Μετά τον Σόλωνα
Η άνοδος του Πεισίστρατου στην εξουσία[1].
Αποφασίσας λοιπόν ο Σόλων να περιηγηθή, και να επισκεφθή την Αίγυπτον, Λυδίαν, και άλλας διαφόρους επαρχίας, αφήκε τας Αθήνας, νομίζων επί τούτω τω χρόνω να συνεθίσωσι και αύται εις τους νέους νόμους, και αυτός να δοκιμάση εμπράκτως την ορθότητα αυτών. Πλην μία πόλις προ πολλού διεσπαραγμένη, ην αδύνατον να υποταχθή απλώς και ως έτυχε και εις αυτούς τους σοφωτάτους νόμους. Όθεν αι πρότεραι διχόνιαι άρχησαν να αναζωπυρώνται, ευθύς οπού έλιπε το αξίωμα του ανδρός, οπού μόνον ημπόρει να τους κρατή εις ευπείθειαν. Όλη η Αττική ην διηρημένη εις τρία μέρη, έχοντα τρεις αρχηγούς, οι οποίοι παρώργιζαν τον λαόν κατ’ αλλήλων, ελπίζοντες διά της ανατροπής πάσης τάξεως, να ευχαριστήσωσι την φιλαρχίαν των. Λυκούργος τις ονομαζόμενος περιειστήκει εκείνων, οπού ήσαν εις τα όρη, και ο Μεγακλής ην αρχηγός των κατοικούντων τα παραθαλάσσια.
Από όλους τούτους τους Αρχηγούς, ο δυνατώτερος ην ο Πεισίστρατος, ανήρ καλής ανατροφής, ευπτόσιτος, υποχρεωτικός, και βοηθητικός τοις πτωχοίς, υπέρ ων και έλεγεν ότι ηγωνίζετο[2]. Αυτός ην επιεικής και μέτριος προς τους εχθρούς, πονηρότατος και εντελέστατος υποκριτής, και κατά πάντα ενάρετος, έξω μόνον εις την άμετρόν του φιλαρχίαν. Η φιλοτιμία του εδείκνυεν αυτόν κατέχοντα προτερήματα, τα οποία φύσει υστερείτο. Αυτός εφαίνετο ο ένθερμος ζηλωτής της ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών, εν ω τω όντι ετεχνάζετο την παντελή καταστροφήν της ελευθερίας. Και δημοσία μεν ωμολόγει εαυτόν εχθρότατον παντός νεωτερισμού, ιδία δ’ εμελέτα τω όντι μίαν μεταβολήν. Ο χυδαίος λαός, εξαπατώμενος απ’ αυτά τα εξωτερικά προτερήματα, προθύμως συνεβοήθει εις τους σκοπούς του, και ούτω μη ερευνών επ’ ακριβές τα παρακινούντα αυτόν αίτια, έσπευδε τυφλώς εις την εαυτού τυραννίαν, και απώλειαν.
Εν ω δε ο Πεισίστρατος ην εις την ακμήν να τελειώση τον σκοπόν του, και να ευχαριστήση της άμετρόν του φιλαρχίαν, επέστρεψε προς άκραν αυτού λύπην και ο Σόλων μετά απουσίαν δέκα χρόνων[3], όστις μαθών τους σκοπούς του, εζήτει να τους ματαιώση. Όθεν ο Πεισίστρατος ειδώς τον εαυτού κίνδυνον, και την οξύνοιαν του Νομοθέτου, μετεχειρίζετο όλην του την πανουργίαν, ίνα κρύψη τους καθ’ αυτό σκοπούς. Και εν ω εις το φανερόν εκολάκευε τον Σόλωνα, έπασχε κρυφίως να ελκύση τον λαόν προς εαυτόν. Ο Σόλων εν πρώτοις ηγωνίζετο να αντιφέρη τέχνην κατά της πανουργίας, και να τον νικά με τα ίδια του τα άρματα. Αυτός επήνει αυτόν ομοίως εκ μέρους του, και ηκούσθη ποτέ να λέγη, το οποίον ενδέχεται να είναι και αληθές, ότι ανίσωςεξαιρέση τις το φιλόπρωτον της ψυχής του Πεισιστράτου, δεν εγνώριζεν άλλον ευφυέστερον προς αρετήν, ουδέ καλλίτερον πολίτην. Ως τόσον έπασχεν έτι να περιστείλη, και να ανατρέψη τους σκοπούς του, πριν έλθωσιν εις ακμήν εκπληρώσεως.
Αλλ’ εις μίαν διεφθαρμένην πολιτείαν, καμμία ιατρεία δεν ημπορεί να βοηθήση, μήτε η σοφία να διαυθεντεύση. Ο Πεισίστρατος εζήτει να εκτελέση τον σκοπόν του με ακατάπαυστον ζήλον, και καθ’ ημέραν έκαμνε νέους προσηλύτους με υποσχέσεις, και φιλοδωρίας. Τέλος, ότε είδε τους σκοπούς του ωρίμους, επληγώθη μόνος του εις διάφορα μέρη του σώματος, και ούτω κατηματωμένον επροσταξε να τον φέρωσιν εφ’ αμάξης κατά την αγοράν, όπου με τα παράπονα, και με την ευγλωττίαν παρώξυνε τόσον τον λαόν, ώστε ούτος ενόμιζε, ότι ο Πεισίστρατος εθυσιάσθη μόνον εξ αιτίας των, και ότι έπασχεν όλα τα κακά υπέρ αυτών. Όθεν αμέσως έγινεν εκκλησία, εν η εζήτησεν ο πεισίστρατος μίαν φρουράν πεντήκοντα ανδρών προς μέλλουσαν ασφάλειαν. Εις μάτην ο Σόλων μετεχειρίζετο όλον το αξίωμα και την ευγλωττίαν του, να ματαιώση ένα τόσον επικίνδυνον ζήτημα. Αυτός εθεώρει τας πληγάς εκείνου ως πλαστάς, και ψευδείς, παρομοιάζων αυτόν με τον ομηρικόν Οδυσσέα, όστις και αυτός επληγώθη αφ’ εαυτού διά παρομοίους σκοπούς. Πλην έλεγεν, ότι ο Πεισίστρατος δεν υποκρίνεται καλώς τον Οδυσσέα, ωσάν οπού εκείνος μεν είχε σκοπόν να απατήση τους εχθρούς, αυτός δε τους ιδίους φίλους, και υπερασπιστάς. Προς τούτοις ήλεγχε, και ωνείδιζε τον λαόν διά την άνοιαν αυτών, λέγων, ότι όσον μεν εκ μέρους του ενενόει τον σκοπόν εκείνου, πλην αυτοί μόνον είχον ικανήν δύναμιν να τον ματαιώσωσιν. Ως τόσον αι νουθεσίαι του ήσαν εις μάτην, επειδή οι φίλοι του Πεισιστράτου υπερίσχυσαν, και διωρίσθησαν πεντήκοντα άνδρες ως σωματοφύλακες. Τούτο, όπερ ανέκαθεν εζήτει και ο Πεισίστρατος, απήλαυσε. Και δεν έμενεν άλλο, ειμή να αυξήση ανεπαισθήτως τον αριθμόν των Στρατιωτών, οι οποίοι και ηύξανον οσημέραι αναλόγως με τους σιωπηλούς φόβους των πολιτών. Πλην ήδη ην πολλά αργά, επειδή εκείνος αποκτήσας τόσους στρατιώτας, ώστε να μη φοβήται καμμίαν ανθίστασιν, ώρμησε τέλος, και εκυρίευσε την ακρόπολιν, χωρίς να ευρεθ΄ξ τις φρόνιμος, και γενναίος να τον αντισταθή.
[1] Από την βιβλιοθήκη του Ιωάννη Β. Παραγυιού, «Ιστορία της Ελλάδος», Όλιβερ Γκολντσμίθ, Βιέννη, Οκτώβριος 1805.
[2] Ηρόδ. Α΄. 59. Σχολ. Αριστ. Εν Σφηξ.
[3] Πλούτ. Και Διογ. Λαέρτ. Εν Σόλ.