Αλέξανδρος ο Μέγας και Ρώμη[1]
Στη Βαβυλώνα σκόπευε (ο Αλέξανδρος) να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του για νέες επιχειρήσεις, και θα την έκαν’ έδρα του και κέντρο της επικράτειας, γιατ’ η πελώρια πανάρχαια πόλη ήταν σε θέση κατεξοχήν κατάλληλη: ανάμεσα σ’ ανατολικούς και δυτικούς λαούς, και κοντύτερα προς τη Δύση, όπου κατ’ ανάγκην πια θα κατεύθυνε την κατακτητική του δραστηριότητα, αφού τελείωσε με την Ανατολή.
Στη Δύση βρισκόταν η Ιταλία – όπου πριν από λίγο δολοφονήθηκε ο άντρας της αδερφής του της Κλεοπάτρας, ο συνώνυμός του βασιλιάς των Ηπειρωτών – η Ιβηρία, με τα πλούσια ορυχεία αργύρου, η χώρα των φοινικικών αποικιών (που οι μητροπόλεις τους είχαν ενταχθή στην επικράτειά του), κ’ η Καρχηδόνα, που από τους πρώτους περσικούς πολέμους, και τη συμμαχία της τότε με τους Πέρσες, δεν είχε πάψει να πολεμάει τους Έλληνες στη Λιβύη και στη Σικελία.
Οι μεγάλες μεταβολές στον κόσμο της Ανατολής δώσανε φτερά στη δόξα του Μεγαλέξανδρου κ’ έφτασ’ ως τους πιο απόμακρους λαούς, όπου άλλοι θάβλεπαν μ’ ελπίδα την πελώρια τούτη δύναμη κι άλλοι με τρόμο, αλλ’ όλοι πάντως θάνιωθαν πως έπρεπε νάρθουν σε σχέσεις με τον ισχυρόν αυτό παράγοντα, μια και κράταγε στα χέρια του τις τύχες της οικουμένης, και με τη φιλία του από δω κ’ εμπρός να ρυθμίσουν την πορεία τους. Γι’ αυτό και καταφτάναν στο στρατόπεδό του τώρα πρεσβειες κι από μακρυνούς λαούς, άλλες φέροντας δώρα κι άλλες γυρεύοντας μιαν έγκυρη διαιτησία του για διαφορές με γείτονές τους. Και τότε, λέει ο Αρριανός, ένιωσ’ ο Αλέξανδρος κ’ οι γύρα του πως ήταν αλήθια κυριάρχος της γης όλης και της θάλασσας.
…
Πως ήρθαν πρέσβεις Βρέττιων, Λευκανών, Τυρρηνών, γράφει, χωρίς καμμιάν επιφύλαξη, ο Αρριανός. Για Ρωμαίων όμως πρεσβεία επίσης, που γράφουν άλλοι, αμφιβάλλει. Και μόνο ίσως από την όλη πια κατάσταση στην ιταλία θα μπορούσε να συναχθή έμμεσα πως γεννιόταν τέτοιο θέμα.
Από τον πόλεμο του μολοσσού Αλέξανδρου αρκετούς λόγους είχαν οι Βρέττιοι κ’ οι Λευκανοί να φοβούνται τη δύναμη του αδερφού της γυναικάς του, κατακτητή της Ασίας και προστάτη του ελληνικού κόσμου. Η πλούσια εμπορική πόλη, ο Τάρας, είχε καλέσει εναντίον τους τον Ηπειρώτη, που σε μεγάλη μάχη στην Ποσειδωνία (Paestum) τους νίκησε, κι αυτούς και τους συμμάχους τους Σαμνίτες, αναγκάζοντας και τους Μεσσάπιους, και τους Δαύνιους, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου, να ενωθούν μαζί του, κ’ έτσι άπλωσε από θάλασσα σε θάλασσα τη δύναμή του. Τότε συμμάχησαν μ’ αυτόν κ’ οι Ρωμαίοι, για να χτυπήσουν κ’ οι δυο τους Σαμνίτες, που καθώς πολεμούσαν στο νοτιά είχε βρει ευκαιρία η Ρώμη να επεκτείνει την επικράτειά της ως την Καμπανία, σιγουρεύοντάς την και μ’ αποικίες της. Η δύναμη όμως του Ηπειρώτη που μεγάλωνε, κι ο φόβος μπας και κυριαρχήσει μ’ αυτά και μ’ αυτά στη Μεγάλη Ελλάδα, έκανε τους Ταραντίνους να πάνε με κείνους τώρα κατά των οποίων έιχανε φέρει τον Μολοσσό, κ’ ένας Λευκανός φυγάς τον δολοφόνησε. Έτσι κ’ οι Σαμνίτες μπόρεσαν να χτυπήσουν τους Ρωμαίους, πούχανε κιόλας πάρει και την παλιότερη σ’ εκείνα τα παράλια ελληνική πόλη, την Κύμη, μαζί με την Καπύη. Κι όταν προσπάθησαν να εγκατασταθούν και στη Νεάπολη και στην Παλαιόπολη, άρχισε, το 328, ο μεγάλος Σαμνιτικός πόλεμος που, ύστερα από πολλές νίκες και των δύο πλευρών, τελέιωσε πρώτη φορά στα καυδιανά δίκρανα, με τη συνθήκη υποταγής των Ρωμαίων. Τ’ ότι οι ελληνικές πόλεις της Ιταλίας, αντί να επωφεληθούν τις ευκαιρίες του καιρού τούτου, να ενωθούν και να δράσουν, αναθέσανε τις ελπίδες τους στον κατακτητή της Ασίας, ήταν όσο φυσικός κι ο φόβος των Ιταλών μπας και πλακώσει ξαφνικά ο Μεγαλέξαντρος και τους αρπάξει μες από τα χέρια τις πλούσιες παραθαλάσσιες πόλεις, που τις λογαριάζανε κιόλας για δικές τους, αφού βέβαιο μια φορά πως έστειλε στους Κροτωνιάτες ήδη λάφυρα από τη νίκη του στα Γαυγάμηλα, γιατί κάποιος παλιός συμπολίτης τους είχε πολεμήσει κι αυτός τον Ξέρξη στη Σαλαμίνα ! Είτε, λοιπόν, τυχαία δεν μνημονεύεται και Σαμνιτών πρεσβεία μεταξύ των άλλων, είτε πράγματι δεν είχαν στείλει τούτοι, πάντως η συνετή και προνοητική κυβέρνηση των πατρικίων της Ρώμης (που, κατά τον φοβερό πόλεμο με τους Σαμνίτες, βρήκε τρόπο να προσελκύσει τους πίσω απ’ αυτούς Λευκανούς, Άπουλους κ.ά., κ’ είχε συμμαχήσει και με τον μολοσσό Αλέξανδρο) θάκρινε φρόνιμο καθώς φαίνεται, αφού μελετούσε την κατάκτηση των ελληνικών πόλεων της Καμπανίας, να εξασφαλίσει την εύνοια ίσα-ίσα εκείνου που έπρεπε κατεξοχήν να φοβάται την αντίρρησή του.[2]
[1] Ιωάννη Γουστάβου Ντόϋζεν, «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», σε μετάφραση Ρένου Αποστολίδη, τομ. Β΄, σελ. 672-674, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
[2] Είναι πιθανό η πρεσβεία των Ρωμαίων προς τον Αλέξανδρο να στολίστηκε απ’ τους μεταγενέστερους ιστορικούς του Μαγαλέξαντρου Άριστο και Ασκληπιάδη (Αρριανός, Ζ΄15, 5). Αλλα τ’ ότι ο Κλείταρχος [Jacoby, FGrH, απόσπ. 31] (κατά τον Πλίνιο, ΙΙΙ, 57) την αναφέρει, είν’ εν προκειμένω αρκετά αξιόπιστη μαρτυρία, μια κ’ έγραψε την ιστορία του την εποχή που τ’ όνομα των Ρωμαίων δεν ήτανε τόσο ξακουστό. Ο Αριστοτέλης, μ’ εξαίρεση κάποια σύντομη παρατήρηση για τα καλοκαιρινά φυτά (περί φυτών, Α΄821b), αναφέρει τη Ρώμη μόνο σ’ έν’ απόσπασμα, που διασώζει ο Πλούταρχος (κάμιλλος, ΚΒ΄4 [Rose, Fragmenta, αρ. 610]) διορθώνοντάς τον: Αριστοτέλης δ’ ο φιλόσοφος το μεν αλώναι την πόλιν υπό Κελτών ακριβώς σήλός εστιν ακηλοώς, τον δε σώσαντα Λεύκιον είναί φησιν. Ην δε Μάρκος, ου Λεύκιος, ο Κάμιλλος. Που σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης έδωσε λάθος μικρό όνομα στο σωτήρα της Ρώμης. Κι ο Πλίνιος, ό.π., λέει: Theophrastus [ ] primus externorum aliqua de Romanis diligentius scripsit, nam Theopompus, ante quem nemo mentionem habuit, urbem dumtaxat a Gallis captam dixit, Clitarchus ab eo proximus legationem tantum ad Alexandrum missam. Και τον αναφερόμενο εμπρησμό της Ρώμης αγνοούν οι αρχαίες πηγές. Το λεγόμενο απ’ τον Τίτο Λίβιο, ΙΧ, 18, πως ο Αλέξανδρος ne fama quidem illis notum arbitror fuisse, έχει σαν μαρτυρία για την αποστολή αυτή τόσο βάρος όσο κ’ η σιωπή των ρωμαίων χρονογράφων (ούτε τις Ρωμαιων υπέρ πρεσβείας ταύτης ως παρά Αλέξανδρον σταλέισης μνήμην τινά εποιήσατο. Αρριανός, Ζ΄15, 6.) [Υπέρ της ιστορικότητας της ρωμαϊκής πρεσβείας οι: Berve, I, 325-6, Kaerst, I, 508-10 (πιο σκεπτικός, Schachermeyr, 553, Brunt, II, 495-9, Appendix ΧΧΙΙ, Wirth-Hinuber, 979-83. Βλ. όμως και Jacoby, II B, 497, σχόλια στο σχετικό απόσπασμα του Κλειτάρχου. Τις διιστάμενες θέσεις των ερευνητών βλ. στο Seibert, 172-3, όπου και βιβλιογραφία.]