Από τις αρχές, ήδη, του 19ου αιώνα η αχανής και πολυάνθρωπη κινεζική αυτοκρατορία είχε αρχίσει να προσελκύει το οικονομικό ενδιαφέρον ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών και των Ηνωμένων Πολιτειών, που προσπαθούσαν να επιτύχουν το άνοιγμα μιας αγοράς, η οποία εμφάνιζε περιορισμένη απορροφητική ικανότητα αλλά προσέφερε μεγάλες υποσχέσεις.
Η Μεγάλη Βρεταννία ήταν η πρώτη χώρα που είχε αντιληφθεί τις τεράστιες προοπτικές της αγοράς αυτής. Οι εμπορικές ανταλλαγές της Αγγλίας, όπως και όλων των άλλων χωρών, με την Κίνα διεξάγονταν αποκλειστικά στην Καντώνα μέσω της Βρεταννικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και μιας Ένωσης Κινέζων Εμπόρων, της Γκο-Χονγκ, δεδομένου ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν είχε επαφές με αλλοδαπούς. Το 1833, η βρεταννική κυβέρνηση ανακαλεί το προνόμιο του αποκλειστικού εμπορίου με την Κίνα από την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και επιδιώκει την αναγνώριση ενός διπλωματικού αντιπροσώπου της στην Καντώνα, επιφορτισμένου να επιτηρεί τη διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών. Ο αντιβασιλιάς, όμως, της Καντώνας αρνείται ακόμη και να δεχθεί τον Βρεταννό διπλωμάτη και η στάση του θίγει το γόητρο της αγγλικής κυβέρνησης. Από το σημείο αυτό μέχρι την σύγκρουση η απόσταση ήταν πολύ μικρή στην διεθνή ζωή του 19ου αιώνα. Αφορμή της σύγκρουσης των δύο χωρών θ’ αποτελέσει η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να επιβάλει της απαγόρευση της εισαγωγής του οπίου και κυρίως ο βίαιος τρόπος εφαρμογής του μέτρου αυτού. Οι ενέργειες των κινεζικών αρχών σε βάρος των Βρεταννών εμπόρων προκάλεσαν τελικά την σύγκρουση. Ο πόλεμος του οπίου του 1839 είχε, όμως, στην πραγματικότητα ως σκοπό το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στο αγγλικό εμπόριο. Δεν επρόκειτο δηλαδή για τον εξαναγκασμό της κινεζικής κυβέρνησης να δεχθεί μόνο την εισαγωγή του οπίου αλλά και να συναινέσει στην διεύρυνση των βρεταννικών εξαγωγών στην Κίνα. Πέρα απ’ αυτό, η αγγλική κυβέρνηση επιδίωκε να της εκχωρηθεί ένα νησί κοντά στις κινεζικές ακτές που θα χρησίμευε ως βάση στους Άγγλους εμπόρους.
Η εσωτερική αποδιοργάνωση της κινεζικής αυτοκρατορίας και η έλλειψη αξιόμαχου κινεζικού στρατού δεν αφήνουν αμφιβολίες για το αποτέλεσμα του πολέμου. Ο βομβαρδισμός των κινεζικών ακτών από τον αγγλικό στόλο και η αποβίβαση ενός μικρόυ βρεταννικού εκστρατευτικού σώματος στην περιοχή του Γιανγκ-Τσε κάμπτουν την κινεζική αντίσταση και όταν η αυτοκρατορική αυλή του Πεκίνου βεβαιώνεται, ότι η Αγγλία δεν αποβλέπει στην κατάκτηση ολόκληρης της Κίνας, όπως στην περίπτωση των Ινδιών, αλλά στην ικανοποίηση των οικονομικών της συμφερόντων, δέχεται ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στην σύναψη της συνθήκης του Νανκίν (29 Αυγούστου 1842). Ο συμβατικός αυτός διακανονισμός ικανοποιεί όλες σχεδόν τις βρεταννικές επιδιώξεις της. Εκτός από την Καντώνα, τέσσερα ακόμα κινεζικά λιμάνια – μεταξύ αυτών δε και η Σαγκάη – ανοίγουν τις πύλες τους στους Βρεταννούς εμπόρους, οι οποίοι θ’ απολάμβαναν καθεστώς ετεροδικίας. Οι κινεζικοί δασμοί περιορίζονται στο 5% ad valorem για τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Στους διπλωματικούς και προξενικούς αντιπροσώπους της Αγγλίας παρέχεται η δυνατότητα επισήμων επαφών με τις κινεζικές αρχές και αναγνωρίζεται το δικαίωμα διαπραγματεύσεων επί ίσης βάσεως με τους εκπροσώπους της κινεζικής κυβέρνησης. Τέλος το Χονγκ-Κονγκ, που βρίσκεται κοντά στην Καντώνα, παραχωρείται στην Αγγλία για ν’ αποτελέσει το νησιωτικό ορμητήριο των Βρεταννών εμπόρων και ναυτική βάση ζωτικής σημασίας, που θα διασφαλίσει στο μέλλον τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα του Λονδίνου στην περιοχή αυτή.
Από το ρήγμα που δημιούργησε στα προστατευμένα τείχη μιας παρακμασμένης αυτοκρατορίας η συνθήκη του Νανκίν – η οποία, χωρίς να επιφέρει θεαματικές μεταβολές, αποτελεί, ωστόσο την απαρχή ενός νέου κεφαλαίου της κινεζικής ιστορίας με σύγχρονες προεκτάσεις – προσπαθούν να περάσουν τα συμφέροντά τους δύο άλλες Δυνάμεις, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η βρεταννική κυβέρνηση δεν πρόκειται ν’ αντιδράσει. Με την συμφωνία της 8ης Οκτωβρίου 1843 έχει αποσπάσει από την κινεζική κυβέρνηση υπόσχεση, ότι κάθε πλεονέκτημα που θα παραχωρούσε σε τρίτο κράτος θ’ αναγνωριζόταν αυτομάτως και στους Βρεταννούς υπηκόους. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες με την συνθήκη της Βανγκσια (3 Ιουλίου 1844) και η Γαλλία με την συνθήκη της Χαμπόα (24 Οκτωβρίου 1844) επιτυγχάνουν την θέσπιση προνομιακού καθεστώτος για τις εμπορικές τους ανταλλαγές με την κίνα, παρόμοιο με εκείνο που καθιέρωναν οι εμπορικές ρήτρες της συνθήκης του Νανκίν και αποκτούν την δυνατότητα ασκήσεως πολιτικής και θρησκευτικής επιρροής στον κινεζικό λαό.
Η δραστηριότητα των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και των ηνωμένων Πολιτειών δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της Άπω ανατολής. Οι Βρεταννοί, που έχουν ήδη εγκατασταθεί στην Αυστραλία, επεκτείνουν τον έλεγχό τους στην Νέα Ζηλανδία (1840) και από τις Ινδίες προωθούνται στην Βιρμανία (1826), αλλά αποτυγχάνουν να κερδίσουν το Αφγανιστάν (1842). Η κατάληψη δε ορισμένων στρατηγικών σημείων, όπως η Σιγκαπούρη (1819) και το Άντεν (1839), διασφαλίζει την ναυτική τους ηγεμονία. Η Ολλανδία καταλαμβάνει τη Δυτική Νέα Γουινέα. Το αρχιπέλαγος των νησιών της Χαβάης γίνεται πεδίο ανταγωνισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βραταννίας και της Γαλλίας. Οι τρεις Δυνάμεις συνάπτουν εμπορικές συνθήκες με την τοπική κυβέρνηση το 1826. το 1836 και το 1839 αντιστοίχως.
Οι υπερπόντιες αυτές οδοιπορίες των μεγάλων κρατών αποτελούν το προανάκρουσμα του έντονου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που θα προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις λίγες δεκαετίες αργότερα.
[i] Θ.Α. Χριστοδουλίδη, «Διπλωματική Ιστορία, Από τη Βιέννη στις Βεραλλίες, 1815 – 1919», κ. Έκτο, σ. 153-156, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 1991