά. κ.λ
Η έννοια των εθίμων προσεγγίζεται καλύτερα με το συσχετισμό τους με την έννοια των ηθών (λέμε ήθη και έθιμα). Στα νεότερα χρόνια η σχέση ηθών και εθίμων μεταβλήθηκε. Ήθη πάντα υπάρχουν. Αλλά δε δημιουργούνται νέα έθιμα. Αυτό σχετίζεται με τον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος δημιουργίας εθίμων. Γιατί εκεί συνέτρεχαν οι λόγοι που ευνοούσαν τη δημιουργία και διατήρησή τους (έντονη πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις, που έπρεπε, λατρευτικά, να καταστούν ευεργετικές, διάθεση ελεύθερου χρόνου, συλλογική ζωή). Υπάρχει, εντούτοις, μια τάση διατήρησης παλιών εθίμων, έστω κι αν εξέλιπαν οι αιτίες που τα είχαν δημιουργήσει. Το τελετουργικό, η παραστατικότητα και η θεαματικότητα του εθίμου ασκούν αρκετά ισχυρή γοητεία, ώστε να παρατηρείται, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σκόπιμη αναβίωση των παλιών εθίμων, που προσφέρονται ως ένα είδος θεατρικής παράστασης, ή θεάματος...
Τα ήθη και έθιμα, τα δημοτικά τραγούδια και οι παροιμίες, οι παραδόσεις και οι θρύλοι αποτελούν το λαϊκό πολιτισμό που είναι ο καθρέφτης ενός λαού. Μελετώντας τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, αντικρίζει κανείς ένα λαό απλό και αληθινό, συγκροτημένο πάνω σε στέρεο προσανατολισμό, με πίστη στο παρελθόν και αισιοδοξία για το μέλλον, με ιδανικά και αξίες. Και αυτό, γιατί υπάρχει αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, τον αρχαίο και το νεότερο. Κάθε έθιμο και δοξασία του λαϊκού πολιτισμού προχωρεί στα βάθη του παρελθόντος, φτάνοντας όχι μόνο στους κλασικούς χρόνους, αλλά μερικές φορές στα βάθη της προϊστορίας.
Αναμφίβολα, λοιπόν, μέσα από το λαϊκό πολιτισμό αναζητάμε τις ρίζες μας και ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας ως λαός, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε τη συνέχιση του έθνους μας. Εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο...
[1] του Νίκου Ζυγογιάννη, καθηγητή ΜΕ.
Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009
Αθλητικοί Αγώνες
τα Νέμεα[1]
Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση τα Νέμεα καθιερώθηκαν ως πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες το έτος 573 πΧ και γίνονταν ανά διετία τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Το πρόγραμμα των Νεμέων έμοιαζε περισσότερο με αυτό των αγώνων στην Ολυμπία, τουλάχιστον κατά την πρώιμη περίοδο που δεν περιλαμβάνονταν μουσικοί αγώνες. Μεγαλύτερη έμφαση δινόταν στα καθαρά αθλητικά αγωνίσματα.
…
Ο χώρος[2] και η διοργάνωση των αγώνων αρχικά ελεγχόταν από τη γειτονική μικρή πόλη των Κλεωνών. Όμως κατά τον 4ο αι πΧ πέρασε κάτω από τον έλεγχο του Άργους. πράγματι, συχνά οι αγώνες μεταφέρονταν στο Άργος και εορτάζονταν εκεί παρά στη Νεμέα και μάλιστα για τα ¾ περίπου της διάρκειας της ζωής τους.
Όπως συνέβαινε σε κάθε τόπο στην αρχαιότητα, έτσι και η Νεμέα διέθετε τους δικούς της μύθους. Εξαιτίας του λιονταριού η Νεμέα έγινε γνωστή ως ο χώρος του πρώτου από τους Δώδεκα άθλους του Ηρακλέους. Μετά το στραγγαλισμό του λιονταριού ο Ηρακλής, με τη βοήθεια των ίδιων των νυχιών του θηρίου, αφαίρεσε το δέρμα του, το οποίο θεωρούνταν αδιαπέραστο, και το φορούσε στο εξής ο ίδιος ως πανοπλία. Λέγεται μάλιστα ότι τότε ακριβώς ο Ηρακλής ίδρυσε τους αγώνες, τα Νέμεα, σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για τη νίκη του και τους αφιέρωσε στον πατέρα του τον Δία. Αυτή η εκδοχή εντούτοις θεωρείται μεταγενέστερη και δεν απαντάται σε καμιά γραπτή πηγή πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο.
Αντίθετα, ένας άλλος μύθος, όχι τόσο γνωστός σήμερα, στάθηκε χωρίς άλλο η αρχαιότερη εκδοχή σχετικά με την ίδρυση των αγώνων. Ο μύθος, που μνημονεύεται σε τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδου[3] αναφερόταν σ’ έναν ιερέα βασιλέα της Νεμέας, τον Λυκούργο και τη γυναίκα του την Ευρυδίκη. Ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες πολλών ετών το βασιλικό ζευγάρι κατάφερε να αποκτήσει ένα γιο. Κατά τη συνήθεια της εποχής ο Λυκούργος κατέφυγε στο Μαντείο των Δελφών για να μάθει πώς θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο το ότι ο γιος του θα μεγάλωνε δυνατός και υγιής, ώστε να τον διαδεχθεί στο θρόνο της Νεμέας. Σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας ο Οφέλτης[4] δεν θα ‘πρεπε να πατήσει στο χώμα μέχρι να μάθει να περπατάει.
Με την επιστροφή του στη Νεμέα ο Λυκούργος αγόρασε μια σκλάβα, την Υψιπύλη, στην οποία εμπιστεύθηκε το βρέφος με την αυστηρή εντολή να μην αφήσει το παιδί να αγγίξει το έδαφος. Μια μέρα εντούτοις, καθώς η Υψιπύλη κρατώντας το μωρό περνούσε από τους αγρούς της Νεμέας, έτυχε να συναντήσει τους «Επτά» από το Άργος που πορεύονταν προς τη Θήβα. Της ζήτησαν λίγο νερό και εκείνη, αφήνοντας το μωρό καταγής πάνω σε μια στρώση από αγριοσέλινα, πήγε να τους δείξει την πηγή. Ένα πελώριο φίδι σύρθηκε τότε μέσα από τα αγριοσέλινα και σκότωσε το βρέφος. Οι Επτά θεώρησαν το γεγονός κακό οιωνό για τη δική τους εκστρατεία[5] και γι’ αυτό τέλεσαν επιτάφιους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βράφους, στο οποίο και έδωσαν νέο όνομα Αρχέμορος[6], ελπίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξευμένιζαν τους θεούς.
Αυτός ο μύθος ερμηνεύει με σαφήνεια, γιατί ο στέφανος νίκης στα Νέμεα γινόταν από αγριοσέλινο, γιατί οι ελλανοδίκες φορούσαν μαύρα ενδύματα και γιατί το ιερό άλσος, που περιέβαλλε το ναό του Διός, ήταν από κυπαρίσσια, ένα δέντρο που σχετιζόταν στενά με το πένθος.
…
Οι ανασκαφές στο ιερό του Διός στη Νεμέα αποκάλυψαν ότι μια μάχη «εκ παρατάξεως» είχε διεξαχθεί μέσα στο θρησκευτικό κέντρο κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. πΧ. Η μάχη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του πρώιμου ναού του Διός αλλά και πολλών άλλων κτισμάτων. Εξαιτίας αυτής της καταστροφής οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες της Νεμέας δεν τελούνταν πλέον στη Νεμέα αλλά μεταφέρθηκαν πιθανώς στο Άργος μέχρι περίπου το 330 πΧ. Τότε ήταν που γύρισαν πάλι οι αγώνες στη Νεμέα και αναγέρθηκε ο σωζόμενος ναός του Διός, καθώς επίσης ο «Ξενών», τα Λουτρά, το Στάδιο και άλλα κτίσματα. Φαινεται πιθανό ότι εκείνο το νέο οικοδομικό πρόγραμμα στη Νεμέα ήρθε ως συνέπεια της πολιτικής του Φιλίππου του Μακεδόνος και του γιου του Αλέξανδρου μετά τη νίκη τους επί των υπολοίπων Ελλήνων στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 πΧ. Βέβαια δεν θα ήταν παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι η ιδέα τους για μια «Συμμαχία Ελληνικών Εθνών» που θα συνερχόταν σε τακτό χρόνο σε πανελλήνιες εορταστικές εκδηλώσεις είχε ως αποτέλεσμα την ανασύσταση της λειτουργίας των πανελλήνιων κέντρων. Για τη Νεμέα αυτή η ανασύσταση αποτέλεσε μεγάλο εγχείρημα της μακράς απουσίας των αγώνων από το χώρο και της παραμέλησής του.
Τα Νέμεα δεν παρέμειναν επί πολύ στη Νεμέα, αφού κατά το 270 ή 260 πΧ είχαν ήδη μεταφερθεί στο Άργος και δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στη Νεμέα παρά μόνο με μια εξαίρεση. Ήταν το 235 πΧ, όταν ο Άρατος ο Σικυώνιος, εχθρός του Άργους εκείνη την εποχή, οργάνωσε «εναλλακτικά» Νέμεα στη Νεμέα και απέκλεισε το Άργος.
Παρήγγειλε στους αθλητές, που σκόπευαν να λάβουν μέρος στα Νέμεα, να έρθουν στους δικούς του αγώνες και όχι σ’ αυτούς του Άργους. Οι αθλητές τότε βρέθηκαν σε δίλημμα, αφού ήταν βέβαιοι ότι τα Νέμεα στο Άργος θα αποτελούσαν λογικά τους επίσημους αγώνες και ότι μια πιθανή νίκη τους στη Νεμέα δεν θα καταγραφόταν. Όσοι όμως αποπειράθηκαν να αγωνιστούν στο Άργος αιχμαλωτίστηκαν από τον Άρατο και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Πλούταρχος χαρακτήρισε αυτό το γεγονός ως τη μεγαλύτερη παραβίαση της ιερής εκεχειρίας που είχε συμβεί ποτέ.
Λίγο χρόνο μετά από εκείνο το επεισόδιο ο Άρατος και το Άργος ρύθμισαν τις διαφορές τους και σύναψαν συμμαχία. Τα Νέμεα από κει και πέρα και για το υπόλοιπο της αρχαιότητας εορτάζονταν στο Άργος, η ίδια δε η Νεμέα βαθμιαία ερημώθηκε. Την εποχή της επίσκεψης του Παυσανίου στα μέσα του 2ου αι. μΧ, η στέγη του ναού του Διός είχε ήδη καταπέσει και η Νεμέα αποτελούσε αρχαίο ερείπιο.
[1] του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Μπέρλεϋ της Καλιφόρνιας και δ/ντη των ανασκαφών στη Νεμέα, Στέφεν Μίλλερ, από την ειδική έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού «το Πνεύμα και το Σώμα», Αθήνα 1989.
[2] Η θέση της Νεμέας, στα ανατολικά χαμηλά υψώματα των αρκαδικών ορέων, στο ενδιάμεσο διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων [Κορινθία, Αργολίδα, Αρκαδία], εν είδη ουδέτερου εδάφους, καθώς και το δροσερό της κλίμα την περίοδο του θέρους, μπορεί να συνέτειναν στην επιλογή της ως πανελλήνιου αθλητικού κέντρου.
[3] διασώζεται μόνο ένα σχετικό απόσπασμα από τραγωδία του Ευριπίδη.
[4] Οφέλτης ονομαζόταν το παιδί.
[5] δικαίως, όπως αποδείχθηκε, αργότερα.
[6] Αρχέμορος = αρχή του μοιραίου
Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση τα Νέμεα καθιερώθηκαν ως πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες το έτος 573 πΧ και γίνονταν ανά διετία τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Το πρόγραμμα των Νεμέων έμοιαζε περισσότερο με αυτό των αγώνων στην Ολυμπία, τουλάχιστον κατά την πρώιμη περίοδο που δεν περιλαμβάνονταν μουσικοί αγώνες. Μεγαλύτερη έμφαση δινόταν στα καθαρά αθλητικά αγωνίσματα.
…
Ο χώρος[2] και η διοργάνωση των αγώνων αρχικά ελεγχόταν από τη γειτονική μικρή πόλη των Κλεωνών. Όμως κατά τον 4ο αι πΧ πέρασε κάτω από τον έλεγχο του Άργους. πράγματι, συχνά οι αγώνες μεταφέρονταν στο Άργος και εορτάζονταν εκεί παρά στη Νεμέα και μάλιστα για τα ¾ περίπου της διάρκειας της ζωής τους.
Όπως συνέβαινε σε κάθε τόπο στην αρχαιότητα, έτσι και η Νεμέα διέθετε τους δικούς της μύθους. Εξαιτίας του λιονταριού η Νεμέα έγινε γνωστή ως ο χώρος του πρώτου από τους Δώδεκα άθλους του Ηρακλέους. Μετά το στραγγαλισμό του λιονταριού ο Ηρακλής, με τη βοήθεια των ίδιων των νυχιών του θηρίου, αφαίρεσε το δέρμα του, το οποίο θεωρούνταν αδιαπέραστο, και το φορούσε στο εξής ο ίδιος ως πανοπλία. Λέγεται μάλιστα ότι τότε ακριβώς ο Ηρακλής ίδρυσε τους αγώνες, τα Νέμεα, σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για τη νίκη του και τους αφιέρωσε στον πατέρα του τον Δία. Αυτή η εκδοχή εντούτοις θεωρείται μεταγενέστερη και δεν απαντάται σε καμιά γραπτή πηγή πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο.
Αντίθετα, ένας άλλος μύθος, όχι τόσο γνωστός σήμερα, στάθηκε χωρίς άλλο η αρχαιότερη εκδοχή σχετικά με την ίδρυση των αγώνων. Ο μύθος, που μνημονεύεται σε τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδου[3] αναφερόταν σ’ έναν ιερέα βασιλέα της Νεμέας, τον Λυκούργο και τη γυναίκα του την Ευρυδίκη. Ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες πολλών ετών το βασιλικό ζευγάρι κατάφερε να αποκτήσει ένα γιο. Κατά τη συνήθεια της εποχής ο Λυκούργος κατέφυγε στο Μαντείο των Δελφών για να μάθει πώς θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο το ότι ο γιος του θα μεγάλωνε δυνατός και υγιής, ώστε να τον διαδεχθεί στο θρόνο της Νεμέας. Σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας ο Οφέλτης[4] δεν θα ‘πρεπε να πατήσει στο χώμα μέχρι να μάθει να περπατάει.
Με την επιστροφή του στη Νεμέα ο Λυκούργος αγόρασε μια σκλάβα, την Υψιπύλη, στην οποία εμπιστεύθηκε το βρέφος με την αυστηρή εντολή να μην αφήσει το παιδί να αγγίξει το έδαφος. Μια μέρα εντούτοις, καθώς η Υψιπύλη κρατώντας το μωρό περνούσε από τους αγρούς της Νεμέας, έτυχε να συναντήσει τους «Επτά» από το Άργος που πορεύονταν προς τη Θήβα. Της ζήτησαν λίγο νερό και εκείνη, αφήνοντας το μωρό καταγής πάνω σε μια στρώση από αγριοσέλινα, πήγε να τους δείξει την πηγή. Ένα πελώριο φίδι σύρθηκε τότε μέσα από τα αγριοσέλινα και σκότωσε το βρέφος. Οι Επτά θεώρησαν το γεγονός κακό οιωνό για τη δική τους εκστρατεία[5] και γι’ αυτό τέλεσαν επιτάφιους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βράφους, στο οποίο και έδωσαν νέο όνομα Αρχέμορος[6], ελπίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξευμένιζαν τους θεούς.
Αυτός ο μύθος ερμηνεύει με σαφήνεια, γιατί ο στέφανος νίκης στα Νέμεα γινόταν από αγριοσέλινο, γιατί οι ελλανοδίκες φορούσαν μαύρα ενδύματα και γιατί το ιερό άλσος, που περιέβαλλε το ναό του Διός, ήταν από κυπαρίσσια, ένα δέντρο που σχετιζόταν στενά με το πένθος.
…
Οι ανασκαφές στο ιερό του Διός στη Νεμέα αποκάλυψαν ότι μια μάχη «εκ παρατάξεως» είχε διεξαχθεί μέσα στο θρησκευτικό κέντρο κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. πΧ. Η μάχη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του πρώιμου ναού του Διός αλλά και πολλών άλλων κτισμάτων. Εξαιτίας αυτής της καταστροφής οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες της Νεμέας δεν τελούνταν πλέον στη Νεμέα αλλά μεταφέρθηκαν πιθανώς στο Άργος μέχρι περίπου το 330 πΧ. Τότε ήταν που γύρισαν πάλι οι αγώνες στη Νεμέα και αναγέρθηκε ο σωζόμενος ναός του Διός, καθώς επίσης ο «Ξενών», τα Λουτρά, το Στάδιο και άλλα κτίσματα. Φαινεται πιθανό ότι εκείνο το νέο οικοδομικό πρόγραμμα στη Νεμέα ήρθε ως συνέπεια της πολιτικής του Φιλίππου του Μακεδόνος και του γιου του Αλέξανδρου μετά τη νίκη τους επί των υπολοίπων Ελλήνων στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 πΧ. Βέβαια δεν θα ήταν παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι η ιδέα τους για μια «Συμμαχία Ελληνικών Εθνών» που θα συνερχόταν σε τακτό χρόνο σε πανελλήνιες εορταστικές εκδηλώσεις είχε ως αποτέλεσμα την ανασύσταση της λειτουργίας των πανελλήνιων κέντρων. Για τη Νεμέα αυτή η ανασύσταση αποτέλεσε μεγάλο εγχείρημα της μακράς απουσίας των αγώνων από το χώρο και της παραμέλησής του.
Τα Νέμεα δεν παρέμειναν επί πολύ στη Νεμέα, αφού κατά το 270 ή 260 πΧ είχαν ήδη μεταφερθεί στο Άργος και δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στη Νεμέα παρά μόνο με μια εξαίρεση. Ήταν το 235 πΧ, όταν ο Άρατος ο Σικυώνιος, εχθρός του Άργους εκείνη την εποχή, οργάνωσε «εναλλακτικά» Νέμεα στη Νεμέα και απέκλεισε το Άργος.
Παρήγγειλε στους αθλητές, που σκόπευαν να λάβουν μέρος στα Νέμεα, να έρθουν στους δικούς του αγώνες και όχι σ’ αυτούς του Άργους. Οι αθλητές τότε βρέθηκαν σε δίλημμα, αφού ήταν βέβαιοι ότι τα Νέμεα στο Άργος θα αποτελούσαν λογικά τους επίσημους αγώνες και ότι μια πιθανή νίκη τους στη Νεμέα δεν θα καταγραφόταν. Όσοι όμως αποπειράθηκαν να αγωνιστούν στο Άργος αιχμαλωτίστηκαν από τον Άρατο και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Πλούταρχος χαρακτήρισε αυτό το γεγονός ως τη μεγαλύτερη παραβίαση της ιερής εκεχειρίας που είχε συμβεί ποτέ.
Λίγο χρόνο μετά από εκείνο το επεισόδιο ο Άρατος και το Άργος ρύθμισαν τις διαφορές τους και σύναψαν συμμαχία. Τα Νέμεα από κει και πέρα και για το υπόλοιπο της αρχαιότητας εορτάζονταν στο Άργος, η ίδια δε η Νεμέα βαθμιαία ερημώθηκε. Την εποχή της επίσκεψης του Παυσανίου στα μέσα του 2ου αι. μΧ, η στέγη του ναού του Διός είχε ήδη καταπέσει και η Νεμέα αποτελούσε αρχαίο ερείπιο.
[1] του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Μπέρλεϋ της Καλιφόρνιας και δ/ντη των ανασκαφών στη Νεμέα, Στέφεν Μίλλερ, από την ειδική έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού «το Πνεύμα και το Σώμα», Αθήνα 1989.
[2] Η θέση της Νεμέας, στα ανατολικά χαμηλά υψώματα των αρκαδικών ορέων, στο ενδιάμεσο διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων [Κορινθία, Αργολίδα, Αρκαδία], εν είδη ουδέτερου εδάφους, καθώς και το δροσερό της κλίμα την περίοδο του θέρους, μπορεί να συνέτειναν στην επιλογή της ως πανελλήνιου αθλητικού κέντρου.
[3] διασώζεται μόνο ένα σχετικό απόσπασμα από τραγωδία του Ευριπίδη.
[4] Οφέλτης ονομαζόταν το παιδί.
[5] δικαίως, όπως αποδείχθηκε, αργότερα.
[6] Αρχέμορος = αρχή του μοιραίου
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009
από την ιστορία της Κύπρου
το ρόδινο βασίλειο[1]
Υπάρχουν ενδείξεις, ότι ο Βενιαμίν Ντισραέλι, ο πρώτος Εβραίος Πρωθυπουργός της Βρεταννίας[2], όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούσαν το νησί σαν φυσική γέφυρα προς τη Σιών. Ήδη από τη δεκαετία του 1850 γινόταν πολύς λόγος στην Αγγλία για ένα Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, που θα φρουρούσε το δρόμο προς τις Ινδίες. Έτσι σχεδόν αμέσως μετά από την υπογραφή της άκρως απόρρητης Αγγλοτουρκικής Συνθήκης για την Κύπρο της 4ης Ιουνίου 1878, ακούγονταν σ’ όλον τον εβραϊκό κόσμο αιτήματα για την εγκατάσταση Εβραίων στο νησί. Μεταξύ των πρώτων ήταν το αίτημα των «Εβραϊκών Χρονικών» του Λονδίνου, που έδωσε τον τόνο και ανέπτυξε τα επιχειρήματα που βρίσκουμε σ’ όλες τις κατοπινές προτάσεις. Στις 9 Αυγούστου 1878 έγραψε πολύ εμφατικά, ότι η Κύπρος υπήρξε κάποτε έδρα μιας ανθηρής εβραϊκής παροικίας. Είναι αλήθεια ότι ο σουλτάνος είχε καλέσει 500 Εβραίους να εγκατασταθούν στην Κύπρο στις αρχές τις δεκαετίας του 1570 και να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί. Όσοι πήγαν ασχολούνταν με το εμπόριο και την κατασκευή ρουχισμού. Γιατί να μην μπορούσε να ξαναγίνει κάτι τέτοιο; ρωτούσαν τα «Εβραϊκά Χρονικά». Αυτό το αίτημα ακολουθήθηκε από πολλά άλλα, κυρίως του Νταίηβις Τριτς και του Τεοντορ Χερτσλ στη δεκαετία του 1890. Και ο Ντισραέλι, κατά τη Διάσκεψη του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου 1878) φαίνεται ότι θεωρούσε την Κύπρο, υπό βρεταννική σημαία, πιθανό καταφύγιο για τους Εβραίους της Διασποράς
[1] από την «Νέα Ιστορία της Κύπρου», του Παντελή Σταύρου, σ. 55-56, εκδόσεις Ι. Φλώρος.
[2] Ο Ντισραέλι [Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield] χρημάτισε πρωθυπουργός της Βρεταννίας από την 20η Φεβρουαρίου 1874 έως την 21η Απριλίου 1880. Κατά τη πρώτη του επίσκεψη στο νησί, την εποχή της νεότητας του περιγράφει την Κύπρο σαν το «ρόδινο βασίλειο της Αφροδίτης». Ως λογοτέχνης ανατρέχει συνεχώς στην Ιερουσαλήμ και την Κύπρο. «Οι Άγγλοι θέλουν την Κύπρο και θα την πάρουν δίνοντας κάποιο αντάλλαγμα» διαβεβαιώνει ένας από τους καφενόβιους πολιτικούς του ήρωες στο έργο του «Ταγκρέδος ή η Νέα Σταυροφορία» (1847), στο οποίο ο Ντισραέλι καταπιάνεται με το ζήτημα της Παλαιστίνης.
Υπάρχουν ενδείξεις, ότι ο Βενιαμίν Ντισραέλι, ο πρώτος Εβραίος Πρωθυπουργός της Βρεταννίας[2], όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούσαν το νησί σαν φυσική γέφυρα προς τη Σιών. Ήδη από τη δεκαετία του 1850 γινόταν πολύς λόγος στην Αγγλία για ένα Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, που θα φρουρούσε το δρόμο προς τις Ινδίες. Έτσι σχεδόν αμέσως μετά από την υπογραφή της άκρως απόρρητης Αγγλοτουρκικής Συνθήκης για την Κύπρο της 4ης Ιουνίου 1878, ακούγονταν σ’ όλον τον εβραϊκό κόσμο αιτήματα για την εγκατάσταση Εβραίων στο νησί. Μεταξύ των πρώτων ήταν το αίτημα των «Εβραϊκών Χρονικών» του Λονδίνου, που έδωσε τον τόνο και ανέπτυξε τα επιχειρήματα που βρίσκουμε σ’ όλες τις κατοπινές προτάσεις. Στις 9 Αυγούστου 1878 έγραψε πολύ εμφατικά, ότι η Κύπρος υπήρξε κάποτε έδρα μιας ανθηρής εβραϊκής παροικίας. Είναι αλήθεια ότι ο σουλτάνος είχε καλέσει 500 Εβραίους να εγκατασταθούν στην Κύπρο στις αρχές τις δεκαετίας του 1570 και να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί. Όσοι πήγαν ασχολούνταν με το εμπόριο και την κατασκευή ρουχισμού. Γιατί να μην μπορούσε να ξαναγίνει κάτι τέτοιο; ρωτούσαν τα «Εβραϊκά Χρονικά». Αυτό το αίτημα ακολουθήθηκε από πολλά άλλα, κυρίως του Νταίηβις Τριτς και του Τεοντορ Χερτσλ στη δεκαετία του 1890. Και ο Ντισραέλι, κατά τη Διάσκεψη του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου 1878) φαίνεται ότι θεωρούσε την Κύπρο, υπό βρεταννική σημαία, πιθανό καταφύγιο για τους Εβραίους της Διασποράς
[1] από την «Νέα Ιστορία της Κύπρου», του Παντελή Σταύρου, σ. 55-56, εκδόσεις Ι. Φλώρος.
[2] Ο Ντισραέλι [Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield] χρημάτισε πρωθυπουργός της Βρεταννίας από την 20η Φεβρουαρίου 1874 έως την 21η Απριλίου 1880. Κατά τη πρώτη του επίσκεψη στο νησί, την εποχή της νεότητας του περιγράφει την Κύπρο σαν το «ρόδινο βασίλειο της Αφροδίτης». Ως λογοτέχνης ανατρέχει συνεχώς στην Ιερουσαλήμ και την Κύπρο. «Οι Άγγλοι θέλουν την Κύπρο και θα την πάρουν δίνοντας κάποιο αντάλλαγμα» διαβεβαιώνει ένας από τους καφενόβιους πολιτικούς του ήρωες στο έργο του «Ταγκρέδος ή η Νέα Σταυροφορία» (1847), στο οποίο ο Ντισραέλι καταπιάνεται με το ζήτημα της Παλαιστίνης.
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009
Λογική
Το ρολόι του Καντ[1]
Ο Καντ έδινε προτεραιότητα στην καθαρή λογική, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε θεωρούσε ότι για να λύσει κανείς τα προβλήματα της γνώσης δεν χρειάζεται να έχει ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Συνεπώς, ποτέ δεν ξεμύτιζε έξω από την πόλη του, το Καίνιξμπεργκ και ζούσε μια μοναχική ζωή εξαιρετικά τακτικών συνηθειών, όπως τον καθημερινό του περίπατο μετά το δείπνο. Λέγεται ότι οι πολίτες του Καίνιξμπεργκ ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τη θέση του καθηγητή Καντ κατά τον ημερήσιο περίπατό του πάνω κάτω στον ίδιο δρόμο (ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Philosophengang ή «ο Περίπατος του Φιλοσόφου»).
Λιγότερο γνωστό (πιθανώς επειδή μπορεί να μην είναι αλήθεια) είναι ότι ο νεωκόρος του Καθεδρικού Ναού του Κόνισμπεργκ επίσης επιβεβαίωνε την ώρα στο ρολόι του πύργου της εκκλησίας παράτηρώντας πότε ο Καντ έκανε τον ημερήσιο περίπατό του σύμφωνα με το ρολόι της εκκλησίας.
Αυτή κι αν είναι σύγχυση ανάμεσα σε αναλυτική και συνθετική ! Τόσο ο Καντ όσο και ο νεωκόρος πιστεύουν ότι λαμβάνουν νέες πληροφορίες παρατηρώντας τη συμπεριφορά του άλλου. Ο Καντ πιστεύει ότι παρατηρώντας το ρολόι του πύργου μαθαίνει την επίσημη ώρα της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, καθορίστηκε με την παρατήρηση της περιστροφής της γης. Ο νεωκόρος πιστεύει ότι παρατηρώντας τον ημερήσιο περίπατο του Καντ μαθαίνει την πρότυπη ώρα Γερμανίας εξαιτίας της πίστης του νεωκόρου στην έμφυτη ακρίβεια του Καντ. Μάλιστα, ο καθένας τους απλά έφτανε σε ένα αναλυτικό συμπέρασμα, εξ ορισμού αληθινό. Το συμπέρασμα του Καντ: «Κάνω τον περίπατό μου στις 3:30΄», στην πραγματικότητα συνοψίζεται σε μια αναλυτική δήλωση: «Κάνω τον περίπατό μου όταν κάνω τον περίπατο μου» - επειδή ο τρόπος με τον οποίο ο Καντ καθορίζει ότι είναι 3:30΄ είναι με ένα ρολόι που έχει ρυθμιστεί με βάση τον περίπατό του. Το συμπέρασμα του νεωκόρου: «Το ρολόι μου είναι σωστό», συνοψίζεται στη φράση «Το ρολόι μου λέει αυτό που λέει το ρολόι μου» - επειδή το κριτήριό του, για την ακρίβεια του ρολογιού του είναι ο περίπατος του Καντ, ο οποίος με τη σειρά του έχει βασιστεί σ’ αυτό που λέει το ρολόι του.
[1] Τόμας Κάθκαρτ και Ντάνιελ Κλάιν, «ο Πλάτων και ο Πλατύπους μπαίνουν σε ένα μπάρ», κεφ. iii, σελ. 84-85, Πλατύπους εκδοτική, 2008.
Ο Καντ έδινε προτεραιότητα στην καθαρή λογική, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε θεωρούσε ότι για να λύσει κανείς τα προβλήματα της γνώσης δεν χρειάζεται να έχει ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Συνεπώς, ποτέ δεν ξεμύτιζε έξω από την πόλη του, το Καίνιξμπεργκ και ζούσε μια μοναχική ζωή εξαιρετικά τακτικών συνηθειών, όπως τον καθημερινό του περίπατο μετά το δείπνο. Λέγεται ότι οι πολίτες του Καίνιξμπεργκ ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τη θέση του καθηγητή Καντ κατά τον ημερήσιο περίπατό του πάνω κάτω στον ίδιο δρόμο (ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Philosophengang ή «ο Περίπατος του Φιλοσόφου»).
Λιγότερο γνωστό (πιθανώς επειδή μπορεί να μην είναι αλήθεια) είναι ότι ο νεωκόρος του Καθεδρικού Ναού του Κόνισμπεργκ επίσης επιβεβαίωνε την ώρα στο ρολόι του πύργου της εκκλησίας παράτηρώντας πότε ο Καντ έκανε τον ημερήσιο περίπατό του σύμφωνα με το ρολόι της εκκλησίας.
Αυτή κι αν είναι σύγχυση ανάμεσα σε αναλυτική και συνθετική ! Τόσο ο Καντ όσο και ο νεωκόρος πιστεύουν ότι λαμβάνουν νέες πληροφορίες παρατηρώντας τη συμπεριφορά του άλλου. Ο Καντ πιστεύει ότι παρατηρώντας το ρολόι του πύργου μαθαίνει την επίσημη ώρα της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, καθορίστηκε με την παρατήρηση της περιστροφής της γης. Ο νεωκόρος πιστεύει ότι παρατηρώντας τον ημερήσιο περίπατο του Καντ μαθαίνει την πρότυπη ώρα Γερμανίας εξαιτίας της πίστης του νεωκόρου στην έμφυτη ακρίβεια του Καντ. Μάλιστα, ο καθένας τους απλά έφτανε σε ένα αναλυτικό συμπέρασμα, εξ ορισμού αληθινό. Το συμπέρασμα του Καντ: «Κάνω τον περίπατό μου στις 3:30΄», στην πραγματικότητα συνοψίζεται σε μια αναλυτική δήλωση: «Κάνω τον περίπατό μου όταν κάνω τον περίπατο μου» - επειδή ο τρόπος με τον οποίο ο Καντ καθορίζει ότι είναι 3:30΄ είναι με ένα ρολόι που έχει ρυθμιστεί με βάση τον περίπατό του. Το συμπέρασμα του νεωκόρου: «Το ρολόι μου είναι σωστό», συνοψίζεται στη φράση «Το ρολόι μου λέει αυτό που λέει το ρολόι μου» - επειδή το κριτήριό του, για την ακρίβεια του ρολογιού του είναι ο περίπατος του Καντ, ο οποίος με τη σειρά του έχει βασιστεί σ’ αυτό που λέει το ρολόι του.
[1] Τόμας Κάθκαρτ και Ντάνιελ Κλάιν, «ο Πλάτων και ο Πλατύπους μπαίνουν σε ένα μπάρ», κεφ. iii, σελ. 84-85, Πλατύπους εκδοτική, 2008.
Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009
πολιτική φιλοσοφία
Τα παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη[1]
Ο Μακρυγιάννης κοίταξε και έξω, κοίταξε και μέσα. Πώς την πιάνουν την αρετή και πού λημεριάζει η δικαιοσύνη; Δόλο και απάτη πού τα πουλούν; Μέσα για έξω; Όλοι οι άγγελοι και όλοι οι δαιμόνοι μέσα, κατάμεσα έχουν τη μονιά τους. Μέσα η Κόλαση μέσα και η Παράδεισο. Έξω απλώνεται παντοδύναμο σωματικά το βασίλειο του Καίσαρα. Με τους σιδερόφραχτους νόμους του. Μέσα, το άλλο βασίλειο, που η δύναμή του βρίσκει την τελείωσή της στην αδυναμία του. Εκεί μέσα κρατούν άλλοι νόμοι. Δεν είναι πλάσματα και ονειροφαντασιές, δεν είναι ίσκιοι, ombre, ο μέσα κόσμος, αλλά πράγμα στερεό, cola salda[2], μπορεί στερεότερο από όλα τα άλλα όσα βλέπομε καθημερινά, με όλη τη συντριφτική δύναμή τους, να καταλήγουν απαραχώρητα στα σαγόνια του θανάτου, και που ο Σωκράτης βεβαίωνε τους Αθηναίους πως μέσα στην πολιτεία ή στην κοινωνία (εν τη πόλει), στα βασίλειο του Καίσαρα, δεν ξαναστάθηκε άλλο μεγαλύτερο αγαθό (μείζον αγαθόν) από αυτό το ασώματο, το εσωτερικό και το άπιαστο, την ατομική δούλεψή του στο Θεό (ή την εμήν τω θεώ υπηρεσίαν). Ο Μακρυγιάννης – το διαβάζομε στο τετράδιο – ταλαιπωρήθηκε εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις. Γιατί; Όσα από τα μέσα, όσα του θεού, τα διαφιλονίκησε έξω, το βασίλειο του Καίσαρα του τα αρνήθηκε. Η σύγκρουση φαντάζει φοβερή. Δύο δυνάμεις διαφορετικές συγκρούσθηκαν μέσα του και το αποτέλεσμα στάθηκε το τεκμήριο που μας άφησε με το σημερινό τετράδιο, η Σπηλιά του ή το Παρεκκλήσι του Αι-Γιαννιού στο σπίτι του. Πνευματικό δράμα. Πραχτικά δεν μπόρεσε να ρίξει χάμω το μεσοτοίχον του φραγμού, την έχθραν ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Αλλά ποιος το μπόρεσε από όσους αγωνίστηκαν τον αγώνα αυτόν; Και όμως αυτοί δίδαξαν, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωκράτη, το μείζον αγαθόν εν τη πόλει, τη δούλεψη στο μέσα κόσμο του ανθρώπου. Αυτοί οι όχι πολιτικοί – ουκ ειμί των πολιτικών δήλωνε, το είπαμε, ο Σωκράτης – χαρίζουν στις πολιτείες το μεγαλύτερο από όλα αγαθό τους. Ο Μακρυγιάννης με συντριβή και με δάκρυα παρακαλέστηκε για τον άνθρωπο γενικά και για τη δυστυχισμένη του πατρίδα ιδιαίτερα. Συγκρούσθηκε με τους άλλους πνευματικά. Συγκρούσεις τέτοιας λογής οι πολιτείες τις αποφεύγουν σαν τις αμαρτίες τους και ανθρώπους τέτοιας λογής ο κόσμος ξέρομε πως τους ξερνάει, δεν τους δέχεται, τους απομονώνει ή τους βγάζει τρελούς. Ο Βλαχογιάννης χαρακτήρισε το τετράδιο «έργο ενός τρελού» και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης μέσα εκεί παραδέχεται πως «δεν μ’ έχει σύντροφον να μου ειπεί τα μυστήριά του ο Θεός, να με συγχωρέσει εις την τρελιά μου[3]» (262). Και οι δυο δίκιο είχαν, καθένας για διαφορετικούς λόγους. Το βασίλειο του καίσαρα δε χωράει την Αντιγόνη, το σοφό Σωκράτη ή τον ταπεινό Μακρυγιάννη.
[1] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το τετράδιο του Μακρυγιάννη (MSS 262)», σελ. 77-79, εκδόσεις ΔοΜοΣ, 1984.
[2] Πού τα χαλεύομε εμείς τα δυο παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη, αρετή και δικαιοσύνη, και τα αντίμαχά τους, δόλο και απάτη; Έξω για μέσα στον άνθρωπο; Και ολάκερος ο κόσμος μέσα μας είναι ποιό από τα δυο: πλανέματα και ονειροφαντασιές, ombre – ή cosa salda, καταπώς θα έλεγε ο Δάντης;
[3] Στο Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού της ακαδημίας Αθηνών δε βρίσκεται το τρέλια. Βρίσκεται όμως το τρελιάζω και τρελιάζομαι. Και όλοι ξέρομε, φυσικά, το πανελλήνιο τρέλιακας.
Ο Μακρυγιάννης κοίταξε και έξω, κοίταξε και μέσα. Πώς την πιάνουν την αρετή και πού λημεριάζει η δικαιοσύνη; Δόλο και απάτη πού τα πουλούν; Μέσα για έξω; Όλοι οι άγγελοι και όλοι οι δαιμόνοι μέσα, κατάμεσα έχουν τη μονιά τους. Μέσα η Κόλαση μέσα και η Παράδεισο. Έξω απλώνεται παντοδύναμο σωματικά το βασίλειο του Καίσαρα. Με τους σιδερόφραχτους νόμους του. Μέσα, το άλλο βασίλειο, που η δύναμή του βρίσκει την τελείωσή της στην αδυναμία του. Εκεί μέσα κρατούν άλλοι νόμοι. Δεν είναι πλάσματα και ονειροφαντασιές, δεν είναι ίσκιοι, ombre, ο μέσα κόσμος, αλλά πράγμα στερεό, cola salda[2], μπορεί στερεότερο από όλα τα άλλα όσα βλέπομε καθημερινά, με όλη τη συντριφτική δύναμή τους, να καταλήγουν απαραχώρητα στα σαγόνια του θανάτου, και που ο Σωκράτης βεβαίωνε τους Αθηναίους πως μέσα στην πολιτεία ή στην κοινωνία (εν τη πόλει), στα βασίλειο του Καίσαρα, δεν ξαναστάθηκε άλλο μεγαλύτερο αγαθό (μείζον αγαθόν) από αυτό το ασώματο, το εσωτερικό και το άπιαστο, την ατομική δούλεψή του στο Θεό (ή την εμήν τω θεώ υπηρεσίαν). Ο Μακρυγιάννης – το διαβάζομε στο τετράδιο – ταλαιπωρήθηκε εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις. Γιατί; Όσα από τα μέσα, όσα του θεού, τα διαφιλονίκησε έξω, το βασίλειο του Καίσαρα του τα αρνήθηκε. Η σύγκρουση φαντάζει φοβερή. Δύο δυνάμεις διαφορετικές συγκρούσθηκαν μέσα του και το αποτέλεσμα στάθηκε το τεκμήριο που μας άφησε με το σημερινό τετράδιο, η Σπηλιά του ή το Παρεκκλήσι του Αι-Γιαννιού στο σπίτι του. Πνευματικό δράμα. Πραχτικά δεν μπόρεσε να ρίξει χάμω το μεσοτοίχον του φραγμού, την έχθραν ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Αλλά ποιος το μπόρεσε από όσους αγωνίστηκαν τον αγώνα αυτόν; Και όμως αυτοί δίδαξαν, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωκράτη, το μείζον αγαθόν εν τη πόλει, τη δούλεψη στο μέσα κόσμο του ανθρώπου. Αυτοί οι όχι πολιτικοί – ουκ ειμί των πολιτικών δήλωνε, το είπαμε, ο Σωκράτης – χαρίζουν στις πολιτείες το μεγαλύτερο από όλα αγαθό τους. Ο Μακρυγιάννης με συντριβή και με δάκρυα παρακαλέστηκε για τον άνθρωπο γενικά και για τη δυστυχισμένη του πατρίδα ιδιαίτερα. Συγκρούσθηκε με τους άλλους πνευματικά. Συγκρούσεις τέτοιας λογής οι πολιτείες τις αποφεύγουν σαν τις αμαρτίες τους και ανθρώπους τέτοιας λογής ο κόσμος ξέρομε πως τους ξερνάει, δεν τους δέχεται, τους απομονώνει ή τους βγάζει τρελούς. Ο Βλαχογιάννης χαρακτήρισε το τετράδιο «έργο ενός τρελού» και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης μέσα εκεί παραδέχεται πως «δεν μ’ έχει σύντροφον να μου ειπεί τα μυστήριά του ο Θεός, να με συγχωρέσει εις την τρελιά μου[3]» (262). Και οι δυο δίκιο είχαν, καθένας για διαφορετικούς λόγους. Το βασίλειο του καίσαρα δε χωράει την Αντιγόνη, το σοφό Σωκράτη ή τον ταπεινό Μακρυγιάννη.
[1] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το τετράδιο του Μακρυγιάννη (MSS 262)», σελ. 77-79, εκδόσεις ΔοΜοΣ, 1984.
[2] Πού τα χαλεύομε εμείς τα δυο παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη, αρετή και δικαιοσύνη, και τα αντίμαχά τους, δόλο και απάτη; Έξω για μέσα στον άνθρωπο; Και ολάκερος ο κόσμος μέσα μας είναι ποιό από τα δυο: πλανέματα και ονειροφαντασιές, ombre – ή cosa salda, καταπώς θα έλεγε ο Δάντης;
[3] Στο Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού της ακαδημίας Αθηνών δε βρίσκεται το τρέλια. Βρίσκεται όμως το τρελιάζω και τρελιάζομαι. Και όλοι ξέρομε, φυσικά, το πανελλήνιο τρέλιακας.
Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009
Λαϊκός Πολιτισμός
Το θέατρο σκιών[1]
Από όλους τους λαούς της Ευρώπης μόνο ο ελληνικός παρουσιάζεται να έχει θέατρο σκιών. Όλοι οι άλλοι λαοί είναι της Ασίας. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι Έλληνες βρίσκονται σε κάποια ειδική σχέση με το θέατρο σκιών, σχέση που δεν παρουσιάζεται σε άλλους λαούς που κι αυτοί ήταν υπόδουλοι επί αιώνες στους Τούρκους.
Το γεγονός αυτό, καθώς και άλλες ενδείξεις, οδήγησε ορισμένους ερευνητές να διατυπώσουν τη θεωρία της καταγωγής του θεάτρου σκιών από την ελληνική αρχαιότητα και μάλιστα τα ελευσίνια μυστήρια. Πάντως η επικρατέστερη σήμερα θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το θέατρο σκιών κατάγεται από την Άπω Ανατολή, την Κίνα, όπου για θρησκευτικούς ή μεταφυσικούς μάλλον λόγους πρωτοεπινοήθηκε. Αποκεί, με τους αιώνες, διαδόθηκε στους άλλους λαούς.
Ως προς τη διάδοσή του στους παλαιούς βυζαντινούς χώρους, ο γνωστός μελετητής του θεάτρου σκιών Ι. Τ. Παμπούκης υποστηρίζει πως είναι πολύ πιθανότερο οι λαοί του ανεπτυγμένου Βυζαντίου να είχαν παραλάβει το θέατρο σκιών από την Κίνα, παρά οι νομάδες και απολίτιστοι Τούρκοι. Κατόπιν, όταν οι Τούρκοι εμφανίζονται τον 11ο αιώνα στις χώρες τις βυζαντινές, μαζί με τόσα άλλα πολιτιστικά στοιχεία, παραλαμβάνουν και το θέατρο αυτό από τους βυζαντινούς.
Η ιδέα του θεάτρου σκιών πρέπει να άρεσε στους Τούρκους και για τον εξής επιπλέον λόγο: η θρησκεία τους δεν επιτρέπει την εμφάνιση ανθρώπων επί σκηνής. Από τους Τούρκους έμαθαν το θέατρο σκιών, αργότερα, οι Έλληνες, που όταν απελευθερώθηκαν και μπορούσαν πια να συνάζονται ελεύθερα και να παρακολουθούν θεάματα, αγάπησαν ιδιαίτερα τον καραγκιόζη και, όπως θα δούμε, τον αναμόρφωσαν από κάθε άποψη.
Πολλοί, ακόμα και μορφωμένοι, ξεγελιούνται νομίζοντας ότι τα πρόσωπα του καραγκιόζη, ο Πασάς, ο Βεζίρης, η Βεζιροπούλα, ο Βεληγκέκας, αποτελούν απόδειξη ότι ο καραγκιόζης είναι δημιούργημα των Τούρκων και ότι οι Έλληνες διατηρούν το θέαμα όπως το παρέλαβαν. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Το σωστό στην περίπτωση είναι το εξής: Οι Τούρκοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πρόσωπα στο δικό τους θέατρο σκιών. Και πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο με το αυταρχικό καθεστώς που επικρατούσε εκεί ; Ήταν ποτέ δυνατό να σατιρίζονται από τον μπερντέ οι παντοδύναμοι τούρκοι άρχοντες ; Τα πρόσωπα αυτά[2] τα δημιούργησαν οι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες μετά την απελευθέρωση κι ακόμα πρόσθεσαν άλλες κορυφαίες δημιουργίες όπως τον Μπαρμπαγιώργο, τον σιορ-Διονύσιο ή Νιόνιο, τον Σταυράκη ή Σταύρακα, την Καραγκιόζαινα [Αγλαΐα], τον Εβραίο και τους ιστορικούς ήρωες Μεγαλέξαντρο, Αντίοχο, Βελισάριο, Αθανάσιο Διάκο, Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Η προφορική παράδοση λέει ότι το θέατρο σκιών υπήρχε στην Ελλάδα και πριν από την Επανάσταση, δεν υπάρχει όμως καμιά βέβαιη μαρτυρία γι’ αυτό. Η πρώτη μνεία που έχουμε είναι της εποχής του Όθωνα, όπου στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος φήμη» της 18/08/1841 δημοσιεύεται περιγραφή των παραστάσεων ενός καραγκιόζη στην Πλάκα. Περιττό να πούμε ότι την εποχή εκείνη ο καραγκιόζης εθεωρείτο θέαμα κακόφημο, όπως και ήταν, μια και δεν είχε ακόμα αποκαθαρθεί από τις τουρκικές βωμολοχίες και τις αισχρές υποθέσεις των έργων. Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής με μεγάλη αυστηρότητα πολύ συχνά του επιτίθενται. Όμως ο κόσμος φαίνεται, συνέρεε. Δεν είχε άλλωστε και πού να πάει.
Ο πρώτος γνωστός καραγκιοζοπαίχτης είναι ο Μπαρμπαγιάννης ο Μπράχαλης, πρόσφυγας από την Τουρκιά. Αλλά ο διασημότερος από τους παλιούς, εκείνος που αναμόρφωσε τον καραγκιόζη και τον έκανε θέαμα ελληνικό είναι ο πατρινός Δημήτριος Σαρντούνης ή Μίμαρος (1859-1912). Ο Μίμαρος θεωρείται ο πιο μεγάλος μέχρι σήμερα καραγκιοζοπαίχτης[3].
…
Ο καραγκιόζης σαν αληθινό θέατρο φιλοδόξησε να γίνει καθρέφτης της νεοελληνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, σιγά – σιγά αντικαταστάθηκαν όσα τούρκικα πρόσωπα δεν έλεγαν τίποτε στο ελληνικό κοινό κι επίσης δημιουργήθηκαν πολλά καινούργια. Το ίδιο έγινε και με το ρεπερτόριο. Μα, και το σατιρικό πνεύμα άλλαξε. Μετά τον παραμερισμό της βωμολοχίας, συνειδητοποιήθηκε το ελληνικό κωμικό και δόθηκε άφθονα με σκηνές, λόγια, και κινήσεις.
…
Στον καιρό του Μπράχαλη τα σύνεργα του καραγκιοζοπαίχτη ήτανε λιγοστά και απλά. Μεταφέρονταν εύκολα και στήνονταν γρήγορα. Το μήκος του πανιού ήταν δύο μέτρα, περίπου. Από τότε όμως τα πράγματα σιγά – σιγά άλλαξαν. Η σκηνή του καραγκιόζη έχει σήμερα 4 6 μέτρα μάκρος και ως 2,5 πλάτος. Το πανί πρέπει να είναι καλά τεζαρισμένο. Πίσω από τον καραγκιοζοπαίχτη υπάρχουν ράφια, όπου περιμένουν οι φιγούρες που θα παίξουνε στο έργο. Σήμερα το πανί φωτίζεται με ηλεκτρικό … παλιότερα χρησιμοποιούσαν λυχνάρια, ασετυλίνη ή αεριόφωτο. Τα φώτα βρίσκονται σε κατάλληλη απόσταση από το πανί για να μην πέφτουν πάνω του οι σκιές.
…
Στην αρχή οι φιγούρες ήταν από τενεκέ, αργότερα έγιναν από χαρτόνι και σκαλιστές και σήμερα οι περισσότερες είναι δερμάτινες και χρωματιστές. Χίλιες και περισσότερες φιγούρες πρέπει να έχει ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης για να παρουσιάζει ένα πλούσιο ρεπερτόριο. Κι όταν λέμε «φιγούρες» δεν εννοούμε μόνο τα πρόσωπα αλλά και τα οικοδομήματα, τα ζώα, τα τοπία, τα τέρατα.
…
Όταν αρχίζει το έργο υπάρχουν πάντοτε στη σκηνή δεξιά το σαράι και αριστερά η Καλύβα, για να υπενθυμίζουν με την αντίθεσή τους την κοινωνική αδικία.
…
Ο καραγκιόζης είναι η θεατρική δημιουργία του λαϊκού μας πολιτισμού. Έχει όλα τα γνωρίσματα του κατά παράδοση δημιουργήματος, μόνο που δεν έχουν χαθεί στην ανωνυμία τα ονόματα των εργατών του.
Ο καραγκιόζης είναι έργο ομαδικό, δουλεμένο από πάρα πολλούς ανθρώπους, από το λαό ολόκληρο. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στα άφθονα λαογραφικά στοιχεία που είναι πολλαπλώς σφιχτοδεμένα μέσα στα έργα του, αναφέρομαι και στη θεατρική μορφή. Γι’ αυτό και βλέπουμε να θεωρείται εντελώς φυσικό ο ένας καραγκιοζοπαίχτης να επαναλαμβάνει τα θέματα ή τα μοτίβα του άλλου, χωρίς κανείς να εγείρει ζήτημα δημιουργία ή επανάληψης. … Ο κάθε καλλιτέχνης, καθώς τα ξαναπερνούσε από μέσα του, άφηνε ανάλογα με τις ικανότητές του τα ίχνη της προσωπικότητάς του, πρόσθετε κάτι κι αυτός, όμως δεν ήταν και δεν ένιωθε παρά σαν όργανο της μεγάλης αυτής λαϊκής παραδοσιακής δημιουργίας, που ξεκίνησε ποιος ξέρει από ποια αλλότρια ή ίσως από δικά μας πανάρχαια βάθη.
[1] Γιώργος Ιωάννου, «εφήβων και μη», κ. Δ΄ «ο λαϊκός μας πολιτισμός», σελ. 315 – επ., εκδόσεις Κέδρος, 1983.
[2] τα σπουδαιότερα πρόσωπα στο ελληνικό θέατρο σκιών είναι τα εξής : α) Καραγκιόζης, β) Χατζηαβάτης, γ) Μπαρμπαγιώργος, δ) σιορ-Διονύσιος, ε) Σταύρακας, ς) Δερβέναγας ή Βεληγκέκας, ζ) Μορφονιός, η) Κολλητήρης, θ) Καραγκιόζαινα [Αγλαΐα], ι)Εβραίος, ια) Μπέης, Πασάς, Βεζίρης, ιβ) Βεζιροπούλα.
[3] σχετικές συνδέσεις : Σπαθάρειο Μουσείο, http://www.karagiozismuseum.gr/
Από όλους τους λαούς της Ευρώπης μόνο ο ελληνικός παρουσιάζεται να έχει θέατρο σκιών. Όλοι οι άλλοι λαοί είναι της Ασίας. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι Έλληνες βρίσκονται σε κάποια ειδική σχέση με το θέατρο σκιών, σχέση που δεν παρουσιάζεται σε άλλους λαούς που κι αυτοί ήταν υπόδουλοι επί αιώνες στους Τούρκους.
Το γεγονός αυτό, καθώς και άλλες ενδείξεις, οδήγησε ορισμένους ερευνητές να διατυπώσουν τη θεωρία της καταγωγής του θεάτρου σκιών από την ελληνική αρχαιότητα και μάλιστα τα ελευσίνια μυστήρια. Πάντως η επικρατέστερη σήμερα θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το θέατρο σκιών κατάγεται από την Άπω Ανατολή, την Κίνα, όπου για θρησκευτικούς ή μεταφυσικούς μάλλον λόγους πρωτοεπινοήθηκε. Αποκεί, με τους αιώνες, διαδόθηκε στους άλλους λαούς.
Ως προς τη διάδοσή του στους παλαιούς βυζαντινούς χώρους, ο γνωστός μελετητής του θεάτρου σκιών Ι. Τ. Παμπούκης υποστηρίζει πως είναι πολύ πιθανότερο οι λαοί του ανεπτυγμένου Βυζαντίου να είχαν παραλάβει το θέατρο σκιών από την Κίνα, παρά οι νομάδες και απολίτιστοι Τούρκοι. Κατόπιν, όταν οι Τούρκοι εμφανίζονται τον 11ο αιώνα στις χώρες τις βυζαντινές, μαζί με τόσα άλλα πολιτιστικά στοιχεία, παραλαμβάνουν και το θέατρο αυτό από τους βυζαντινούς.
Η ιδέα του θεάτρου σκιών πρέπει να άρεσε στους Τούρκους και για τον εξής επιπλέον λόγο: η θρησκεία τους δεν επιτρέπει την εμφάνιση ανθρώπων επί σκηνής. Από τους Τούρκους έμαθαν το θέατρο σκιών, αργότερα, οι Έλληνες, που όταν απελευθερώθηκαν και μπορούσαν πια να συνάζονται ελεύθερα και να παρακολουθούν θεάματα, αγάπησαν ιδιαίτερα τον καραγκιόζη και, όπως θα δούμε, τον αναμόρφωσαν από κάθε άποψη.
Πολλοί, ακόμα και μορφωμένοι, ξεγελιούνται νομίζοντας ότι τα πρόσωπα του καραγκιόζη, ο Πασάς, ο Βεζίρης, η Βεζιροπούλα, ο Βεληγκέκας, αποτελούν απόδειξη ότι ο καραγκιόζης είναι δημιούργημα των Τούρκων και ότι οι Έλληνες διατηρούν το θέαμα όπως το παρέλαβαν. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Το σωστό στην περίπτωση είναι το εξής: Οι Τούρκοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πρόσωπα στο δικό τους θέατρο σκιών. Και πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο με το αυταρχικό καθεστώς που επικρατούσε εκεί ; Ήταν ποτέ δυνατό να σατιρίζονται από τον μπερντέ οι παντοδύναμοι τούρκοι άρχοντες ; Τα πρόσωπα αυτά[2] τα δημιούργησαν οι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες μετά την απελευθέρωση κι ακόμα πρόσθεσαν άλλες κορυφαίες δημιουργίες όπως τον Μπαρμπαγιώργο, τον σιορ-Διονύσιο ή Νιόνιο, τον Σταυράκη ή Σταύρακα, την Καραγκιόζαινα [Αγλαΐα], τον Εβραίο και τους ιστορικούς ήρωες Μεγαλέξαντρο, Αντίοχο, Βελισάριο, Αθανάσιο Διάκο, Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Η προφορική παράδοση λέει ότι το θέατρο σκιών υπήρχε στην Ελλάδα και πριν από την Επανάσταση, δεν υπάρχει όμως καμιά βέβαιη μαρτυρία γι’ αυτό. Η πρώτη μνεία που έχουμε είναι της εποχής του Όθωνα, όπου στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος φήμη» της 18/08/1841 δημοσιεύεται περιγραφή των παραστάσεων ενός καραγκιόζη στην Πλάκα. Περιττό να πούμε ότι την εποχή εκείνη ο καραγκιόζης εθεωρείτο θέαμα κακόφημο, όπως και ήταν, μια και δεν είχε ακόμα αποκαθαρθεί από τις τουρκικές βωμολοχίες και τις αισχρές υποθέσεις των έργων. Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής με μεγάλη αυστηρότητα πολύ συχνά του επιτίθενται. Όμως ο κόσμος φαίνεται, συνέρεε. Δεν είχε άλλωστε και πού να πάει.
Ο πρώτος γνωστός καραγκιοζοπαίχτης είναι ο Μπαρμπαγιάννης ο Μπράχαλης, πρόσφυγας από την Τουρκιά. Αλλά ο διασημότερος από τους παλιούς, εκείνος που αναμόρφωσε τον καραγκιόζη και τον έκανε θέαμα ελληνικό είναι ο πατρινός Δημήτριος Σαρντούνης ή Μίμαρος (1859-1912). Ο Μίμαρος θεωρείται ο πιο μεγάλος μέχρι σήμερα καραγκιοζοπαίχτης[3].
…
Ο καραγκιόζης σαν αληθινό θέατρο φιλοδόξησε να γίνει καθρέφτης της νεοελληνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, σιγά – σιγά αντικαταστάθηκαν όσα τούρκικα πρόσωπα δεν έλεγαν τίποτε στο ελληνικό κοινό κι επίσης δημιουργήθηκαν πολλά καινούργια. Το ίδιο έγινε και με το ρεπερτόριο. Μα, και το σατιρικό πνεύμα άλλαξε. Μετά τον παραμερισμό της βωμολοχίας, συνειδητοποιήθηκε το ελληνικό κωμικό και δόθηκε άφθονα με σκηνές, λόγια, και κινήσεις.
…
Στον καιρό του Μπράχαλη τα σύνεργα του καραγκιοζοπαίχτη ήτανε λιγοστά και απλά. Μεταφέρονταν εύκολα και στήνονταν γρήγορα. Το μήκος του πανιού ήταν δύο μέτρα, περίπου. Από τότε όμως τα πράγματα σιγά – σιγά άλλαξαν. Η σκηνή του καραγκιόζη έχει σήμερα 4 6 μέτρα μάκρος και ως 2,5 πλάτος. Το πανί πρέπει να είναι καλά τεζαρισμένο. Πίσω από τον καραγκιοζοπαίχτη υπάρχουν ράφια, όπου περιμένουν οι φιγούρες που θα παίξουνε στο έργο. Σήμερα το πανί φωτίζεται με ηλεκτρικό … παλιότερα χρησιμοποιούσαν λυχνάρια, ασετυλίνη ή αεριόφωτο. Τα φώτα βρίσκονται σε κατάλληλη απόσταση από το πανί για να μην πέφτουν πάνω του οι σκιές.
…
Στην αρχή οι φιγούρες ήταν από τενεκέ, αργότερα έγιναν από χαρτόνι και σκαλιστές και σήμερα οι περισσότερες είναι δερμάτινες και χρωματιστές. Χίλιες και περισσότερες φιγούρες πρέπει να έχει ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης για να παρουσιάζει ένα πλούσιο ρεπερτόριο. Κι όταν λέμε «φιγούρες» δεν εννοούμε μόνο τα πρόσωπα αλλά και τα οικοδομήματα, τα ζώα, τα τοπία, τα τέρατα.
…
Όταν αρχίζει το έργο υπάρχουν πάντοτε στη σκηνή δεξιά το σαράι και αριστερά η Καλύβα, για να υπενθυμίζουν με την αντίθεσή τους την κοινωνική αδικία.
…
Ο καραγκιόζης είναι η θεατρική δημιουργία του λαϊκού μας πολιτισμού. Έχει όλα τα γνωρίσματα του κατά παράδοση δημιουργήματος, μόνο που δεν έχουν χαθεί στην ανωνυμία τα ονόματα των εργατών του.
Ο καραγκιόζης είναι έργο ομαδικό, δουλεμένο από πάρα πολλούς ανθρώπους, από το λαό ολόκληρο. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στα άφθονα λαογραφικά στοιχεία που είναι πολλαπλώς σφιχτοδεμένα μέσα στα έργα του, αναφέρομαι και στη θεατρική μορφή. Γι’ αυτό και βλέπουμε να θεωρείται εντελώς φυσικό ο ένας καραγκιοζοπαίχτης να επαναλαμβάνει τα θέματα ή τα μοτίβα του άλλου, χωρίς κανείς να εγείρει ζήτημα δημιουργία ή επανάληψης. … Ο κάθε καλλιτέχνης, καθώς τα ξαναπερνούσε από μέσα του, άφηνε ανάλογα με τις ικανότητές του τα ίχνη της προσωπικότητάς του, πρόσθετε κάτι κι αυτός, όμως δεν ήταν και δεν ένιωθε παρά σαν όργανο της μεγάλης αυτής λαϊκής παραδοσιακής δημιουργίας, που ξεκίνησε ποιος ξέρει από ποια αλλότρια ή ίσως από δικά μας πανάρχαια βάθη.
[1] Γιώργος Ιωάννου, «εφήβων και μη», κ. Δ΄ «ο λαϊκός μας πολιτισμός», σελ. 315 – επ., εκδόσεις Κέδρος, 1983.
[2] τα σπουδαιότερα πρόσωπα στο ελληνικό θέατρο σκιών είναι τα εξής : α) Καραγκιόζης, β) Χατζηαβάτης, γ) Μπαρμπαγιώργος, δ) σιορ-Διονύσιος, ε) Σταύρακας, ς) Δερβέναγας ή Βεληγκέκας, ζ) Μορφονιός, η) Κολλητήρης, θ) Καραγκιόζαινα [Αγλαΐα], ι)Εβραίος, ια) Μπέης, Πασάς, Βεζίρης, ιβ) Βεζιροπούλα.
[3] σχετικές συνδέσεις : Σπαθάρειο Μουσείο, http://www.karagiozismuseum.gr/
Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009
Μυθιστορίες
προσκύνημα στην Αθήνα του 15ου αιώνα[1]
Ο Φρανσουά ντε Γκυγιέ ταξίδευε στους αγίους τόπους, για να ακολουθήσει νοερά τα βήματα σ’ αυτήν την ηθική πορεία που είχε κάνει ο Χριστός. Του απάντησα πως πήγαινα σε τρεις ιστορικές πόλεις, που είχαν σημαδέψει τη δική μου πνευματική πορεία, - την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και την Ιερουσαλήμ. Στο άκουσμα της Αθήνας, ένας μορφασμός σκοτείνιασε τα ωραία καταγάλανα μάτια του. Δεν τελείωνε το κατηγορητήριό του για την «Πρωτεύουσα του Παγανισμού», όπως την είχε χαρακτηρίσει, που είχε ειρωνευθεί τον Απόστολο Παύλο, όταν επιχείρησε στο λόφο της Πνύκας να την πείσει πως της ευαγγελιζόταν τον «Άγνωστο Θεό», που του είχε αφιερωμένο ιδιαίτερο βωμό. Του αντείπα, πως απ’ την ειδωλολατρία είχαν ανανήψει ηθικά οι διάνοιες του Σωκράτη και του Πλάτωνα, έτσι που να φτάσουν να διαιστανθούν παραγγέλματα του Ευαγγελίου.
…
Κάποια αυγή αντικρίσαμε σα μετέωρη μέσα στην αχλή την κολονάδα του ναού του Ποσειδώνα πάνω στο ακρωτήριο Σούνιο. Περιπλέαμε πια την Αττική. Η λύπη μου δεν λεγόταν, γιατί παρ’ όλη την επιμονή μου δεν είχα κατορθώσει να τον πείσω να με συνοδεύσει στην πόλη της Παλλάδας. Τυφλωμένος απ’ τον φανατισμό του Χριστιανού, εξακολουθούσε να τη θεωρεί αμαρτωλή απ’ το ειδωλολατρικό παρελθόν της: «Στην Ιερουσαλήμ θα εξαγνισθείτε απ’ τον ρύπο των μνημείων της …», μου ψιθύρισε καθώς αποβιβαζόμουν στο Πόρτο Λεόνε.
…
Η διαδρομή ως τη θρυλική πόλη κράτησε δυο ώρες με άλογο ανάμεσα σε χωράφια, ελαιόδεντρα, περιβόλια και ερείπια από αρχαία τείχη. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν απογοητευτική. Το «κλεινόν άστυ» … «Ελλάδος έρεισμα», όπως το είχε υμνήσει ο Πίνδαρος, ήταν τώρα μια πολίχνη με κάμποσες εκατοντάδες σπιτόπουλα σε βρώμικες γειτονιές και μερικά αρχοντικά απομονωμένα. Καθώς περνούσα από την πύλη του Αδριανού, ένας νεαρός Καπουτσίνος, που μασουλούσε λαίμαργα μια φρατζόλα άσπρο ψωμί, με οδήγησε στη μονή του, όπως με είχαν συμβουλεύσει απ’ τη Φλωρεντία να κάνω μόλις θα επισκεπτόμουν την πόλη. Οι μοναχοί με υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Γευμάτισα, επιτέλους, καλομαγειρεμένο φαΐ και φρέσκα φρούτα. Έσπευσαν να μου διευκρινίσουν, πως η Αθήνα, εκτός απ’ το προνόμιο να έχει τα αριστουργηματικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας, έτσι που να την κάνουν στον κόσμο μοναδική, κατά τα άλλα είναι μια βρωμόπολη ευνοημένη από το έξοχο κλίμα της Αττικής. Κοντοζύγωνε το απόγευμα, όταν πήρα να ανηφορίζω στο λόφο της Ακρόπολης με τη συνοδεία ενός καπουτσίνου. Στιγμές – στιγμές είχα την ψευδαίσθηση, πως ακολουθούσα την πομπή στη γιορτή των Παναθηναίων, την τριήρη με τον πέπλο στο κατάρτι της υφασμένο απ’ τις Αθηναίες αρχοντοπούλες για να ντύσουν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στο ναό του Ερεχθείου. Άκουα τους ύμνους απ’ τις κανηφόρες παρθένες. Η συγκίνησε με έπνιγε. Είχα την εντύπωση πως πήγαινα να προσκυνήσω στους αγίους τόπους του Ελληνικού πνεύματος.
Αιστάνθηκα δέος μόλις βρέθηκα ανάμεσα στις πενήντα οχτώ κολόνες του Παρθενώνα. Μου φαινόταν να φθάνουν στ’ αυτιά μου ψιθυρίσματα από τα αετώματα, τη ζωφόρο, τις μετόπες. Οι Κόρες μοιάζανε σα να παίρνανε μια μελαγχολική έκφραση μέσα στη μελογάλανη απόχρωση του σούρουπου. Κάθε τόσο αλαφιαζόμουν. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πρόβαλλαν ο Ικτίνος και ο Φειδίας περίλυποι για το ερείπωμα του έργου τους απ’ τον εγκληματικό χρόνο. Κάποιοι γύρω μου κάνανε σκίτσα, ψηλάφιζαν τα γλυπτά, φλυαρούσαν. Δεν είχα ανάγκη να τους μιμηθώ. Εμπιστευόμουν τη δύναμη της μνήμης μου – tantum scimus quantum in memoriam tenemus … Ήμουν συνεπαρμένος απ’ τη σκέψη, πως οι δύο μεγαλοφυείς δημιουργοί είχαν περπατήσει στο έδαφός της, είχαν αποτυπώσει την αφή τους στα μάρμαρά της, είχαν ατενίσει τον ίδιο αιώνιο ορίζοντα. Το εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία φαινόταν παράταιρο μέσα στο κλασσικό περιβάλλον του μνημείου. Μια μεγάλη κανδήλα διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα της. Χρυσοπόρφυρα κρόσια άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα το κοντόβραδο. Στο βάθος η Αίγινα και η Σαλαμίνα πρόβαλλαν σαν τεράστια κήτη. Ήταν μια κατανυχτική στιγμή. Ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου. Είχα την εντύπωση πως εκκλησιαζόμουν σε ναό αφιερωμένο στη μεγαλοφυΐα της ελληνικής σκέψης. Ναι, εγώ, εκπρόσωπος μιας εποχής, που έχει ανανήψει πνευματικά και ηθικά χάρη στη λαθροθηρία αυτού του πνεύματος.
…
Την επομένη, … περιδιάβασα στους χώρους όπου ήταν πιθανό να είχαν δράσει οι διάσημοι σοφοί, στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο Λύκειο του Αριστοτέλη, στην Αγορά, στην ποικίλη Στοά. Σε κάποια όχθη του Ιλισού φαντάστηκα την πλατάνα, όπου στον ίσκιο της ο Φαίδρος, απ’ τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, είχε απαγγείλει την «παλινωδία» του. Η επίσκεψή μου στην αγορά με έφερε πιο κοντά στη σύγχρονη πόλη. Η περιοχή είναι πλούσια από κάθε λογής προϊόντα. ομολογώ ότι οι Αθηναίοι είναι άνθρωποι εύθυμοι, όμορφοι, καλλίφωνοι και χάρη στο θαυμάσιο κλίμα υγιείς. πολλοί αιωνόβιοι δε θυμούνται να έχουν αρρωστήσει ! Η Αθήνα γεννά καλλονές. Λέγεται πως δύο – τρεις τις διάλεξαν αυτοκράτορες για συζύγους τους. Οι αρχόντισσες αποφεύγουν να κυκλοφορούν μέρα, από προκατάληψη πως θα κινδύνευαν από επιθέσεις πειρατών που στο παρελθόν είχαν κλέψει και πουλήσει σε σκλαβοπάζαρα προγονές τους. Ένα δροσερό αεράκι με συνόδευε στην εκδρομή του με άλογο ως τη μονή της Καισαριανής. Είναι το χριστιανικό μνημείο της πόλης του περασμένου αιώνα. Ο κατεβατός απ’ τις πλαγιές του Υμηττού μύριζε λεμονάνθια, θεραπευτικά βότανα, τριανταφυλλιά, ροδιές και θυμάρι. Αηδόνια τιτίβιζαν στα πλατάνια εύθυμα. Παραδείσιο τοπίο. Οι φιλόξενοι καλόγεροι μου πρόσφεραν απ’ το ξακουστό μέλι τους. Ήπια κρύσταλλο νερό απ’ την πηγή. Λένε πως είναι θαυματουργή η εικόνα της Παναγιάς. Ο ηγούμενος μου πρόσφερε φιλοξενία στον αρχοντικό ξενώνα της, όπου είχαν διανυκτερεύσει διάσημοι ξένοι. Τον ευχαρίστησα. Πολύ θα το ήθελα, μα βιαζόμουν να επιστρέψω στο Πόρτο Λεόνε.
…
Έφτασα στο Πόρτο Λεόνε κοντόβραδο. Ότι ανέβαζαν τα τελευταία φορτώματα με προϊόντα του τόπου – κεφάλια κερί, λάδια, τυριά, σαπούνι, ροδόνερο, μέλι, υφαντά. Ο Φρανσουά ντε Γκιγιέ με υποδέχτηκε με ένα πικρόχολο χαμόγελο. Τον πρόλαβα: «Στην Ιερουσαλήμ, στην επί του Όρους Ομιλία, είχε μιλήσει ο Θεός. Στην Αθήνα, πάνω στον Παρθενώνα, είχε εκφραστεί ο μεγαλοφυής άνθρωπος», του είπα.
[1] αποσπάσματα από το «Μεσαιωνικό τρίπτυχο» του Τάσου Αθανασιάδη, Α΄ «από το οδοιπορικό ενός ανευλαβή», Εστία 1998.
Ο Φρανσουά ντε Γκυγιέ ταξίδευε στους αγίους τόπους, για να ακολουθήσει νοερά τα βήματα σ’ αυτήν την ηθική πορεία που είχε κάνει ο Χριστός. Του απάντησα πως πήγαινα σε τρεις ιστορικές πόλεις, που είχαν σημαδέψει τη δική μου πνευματική πορεία, - την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και την Ιερουσαλήμ. Στο άκουσμα της Αθήνας, ένας μορφασμός σκοτείνιασε τα ωραία καταγάλανα μάτια του. Δεν τελείωνε το κατηγορητήριό του για την «Πρωτεύουσα του Παγανισμού», όπως την είχε χαρακτηρίσει, που είχε ειρωνευθεί τον Απόστολο Παύλο, όταν επιχείρησε στο λόφο της Πνύκας να την πείσει πως της ευαγγελιζόταν τον «Άγνωστο Θεό», που του είχε αφιερωμένο ιδιαίτερο βωμό. Του αντείπα, πως απ’ την ειδωλολατρία είχαν ανανήψει ηθικά οι διάνοιες του Σωκράτη και του Πλάτωνα, έτσι που να φτάσουν να διαιστανθούν παραγγέλματα του Ευαγγελίου.
…
Κάποια αυγή αντικρίσαμε σα μετέωρη μέσα στην αχλή την κολονάδα του ναού του Ποσειδώνα πάνω στο ακρωτήριο Σούνιο. Περιπλέαμε πια την Αττική. Η λύπη μου δεν λεγόταν, γιατί παρ’ όλη την επιμονή μου δεν είχα κατορθώσει να τον πείσω να με συνοδεύσει στην πόλη της Παλλάδας. Τυφλωμένος απ’ τον φανατισμό του Χριστιανού, εξακολουθούσε να τη θεωρεί αμαρτωλή απ’ το ειδωλολατρικό παρελθόν της: «Στην Ιερουσαλήμ θα εξαγνισθείτε απ’ τον ρύπο των μνημείων της …», μου ψιθύρισε καθώς αποβιβαζόμουν στο Πόρτο Λεόνε.
…
Η διαδρομή ως τη θρυλική πόλη κράτησε δυο ώρες με άλογο ανάμεσα σε χωράφια, ελαιόδεντρα, περιβόλια και ερείπια από αρχαία τείχη. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν απογοητευτική. Το «κλεινόν άστυ» … «Ελλάδος έρεισμα», όπως το είχε υμνήσει ο Πίνδαρος, ήταν τώρα μια πολίχνη με κάμποσες εκατοντάδες σπιτόπουλα σε βρώμικες γειτονιές και μερικά αρχοντικά απομονωμένα. Καθώς περνούσα από την πύλη του Αδριανού, ένας νεαρός Καπουτσίνος, που μασουλούσε λαίμαργα μια φρατζόλα άσπρο ψωμί, με οδήγησε στη μονή του, όπως με είχαν συμβουλεύσει απ’ τη Φλωρεντία να κάνω μόλις θα επισκεπτόμουν την πόλη. Οι μοναχοί με υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Γευμάτισα, επιτέλους, καλομαγειρεμένο φαΐ και φρέσκα φρούτα. Έσπευσαν να μου διευκρινίσουν, πως η Αθήνα, εκτός απ’ το προνόμιο να έχει τα αριστουργηματικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας, έτσι που να την κάνουν στον κόσμο μοναδική, κατά τα άλλα είναι μια βρωμόπολη ευνοημένη από το έξοχο κλίμα της Αττικής. Κοντοζύγωνε το απόγευμα, όταν πήρα να ανηφορίζω στο λόφο της Ακρόπολης με τη συνοδεία ενός καπουτσίνου. Στιγμές – στιγμές είχα την ψευδαίσθηση, πως ακολουθούσα την πομπή στη γιορτή των Παναθηναίων, την τριήρη με τον πέπλο στο κατάρτι της υφασμένο απ’ τις Αθηναίες αρχοντοπούλες για να ντύσουν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στο ναό του Ερεχθείου. Άκουα τους ύμνους απ’ τις κανηφόρες παρθένες. Η συγκίνησε με έπνιγε. Είχα την εντύπωση πως πήγαινα να προσκυνήσω στους αγίους τόπους του Ελληνικού πνεύματος.
Αιστάνθηκα δέος μόλις βρέθηκα ανάμεσα στις πενήντα οχτώ κολόνες του Παρθενώνα. Μου φαινόταν να φθάνουν στ’ αυτιά μου ψιθυρίσματα από τα αετώματα, τη ζωφόρο, τις μετόπες. Οι Κόρες μοιάζανε σα να παίρνανε μια μελαγχολική έκφραση μέσα στη μελογάλανη απόχρωση του σούρουπου. Κάθε τόσο αλαφιαζόμουν. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πρόβαλλαν ο Ικτίνος και ο Φειδίας περίλυποι για το ερείπωμα του έργου τους απ’ τον εγκληματικό χρόνο. Κάποιοι γύρω μου κάνανε σκίτσα, ψηλάφιζαν τα γλυπτά, φλυαρούσαν. Δεν είχα ανάγκη να τους μιμηθώ. Εμπιστευόμουν τη δύναμη της μνήμης μου – tantum scimus quantum in memoriam tenemus … Ήμουν συνεπαρμένος απ’ τη σκέψη, πως οι δύο μεγαλοφυείς δημιουργοί είχαν περπατήσει στο έδαφός της, είχαν αποτυπώσει την αφή τους στα μάρμαρά της, είχαν ατενίσει τον ίδιο αιώνιο ορίζοντα. Το εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία φαινόταν παράταιρο μέσα στο κλασσικό περιβάλλον του μνημείου. Μια μεγάλη κανδήλα διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα της. Χρυσοπόρφυρα κρόσια άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα το κοντόβραδο. Στο βάθος η Αίγινα και η Σαλαμίνα πρόβαλλαν σαν τεράστια κήτη. Ήταν μια κατανυχτική στιγμή. Ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου. Είχα την εντύπωση πως εκκλησιαζόμουν σε ναό αφιερωμένο στη μεγαλοφυΐα της ελληνικής σκέψης. Ναι, εγώ, εκπρόσωπος μιας εποχής, που έχει ανανήψει πνευματικά και ηθικά χάρη στη λαθροθηρία αυτού του πνεύματος.
…
Την επομένη, … περιδιάβασα στους χώρους όπου ήταν πιθανό να είχαν δράσει οι διάσημοι σοφοί, στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο Λύκειο του Αριστοτέλη, στην Αγορά, στην ποικίλη Στοά. Σε κάποια όχθη του Ιλισού φαντάστηκα την πλατάνα, όπου στον ίσκιο της ο Φαίδρος, απ’ τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, είχε απαγγείλει την «παλινωδία» του. Η επίσκεψή μου στην αγορά με έφερε πιο κοντά στη σύγχρονη πόλη. Η περιοχή είναι πλούσια από κάθε λογής προϊόντα. ομολογώ ότι οι Αθηναίοι είναι άνθρωποι εύθυμοι, όμορφοι, καλλίφωνοι και χάρη στο θαυμάσιο κλίμα υγιείς. πολλοί αιωνόβιοι δε θυμούνται να έχουν αρρωστήσει ! Η Αθήνα γεννά καλλονές. Λέγεται πως δύο – τρεις τις διάλεξαν αυτοκράτορες για συζύγους τους. Οι αρχόντισσες αποφεύγουν να κυκλοφορούν μέρα, από προκατάληψη πως θα κινδύνευαν από επιθέσεις πειρατών που στο παρελθόν είχαν κλέψει και πουλήσει σε σκλαβοπάζαρα προγονές τους. Ένα δροσερό αεράκι με συνόδευε στην εκδρομή του με άλογο ως τη μονή της Καισαριανής. Είναι το χριστιανικό μνημείο της πόλης του περασμένου αιώνα. Ο κατεβατός απ’ τις πλαγιές του Υμηττού μύριζε λεμονάνθια, θεραπευτικά βότανα, τριανταφυλλιά, ροδιές και θυμάρι. Αηδόνια τιτίβιζαν στα πλατάνια εύθυμα. Παραδείσιο τοπίο. Οι φιλόξενοι καλόγεροι μου πρόσφεραν απ’ το ξακουστό μέλι τους. Ήπια κρύσταλλο νερό απ’ την πηγή. Λένε πως είναι θαυματουργή η εικόνα της Παναγιάς. Ο ηγούμενος μου πρόσφερε φιλοξενία στον αρχοντικό ξενώνα της, όπου είχαν διανυκτερεύσει διάσημοι ξένοι. Τον ευχαρίστησα. Πολύ θα το ήθελα, μα βιαζόμουν να επιστρέψω στο Πόρτο Λεόνε.
…
Έφτασα στο Πόρτο Λεόνε κοντόβραδο. Ότι ανέβαζαν τα τελευταία φορτώματα με προϊόντα του τόπου – κεφάλια κερί, λάδια, τυριά, σαπούνι, ροδόνερο, μέλι, υφαντά. Ο Φρανσουά ντε Γκιγιέ με υποδέχτηκε με ένα πικρόχολο χαμόγελο. Τον πρόλαβα: «Στην Ιερουσαλήμ, στην επί του Όρους Ομιλία, είχε μιλήσει ο Θεός. Στην Αθήνα, πάνω στον Παρθενώνα, είχε εκφραστεί ο μεγαλοφυής άνθρωπος», του είπα.
[1] αποσπάσματα από το «Μεσαιωνικό τρίπτυχο» του Τάσου Αθανασιάδη, Α΄ «από το οδοιπορικό ενός ανευλαβή», Εστία 1998.
Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009
Παιδεία
η διακοπή της ελληνικής παιδείας στην δύση[1]
Οι έρευνες του P. Courcelle[2] έδειξαν ότι ήδη από τον 6ο αιώνα η ελληνική γλώσσα δεν ήταν πια γνωστή στην Ισπανία, στη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ότι στην Αφρική η τομή αυτή ορίζεται από τη βανδαλική κατάκτηση και ότι στη Γαλατία τοποθετείται στο μεταίχμιο του 5ου και του 6ου αιώνα. Στην Ιταλία, η τελευταία γενιά που ήξερε ελληνικά ήταν η γενιά του Βοηθίου (που πέθανε το 525) και του Κασσιοδώρου (που πέθανε γύρω στο 570), ενώ στην ίδια τη Ρώμη, γύρω στο 600, κανένας πια δεν διάβαζε τους Έλληνες Πατέρες, ούτε τους πιο επιφανείς. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), που καταγόταν από μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια και είχε διατελέσει νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Στη Ραβέννα, πρωτεύουσα του βυζαντινού εξαρχάτου, δηλαδή της βυζαντινής Ιταλίας, ήταν πολύ δύσκολο τον 7ο αιώνα να βρεθεί άνθρωπος ικανός να διεκπεραιώνει την ελληνική αλληλογραφία με την αυλή της Κωνσταντινούπολης. Στη βιβλιοθήκη του Ισιδώρου της Σεβίλλης περιλαμβάνονται μερικές μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων, του Ωριγένη και του Ιωάννη Χρυσοστόμου, αλλά ο Ισίδωρος δεν γνώριζε άμεσα κανένα κείμενο, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, σε ελληνική γλώσσα. Ο Γρηγόριος της Τουρ δεν γνώριζε ούτε μια λέξη ελληνική, όπως και ο Φορτουνάτος, επίσκοπος του Πουατιέ (530-609), που ομολογεί ότι δεν ξέρει τίποτα για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το ίδιο και ο Ιρλανδός άγιος Columbanus.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ναυάγιο. Μόνο μερικά συντρίμμια επιπλέουν: για τον πλατωνισμό, τα λατινικά σχόλια στον Τίμαιο, που έγραψε ο Καλσίντιους, συγγραφέας και μιας αποσπασματικής μετάφρασης του ίδιου διαλόγου στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα. Για το νεοπλατωνισμό, τα σχόλια του έγραψε ο Μακρόβιος στο Somnium Scipionis με κάποιες αναφορές στον Πλάτωνα και στον Πλωτίνο, καθώς και ο απόηχος των Εννεάδων που διακρίνεται στο έργο του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος γνώριζε ένα τμήμα τους από τη χαμένη σήμερα μετάφραση του Βικτορίνου. Ο Αριστοτέλης είχε κάπως καλύτερη τύχη. Ο χριστιανός Βοήθιος μετέφρασε και σχολίασε την Εισαγωγή στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, που είχε γράψει ο πλατωνιστής Πορφύριος, καθώς και τις ίδιες τις Κατηγορίες, και μπορούμε να πούμε ότι με τα έργα του αυτά έθεσε τις βάσεις της μεσαιωνικής λογικής ως τον 13ο αιώνα. Αυτά είναι όλα κι όλα στον κοσμικό τομέα, εκτός αν θελήσουμε να προσθέσουμε εδώ και όσα μπόρεσε να μας διασώσει ο Κασσιόδωρος στο δεύτερο μέρος του έργου Διδασκαλίες εκκλησιαστικών και κοσμικών γραμμάτων, το αφιερωμένο στις artes ac disciplinae liberalium litterarum, δηλαδή αυτό που ο Βοήθιος ονομάζει quadrivium (οι τέσσερις δρόμοι προς τη σοφία ή τη φιλοσοφία: αριθμιτική, αστρονομία, γεωμετρία, μουσική) και trivium (οι τρεις δρόμοι προς την έκφραση αυτής της σοφίας: γραμματική, ρητορική, λογική). Οι σελίδες αυτές του Κασσιόδωρου θα παραμείνουν το σύνολο των πραγμάτων που χρειαζόταν να γνωρίζει ένας άνδρας της Εκκλησίας από τις ελεύθερες τέχνες.
[1] Πωλ Λεμέρλ, «ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός», κεφ. Α΄, σελ. 19-20, ΜορφωτικόΊδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
[2] Π. Κουρσέλ, Les Lettres greques en Occident de Macrobe a Cassiodore, Παρίσι 1943: πρβλ. σελ. 389 κ.ε. (β΄ έκδ. Παρίσι 1948, σελ. 389 κ.ε. – αγγλική μετάφραση, με βιβλιογραφικές προσθήκες, εκδόθηκε στο Καίμπριτζ, Mass. το 1969 με τον τίτλο Late Latin Writers and their Greek Sources). Μπορεί κανείς επίσης να συμβουλευτεί τη διατριβή του Π. Ρισέ, Education et culture dans l’ Occident barbare (VIe-VIIIe siecles), Παρίσι (“Patristica Sorbonensia”, VI) 1962 (επανέκδοση το 1967, ίδια σελιδαρίθμηση): πρβλ. κυρίως σελ. 83-84 (λήθη της ελληνικής γλώσσας), 84-87 (εγκατάλειψη της φιλοσοφικής και επιστημονικής παιδείας), 250 κ.ε. (Γαλατία), 359 (κελτικά μοναστήρια και Ιρλανδία), 395 κ.ε. (Ρώμη) κτλ.
Οι έρευνες του P. Courcelle[2] έδειξαν ότι ήδη από τον 6ο αιώνα η ελληνική γλώσσα δεν ήταν πια γνωστή στην Ισπανία, στη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ότι στην Αφρική η τομή αυτή ορίζεται από τη βανδαλική κατάκτηση και ότι στη Γαλατία τοποθετείται στο μεταίχμιο του 5ου και του 6ου αιώνα. Στην Ιταλία, η τελευταία γενιά που ήξερε ελληνικά ήταν η γενιά του Βοηθίου (που πέθανε το 525) και του Κασσιοδώρου (που πέθανε γύρω στο 570), ενώ στην ίδια τη Ρώμη, γύρω στο 600, κανένας πια δεν διάβαζε τους Έλληνες Πατέρες, ούτε τους πιο επιφανείς. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), που καταγόταν από μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια και είχε διατελέσει νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Στη Ραβέννα, πρωτεύουσα του βυζαντινού εξαρχάτου, δηλαδή της βυζαντινής Ιταλίας, ήταν πολύ δύσκολο τον 7ο αιώνα να βρεθεί άνθρωπος ικανός να διεκπεραιώνει την ελληνική αλληλογραφία με την αυλή της Κωνσταντινούπολης. Στη βιβλιοθήκη του Ισιδώρου της Σεβίλλης περιλαμβάνονται μερικές μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων, του Ωριγένη και του Ιωάννη Χρυσοστόμου, αλλά ο Ισίδωρος δεν γνώριζε άμεσα κανένα κείμενο, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, σε ελληνική γλώσσα. Ο Γρηγόριος της Τουρ δεν γνώριζε ούτε μια λέξη ελληνική, όπως και ο Φορτουνάτος, επίσκοπος του Πουατιέ (530-609), που ομολογεί ότι δεν ξέρει τίποτα για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το ίδιο και ο Ιρλανδός άγιος Columbanus.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ναυάγιο. Μόνο μερικά συντρίμμια επιπλέουν: για τον πλατωνισμό, τα λατινικά σχόλια στον Τίμαιο, που έγραψε ο Καλσίντιους, συγγραφέας και μιας αποσπασματικής μετάφρασης του ίδιου διαλόγου στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα. Για το νεοπλατωνισμό, τα σχόλια του έγραψε ο Μακρόβιος στο Somnium Scipionis με κάποιες αναφορές στον Πλάτωνα και στον Πλωτίνο, καθώς και ο απόηχος των Εννεάδων που διακρίνεται στο έργο του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος γνώριζε ένα τμήμα τους από τη χαμένη σήμερα μετάφραση του Βικτορίνου. Ο Αριστοτέλης είχε κάπως καλύτερη τύχη. Ο χριστιανός Βοήθιος μετέφρασε και σχολίασε την Εισαγωγή στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, που είχε γράψει ο πλατωνιστής Πορφύριος, καθώς και τις ίδιες τις Κατηγορίες, και μπορούμε να πούμε ότι με τα έργα του αυτά έθεσε τις βάσεις της μεσαιωνικής λογικής ως τον 13ο αιώνα. Αυτά είναι όλα κι όλα στον κοσμικό τομέα, εκτός αν θελήσουμε να προσθέσουμε εδώ και όσα μπόρεσε να μας διασώσει ο Κασσιόδωρος στο δεύτερο μέρος του έργου Διδασκαλίες εκκλησιαστικών και κοσμικών γραμμάτων, το αφιερωμένο στις artes ac disciplinae liberalium litterarum, δηλαδή αυτό που ο Βοήθιος ονομάζει quadrivium (οι τέσσερις δρόμοι προς τη σοφία ή τη φιλοσοφία: αριθμιτική, αστρονομία, γεωμετρία, μουσική) και trivium (οι τρεις δρόμοι προς την έκφραση αυτής της σοφίας: γραμματική, ρητορική, λογική). Οι σελίδες αυτές του Κασσιόδωρου θα παραμείνουν το σύνολο των πραγμάτων που χρειαζόταν να γνωρίζει ένας άνδρας της Εκκλησίας από τις ελεύθερες τέχνες.
[1] Πωλ Λεμέρλ, «ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός», κεφ. Α΄, σελ. 19-20, ΜορφωτικόΊδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
[2] Π. Κουρσέλ, Les Lettres greques en Occident de Macrobe a Cassiodore, Παρίσι 1943: πρβλ. σελ. 389 κ.ε. (β΄ έκδ. Παρίσι 1948, σελ. 389 κ.ε. – αγγλική μετάφραση, με βιβλιογραφικές προσθήκες, εκδόθηκε στο Καίμπριτζ, Mass. το 1969 με τον τίτλο Late Latin Writers and their Greek Sources). Μπορεί κανείς επίσης να συμβουλευτεί τη διατριβή του Π. Ρισέ, Education et culture dans l’ Occident barbare (VIe-VIIIe siecles), Παρίσι (“Patristica Sorbonensia”, VI) 1962 (επανέκδοση το 1967, ίδια σελιδαρίθμηση): πρβλ. κυρίως σελ. 83-84 (λήθη της ελληνικής γλώσσας), 84-87 (εγκατάλειψη της φιλοσοφικής και επιστημονικής παιδείας), 250 κ.ε. (Γαλατία), 359 (κελτικά μοναστήρια και Ιρλανδία), 395 κ.ε. (Ρώμη) κτλ.
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009
Λαογραφία
Το δημοτικό τραγούδι[1]
Τα δημοτικά[2] τραγούδια εκφράζουν τον εσωτερικό κόσμο του λαού. Η έκφραση αυτού του κόσμου επιτυγχάνεται με την μουσική και τον λόγο. Ο χορός – και γενικώτερα ο ρυθμός – αποτελεί ένα τρίτο σπουδαίο στοιχείο που συνοδεύει ορισμένες φορές τον λόγο.
Όταν λέμε ότι το δημοτικό τραγούδι είναι ομαδικό δημιούργημα, αναφερόμαστε σε όσα υποστήριξε ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852 – 1921), ο οποίος ανέλυσε την έννοια της ομαδικότητας του δημοτικού τραγουδιού και περιέγραψε ως εξής τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται αυτή η λαϊκή δημιουργία: «Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητος και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων εις εσωτερικήν ώθησιν, εν στιγμή εξάρσεως συνθέτει άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά»[3]. Το τραγούδι αυτό το ακούει ένας άλλος άνθρωπος του λαού, του αρέσει – βλέπει ότι τον εκφράζει – και το παίρνει, κάποτε μάλιστα επιφέροντας και μερικές αλλαγές, για να το κάνει τελικά περισσότερο σύμφωνο με τα προσωπικά του συναισθήματα. Και συνεχίζει ο Ν. Γ. Πολίτης: «Ούτω δ’ από στόματος εις στόμα διαδιδόμενον καθίσταται κοινόν κτήμα. Έκαστος τραγουδιστής ιδιοποείται αυτό τρόπον τινά ανεπιγνώστως, το ιδιοποιείται απλούστατα και φυσικώτατα καθόσον φέρεται αδέσποτον, και όπερ σπουδαιότερον, καθόσον ευρίσκει εν αυτώ τα πάντα γνώριμα, ουδέν δε ξένον ή ανώτερον των ιδίων νοημάτων και συναισθημάτων, ή και αν εύρει τι τυχόν αλλότριον ή απρόσιτον εις αυτόν το μεταβάλλει ή το αποβάλλει. Είναι δε αδέσποτον το τραγούδι διότι ο πρώτος δημιουργός αυτού δεν κατείχετο υπό του πόθου να καταστήση γνωστόν το όνομά του, αλλ’ αμοιρών φιλολογικής φιλοδοξίας το εποίησε, διότι του το επέβαλεν ανάγκη της καρδίας του»[4].
Οι διάφορες, επομένως μετατροπές, που γίνονται από τραγουδιστή σε τραγουδιστή, μας δίνουν το δικαίωμα να πούμε ότι, τελικά, «ο λαός απεργάζεται την οριστικήν μορφήν των δημοτικών ασμάτων»[5].
Η οριστική, βέβαια, μορφή ενός δημοτικού τραγουδιού δημιουργείται με τον καιρό. Όπως μας πληροφορεί ο Ν. Πολίτης, όταν κάποτε ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου (1875 – 1937) άκουσε στην Τήνο ένα κακό τραγούδι και ρώτησε να μάθει τον λόγο της ατέλειάς του, οι χωρικοί του απάντησαν: «Ακόμα δεν το ταίριασαν οι κοπέλλαις το τραγούδι. Θα το ταιριάσουν τον άλλον χρόνο». Δηλαδή, επεξηγεί ο Πολίτης, τον επόμενο χρόνο το τραγούδι θα έπαιρνε την «οριστικήν του διατύπωσιν»[6].
Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, το δημοτικό τραγούδι είναι γνήσιο λαϊκό δημιούργημα, πλάστηκε από την αρχή και τελειοποιήθηκε μέσα στην καρδιά και το στόμα του λαού.
[1] Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Η ποίηση του Νέου Ελληνισμού», σελ. 48-49, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1991.
[2] Οι λέξεις δημοτικό και λαϊκό χρησιμοποιούνται εδώ ως συνώνυμες. Ειδικότερα, θα λέγαμε, ότι το δημοτικό είναι «το λαϊκό της παράδοσης».
[3] Ν. Γ. Πολίτης, «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», Λαογραφία 5 (1916) 493.
[4] ό.π., σ. 493
[5] ό.π., σ. 494
[6] ό.π., σ. 495
Τα δημοτικά[2] τραγούδια εκφράζουν τον εσωτερικό κόσμο του λαού. Η έκφραση αυτού του κόσμου επιτυγχάνεται με την μουσική και τον λόγο. Ο χορός – και γενικώτερα ο ρυθμός – αποτελεί ένα τρίτο σπουδαίο στοιχείο που συνοδεύει ορισμένες φορές τον λόγο.
Όταν λέμε ότι το δημοτικό τραγούδι είναι ομαδικό δημιούργημα, αναφερόμαστε σε όσα υποστήριξε ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852 – 1921), ο οποίος ανέλυσε την έννοια της ομαδικότητας του δημοτικού τραγουδιού και περιέγραψε ως εξής τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται αυτή η λαϊκή δημιουργία: «Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητος και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων εις εσωτερικήν ώθησιν, εν στιγμή εξάρσεως συνθέτει άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά»[3]. Το τραγούδι αυτό το ακούει ένας άλλος άνθρωπος του λαού, του αρέσει – βλέπει ότι τον εκφράζει – και το παίρνει, κάποτε μάλιστα επιφέροντας και μερικές αλλαγές, για να το κάνει τελικά περισσότερο σύμφωνο με τα προσωπικά του συναισθήματα. Και συνεχίζει ο Ν. Γ. Πολίτης: «Ούτω δ’ από στόματος εις στόμα διαδιδόμενον καθίσταται κοινόν κτήμα. Έκαστος τραγουδιστής ιδιοποείται αυτό τρόπον τινά ανεπιγνώστως, το ιδιοποιείται απλούστατα και φυσικώτατα καθόσον φέρεται αδέσποτον, και όπερ σπουδαιότερον, καθόσον ευρίσκει εν αυτώ τα πάντα γνώριμα, ουδέν δε ξένον ή ανώτερον των ιδίων νοημάτων και συναισθημάτων, ή και αν εύρει τι τυχόν αλλότριον ή απρόσιτον εις αυτόν το μεταβάλλει ή το αποβάλλει. Είναι δε αδέσποτον το τραγούδι διότι ο πρώτος δημιουργός αυτού δεν κατείχετο υπό του πόθου να καταστήση γνωστόν το όνομά του, αλλ’ αμοιρών φιλολογικής φιλοδοξίας το εποίησε, διότι του το επέβαλεν ανάγκη της καρδίας του»[4].
Οι διάφορες, επομένως μετατροπές, που γίνονται από τραγουδιστή σε τραγουδιστή, μας δίνουν το δικαίωμα να πούμε ότι, τελικά, «ο λαός απεργάζεται την οριστικήν μορφήν των δημοτικών ασμάτων»[5].
Η οριστική, βέβαια, μορφή ενός δημοτικού τραγουδιού δημιουργείται με τον καιρό. Όπως μας πληροφορεί ο Ν. Πολίτης, όταν κάποτε ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου (1875 – 1937) άκουσε στην Τήνο ένα κακό τραγούδι και ρώτησε να μάθει τον λόγο της ατέλειάς του, οι χωρικοί του απάντησαν: «Ακόμα δεν το ταίριασαν οι κοπέλλαις το τραγούδι. Θα το ταιριάσουν τον άλλον χρόνο». Δηλαδή, επεξηγεί ο Πολίτης, τον επόμενο χρόνο το τραγούδι θα έπαιρνε την «οριστικήν του διατύπωσιν»[6].
Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, το δημοτικό τραγούδι είναι γνήσιο λαϊκό δημιούργημα, πλάστηκε από την αρχή και τελειοποιήθηκε μέσα στην καρδιά και το στόμα του λαού.
[1] Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Η ποίηση του Νέου Ελληνισμού», σελ. 48-49, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1991.
[2] Οι λέξεις δημοτικό και λαϊκό χρησιμοποιούνται εδώ ως συνώνυμες. Ειδικότερα, θα λέγαμε, ότι το δημοτικό είναι «το λαϊκό της παράδοσης».
[3] Ν. Γ. Πολίτης, «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», Λαογραφία 5 (1916) 493.
[4] ό.π., σ. 493
[5] ό.π., σ. 494
[6] ό.π., σ. 495
Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009
Πολιτική
περί της ανόδου και της πτώσεως των ισχυρών[1]
Ο ρόλος του θύματος που αποδίδει ο Ιώβ στον εαυτό του είναι αναγκαστικά σημαντικός μέσα σ’ ένα σύνολο κειμένων της Βίβλου, η οποία προβάλλει, πάντα και παντού, τα θύματα σε πρώτο επίπεδο. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι οφείλει ν’ αναζητήσει σε μια κοινή προοπτική, εκείνη του θύματος που περιβάλλεται από πολλούς εχθρούς, το λόγο της εκπληκτικής ομοιότητας ανάμεσα στα λόγια του Ιώβ και στους επιλεγόμενους εξιλαστήριους Ψαλμούς του Δαυΐδ.
…
Ο Ιώβ θεωρείται ενάρετος, αλλά, κατά το παράδειγμα ίσως του Οιδίποδα, διέπραξε κάποιο κρυφό έγκλημα. Αν δεν το έκανε αυτός, το έκανε κάποιος γιος του ή άλλο μέλος της οικογένειάς του. Ένας άνθρωπος, καταδικασμένος από την κοινή γνώμη, δεν θα μπορούσε να είναι αθώος. Ο Ιώβ όμως υπερασπίζεται τον εαυτό του με ζέση και τελικά καμιά κατηγορία δεν ευσταθεί. Το κατηγορητήριο καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Ορισμένοι σχολιαστές καταλογίζουν στον Ιώβ τις πολύ ζωηρές απαντήσεις του. Του λείπει η ταπεινοφροσύνη και οι φίλοι του έχουν δίκιο να σκανδαλίζονται.
…
Προτού γίνει αποδιοπομπαίος τράγος, ο Ιώβ έζησε μια περίοδο τέτοιας δημοτικότητας, που άγγιζε τα όρια της ειδωλολατρίας. … Αν ο Ιώβ είχε πραγματικά χάσει τα κοπάδια του και τα παιδιά του, η θύμιση του παρελθόντος ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να μιλήσει γι’ αυτά. Άρα, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα.
Η αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, δεν παραπέμπει από τον πλούτο στη φτώχεια, από την υγεία στην αρρώστια, αλλά από την εύνοια στη δυσμένεια ενός και του αυτού κοινού. Οι Διάλογοι δεν πραγματεύονται ένα δράμα καθαρά προσωπικό, έναν απλό άνθρωπο που γίνεται διαφορετικός, αλλά τη συμπεριφορά ενός ολόκληρου λαού απέναντι σ’ ένα είδος «κρατικού αξιωματούχου», που η καριέρα του καταστράφηκε.
Όσο αμφίβολες κι αν είναι, οι κατηγορίες που απευθύνονται εναντίον του Ιώβ είναι αποκαλυπτικές. Εκείνο που καταλογίζουν κυρίως στον έκπτωτο δυνάστη είναι οι καταχρήσεις της εξουσίας και οι καταχρήσεις αυτές είναι τέτοιας έκτασης, που δεν θα μπορούσαν να προέρχονται από έναν απλό γαιοκτήμονα, όσο πλούσιο κι αν τον υποθέσουμε. Ο Ιώβ μας φέρνει μάλλον στο νου τους τυράννους των ελληνικών πόλεων. Γιατί, ρωτάει ο Ελιφάζ[2], ο Θεός στράφηκε εναντίον σου ;
Μήπως φοβούμενός σε θέλει σέ ελέγξει
Και θέλει ελθεί εις κρίσιν μετά σου ;
Η κακία σου δεν είναι μεγάλη ;
Και αι ανομίαι σου άπειροι ;
Διότι έλαβες ενέχυρον παρά του αδελφού σου αναιτίως
Και εστέρησας τους γυμνούς από του ενδύματος αυτών.
Δεν επότισας ύδωρ τον διψώντα,
Και ηρνήθης άρτον εις τον πεινώντα.
Ο δε ισχυρός άνθρωπος ελάμβανεν την γην.
Και ο περίβλεπτος κατώκει εν αυτή.
Χήρας απέβαλες αβοηθήτους,
Και οι βραχίονες των ορφανών συνετρίβησαν υπό σου.
(22, 4-9)
Ο σύγχρονος αναγνώστης υιοθετεί ευχαρίστως την άποψη του προλόγου, γιατί του θυμίζει τον κόσμο μας, ή τουλάχιστον την ιδέα που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτόν. Η ευτυχία συνίσταται στο να κατέχεις, όσο πιο πολλά πράγματα είναι δυνατό, χωρίς ν’ αρρωσταίνεις ποτέ, ζώντας μέσα σε μια αιώνια φρενίτιδα καταναλωτικής απόλαυσης. Στους Διαλόγους, αντίθετα, εκείνο που έχει βασική σημασία είναι οι σχέσεις του Ιώβ με την κοινότητα.
Ο Ιώβ παρουσιάζει την περίοδο του θριάμβου του σαν το φθινόπωρο της ζωής του, δηλαδή σαν την εποχή που προηγείται από τον παγωμένο χειμώνα του κατατρεγμού του. Είναι πιθανό η δυστυχία του να είναι πρόσφατη και να υπήρξε ξαφνική. Ο υπέρτατος ενθουσιασμός του Ιώβ πρέπει να μεταπήδησε μονομιάς σε υπέρτατη αποστροφή. Και μέχρι την τελευταία στιγμή, φαίνεται, ο Ιώβ δεν υποψιάστηκε τίποτε για την μεταστροφή που ετοιμαζόταν.
…
Η «αρχαία οδός των ασεβών» αρχίζει με το μεγαλείο, τον πλούτο, τη δύναμη, αλλά ολοκληρώνεται με μια κεραυνοβόλα καταστροφή. Αυτές τις δύο φάσεις ακριβώς ανακαλύπτουμε στην περιπέτεια του Ιώβ, το ίδιο ακριβώς σενάριο.
Από μέρα σε μέρα, ο Ιώβ μπορούσε να φιγουράρει στη λίστα εκείνων των ανώνυμων που μιλάνε γι’ αυτούς με μισόλογα, γιατί τ’ όνομά τους είναι «σβησμένο». Είναι ένας από κείνους που η σταδιοδρομία τους κινδυνεύει να τελειώσει πολύ άσχημα, επειδή άρχισε πολύ καλά.
…
Σε κάποια στιγμή, ο Θεός:
…Θέλει συντρίψει αναριθμήτους ισχυρούς
Και βάλει άλλους αντ’ αυτών
Διότι γνωρίζει τα έργα αυτών,
Και ανατρέπει αυτούς την νύκτα,
Και συντρίβονται.
Κτυπά αυτούς ως ασεβείς
Εν τω τόπω των θεατών.
(34, 24-26)
Παραπέμπω στο Βιβλίο της Ιερουσαλήμ: η μετάφρασή της υποβάλλει θαυμάσια την ταυτότητα του Θεού και του πλήθους. Ο Θεός ανατρέπει τους μεγάλους, αλλά εκείνος που τους συντρίβει είναι το πλήθος. Ο Θεός αλυσοδένει τα θύματα, αλλά η περέμβασή του είναι δημόσια : πραγματοποιείται ενώπιον αυτού του ίδιου πλήθους, που μάλλον δεν μένει αδιάφορο μπροστά σ’ ένα τόσο ενδιαφέρον θέαμα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι ισχυροί συντρίβονται, χωρίς να ερευνηθούν οι αιτίες, πράγμα που υποπτευόμαστε κατά κάποιο τρόπο. Το πλήθος είναι πάντα έτοιμο να δώσει τη συγκατάθεσή του στη θεότητα, όταν αυτή αποφασίζει να τιμωρήσει τους κακούς. Κι αμέσως βρίσκονται άλλοι ισχυροί, για ν’ αντικαταστήσουν εκείνους που έπεσαν. Είναι ο Θεός ο ίδιος που τους ανεβάζει στο θρόνο, αλλά είναι το πλήθος που τους λατρεύει, για ν’ ανακαλύψει λίγο αργότερα, εννοείται, ότι κακώς εκλέχτηκαν, γι’ άλλη μια φορά, κι ότι δεν αξίζουν περισσότερο από τους προκατόχους τους.
Vox populi, vox dei. Όπως στην ελληνική τραγωδία, η άνοδος και η πτώση των ισχυρών αποτελούν ένα μυστήριο καθαρά ιερό και η κατάληξή τους είναι το πιο επιθυμητό κομμάτι. Αν και δεν αλλάζει ποτέ, αναμένεται πάντα με μεγάλη ανυπομονησία.
Ο ρόλος του θύματος που αποδίδει ο Ιώβ στον εαυτό του είναι αναγκαστικά σημαντικός μέσα σ’ ένα σύνολο κειμένων της Βίβλου, η οποία προβάλλει, πάντα και παντού, τα θύματα σε πρώτο επίπεδο. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι οφείλει ν’ αναζητήσει σε μια κοινή προοπτική, εκείνη του θύματος που περιβάλλεται από πολλούς εχθρούς, το λόγο της εκπληκτικής ομοιότητας ανάμεσα στα λόγια του Ιώβ και στους επιλεγόμενους εξιλαστήριους Ψαλμούς του Δαυΐδ.
…
Ο Ιώβ θεωρείται ενάρετος, αλλά, κατά το παράδειγμα ίσως του Οιδίποδα, διέπραξε κάποιο κρυφό έγκλημα. Αν δεν το έκανε αυτός, το έκανε κάποιος γιος του ή άλλο μέλος της οικογένειάς του. Ένας άνθρωπος, καταδικασμένος από την κοινή γνώμη, δεν θα μπορούσε να είναι αθώος. Ο Ιώβ όμως υπερασπίζεται τον εαυτό του με ζέση και τελικά καμιά κατηγορία δεν ευσταθεί. Το κατηγορητήριο καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Ορισμένοι σχολιαστές καταλογίζουν στον Ιώβ τις πολύ ζωηρές απαντήσεις του. Του λείπει η ταπεινοφροσύνη και οι φίλοι του έχουν δίκιο να σκανδαλίζονται.
…
Προτού γίνει αποδιοπομπαίος τράγος, ο Ιώβ έζησε μια περίοδο τέτοιας δημοτικότητας, που άγγιζε τα όρια της ειδωλολατρίας. … Αν ο Ιώβ είχε πραγματικά χάσει τα κοπάδια του και τα παιδιά του, η θύμιση του παρελθόντος ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να μιλήσει γι’ αυτά. Άρα, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα.
Η αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, δεν παραπέμπει από τον πλούτο στη φτώχεια, από την υγεία στην αρρώστια, αλλά από την εύνοια στη δυσμένεια ενός και του αυτού κοινού. Οι Διάλογοι δεν πραγματεύονται ένα δράμα καθαρά προσωπικό, έναν απλό άνθρωπο που γίνεται διαφορετικός, αλλά τη συμπεριφορά ενός ολόκληρου λαού απέναντι σ’ ένα είδος «κρατικού αξιωματούχου», που η καριέρα του καταστράφηκε.
Όσο αμφίβολες κι αν είναι, οι κατηγορίες που απευθύνονται εναντίον του Ιώβ είναι αποκαλυπτικές. Εκείνο που καταλογίζουν κυρίως στον έκπτωτο δυνάστη είναι οι καταχρήσεις της εξουσίας και οι καταχρήσεις αυτές είναι τέτοιας έκτασης, που δεν θα μπορούσαν να προέρχονται από έναν απλό γαιοκτήμονα, όσο πλούσιο κι αν τον υποθέσουμε. Ο Ιώβ μας φέρνει μάλλον στο νου τους τυράννους των ελληνικών πόλεων. Γιατί, ρωτάει ο Ελιφάζ[2], ο Θεός στράφηκε εναντίον σου ;
Μήπως φοβούμενός σε θέλει σέ ελέγξει
Και θέλει ελθεί εις κρίσιν μετά σου ;
Η κακία σου δεν είναι μεγάλη ;
Και αι ανομίαι σου άπειροι ;
Διότι έλαβες ενέχυρον παρά του αδελφού σου αναιτίως
Και εστέρησας τους γυμνούς από του ενδύματος αυτών.
Δεν επότισας ύδωρ τον διψώντα,
Και ηρνήθης άρτον εις τον πεινώντα.
Ο δε ισχυρός άνθρωπος ελάμβανεν την γην.
Και ο περίβλεπτος κατώκει εν αυτή.
Χήρας απέβαλες αβοηθήτους,
Και οι βραχίονες των ορφανών συνετρίβησαν υπό σου.
(22, 4-9)
Ο σύγχρονος αναγνώστης υιοθετεί ευχαρίστως την άποψη του προλόγου, γιατί του θυμίζει τον κόσμο μας, ή τουλάχιστον την ιδέα που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτόν. Η ευτυχία συνίσταται στο να κατέχεις, όσο πιο πολλά πράγματα είναι δυνατό, χωρίς ν’ αρρωσταίνεις ποτέ, ζώντας μέσα σε μια αιώνια φρενίτιδα καταναλωτικής απόλαυσης. Στους Διαλόγους, αντίθετα, εκείνο που έχει βασική σημασία είναι οι σχέσεις του Ιώβ με την κοινότητα.
Ο Ιώβ παρουσιάζει την περίοδο του θριάμβου του σαν το φθινόπωρο της ζωής του, δηλαδή σαν την εποχή που προηγείται από τον παγωμένο χειμώνα του κατατρεγμού του. Είναι πιθανό η δυστυχία του να είναι πρόσφατη και να υπήρξε ξαφνική. Ο υπέρτατος ενθουσιασμός του Ιώβ πρέπει να μεταπήδησε μονομιάς σε υπέρτατη αποστροφή. Και μέχρι την τελευταία στιγμή, φαίνεται, ο Ιώβ δεν υποψιάστηκε τίποτε για την μεταστροφή που ετοιμαζόταν.
…
Η «αρχαία οδός των ασεβών» αρχίζει με το μεγαλείο, τον πλούτο, τη δύναμη, αλλά ολοκληρώνεται με μια κεραυνοβόλα καταστροφή. Αυτές τις δύο φάσεις ακριβώς ανακαλύπτουμε στην περιπέτεια του Ιώβ, το ίδιο ακριβώς σενάριο.
Από μέρα σε μέρα, ο Ιώβ μπορούσε να φιγουράρει στη λίστα εκείνων των ανώνυμων που μιλάνε γι’ αυτούς με μισόλογα, γιατί τ’ όνομά τους είναι «σβησμένο». Είναι ένας από κείνους που η σταδιοδρομία τους κινδυνεύει να τελειώσει πολύ άσχημα, επειδή άρχισε πολύ καλά.
…
Σε κάποια στιγμή, ο Θεός:
…Θέλει συντρίψει αναριθμήτους ισχυρούς
Και βάλει άλλους αντ’ αυτών
Διότι γνωρίζει τα έργα αυτών,
Και ανατρέπει αυτούς την νύκτα,
Και συντρίβονται.
Κτυπά αυτούς ως ασεβείς
Εν τω τόπω των θεατών.
(34, 24-26)
Παραπέμπω στο Βιβλίο της Ιερουσαλήμ: η μετάφρασή της υποβάλλει θαυμάσια την ταυτότητα του Θεού και του πλήθους. Ο Θεός ανατρέπει τους μεγάλους, αλλά εκείνος που τους συντρίβει είναι το πλήθος. Ο Θεός αλυσοδένει τα θύματα, αλλά η περέμβασή του είναι δημόσια : πραγματοποιείται ενώπιον αυτού του ίδιου πλήθους, που μάλλον δεν μένει αδιάφορο μπροστά σ’ ένα τόσο ενδιαφέρον θέαμα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι ισχυροί συντρίβονται, χωρίς να ερευνηθούν οι αιτίες, πράγμα που υποπτευόμαστε κατά κάποιο τρόπο. Το πλήθος είναι πάντα έτοιμο να δώσει τη συγκατάθεσή του στη θεότητα, όταν αυτή αποφασίζει να τιμωρήσει τους κακούς. Κι αμέσως βρίσκονται άλλοι ισχυροί, για ν’ αντικαταστήσουν εκείνους που έπεσαν. Είναι ο Θεός ο ίδιος που τους ανεβάζει στο θρόνο, αλλά είναι το πλήθος που τους λατρεύει, για ν’ ανακαλύψει λίγο αργότερα, εννοείται, ότι κακώς εκλέχτηκαν, γι’ άλλη μια φορά, κι ότι δεν αξίζουν περισσότερο από τους προκατόχους τους.
Vox populi, vox dei. Όπως στην ελληνική τραγωδία, η άνοδος και η πτώση των ισχυρών αποτελούν ένα μυστήριο καθαρά ιερό και η κατάληξή τους είναι το πιο επιθυμητό κομμάτι. Αν και δεν αλλάζει ποτέ, αναμένεται πάντα με μεγάλη ανυπομονησία.
Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009
κοινωνικό κράτος
Ιστορίες Ζωής[1]
Νέα Ζωή
«Είχα βαρεθεί να ζω με τα επιδόματα. Από παιδί είχα μάθει να παλεύω για τη ζωή μου. Δούλευα στην οικοδομή και είχα σχέδια για το μέλλον. Δεν ήταν αυτό που είχα ονειρευτεί, αλλά όταν ο άνθρωπος έχει την υγειά του και παλεύει … Όλα πάνε καλά.
Ήθελα να παντρευτώ. Να κάνω οικογένεια. Η μοίρα, όμως, είχε τα δικά της σχέδια …
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μεσημέρι. Σε λίγα λεπτά σχόλαγα απ’ την οικοδομή. Ήταν Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο με περίμενε. Ξέρεις. Φίλοι, η κοπέλα μου και ό,τι κάνει ένας νέος άνθρωπος.
Στην αρχή, άκουσα έναν θόρυβο. Απροσδιόριστο. Ένα «κρακ» και μετά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Στο νοσοκομείο, κατάλαβα ότι οι γιατροί έκαναν μεγάλη προσπάθεια. Ακόμη και τότε, απέφευγα να σκέπτομαι ότι αυτή η υπόθεση έχει σχέση με μένα.
Τί να κάνεις όμως; Όταν συνήλθα από την επέμβαση, ο γιατρός μού είπε, ορθά – κοφτά ότι είχα χάσει το πόδι μου. «Τη ζωή μου έχασα», σκέφτηκα και ξέσπασα σε λυγμούς. Ήμουν βέβαιος πως όλα είχαν τελειώσει. Η μοίρα όμως είχε και πάλι άλλα σχέδια. Ο φίλος μου, ο Γιώργος, με παρακίνησε: «Μην είσαι ηττοπαθής», μού είπε. «Μπορείς να κάνεις πολλά. Είσαι νέος ακόμη».
Ήρθε το επόμενο πρωί και με πήρε με το αυτοκίνητό του. με πήγε σε μια υπηρεσία που δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε. Διάβασα την επιγραφή. «Γραφείο Κοινωνικής Υποστήριξης» … «Τί είναι αυτό;»[2], λέω.
Ήταν η αφετηρία μιας νέας ζωής. Έκανα αίτηση.
«Για τον ΟΑΕΔ», μου είπε ευγενικά μια υπάλληλος. Είναι μια προκήρυξη για άτομα με αναπηρίες. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ, που έκανα μια αίτηση για πρόσληψη ή να λυπηθώ που μου θύμισε την αναπηρία μου.
Ακόμη δεν έχω αποφασίσει.
Λίγες εβδομάδες μετά, δεν είχα αρκετό χρόνο για να σκέφτομαι αν πρέπει να λυπάμαι που έχω αναπηρία. Με προσέλαβαν στο Δήμο και η μέρα μου είναι πια γεμάτη.
Με δουλειά. Όχι με άσχημες σκέψεις, όπως πριν Και σχέδια. Πολλά σχέδια. Η ζωή μου επέστρεψε. Κι έχει μεγαλύτερη αξία τώρα. Γιατί ξέρω ότι θα μπορούσα να τα έχω χάσει όλα …
Β. Ν., ετών 27
Ελπίδα
Έζησα μια ζωή δίπλα στον Τάσο. «Φάγαμε τη φτώχεια με το κουτάλι», όπως έλεγε ο συγχωρεμένος.
Φτωχοί, αλλά είχαμε πάντα ο ένας τον άλλο. Σε καλά και σε κακά. Σε εύκολα και σε δύσκολα, μπορούσα να στηριχτώ σ’ αυτόν κι αυτός σε μένα. Ήμαστε δεμένοι, αλλά αυτός έφυγε νωρίς …
Μετά το θάνατό του, τα δύσκολα έγιναν ακόμη δυσκολότερα. Πώς να τα φέρω βόλτα; Απόφοιτος Δημοτικού, δούλευα από δω κι από κει, τις περισσότερες φορές χωρίς ένσημα. Πέρασαν κάποια χρόνια, δουλεύοντας πάλι περιστασιακά.
Μια δούλευα, μια όχι. Τί να πεις …
Μια γνωστή, μού μίλησε για το Γραφείο Κοινωνικής Στήριξης. Στο άκουσμά και μόνο της λέξης «στήριξη», ένιωσα δέος.
Έτρεξα την άλλη κιόλας μέρα.
Οι άνθρωποι με φρόντισαν. Ενδιαφέρθηκαν. Αγράμματη εγώ, με βοήθησαν να πάρω τα επιδόματα ανεργίας. Μάννα εξ ουρανού, που λέει κι ο παπάς …
Ήρθε η ώρα της σύνταξης. Τί σύνταξη δηλαδή … Με τόσα λίγα ένσημα, ήταν θαύμα που θα έπαιρνα κι αυτή τη μικρή σύνταξη. Και σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι ήταν στο πλευρό μου. Με βοήθησαν να συγκεντρώσω τα δικαιολογητικά και να κάνω τις αιτήσεις.
Βγήκε η σύνταξη και το τελευταίο διάστημα μπορώ να πω ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα. Όχι καλά, αλλά καλύτερα. Μπορώ να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και, κουτσά – στραβά, να ψωνίζω κάθε βδομάδα στη λαϊκή.
Μπορώ να πω ότι η ζωή μου οργανώθηκε κάπως
…
Δεν είμαι νέα, αλλά δεν μπορώ από τώρα να κλειστώ στο σπίτι μου και να περιμένω να τελειώσει η ζωή μου. Έχω την ελπίδα, ότι έστω και σε αυτή την ηλικία, θα μπορέσω να ζήσω κάποια πράγματα που στερήθηκα στη ζωή μου …».
Λ. Π., 66 ετών
[1] 39 + 1 καθημερινές ιστορίες, Αφετηρία μιας νέας Ζωής, Ιστορίες από τα Γραφεία Παροχής Κοινωνικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών
[2] Τα Γραφεία παροχής Κοινωνικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών αποτελούν δράση του τρίτου άξονα του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Υγεία –Πρόνοια 2000-2008». Το πρόγραμμα υλοποιείται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής αλληλεγγύης με προϋπολογισμό 500 εκ. € περίπου, με τη συμβολή κατά 80% δύο Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης συμβάλλει στην άμβλυνση των ανισοτήτων όσον αφορά στην ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο μεταξύ των διαφόρων περιφερειών, καθώς και στη μείωση της καθυστέρησης των λιγότερο καθυστερημένων περιοχών. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο συμβάλλει στην ανάπτυξη της απασχόλησης, της ικανότητας προσαρμογής και της ισότητας των ευκαιριών, επενδύοντας στους ανθρώπινους πόρους.
Νέα Ζωή
«Είχα βαρεθεί να ζω με τα επιδόματα. Από παιδί είχα μάθει να παλεύω για τη ζωή μου. Δούλευα στην οικοδομή και είχα σχέδια για το μέλλον. Δεν ήταν αυτό που είχα ονειρευτεί, αλλά όταν ο άνθρωπος έχει την υγειά του και παλεύει … Όλα πάνε καλά.
Ήθελα να παντρευτώ. Να κάνω οικογένεια. Η μοίρα, όμως, είχε τα δικά της σχέδια …
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μεσημέρι. Σε λίγα λεπτά σχόλαγα απ’ την οικοδομή. Ήταν Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο με περίμενε. Ξέρεις. Φίλοι, η κοπέλα μου και ό,τι κάνει ένας νέος άνθρωπος.
Στην αρχή, άκουσα έναν θόρυβο. Απροσδιόριστο. Ένα «κρακ» και μετά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Στο νοσοκομείο, κατάλαβα ότι οι γιατροί έκαναν μεγάλη προσπάθεια. Ακόμη και τότε, απέφευγα να σκέπτομαι ότι αυτή η υπόθεση έχει σχέση με μένα.
Τί να κάνεις όμως; Όταν συνήλθα από την επέμβαση, ο γιατρός μού είπε, ορθά – κοφτά ότι είχα χάσει το πόδι μου. «Τη ζωή μου έχασα», σκέφτηκα και ξέσπασα σε λυγμούς. Ήμουν βέβαιος πως όλα είχαν τελειώσει. Η μοίρα όμως είχε και πάλι άλλα σχέδια. Ο φίλος μου, ο Γιώργος, με παρακίνησε: «Μην είσαι ηττοπαθής», μού είπε. «Μπορείς να κάνεις πολλά. Είσαι νέος ακόμη».
Ήρθε το επόμενο πρωί και με πήρε με το αυτοκίνητό του. με πήγε σε μια υπηρεσία που δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε. Διάβασα την επιγραφή. «Γραφείο Κοινωνικής Υποστήριξης» … «Τί είναι αυτό;»[2], λέω.
Ήταν η αφετηρία μιας νέας ζωής. Έκανα αίτηση.
«Για τον ΟΑΕΔ», μου είπε ευγενικά μια υπάλληλος. Είναι μια προκήρυξη για άτομα με αναπηρίες. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ, που έκανα μια αίτηση για πρόσληψη ή να λυπηθώ που μου θύμισε την αναπηρία μου.
Ακόμη δεν έχω αποφασίσει.
Λίγες εβδομάδες μετά, δεν είχα αρκετό χρόνο για να σκέφτομαι αν πρέπει να λυπάμαι που έχω αναπηρία. Με προσέλαβαν στο Δήμο και η μέρα μου είναι πια γεμάτη.
Με δουλειά. Όχι με άσχημες σκέψεις, όπως πριν Και σχέδια. Πολλά σχέδια. Η ζωή μου επέστρεψε. Κι έχει μεγαλύτερη αξία τώρα. Γιατί ξέρω ότι θα μπορούσα να τα έχω χάσει όλα …
Β. Ν., ετών 27
Ελπίδα
Έζησα μια ζωή δίπλα στον Τάσο. «Φάγαμε τη φτώχεια με το κουτάλι», όπως έλεγε ο συγχωρεμένος.
Φτωχοί, αλλά είχαμε πάντα ο ένας τον άλλο. Σε καλά και σε κακά. Σε εύκολα και σε δύσκολα, μπορούσα να στηριχτώ σ’ αυτόν κι αυτός σε μένα. Ήμαστε δεμένοι, αλλά αυτός έφυγε νωρίς …
Μετά το θάνατό του, τα δύσκολα έγιναν ακόμη δυσκολότερα. Πώς να τα φέρω βόλτα; Απόφοιτος Δημοτικού, δούλευα από δω κι από κει, τις περισσότερες φορές χωρίς ένσημα. Πέρασαν κάποια χρόνια, δουλεύοντας πάλι περιστασιακά.
Μια δούλευα, μια όχι. Τί να πεις …
Μια γνωστή, μού μίλησε για το Γραφείο Κοινωνικής Στήριξης. Στο άκουσμά και μόνο της λέξης «στήριξη», ένιωσα δέος.
Έτρεξα την άλλη κιόλας μέρα.
Οι άνθρωποι με φρόντισαν. Ενδιαφέρθηκαν. Αγράμματη εγώ, με βοήθησαν να πάρω τα επιδόματα ανεργίας. Μάννα εξ ουρανού, που λέει κι ο παπάς …
Ήρθε η ώρα της σύνταξης. Τί σύνταξη δηλαδή … Με τόσα λίγα ένσημα, ήταν θαύμα που θα έπαιρνα κι αυτή τη μικρή σύνταξη. Και σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι ήταν στο πλευρό μου. Με βοήθησαν να συγκεντρώσω τα δικαιολογητικά και να κάνω τις αιτήσεις.
Βγήκε η σύνταξη και το τελευταίο διάστημα μπορώ να πω ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα. Όχι καλά, αλλά καλύτερα. Μπορώ να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και, κουτσά – στραβά, να ψωνίζω κάθε βδομάδα στη λαϊκή.
Μπορώ να πω ότι η ζωή μου οργανώθηκε κάπως
…
Δεν είμαι νέα, αλλά δεν μπορώ από τώρα να κλειστώ στο σπίτι μου και να περιμένω να τελειώσει η ζωή μου. Έχω την ελπίδα, ότι έστω και σε αυτή την ηλικία, θα μπορέσω να ζήσω κάποια πράγματα που στερήθηκα στη ζωή μου …».
Λ. Π., 66 ετών
[1] 39 + 1 καθημερινές ιστορίες, Αφετηρία μιας νέας Ζωής, Ιστορίες από τα Γραφεία Παροχής Κοινωνικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών
[2] Τα Γραφεία παροχής Κοινωνικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών αποτελούν δράση του τρίτου άξονα του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Υγεία –Πρόνοια 2000-2008». Το πρόγραμμα υλοποιείται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής αλληλεγγύης με προϋπολογισμό 500 εκ. € περίπου, με τη συμβολή κατά 80% δύο Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης συμβάλλει στην άμβλυνση των ανισοτήτων όσον αφορά στην ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο μεταξύ των διαφόρων περιφερειών, καθώς και στη μείωση της καθυστέρησης των λιγότερο καθυστερημένων περιοχών. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο συμβάλλει στην ανάπτυξη της απασχόλησης, της ικανότητας προσαρμογής και της ισότητας των ευκαιριών, επενδύοντας στους ανθρώπινους πόρους.
Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009
το λογοτεχνείν εστί φιλοσοφείν
Μοναχικό ταξίδι στα Κύθηρα[1]
Εκείνο το βράδυ, το λιμάνι ήταν συννεφιασμένο και σταχτί – όπως είναι όλα τα λιμάνια την ημέρα της αναχώρησης. Ακόμα για μια φορά, έφευγα από τη μονοτονία της αθηναϊκής ζωής μου. Πήγαινα σε κάποιο νησί, όπου με περίμενε απασχόληση πιο πληχτική ακόμα. Δυο φίλοι αγαπητοί με ξεπροβόδισαν στο βαπόρι : ο στατικός κι ο κινητικός. Κι οι δυο τους ζουν κολλημένοι σαν στρείδια πάνω στους βράχους της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού. Δεν ταξίδεψαν ποτέ. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να έχουν κατασταλαγμένες γνώμες για τα ταξίδια και τις περιπέτειές τους.
Ώσπου το βαπόρι να σαλπάρη, ξαπλωθήκαμε σε τρεις πολυθρόνες, στο κατάστρωμα. Και σιωπηλοί, χαιρόμαστε τη ρωμαλέα ποίηση του βραδινού λιμανιού. Ο σύνθετος αυτός οργανισμός της ζωής μέσα στο στενάχωρο υδάτινο χώρο, είναι σαν πρόλογος ηδονικής προσμονής, προτού ανοίξη η αυλαία του δράματος της φυγής.
- Αγαπημένε φίλε, μου είπε άξαφνα ο κινητικός ξεπροβοδιστής μου. Συλλογίστηκα πως ένα καλό βιβλίο, είναι ο χρησιμότερος σύντροφος του ταξιδιώτη. Έχοντας τη γνώμη πως οι επαγγελματικές σου ασχολίες δεν σε αποκτήνωσαν ακόμα εντελώς, δεν σου έφερα τον Μπαίντεκερ. Ίσως, ακολουθώντας την περί τεξιδίων θεωρία μου, θα ‘πρεπε να σου πρόσφερα κανένα τόμο του Τζακ Λάντον, του Λοτί, του μοράν, ή και του Ιουλίου Βερν. Μα προτίμησα να σου χαρίσω αυτό το βιβλιαράκι του Αλλαίν Φουρνιέ : «το «Μεγάλο Μωλν. Όπως θα δης, δεν είναι ανάγκη να ξεκινήση κανείς για μακρινούς ορίζοντες αν θέλη να βρη την περιπέτεια. Αρκεί να ξεφύγη, έστω κι ένα μίλι, από το σταύλο και το παχνί του. Το ασυνήθιστο, το παράξενο, το φανταστικό, είναι δυο βήματα από την πόρτα σου. Φίλε μου, είσαι ευτυχισμένος που ταξιδεύεις …
Πήρα το βιβλίο. Κι ευχαρίστησα μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού.
- Την ίδια σκέψη με τον αγαπητό συμφίλο είχα κι εγώ, είπε ο στατικός. Δεν σου έφερα τα έργα του Εστωνιέ. Η ευτυχία στην ακινησία δεν είναι το δυνατότερο ατού της θεωρίας μας. Προτίμησα τους «Καταχτητές» του Μαλρώ. Σ’ αυτό το θαυμαστό βιβλίο, θα ιδής πως καμιά φυγή δεν μπορεί να πνίξη την αρρώστια της εποχής μας : δηλαδή την ανήσθχη ανία της ανθρώπινης ψυχής. Ίσως μονάχα ο θάνατος να μας χάριζε τη λήθη και την ανυπαρξία. Μα οι θρησκείες, με τις μεταφυσικές προεκτάσεις της επίγειας ζωής, κλόνισαν μέσα μας το στερνό αυτό νόημα.
- Σας ευχαριστώ, φίλοι μου, είπα παίρνοντας και το δεύτερο βιβλίο. Ίσως να ‘χετε κι οι δυο σας δίκιο. Μα αυτό, ούτε η λογική ούτε ο χρόνος μπορούν να το αποδείξουν. Εγώ, όταν ταξιδεύω, προτιμώ ν’ αφήνω το σώμα και την ψυχή μου να παρασέρνουνται άβουλα από τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Κι όταν νιώθω μεγάλη ανία, διαβάζω κανένα βιβλίο μάλλον μη σοβαρό.
Κι έβγαλα, από την τσέπη μου, τις «Περιπέτειες του Μπαλτάζαρ» του Μωρίς Λεμπλάν.
Η σφυρίχτρα του βαποριού γέμισε τ’ αυτιά μας βοή και τα ρούχα μας πιτσιλάδες. Έτοιμοι προς αναχώρησιν ! Οι δυο φίλοι μου με χαιρέτησαν. Κι έφυγαν.
- Επί τέλους μόνοι ! όπως λέν στα γαλλικά ρομάντζα.
Εκείνο το βράδυ, το λιμάνι ήταν συννεφιασμένο και σταχτί – όπως είναι όλα τα λιμάνια την ημέρα της αναχώρησης. Ακόμα για μια φορά, έφευγα από τη μονοτονία της αθηναϊκής ζωής μου. Πήγαινα σε κάποιο νησί, όπου με περίμενε απασχόληση πιο πληχτική ακόμα. Δυο φίλοι αγαπητοί με ξεπροβόδισαν στο βαπόρι : ο στατικός κι ο κινητικός. Κι οι δυο τους ζουν κολλημένοι σαν στρείδια πάνω στους βράχους της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού. Δεν ταξίδεψαν ποτέ. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να έχουν κατασταλαγμένες γνώμες για τα ταξίδια και τις περιπέτειές τους.
Ώσπου το βαπόρι να σαλπάρη, ξαπλωθήκαμε σε τρεις πολυθρόνες, στο κατάστρωμα. Και σιωπηλοί, χαιρόμαστε τη ρωμαλέα ποίηση του βραδινού λιμανιού. Ο σύνθετος αυτός οργανισμός της ζωής μέσα στο στενάχωρο υδάτινο χώρο, είναι σαν πρόλογος ηδονικής προσμονής, προτού ανοίξη η αυλαία του δράματος της φυγής.
- Αγαπημένε φίλε, μου είπε άξαφνα ο κινητικός ξεπροβοδιστής μου. Συλλογίστηκα πως ένα καλό βιβλίο, είναι ο χρησιμότερος σύντροφος του ταξιδιώτη. Έχοντας τη γνώμη πως οι επαγγελματικές σου ασχολίες δεν σε αποκτήνωσαν ακόμα εντελώς, δεν σου έφερα τον Μπαίντεκερ. Ίσως, ακολουθώντας την περί τεξιδίων θεωρία μου, θα ‘πρεπε να σου πρόσφερα κανένα τόμο του Τζακ Λάντον, του Λοτί, του μοράν, ή και του Ιουλίου Βερν. Μα προτίμησα να σου χαρίσω αυτό το βιβλιαράκι του Αλλαίν Φουρνιέ : «το «Μεγάλο Μωλν. Όπως θα δης, δεν είναι ανάγκη να ξεκινήση κανείς για μακρινούς ορίζοντες αν θέλη να βρη την περιπέτεια. Αρκεί να ξεφύγη, έστω κι ένα μίλι, από το σταύλο και το παχνί του. Το ασυνήθιστο, το παράξενο, το φανταστικό, είναι δυο βήματα από την πόρτα σου. Φίλε μου, είσαι ευτυχισμένος που ταξιδεύεις …
Πήρα το βιβλίο. Κι ευχαρίστησα μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού.
- Την ίδια σκέψη με τον αγαπητό συμφίλο είχα κι εγώ, είπε ο στατικός. Δεν σου έφερα τα έργα του Εστωνιέ. Η ευτυχία στην ακινησία δεν είναι το δυνατότερο ατού της θεωρίας μας. Προτίμησα τους «Καταχτητές» του Μαλρώ. Σ’ αυτό το θαυμαστό βιβλίο, θα ιδής πως καμιά φυγή δεν μπορεί να πνίξη την αρρώστια της εποχής μας : δηλαδή την ανήσθχη ανία της ανθρώπινης ψυχής. Ίσως μονάχα ο θάνατος να μας χάριζε τη λήθη και την ανυπαρξία. Μα οι θρησκείες, με τις μεταφυσικές προεκτάσεις της επίγειας ζωής, κλόνισαν μέσα μας το στερνό αυτό νόημα.
- Σας ευχαριστώ, φίλοι μου, είπα παίρνοντας και το δεύτερο βιβλίο. Ίσως να ‘χετε κι οι δυο σας δίκιο. Μα αυτό, ούτε η λογική ούτε ο χρόνος μπορούν να το αποδείξουν. Εγώ, όταν ταξιδεύω, προτιμώ ν’ αφήνω το σώμα και την ψυχή μου να παρασέρνουνται άβουλα από τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Κι όταν νιώθω μεγάλη ανία, διαβάζω κανένα βιβλίο μάλλον μη σοβαρό.
Κι έβγαλα, από την τσέπη μου, τις «Περιπέτειες του Μπαλτάζαρ» του Μωρίς Λεμπλάν.
Η σφυρίχτρα του βαποριού γέμισε τ’ αυτιά μας βοή και τα ρούχα μας πιτσιλάδες. Έτοιμοι προς αναχώρησιν ! Οι δυο φίλοι μου με χαιρέτησαν. Κι έφυγαν.
- Επί τέλους μόνοι ! όπως λέν στα γαλλικά ρομάντζα.
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
πολιτική φιλοσοφία
Εθνισμός και Εθνικισμός[1]
Το αέναο γίγγνεσθαι της ανθρωπότητας, η τάση της προς μια ενότητα ολοένα πιο εσωτερική και πιο απόλυτη, πραγματοποιείται προοδευτικά με το ανέβασμα των ομάδων προς τα συγκροτήματα των φυλών και των εθνών. Όσο ατελέστερη και περιορισμένη παρουσιάζεται η ενότητα των μερών, τόσο χαμηλότερα βρίσκεται η στάθμη της ανθρωπότητας. Άλλο είναι το επίπεδό της, όταν τον πλανήτη σκεπάζει σκόνη ατελείωτη ομάδων, που φυτοζωούν και άλλο με το σχηματισμό των μεγάλων φυλών, όταν βλέπουμε την ιστορία να μπαίνει με τιτανικά βήματα στις λαμπρές περιόδους της. Τότε παρουσιάζονται στη σκηνή του κόσμου οι μεγάλοι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες θεμελιώτες. Τότε πλάθονται τα μεγάλα σύμβολα με το βαθύ κι’ ανεξάντλητο νόημα. Τότε σημειώνονται οι μεγάλες δημιουργίες, θρησκευτικές, γλωσσικές, καλλιτεχνικές. Τότε λάμπουν οι μεγάλες πράξεις.
…
Το Έ θ ν ο ς όπως μας παρουσιάζεται σήμερα, είναι αναμφισβήτητα μορφή ανώτερη απ’ αυτές πούχουν προηγηθεί. Η δημιουργία και το φανέρωμα της μορφής αυτής, μέσα στην ιστορία, είναι μια νίκη περίλαμπρη της αδάμαστης τάσης της ζωής για την ενότητα, απάνω στα συμπτωματικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τα πιο παλιά ανθρώπινα σύνολα. Γιατί το περιεχόμενό του στέκει όλο στη συνείδηση. Αυτή και μόνη ρίχνει τώρα το φως της στο βαθύ μυστήριο της συνοχής που κάνει, προ πάντων μερικές μεγάλες ώρες, εκατομμύρια λαό να χαίρεται ή να σπαράζει, ν’ αποφασίζει, να μάχεται, να θυσιάζεται, με τον ίδιο παλμό, σαν ένας άνθρωπος.
…
Πρέπει νάχουν δίκιο σε κάποιο σημείο κι’ αυτοί που βλέπουν τις εθνικές αξίες σαν εμπόδιο στην τάση για το καθολικό. Θα υπάρχει κάποιος λόγος που τους έχει σπρώξει να φανταστούν σ’ αντιθετική σχέση τις έννοιες έθνος και ανθρωπότητα. Η αυθαίρετη αυτή βεβαίωση προέρχεταο, νομίζω, από μια χοντροκομμένη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες εθνισμός και σωβινισμός, ε θ ν ι σ μ ό ς κι’ ε θ ν ι κ ι σ μ ό ς. Η σύγχυση αυτή αρχίζει να καλλιεργείται από τη στιγμή που τα έθνη λευτερώνονται και σχηματίζονται σ’ εθνικά κράτη. Τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, έξω από την πνευματική της φύση : Σκοπούς κρατικής αίγλης, επιρροής κι’ αχτινοβολίας, οικονομικούς, βιομηχανικούς, εμπορικούς. Έτσι εκμεταλλεύονται την εθνική συνείδηση, νοθεύουν τη φύση και τη λειτουργία της, για να την κάμουν από πηγή πνευματικής ζωής, υπηρέτρια των πιο πεζών και στενόκαρδων λογαριασμών. Έτσι δημιουργείται ο σωβινισμός κι’ ο εθνικισμός, άτοπες εκτροπές κι’ ακάθαρτες παραμορφώσεις του εθνισμού – αληθινά εμπόδια όχι μόνο για τη δημιουργία καθολικών αξιών, μα και για την πιο στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ των εθνών. Το ένα έθνος φαίνεται σα να γυρεύει να επιβληθεί στα άλλα και να τα μεταχειριστεί σαν απλό μέσο : Να τα εκμεταλλευτεί. Το φυσικό αίσθημα της αλληλεγγύης των εθνών διαδέχεται η φιλυποψία και η διχόνοια. Η τάση της ζωής προς μια ενότητα ολοένα πιο εσωτερική, πιο πνευματική, διαστρέφεται και παίρνει τη μορφή μιας φριχτής γελοιογραφίας – του ιμπεριαλισμού : Κάθε εθνικό κράτος ονειρεύεται να δουλώσει όλα τα άλλα.
Αυτές οι παρεχτροπές όμως δε βαραίνουν ούτε το έθνος, ούτε τον εθνισμό. Είναι αρρώστιες. Ενδημικές ή επιδημικές, θα περάσουν. Καμμιά αρρώστια δεν είναι αιώνια. Η ζωή που τις φέρνει, έχει μαζί της και τα φάρμακα.
Το αέναο γίγγνεσθαι της ανθρωπότητας, η τάση της προς μια ενότητα ολοένα πιο εσωτερική και πιο απόλυτη, πραγματοποιείται προοδευτικά με το ανέβασμα των ομάδων προς τα συγκροτήματα των φυλών και των εθνών. Όσο ατελέστερη και περιορισμένη παρουσιάζεται η ενότητα των μερών, τόσο χαμηλότερα βρίσκεται η στάθμη της ανθρωπότητας. Άλλο είναι το επίπεδό της, όταν τον πλανήτη σκεπάζει σκόνη ατελείωτη ομάδων, που φυτοζωούν και άλλο με το σχηματισμό των μεγάλων φυλών, όταν βλέπουμε την ιστορία να μπαίνει με τιτανικά βήματα στις λαμπρές περιόδους της. Τότε παρουσιάζονται στη σκηνή του κόσμου οι μεγάλοι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες θεμελιώτες. Τότε πλάθονται τα μεγάλα σύμβολα με το βαθύ κι’ ανεξάντλητο νόημα. Τότε σημειώνονται οι μεγάλες δημιουργίες, θρησκευτικές, γλωσσικές, καλλιτεχνικές. Τότε λάμπουν οι μεγάλες πράξεις.
…
Το Έ θ ν ο ς όπως μας παρουσιάζεται σήμερα, είναι αναμφισβήτητα μορφή ανώτερη απ’ αυτές πούχουν προηγηθεί. Η δημιουργία και το φανέρωμα της μορφής αυτής, μέσα στην ιστορία, είναι μια νίκη περίλαμπρη της αδάμαστης τάσης της ζωής για την ενότητα, απάνω στα συμπτωματικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τα πιο παλιά ανθρώπινα σύνολα. Γιατί το περιεχόμενό του στέκει όλο στη συνείδηση. Αυτή και μόνη ρίχνει τώρα το φως της στο βαθύ μυστήριο της συνοχής που κάνει, προ πάντων μερικές μεγάλες ώρες, εκατομμύρια λαό να χαίρεται ή να σπαράζει, ν’ αποφασίζει, να μάχεται, να θυσιάζεται, με τον ίδιο παλμό, σαν ένας άνθρωπος.
…
Πρέπει νάχουν δίκιο σε κάποιο σημείο κι’ αυτοί που βλέπουν τις εθνικές αξίες σαν εμπόδιο στην τάση για το καθολικό. Θα υπάρχει κάποιος λόγος που τους έχει σπρώξει να φανταστούν σ’ αντιθετική σχέση τις έννοιες έθνος και ανθρωπότητα. Η αυθαίρετη αυτή βεβαίωση προέρχεταο, νομίζω, από μια χοντροκομμένη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες εθνισμός και σωβινισμός, ε θ ν ι σ μ ό ς κι’ ε θ ν ι κ ι σ μ ό ς. Η σύγχυση αυτή αρχίζει να καλλιεργείται από τη στιγμή που τα έθνη λευτερώνονται και σχηματίζονται σ’ εθνικά κράτη. Τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, έξω από την πνευματική της φύση : Σκοπούς κρατικής αίγλης, επιρροής κι’ αχτινοβολίας, οικονομικούς, βιομηχανικούς, εμπορικούς. Έτσι εκμεταλλεύονται την εθνική συνείδηση, νοθεύουν τη φύση και τη λειτουργία της, για να την κάμουν από πηγή πνευματικής ζωής, υπηρέτρια των πιο πεζών και στενόκαρδων λογαριασμών. Έτσι δημιουργείται ο σωβινισμός κι’ ο εθνικισμός, άτοπες εκτροπές κι’ ακάθαρτες παραμορφώσεις του εθνισμού – αληθινά εμπόδια όχι μόνο για τη δημιουργία καθολικών αξιών, μα και για την πιο στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ των εθνών. Το ένα έθνος φαίνεται σα να γυρεύει να επιβληθεί στα άλλα και να τα μεταχειριστεί σαν απλό μέσο : Να τα εκμεταλλευτεί. Το φυσικό αίσθημα της αλληλεγγύης των εθνών διαδέχεται η φιλυποψία και η διχόνοια. Η τάση της ζωής προς μια ενότητα ολοένα πιο εσωτερική, πιο πνευματική, διαστρέφεται και παίρνει τη μορφή μιας φριχτής γελοιογραφίας – του ιμπεριαλισμού : Κάθε εθνικό κράτος ονειρεύεται να δουλώσει όλα τα άλλα.
Αυτές οι παρεχτροπές όμως δε βαραίνουν ούτε το έθνος, ούτε τον εθνισμό. Είναι αρρώστιες. Ενδημικές ή επιδημικές, θα περάσουν. Καμμιά αρρώστια δεν είναι αιώνια. Η ζωή που τις φέρνει, έχει μαζί της και τα φάρμακα.
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009
Ψυχολογία
Για το παιδί και τον γάμο[1]
Έχω μιαν ερώτηση για σένα μόνο, αδελφέ μου: σα βολίδα ρίχνω την ερώτηση αυτή στην ψυχή σου, για να μάθω πόσο βαθειά ‘ναι.
Είσαι νέος και θέλεις να παντρευτείς και να κάμεις παιδί. Μα εγώ σε ρωτώ: είσαι ένας άνθρωπος που έχει δικαίωμα να θέλει παιδί;
Είσαι πλούσιος σε νίκες, ο δαμαστής του εαυτού του, ο κυρίαρχος των αισθήσεών σου, ο αφέντης των αρετών σου; Αυτό σε ρωτώ.
Ή μήπως με την επιθυμία σου μιλά το ζώο και η στέρηση; Ή ο φόβος της μοναξιάς; Ή η διχόνοια με τον εαυτό σου;
Θέλω το παιδί να το λαχταρούν η νίκη σου κ’ η ελευθερία σου. Ζωντανά μνημεία πρέπει να υψώσεις στη νίκη σου και στην ελευθερία σου.
Ανώτερα από σένα χτίρια πρέπει να υψώσεις. Μα πρώτα πρέπει να χτιστείς ο ίδιος εσύ, μ’ ορθογωνισμένο κορμί και ψυχή.
Δεν πρέπει να φυτεύεις μακρύτερα μόνο, παρά και ψηλότερα! Ο κήπος του γάμου ας σε βοηθήσει σ’ αυτό!
Ένα ανώτερο σώμα πρέπει να δημιουργήσεις, μια πρώτη κίνηση, έναν τροχό που να κυλά μόνος του, - έναν δημιουργό πρέπει να δημιουργήσεις.
Γάμο: έτσι ονομάζω τη θέληση των δύο να δημιουργήσουν το Ένα, που είναι περισσότερο απ’ αυτούς που το δημιούργησαν. Αμοιβαίο σεβασμό ονομάζω τον γάμο εκείνων που θέλουν μια τέτοια θέληση.
Ας είναι αυτό το νόημα κ’ η αλήθεια του γάμου σου. Μ’ αυτό που οι υπερβολικά πολλοί ονομάζουν γάμο, οι περιττοί, – αχ , πώς τ’ ονομάζω εγώ;
Αχ, αυτή η φτώχεια της ψυχής των δύο! Αχ, αυτός ο ρύπος της ψυχής των δύο! Αχ αυτή η αξιοθρήνητη τέρψη των δύο!
Ολ’ αυτά τα ονομάζουνε γάμο και λένε πως ο γάμος τους σφραγίστηκε στον ουρανό.
Ε. λοιπόν, εμένα δε μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός των περιττών! Όχι, δε μ’ αρέσουν αυτά τα ζώα που πιάστηκαν στα ουράνια δίχτυα!
Μακρυά από μένα κι ο Θεός που έρχεται, χωλαίνοντας, να ευλογήσει ό,τι δεν έσμιξε.
Μη γελάτε για τέτοιους γάμους! Ποιο παιδί δε θα ‘χε λόγο να κλαίει για τους γονείς του;
Άξιος μου φάνηκε ο άντρας αυτός και ώριμος για το νόημα της γης: μα όταν είδα τη γυναίκα του, η γη μου φάνηκε φρενοκομείο.
Ναι, θα ‘θελα να δονείται με σπασμούς η γη, όταν ζευγαρώνουν ένας άγιος με μια πάπια.
Τούτος εδώ ξεκίνησε σαν ήρωας, κυνηγώντας αλήθειες, και στο τέλος έπιασε ένα μικρό, στολισμένο ψέμα. Γάμο του τ’ ονόμασε αυτό.
Εκείνος εκεί ήταν επιφυλαχτικός στις σχέσεις του και δύσκολος στην εκλογή του. Μα κατάστρεψε μια για πάντα τις σχέσεις του: γάμο του τ’ ονόμασε αυτό.
Εκείνος εκεί γύρευε μια δούλα, με τις αρετές ενός αγγέλου. Μα να τον που έγινε, ξαφνικά, η δούλα μιας γυναίκας, και τώρα είναι ανάγκη να γίνει άγγελος ο ίδιος.
Τώρα βρήκα προσεχτικούς όλους τους αγοραστές, κι όλοι είχαν υποψιασμένα μάτια. Μα κι ο πιο υποψιασμένος αγοράζει τη γυναίκα του καβαλλάρης.
Πολλές μικρές τρέλες – αυτό ονομάζετε έρωτα. Κι ο γάμος σας βάζει τέλος σε πολλές μικρές τρέλες, σαν μια μεγάλη ανοησία.
Η αγάπη σας στη γυναίκα και της γυναίκας η αγάπη στον άντρα: αχ, να ‘ταν συμπάθεια, αλήθεια, για κρυμμένους Θεούς που υποφέρουν! Μα τις πιο πολλές φορές πρόκειται για δυο ζώα που συνεννοούνται.
Μα κι ο μεγαλύτερος έρωτάς σας δεν είναι παρά μόνο ένα εκστατικό σύμβολο και μια οδυνηρή ζέση. Μια λαμπάδα είναι που πρέπει να σας φωτίζει σε πιο ψηλούς δρόμους.
Κάποτε, πρέπει ν’ αγαπήσετε πέρα από τον εαυτό σας! Μάθετε πρώτα, λοιπόν, ν’ αγαπάτε! Και γι’ αυτό πρέπει να πιείτε το πικρό ποτήρι της αγάπης σας.
Και στης μεγαλύτερης αγάπης το ποτήρι υπάρχει πίκρα: έτσι γεννιέται ο πόθος για τον υπεράνθρωπο, έτσι γεννιέται μέσα σου η δίψα, δημιουργέ!
Δίψα δημιουργού, σαΐτα κ’ επιθυμία για τον υπεράνθρωπο: πε μου, αδελφέ μου, αυτή ‘ναι η θέλησή σου για γάμο;
Μια τέτοια θέληση κ’ ένας τέτοιος γάμος είναι άγια για μένα.
Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα.
[1] Φρήντριχ Νίτσε, «Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα (τάδε έφη Ζαρατούστρα)», σελ. 112-114, εκδόσεις Δωδωνη, Αθήνα – Γιάννενα 1983.
Έχω μιαν ερώτηση για σένα μόνο, αδελφέ μου: σα βολίδα ρίχνω την ερώτηση αυτή στην ψυχή σου, για να μάθω πόσο βαθειά ‘ναι.
Είσαι νέος και θέλεις να παντρευτείς και να κάμεις παιδί. Μα εγώ σε ρωτώ: είσαι ένας άνθρωπος που έχει δικαίωμα να θέλει παιδί;
Είσαι πλούσιος σε νίκες, ο δαμαστής του εαυτού του, ο κυρίαρχος των αισθήσεών σου, ο αφέντης των αρετών σου; Αυτό σε ρωτώ.
Ή μήπως με την επιθυμία σου μιλά το ζώο και η στέρηση; Ή ο φόβος της μοναξιάς; Ή η διχόνοια με τον εαυτό σου;
Θέλω το παιδί να το λαχταρούν η νίκη σου κ’ η ελευθερία σου. Ζωντανά μνημεία πρέπει να υψώσεις στη νίκη σου και στην ελευθερία σου.
Ανώτερα από σένα χτίρια πρέπει να υψώσεις. Μα πρώτα πρέπει να χτιστείς ο ίδιος εσύ, μ’ ορθογωνισμένο κορμί και ψυχή.
Δεν πρέπει να φυτεύεις μακρύτερα μόνο, παρά και ψηλότερα! Ο κήπος του γάμου ας σε βοηθήσει σ’ αυτό!
Ένα ανώτερο σώμα πρέπει να δημιουργήσεις, μια πρώτη κίνηση, έναν τροχό που να κυλά μόνος του, - έναν δημιουργό πρέπει να δημιουργήσεις.
Γάμο: έτσι ονομάζω τη θέληση των δύο να δημιουργήσουν το Ένα, που είναι περισσότερο απ’ αυτούς που το δημιούργησαν. Αμοιβαίο σεβασμό ονομάζω τον γάμο εκείνων που θέλουν μια τέτοια θέληση.
Ας είναι αυτό το νόημα κ’ η αλήθεια του γάμου σου. Μ’ αυτό που οι υπερβολικά πολλοί ονομάζουν γάμο, οι περιττοί, – αχ , πώς τ’ ονομάζω εγώ;
Αχ, αυτή η φτώχεια της ψυχής των δύο! Αχ, αυτός ο ρύπος της ψυχής των δύο! Αχ αυτή η αξιοθρήνητη τέρψη των δύο!
Ολ’ αυτά τα ονομάζουνε γάμο και λένε πως ο γάμος τους σφραγίστηκε στον ουρανό.
Ε. λοιπόν, εμένα δε μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός των περιττών! Όχι, δε μ’ αρέσουν αυτά τα ζώα που πιάστηκαν στα ουράνια δίχτυα!
Μακρυά από μένα κι ο Θεός που έρχεται, χωλαίνοντας, να ευλογήσει ό,τι δεν έσμιξε.
Μη γελάτε για τέτοιους γάμους! Ποιο παιδί δε θα ‘χε λόγο να κλαίει για τους γονείς του;
Άξιος μου φάνηκε ο άντρας αυτός και ώριμος για το νόημα της γης: μα όταν είδα τη γυναίκα του, η γη μου φάνηκε φρενοκομείο.
Ναι, θα ‘θελα να δονείται με σπασμούς η γη, όταν ζευγαρώνουν ένας άγιος με μια πάπια.
Τούτος εδώ ξεκίνησε σαν ήρωας, κυνηγώντας αλήθειες, και στο τέλος έπιασε ένα μικρό, στολισμένο ψέμα. Γάμο του τ’ ονόμασε αυτό.
Εκείνος εκεί ήταν επιφυλαχτικός στις σχέσεις του και δύσκολος στην εκλογή του. Μα κατάστρεψε μια για πάντα τις σχέσεις του: γάμο του τ’ ονόμασε αυτό.
Εκείνος εκεί γύρευε μια δούλα, με τις αρετές ενός αγγέλου. Μα να τον που έγινε, ξαφνικά, η δούλα μιας γυναίκας, και τώρα είναι ανάγκη να γίνει άγγελος ο ίδιος.
Τώρα βρήκα προσεχτικούς όλους τους αγοραστές, κι όλοι είχαν υποψιασμένα μάτια. Μα κι ο πιο υποψιασμένος αγοράζει τη γυναίκα του καβαλλάρης.
Πολλές μικρές τρέλες – αυτό ονομάζετε έρωτα. Κι ο γάμος σας βάζει τέλος σε πολλές μικρές τρέλες, σαν μια μεγάλη ανοησία.
Η αγάπη σας στη γυναίκα και της γυναίκας η αγάπη στον άντρα: αχ, να ‘ταν συμπάθεια, αλήθεια, για κρυμμένους Θεούς που υποφέρουν! Μα τις πιο πολλές φορές πρόκειται για δυο ζώα που συνεννοούνται.
Μα κι ο μεγαλύτερος έρωτάς σας δεν είναι παρά μόνο ένα εκστατικό σύμβολο και μια οδυνηρή ζέση. Μια λαμπάδα είναι που πρέπει να σας φωτίζει σε πιο ψηλούς δρόμους.
Κάποτε, πρέπει ν’ αγαπήσετε πέρα από τον εαυτό σας! Μάθετε πρώτα, λοιπόν, ν’ αγαπάτε! Και γι’ αυτό πρέπει να πιείτε το πικρό ποτήρι της αγάπης σας.
Και στης μεγαλύτερης αγάπης το ποτήρι υπάρχει πίκρα: έτσι γεννιέται ο πόθος για τον υπεράνθρωπο, έτσι γεννιέται μέσα σου η δίψα, δημιουργέ!
Δίψα δημιουργού, σαΐτα κ’ επιθυμία για τον υπεράνθρωπο: πε μου, αδελφέ μου, αυτή ‘ναι η θέλησή σου για γάμο;
Μια τέτοια θέληση κ’ ένας τέτοιος γάμος είναι άγια για μένα.
Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα.
[1] Φρήντριχ Νίτσε, «Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα (τάδε έφη Ζαρατούστρα)», σελ. 112-114, εκδόσεις Δωδωνη, Αθήνα – Γιάννενα 1983.
Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009
Διπλωματία
Είναι γνωστόν ότι το Βυζαντινόν Κράτος μετήρχετο την διπλωματίαν πάντοτε ως ισχυρόν και αποτελεσματικόν όπλον αμύνης[1] κατά των εχθρών του, παραλλήλως όμως μετήρχετο την διπλωματίαν ως μέσον επιβολής διαφόρων επιδιώξεων των εκάστοτε Αυτοκρατόρων. Ο καθηγητής Σ. Καλογερόπουλος – Στράτης δέχεται τα ακόλουθα διά την βυζαντινήν διπλωματίαν. «Απετέλει η διπλωματία εις το Βυζάντιον την δεσπόζουσαν δύναμιν, η επικυριαρχία της οποίας αναγνωρίζεται γενικώς μέχρι του 6ου μΧ αιώνος»[2]. Ο δε καθηγητής Γ. Τενεκίδης, παρουσιάζων ενδιαφέροντα στοιχεία εις σχετικόν κεφάλαιον, γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Κύριος αντικειμενικός σκοπός της βυζαντινής διπλωματίας ήτο, ως εικός, η άνευ δαπανηρών στρατιωτικών κινητοποιήσεων ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Και οσάκις δεν ήτο δυνατόν να αποφευχθή τελικώς η σύγκρουσις, έπρεπεν η επιλογή της στιγμής της επιθέσεως να ανήκη εις τον Αυτοκράτορα. Τούτο εξηρτάτο εκ της δυνάμεως (δημογραφικής, στρατιωτικής, οικονομικής) και των διαθέσεων των γειτονικών κρατών. Τούτων δε έπρεπε να έχη ούτος ακριβεστάτην γνώσιν. Εντεύθεν το άριστα διηρθρωμένον βυζαντινόν δίκτυον ειδήσεων»[3]. Χαρακτηριστικόν είναι το γραφόμενον του Tafel[4] ότι ακόμη και οι πολεμικώτατοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου εχρησιμοποίουν αργυράς μάλλον ή σιδηράς λόγχας. Ο Αλέξ. Αδ. Κύρου αναφέρει πόσον διδακτική υπήρξεν η βυζαντινή διπλωματική ιστορία και μας δίδει συνοπτικώς λαμπράν εικόνα του ρόλου τον οποίον διεδραμάτισεν η βυζαντινή διπλωματία. Γράφει: «Η τέχνη του διαπραγματεύεσθαι ήτο προωρισμένη να ανακτήση την θέσιν της και σημαντικώτατα να προωθηθή επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της οποίας πλείστοι αυτοκράτορες, καθώς και οι σύμβουλοι και παρακοιμώμενοί των, την εξήσκησαν μετά περισσής επιδεξιότητος. Εκ των μεθόδων, τας οποίας εχρησιμοποίησαν, τρεις υπήρξαν αι σπουδαιότεραι: 1) η συστηματική εξασθένησις των βαρβάρων διά της υποθέλψεως μεταξύ των αντιζηλιών, 2) η εξαγορά της ουδετερότητος, φιλίας ή και πολεμικής συνεργασίας των γειτονικών φύλων διά κολακειών, επιδομάτων ή και συνοικεσίων με βυζαντινάς πριγκιπίσσας και 3) ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών. Διά του συνδυασμού των τριών αυτών μεθόδων, επέτυχεν ο Ιουστινιανός να επεκτείνη την επιβολήν του εις την Ασίαν και την Αφρικήν, να διατηρήση δε ταυτοχρόνως ησύχους τους λαούς των ακτών της Μαύρης Θαλάσσης και του Καυκάσου. Παρόμοιοι μέθοδοι εχρησιμοποιήθησαν και κατά τα μεταγενέστερα στάδια της Μεσαιωνικής μας Αυτοκρατορίας, όταν η απειλή ήρχετο από τους Βουλγάρους, τους Σέρβους, τους Ούγγρους, τους Ρώσσους ή τους Τούρκους. Αι αγωνιώδεις εξ άλλου προσπάθειαι των αυτοκρατόρων των τελευταίων δυναστειών των Κομνηνών, Αγγέλων και Παλαιολόγων, όπως αντικαταστήσουν την ολοέν και φθίνουσαν στρατιωτικήν ισχύν των με την διπλωματίαν, και αι ειδικώτεραι μέθοδοι, τας οποίας προς τούτο υιοθέτησαν, είχον, συν τοις άλλοις, ως αποτέλεσμα να εισαχθή συστηματικώς πλέον εις την διπλωματικήν πρακτικήν νέον στοιχείον εξαιρετικής σπουδαιότητος. Η ανάγκη της ενδεχομένης εξουδετερόσεως ενός επικινδύνου γειτονικού βασιλέως δι’ ετέρου κατέστησε, πράγματι, απαραίτητον εις τους αρμοδίους της Κωνσταντινουπόλεως όπως ευρίσκωνται καταλεπτώς ενημερωμένοι επί της δυνάμεως, των δυνατοτήτων, των φιλοδοξιών ή των αδυναμιών των εν λόγω ηγεμόνων. Εξ ου και η ανάγκη όπως οι αποστελλόμενοι διπλωματικοί αντιπρόσωποι, όχι μόνον εκπροσωπούν τα συμφέροντα του αυτοκράτορος εις τας ξένας αυλάς και διαπραγματεύωνται επί συγκεκριμένων θεμάτων, αλλά και υποβάλλουν, εις το τέλος της αποστολής των ή και προ τούτου, λεπτομερείς εκθέσεις περί της εσωτερικής καταστάσεως εις τας χώρας αυτάς και περί της εξωτερικής πολιτικής των. Προς επίτευξιν του σκοπού αυτού απητούντο προφανώς και έτεραι ικανότητες, εκτός από τας αναγκαίας εις τους κήρυκας και ρήτορας – διαπραγματευτάς. Είχον, πλέον, καταστή απαραίτητοι και η εξάσκησις οξείας παρατηρητικότητος και η μακρά πείρα και μία απεριόριστος ευθυκρισία. Και συνεπληρώθη ούτως η εικών του διπλωμάτου, ενώ, ταυτοχρόνως, ερρυθμίζετο με σχολαστικήν σχεδόν επιμέλειαν και αι τελευταίαι λεπτομέριαι της αυλικής και διπλωματικής εθιμοτυπίας, οίαι εξαντλητικώς περιγράφονται εις την Έκθεσιν της Βασιλείου Τάξεως του Κώνσταντίνου Πορφυρογεννήτου»[5].
Τα υπάρχοντα στοιχεία πείθουν αναντιρρήτως, ότι υπήρχε σαφώς κεχωρισμένη και δη καλώς ωργανωμένη υπηρεσία ειδικώς ασχολουμένη: α) με την εκπροσώπησιν του Βυζαντίου εις τα τότε γνωστά κράτη (μορφή πρεσβειών)[6] και β) με την ευθύνην της υποδοχής και δεξιώσεως των ξένων επισήμων και επισκεπτομένων την Κωνσταντινούπολιν. Ο καθηγητής Γ. Τενεκίδης παρατηρεί τα εξής σχετικώς: «Διά της λειτουργίας της επί των εξωτερικών σχέσεων υπηρεσίας διεμορφώθησαν πλείστοι θεσμοί, τινές των οποίων υιοθετήθησαν κατόπιν υπό ευρωπαϊκών κρατών. Μεταξύ αυτών: τα διαπιστευτήρια των διπλωματικών αντιπροσώπων, αι προς αυτούς διδόμεναι φανεραί ή μυστικαί οδηγίαι, πλείστα σημεία αφορώντα τους πρέσβεις, οίτινες όμως δεν ήσαν μόνιμοι (ούτε πρέσβεις μέγιστοι – οι οποίοι είχον ειδικήν εξουσιοδότησιν επί ωρισμένων θεμάτων, ως πχ την σύναψιν συνθηκών μη χρηζουσών επικυρώσεως – ήσαν μόνιμοι): το απαραβίαστον αυτών (προνόμια ετεροχθονίας, ετεροδικίας, ατέλειας κτλ)»[7]. Πράγματι, αύτη ήτο η διπλωματική υπηρεσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[1] K. Roth: Ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, Αθήναι, 1949, σελ. 56. «Το όπλο αυτό, που συχνά μόνο του έσωσε το κράτος, ήταν η διπλωματία. Πραγματικά στο σημείο αυτό το βυζαντινό κράτος ήταν ανυπέρβλητο και υπήρξεν ο διδάσκαλος όλου του δυτικού κόσμου».
[2] Σ. καλογερόπουλος – Στράτης: Διεθνές Δημόσιον Δίκαιον, Αθ. 1960, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 43.
[3] Γ. Τενεκίδης: Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον, Αθ. 1959, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 60.
[4] G. Tafel: Komnenen und Normannen, Beitraege zur Erforschung ihrer Geschichte in verdeuschen und erlaeuteiten Urkunden des 12ten und 13ten Jahrhunderts. Zweite Ausgabe Stuttgart 1870 πρόλογος, σελ. 13.
[5] Αλ. Αδ. Κύρου: Διπλωματία και Διπλωματική Υπηρεσία, Αθήναι, 1968, σελ. 11.
[6] Διαφωτιστικά στοιχεία παρέχει ο Hardegen εις το ενδιαφέρον βιβλίον του Imperial Politik Koenig Heinrichs II Von England – Haidelberg 1905, τα οποία αφορούν εις δαπάνας των πρεσβειών των Κομνηνών εις το Λονδίνον, αλλά συγχρόνως και των Άγγλων εις το Βυζάντιον κατά τα έτη 1176-1777. Ειδικώτερον οι διασωθέντες λογαριασμοί δίδουν παραστατικήν την εικόνα κατά περιόδους διαφόρων πρεσβειών του Βυζαντίου.
[7] Γ. Τενεκίδης: Ένθ’ ανωτ., σελ. 61.
Τα υπάρχοντα στοιχεία πείθουν αναντιρρήτως, ότι υπήρχε σαφώς κεχωρισμένη και δη καλώς ωργανωμένη υπηρεσία ειδικώς ασχολουμένη: α) με την εκπροσώπησιν του Βυζαντίου εις τα τότε γνωστά κράτη (μορφή πρεσβειών)[6] και β) με την ευθύνην της υποδοχής και δεξιώσεως των ξένων επισήμων και επισκεπτομένων την Κωνσταντινούπολιν. Ο καθηγητής Γ. Τενεκίδης παρατηρεί τα εξής σχετικώς: «Διά της λειτουργίας της επί των εξωτερικών σχέσεων υπηρεσίας διεμορφώθησαν πλείστοι θεσμοί, τινές των οποίων υιοθετήθησαν κατόπιν υπό ευρωπαϊκών κρατών. Μεταξύ αυτών: τα διαπιστευτήρια των διπλωματικών αντιπροσώπων, αι προς αυτούς διδόμεναι φανεραί ή μυστικαί οδηγίαι, πλείστα σημεία αφορώντα τους πρέσβεις, οίτινες όμως δεν ήσαν μόνιμοι (ούτε πρέσβεις μέγιστοι – οι οποίοι είχον ειδικήν εξουσιοδότησιν επί ωρισμένων θεμάτων, ως πχ την σύναψιν συνθηκών μη χρηζουσών επικυρώσεως – ήσαν μόνιμοι): το απαραβίαστον αυτών (προνόμια ετεροχθονίας, ετεροδικίας, ατέλειας κτλ)»[7]. Πράγματι, αύτη ήτο η διπλωματική υπηρεσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[1] K. Roth: Ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, Αθήναι, 1949, σελ. 56. «Το όπλο αυτό, που συχνά μόνο του έσωσε το κράτος, ήταν η διπλωματία. Πραγματικά στο σημείο αυτό το βυζαντινό κράτος ήταν ανυπέρβλητο και υπήρξεν ο διδάσκαλος όλου του δυτικού κόσμου».
[2] Σ. καλογερόπουλος – Στράτης: Διεθνές Δημόσιον Δίκαιον, Αθ. 1960, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 43.
[3] Γ. Τενεκίδης: Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον, Αθ. 1959, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 60.
[4] G. Tafel: Komnenen und Normannen, Beitraege zur Erforschung ihrer Geschichte in verdeuschen und erlaeuteiten Urkunden des 12ten und 13ten Jahrhunderts. Zweite Ausgabe Stuttgart 1870 πρόλογος, σελ. 13.
[5] Αλ. Αδ. Κύρου: Διπλωματία και Διπλωματική Υπηρεσία, Αθήναι, 1968, σελ. 11.
[6] Διαφωτιστικά στοιχεία παρέχει ο Hardegen εις το ενδιαφέρον βιβλίον του Imperial Politik Koenig Heinrichs II Von England – Haidelberg 1905, τα οποία αφορούν εις δαπάνας των πρεσβειών των Κομνηνών εις το Λονδίνον, αλλά συγχρόνως και των Άγγλων εις το Βυζάντιον κατά τα έτη 1176-1777. Ειδικώτερον οι διασωθέντες λογαριασμοί δίδουν παραστατικήν την εικόνα κατά περιόδους διαφόρων πρεσβειών του Βυζαντίου.
[7] Γ. Τενεκίδης: Ένθ’ ανωτ., σελ. 61.
Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009
εις το όνομα του Κυρίου ...
«Και πατάξω πάντας τους κατοικούντας εν τη πόλει ταύτη, τους ανθρώπους και τα κτήνη, εν θανάτω μεγάλω αποθανούνται … δώσω … τον λαόν εις χείρας εχθρών αυτών και κατακόψωσιν αυτούς εν στόματι μαχαίρας. Ου φείσομαι και ου μη οικτειρήσω αυτούς»[1]
Στην εβραϊκή θεολογία ο μοναδικός Θεός είναι ο απόλυτος και αποκλειστικός κυρίαρχος του σύμπαντος και η εξουσία του, ολοκληρωτική και απεριόριστη, επιβάλλεται με τον τρόμο και τον άγριο κολασμό. Αξιώνει απαρέγκλιτη συμμόρφωση και τυφλή υποταγή. Είναι ο Κύριος του παντός και κυβερνά με τη ρομφαία και την απειλή ατομικών συμφορών και καθολικού ολέθρου. Η εξουσία στην Π. Διαθήκη είναι άγρια, αδέσμευτη και τυραννική. Τα κείμενά της σκιάζονται από την απέραντη ισχύ και την απήνεια του υπέρτατου εξουσιαστή. Η λέξη Κύριος επαναλαμβάνεται περίπου 9.700 φορές ! Πραγματικό σφυροκόπημα.
Ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι αιμοχαρής, εξολοθρευτής, πάντοτε οργίλος και εκδικητικός. Κυριαρχεί με τον φόβο,, τη μάχαιρα και τη θεομηνία. Είναι πάτρων – προστάτης και ανηλεής τιμωρός. «Και εξολόθρευσα πάντας τους εχθρούς σου από προσώπου μου»[2]. «Εγώ αυτός εξολοθρεύσω από προσώπου Ισραήλ»[3]. «Και απέστειλεν ο Θεός άγγελον εις Ιερουσαλήμ του εξολοθρεύσαι αυτήν»[4]. «Είπε γαρ Κύριος εξολοθρεύσαι υμάς»[5]. Όλεθρος λαών, βασανισμός, μετοικεσία και γενοκτονία – «η χειρ σου έθνη εξωλοθρεύσε και καταφυτεύσας αυτούς, εκάκωσας λαούς και εξέβαλες αυτούς»[6].
Η θεϊκή εξουσία εκφράζει με ωμότητα την παντοδυναμία και τη σκληρότητά της. Σφαγή και θάνατος και πυρ. «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος … και σφάξω … και καταβαλώ αυτούς εν μαχαίρα»[7]. Μάχαιρα ιερή και πελώρια – «εν τη ημέρα εκείνη επάξει ο Θεός την μάχαιραν την αγίαν και μεγάλην»[8]. «Και αι θυγατέρες αυτών … μαχαίρα αναιρεθήσονται»[9]. Ετυμηγορία αφανισμού: «Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός … θανάτω αποθανείσθε»[10]. «Θανάτω τελευτήσει»[11]. «Θανάτω θανατωθήσεται»[12]. «Πατάξω αυτούς θανάτω»[13]. Σφαγή γενική και ύστερα φωτιά: «Τάδε λέγει Κύριος … υιούς και θυγατέρας αυτών αποκτενούσι και τους οίκους αυτών εμπρήσουσι»[14].
Εφιαλτικός ο λόγος των προφητών και των ιεροφαντών της Π. Διαθήκης όταν απειλούν κολασμό των ανυπάκουων. Μια ατέλειωτη απαρίθμηση μεθόδων βασανιστικού θανάτου και γενοκτονίας. «Τάδε λέγει Κύριος, όσοι εις θάνατον, εις θάνατον και όσοι εις μάχαιραν, εις μάχαιραν, και όσοι εις λιμόν, εις λιμόν και όσοι εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν»[15]. Ομαδική σφαγή, ξεκλήρισμα από λιμό και λοιμό. Και οι νεκροί άταφοι στους δρόμους. «Και είπε Κύριος … εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν θανάτω εγώ συντελέσω αυτούς … εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται … και έσονται ερριμένοι εν τοις οδοίς … και ουκ έσται ο θάπτων αυτούς»[16]. Από μαχαίρι και πείνα θα εξοντωθούν και τα παιδιά. «Τάδε λέγει Κύριος … οι νεανίσκοι αυτών εν μαχαίρα αποθανούνται και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών τελευτήσουσιν εν λιμώ»[17]. Είναι οι χρησμοί της φρίκης σε όλες τις παραλλαγές του θανάτου. Μάχαιρα, ρομφαία και λιμός[18].
Γενική σφαγή επειδή οργίσθηκε ο Κύριος και εμέθυσε η μάχαιρά του. Η γη θα γεμίσει πτώματα, η μπόχα από τα πτώματα θα ανεβαίνει στον ουρανό, βροχή το αίμα – «διότι ο θυμός Κυρίου επί πάντα τα έθνη και οργή επί τον αριθμόν αυτών του απολέσαι αυτούς και παραδούναι αυτούς εις σφαγήν, οι δε τραυματίαι αυτών ριφήσονται και οι νεκροί, και αναβήσεται αυτών η οσμή και βραχήσεται τα όρη από του αίματος αυτών … εμεθύσθη η μάχαιρά μου εν τω ουρανώ»[19]. «Αίμα και θάνατος εν ταις πλατείαις σου, και πεσούνται τετραυματισμένοι εν μαχαίραις εν σοι περικύκλω σου, και γνώσονται διότι εγώ ειμί Κύριος»[20].
* Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», σελ. 47-48, Αθήνα 1982.
[1] Ιερεμίας, ΚΑ, 6-7. «Τάδε λέγει Κύριος … μάχαιραν επί τους μαχητάς … μάχαιραν και επί τους ίππους» (Ιερεμίας, ΚΖ, 36-37).
[2] Βασιλειών Β΄ Ζ, 9.
[3] Ιησούς Ναυή, ΙΕ, 16.
[4] Παραλειπομένων, Α, ΚΑ΄, 15.
[5] Δευτερονόμιον, Θ, 25.
[6] Ψαλμοί, 43, 3.
[7] Ιερεμίας, ΙΘ, 7.
[8] Ησαΐας, ΚΖ, 1.
[9] Ιεζεκιήλ, ΚΣΤ, 6.
[10] Γένεσις, Β΄, 17.
[11] Έξοδος, Ι, 12.
[12] Λευιτικόν, ΚΖ΄, 29.
[13] Αριθμοί, ΙΔ΄, 12.
[14] Ιεζεκιήλ, ΚΓ΄, 47.
[15] Ιερεμίας, ΙΕ, 7.
[16] Ιερεμίας, ΙΔ΄, 12-16.
[17] Ιερεμίας, ΙΑ΄, 22.
[18] «κέκληνε Κύριος λιμόν επί την γην» (Βασιλειών, Δ΄, Η΄, 1). Λόγος παρά Κυρίου, «ο καθήμενος εν τη πόλει ταύτη αποθανείν εν μαχαίρα και λιμώ (Ιερεμίας, ΚΑ΄, 9). «Και αποστελώ εις αυτούς τον λιμόν και τον θάνατον έως αν εκλείπωσιν από της γης» (Ιερεμίας, ΚΔ΄, 10). «Ότι μάχαιρα του Κυρίου καταφάγεται απ’ άκρου της γης έως άκρου της γης» (Ιερεμίας ΙΒ, 12). «Ρομφαίαν φοβείσθε και ρομφαίαν επάξω εφ’ υμάς, λέγει Κύριος … και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος» (Ιεζεκιήλ, ΙΑ΄, 8-10). «Λέγει Κύριος … εκεί καταφάγεταί σε πυρ, εξολοθρεύσει σε ρομφαία» (Ναούμ, Γ, 1).
[19] Ησαΐας, ΛΔ΄, 2-5.
[20] Ιεζεκιήλ, ΚΗ, 23.
Στην εβραϊκή θεολογία ο μοναδικός Θεός είναι ο απόλυτος και αποκλειστικός κυρίαρχος του σύμπαντος και η εξουσία του, ολοκληρωτική και απεριόριστη, επιβάλλεται με τον τρόμο και τον άγριο κολασμό. Αξιώνει απαρέγκλιτη συμμόρφωση και τυφλή υποταγή. Είναι ο Κύριος του παντός και κυβερνά με τη ρομφαία και την απειλή ατομικών συμφορών και καθολικού ολέθρου. Η εξουσία στην Π. Διαθήκη είναι άγρια, αδέσμευτη και τυραννική. Τα κείμενά της σκιάζονται από την απέραντη ισχύ και την απήνεια του υπέρτατου εξουσιαστή. Η λέξη Κύριος επαναλαμβάνεται περίπου 9.700 φορές ! Πραγματικό σφυροκόπημα.
Ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι αιμοχαρής, εξολοθρευτής, πάντοτε οργίλος και εκδικητικός. Κυριαρχεί με τον φόβο,, τη μάχαιρα και τη θεομηνία. Είναι πάτρων – προστάτης και ανηλεής τιμωρός. «Και εξολόθρευσα πάντας τους εχθρούς σου από προσώπου μου»[2]. «Εγώ αυτός εξολοθρεύσω από προσώπου Ισραήλ»[3]. «Και απέστειλεν ο Θεός άγγελον εις Ιερουσαλήμ του εξολοθρεύσαι αυτήν»[4]. «Είπε γαρ Κύριος εξολοθρεύσαι υμάς»[5]. Όλεθρος λαών, βασανισμός, μετοικεσία και γενοκτονία – «η χειρ σου έθνη εξωλοθρεύσε και καταφυτεύσας αυτούς, εκάκωσας λαούς και εξέβαλες αυτούς»[6].
Η θεϊκή εξουσία εκφράζει με ωμότητα την παντοδυναμία και τη σκληρότητά της. Σφαγή και θάνατος και πυρ. «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος … και σφάξω … και καταβαλώ αυτούς εν μαχαίρα»[7]. Μάχαιρα ιερή και πελώρια – «εν τη ημέρα εκείνη επάξει ο Θεός την μάχαιραν την αγίαν και μεγάλην»[8]. «Και αι θυγατέρες αυτών … μαχαίρα αναιρεθήσονται»[9]. Ετυμηγορία αφανισμού: «Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός … θανάτω αποθανείσθε»[10]. «Θανάτω τελευτήσει»[11]. «Θανάτω θανατωθήσεται»[12]. «Πατάξω αυτούς θανάτω»[13]. Σφαγή γενική και ύστερα φωτιά: «Τάδε λέγει Κύριος … υιούς και θυγατέρας αυτών αποκτενούσι και τους οίκους αυτών εμπρήσουσι»[14].
Εφιαλτικός ο λόγος των προφητών και των ιεροφαντών της Π. Διαθήκης όταν απειλούν κολασμό των ανυπάκουων. Μια ατέλειωτη απαρίθμηση μεθόδων βασανιστικού θανάτου και γενοκτονίας. «Τάδε λέγει Κύριος, όσοι εις θάνατον, εις θάνατον και όσοι εις μάχαιραν, εις μάχαιραν, και όσοι εις λιμόν, εις λιμόν και όσοι εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν»[15]. Ομαδική σφαγή, ξεκλήρισμα από λιμό και λοιμό. Και οι νεκροί άταφοι στους δρόμους. «Και είπε Κύριος … εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν θανάτω εγώ συντελέσω αυτούς … εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται … και έσονται ερριμένοι εν τοις οδοίς … και ουκ έσται ο θάπτων αυτούς»[16]. Από μαχαίρι και πείνα θα εξοντωθούν και τα παιδιά. «Τάδε λέγει Κύριος … οι νεανίσκοι αυτών εν μαχαίρα αποθανούνται και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών τελευτήσουσιν εν λιμώ»[17]. Είναι οι χρησμοί της φρίκης σε όλες τις παραλλαγές του θανάτου. Μάχαιρα, ρομφαία και λιμός[18].
Γενική σφαγή επειδή οργίσθηκε ο Κύριος και εμέθυσε η μάχαιρά του. Η γη θα γεμίσει πτώματα, η μπόχα από τα πτώματα θα ανεβαίνει στον ουρανό, βροχή το αίμα – «διότι ο θυμός Κυρίου επί πάντα τα έθνη και οργή επί τον αριθμόν αυτών του απολέσαι αυτούς και παραδούναι αυτούς εις σφαγήν, οι δε τραυματίαι αυτών ριφήσονται και οι νεκροί, και αναβήσεται αυτών η οσμή και βραχήσεται τα όρη από του αίματος αυτών … εμεθύσθη η μάχαιρά μου εν τω ουρανώ»[19]. «Αίμα και θάνατος εν ταις πλατείαις σου, και πεσούνται τετραυματισμένοι εν μαχαίραις εν σοι περικύκλω σου, και γνώσονται διότι εγώ ειμί Κύριος»[20].
* Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», σελ. 47-48, Αθήνα 1982.
[1] Ιερεμίας, ΚΑ, 6-7. «Τάδε λέγει Κύριος … μάχαιραν επί τους μαχητάς … μάχαιραν και επί τους ίππους» (Ιερεμίας, ΚΖ, 36-37).
[2] Βασιλειών Β΄ Ζ, 9.
[3] Ιησούς Ναυή, ΙΕ, 16.
[4] Παραλειπομένων, Α, ΚΑ΄, 15.
[5] Δευτερονόμιον, Θ, 25.
[6] Ψαλμοί, 43, 3.
[7] Ιερεμίας, ΙΘ, 7.
[8] Ησαΐας, ΚΖ, 1.
[9] Ιεζεκιήλ, ΚΣΤ, 6.
[10] Γένεσις, Β΄, 17.
[11] Έξοδος, Ι, 12.
[12] Λευιτικόν, ΚΖ΄, 29.
[13] Αριθμοί, ΙΔ΄, 12.
[14] Ιεζεκιήλ, ΚΓ΄, 47.
[15] Ιερεμίας, ΙΕ, 7.
[16] Ιερεμίας, ΙΔ΄, 12-16.
[17] Ιερεμίας, ΙΑ΄, 22.
[18] «κέκληνε Κύριος λιμόν επί την γην» (Βασιλειών, Δ΄, Η΄, 1). Λόγος παρά Κυρίου, «ο καθήμενος εν τη πόλει ταύτη αποθανείν εν μαχαίρα και λιμώ (Ιερεμίας, ΚΑ΄, 9). «Και αποστελώ εις αυτούς τον λιμόν και τον θάνατον έως αν εκλείπωσιν από της γης» (Ιερεμίας, ΚΔ΄, 10). «Ότι μάχαιρα του Κυρίου καταφάγεται απ’ άκρου της γης έως άκρου της γης» (Ιερεμίας ΙΒ, 12). «Ρομφαίαν φοβείσθε και ρομφαίαν επάξω εφ’ υμάς, λέγει Κύριος … και επιγνώσεσθε ότι εγώ Κύριος» (Ιεζεκιήλ, ΙΑ΄, 8-10). «Λέγει Κύριος … εκεί καταφάγεταί σε πυρ, εξολοθρεύσει σε ρομφαία» (Ναούμ, Γ, 1).
[19] Ησαΐας, ΛΔ΄, 2-5.
[20] Ιεζεκιήλ, ΚΗ, 23.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)