Περί εθνοκτονίας[1]
Όταν οι Ρωμαίοι πήραν τελικά την απόφαση να καταστρέψουν διά παντός την Καρχηδόνα, ισοπέδωσαν την πόλη, κατέσφαξαν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της και εξανδραπόδισαν όσους επέζησαν. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα υπολείμματα του καρχηδονιακού πολιτισμού επιβίωσαν μέχρι την εποχή του ιερού Αυγουστίνου, οι Καρχηδόνιοι ως εθνοτική κοινότητα και κράτος της δυτικής Φοινίκης είχαν αφανιστεί[2].
Η ίδια τύχη ανέμενε πολλούς λαούς του αρχαίου κόσμου, μεταξύ των οποίων οι Χετταίοι, οι Φιλισταίοι, οι Φοίνικες του Λιβάνου και οι Ελαμίτες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η απώλεια της πολιτικής δύναμης και ανεξαρτησίας υπήρξε προάγγελος του εθνοτικού αφανισμού, ο οποίος όμως στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιήθηκε διά της πολιτισμικής αφομοίωσης και της εθνοτικής ανάμειξης. Επομένως, πρόκειται περισσότερο για περιπτώσεις εθνοκτονίας παρά γενοκτονίας, παρά την δραματικότητα των πολιτικών γεγονότων που τις επέσπευσαν. Όταν ο βασιλιάς της Ασσυρίας Ασουρμπανιπάλ κατέστρεφε τα Σούσα, το 636 π.Χ., εξαφανίζοντας το ελαμιτικό κράτος από την πολιτική σκηνή, δεν είχε θέσει ως στόχο του την εξόντωση όλων των Ελαμιτών (μάλιστα οι Ασσύριοι συνήθως περιορίζονταν στον εκτοπισμό των ελίτ των λαών που υπέτασσαν). Ωστόσο, ήταν τόσο ολοκληρωτική η καταστροφή του κράτους ώστε το Ελάμ δεν συνήλθε ποτέ, μέσα στα σύνορά του εγκαταστάθηκαν νέοι λαοί και, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα του διατηρήθηκε έως την αχαιμενιδική περίοδο, δεν ξανασυναντούμε έκτοτε καμιά ελαμιτική κοινότητα ή κράτος που θα μπορούσε να συντηρήσει τους μύθους, τις μνήμες, τις αξίες και τα σύμβολα της ελαμιτικής θρησκείας και κουλτούρας[3].
Η καταστροφή της ίδιας της Ασσυρίας υπήρξε ακόμα πιο αιφνιδιαστική και δραματική. Η Νινευή έπεσε το 612 π.Χ. μετά από τη συνδυασμένη επίθεση των Μήδων του Κυαξάρτη και των Βαβυλωνίων του Ναβοπολάσαρ, ενώ ο τελευταίος της ηγεμόνας, ο Ασσούρ-ουμπαλίτ ηττήθηκε τρία χρόνια αργότερα στις Κάρρες. Έκτοτς, οι αναφορές στην «Ασσυρία» είναι ελάχιστες. Ο Κύρος ενέταξε και πάλι τις θεότητές της στο βαβυλωνιακό πάνθεον, όμως, πέρα από αυτό, δεν υπάρχει καμιά άλλη αναφορά στο κράτος ή τον λαό της. Όταν μάλιστα ο στρατός του Ξενοφώντα προέλασε μέσα από την υποβαθμισμένη σε επαρχία Ασσυρία, βρήκε όλες τις πόλεις της ερημωμένες εκτός από την Έρμπιλ. Άραγε μπορεί να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη περίπτωση ως [εσκεμμένη ή μη] γενοκτονία;[4]
Μάλλον απίθανο. Σκοπός των εχθρών της Ασσυρίας ήταν η καταστροφή της μισητής ασσυριακής εξουσίας. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να καταστραφούν οι μεγαλύτερες πόλεις της έτσι ώστε να μην υπάρξει περίπτωση ανάκαμψης της πολιτικής της δύναμης. Είναι αλήθεια πως ο Ναβοπολάσαρ είχε δηλώσει: «θα κάνω τη γη του εχθρού συντρίμμια και χαλάσματα», όμως αυτό δεν σημαίνει πως σκόπευε να εξοντώσει όλους του ς Ασσυρίους, ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Είναι πιθανόν πως οι ασσυριακές ελίτ εκπατρίστηκαν. Αλλά, όπως και αν έχει το πράγμα, από θρησκευτική και πολιτισμική άποψη οι Ασσύριοι είχαν όλο και λιγότερες διαφορές από τον βαβυλωνιακό πολιτισμό, τον οποίο επεδίωκαν να μιμηθούν. Επιπλέον, την τελευταία περίοδο της αχανούς ασσυριακής αυτοκρατορίας είχαν εμφανιστεί βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις τόσο στις τάξεις του στρατού όσο και στην ύπαιθρο, μια έντονη ανάμειξη των εθνοτήτων που ζούσαν στην καρδιά της αυτοκρατορίας και [μετά την εισροή ενός μεγάλου αριθμού Αραμαίων] η καθιέρωση της αραμαϊκής γλώσσας ως lingua franca για το εμπόριο και την διοίκηση. Συνεπώς, η εθνοτική ιδιαιτερότητα των Ασσυρίων διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο πολύ πριν την πτώση της αυτοκρατορίας τους. Ο πολιτισμικός συγκρητισμός και η εθνοτική ανάμειξη υποβοήθησαν την εξασθένιση της ασσυριακής εθνοτικής κοινότητας και του πολιτισμού της και την αφομοίωσή της από τους λαούς και τους πολιτισμούς που την περιέβαλλαν[5].
Όπως στην περίπτωση των Φοινίκων, των Ελαμιτών και ορισμένων άλλων λαών, η σχετικά γρήγορη εξαφάνιση του ασσυριακού πολιτισμού και της ασσυριακής κοινότητας πρέπει να θεωρηθεί ως παράδειγμα εθνοκτονίας. Τουλάχιστον, όσον αφορά στον αρχαίο κόσμο, η καταστροφή των θεών και των ναών μιας κοινότητας ή ενός κράτους θεωρείτο ως μέσο καταστροφής της ίδιας της κοινότητας. Όπως φαίνεται, αυτός ήταν ο σκοπός των Περσών όταν κατέστρεψαν τους βαβυλωνιακούς ναούς το 482 π.Χ.[6] και ίσως και των Ρωμαίων όταν κατέστρεψαν τον Ναό της Ιερουσαλήμ, το 70 μ.Χ. Στόχος σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν η εκρίζωση του πολιτισμού μιας ομάδας και όχι η εξόντωσή της, πράγμα που διαφέρει επίσης, όσον αφορά τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, από τις πολύ πιο αργές και απροσχεδίαστες διαδικασίες της πολιτισμικής αφομοίωσης, οι οποίες υπέσκαψαν πολλές μικρές εθνοτικές κατηγορίες και ομάδες.
[1] Antony D. Smith, «Εθνική Ταυρότητα», κεφ. 2, σελ. 53-56, Οδυσσέας 2000.
[2] Moscati (1973, Μέρος ΙΙ, ειδικά 168-169). Οι υπόλοιπες καρχηδονιακές πόλεις δεν είχαν την ίδια τύχη και ο πολιτισμός τους κατόρθωσε να επιβιώσει.
[3] Roux (1964, 301-304). Και πιο γενικά για το Ελάμ και τον ελαμιτικό πολιτισμό Cambridge Ancient History (1971, τομ. Ι, Μέρος 2, κεφ. 23).
[4] Saggs (1984, 117-121). Roux (1964, 374).
[5] Όπως αποκαλύπτει η ασσυριακή τέχνη, αντικείμενο των προσπαθειών και της αφοσίωσης των Ασσυρίων ήταν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό το ίδιο το κράτος και όχι η ασσυριακή κουλτοόυρα ή κοινότητα. Το δοκίμιο του Liveriani στο Larsen (1979). Για τα πιθανά αίτια της παρακμής και της πτώσης της Ασσυριάς, Roux (1964, 278, 290). Και στο A.D. Smith (1986 a, 100-104).
[6] Για τις βαβυλωνιακές εξεγέρσεις, J.M. Cook (1983, 55-56, 100) Oates (1979).