Πόλεμος[1]
Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να στέρησε την μνήμη από τους ανθρώπους ; Πώς είναι δυνατόν να ξέχασαν πως είναι αδέρφια μεταξύ τους ; Πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται πως είναι το ένα και το αυτό, αυτοί κι όλα συνάμα τα πλάσματα του κόσμου ; Του κόσμου τούτου του όμορφου κι όμως τόσο φριχτού ! Είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιος Θεός ; … βάζει ο Χεμινγουαίη τον ήρωά του, τον Άνσελμο ν’ αναρωτιέται και να καταλήγει με φιλοσοφική διάθεση στο συμπέρασμα: «Με Θεό όμως είτε δίχως Θεό, πιστεύω πως είναι αμαρτία να σκοτώνεις».
Ι.Λ.
… τ’ ανθρώπινο χέρι μοιάζει με την πατούσα της αρκούδας.
Και τ’ ανθρώπινο στήθος μοιάζει με το στήθος της αρκούδας … Άμα βγάλεις το τομάρι της αρκούδας, θα δεις πως οι μυώνες μοιάζουν πολύ.
… οι γύφτοι πιστεύουν πως η αρκούδα είναι αδέρφι του ανθρώπου.
Το ίδιο κι οι Ινδιάνοι της Αμερικής … Κι όταν σκοτώνουν μιαν αρκούδα της ζητάνε συγνώμη. Στήνουν το κρανίο της πάνω σ’ ένα δέντρο και της ζητάνε να τους συχωρέσει πριν φύγουνε.
Οι γύφτοι πιστεύουν πως η αρκούδα είναι αδέρφι του ανθρώπου γιατί έχει το ίδιο σώμα κάτω απ’ το τομάρι της, γιατί πίνει μπύρα, γιατί χαίρεται τη μουσική και γιατί της αρέσει ο χορός.
Το ίδιο πιστεύουν κι οι Ινδιάνοι.
Μην είναι κι οι Ινδιάνοι γύφτοι ;
Όχι. Πιστεύουν όμως τα ίδια για την αρκούδα.
Κατάλαβα. Οι γύφτοι ακόμα πιστεύουν πως είναι αδέρφι μας, επειδή κλέβει για ευχαρίστησή της.
Έχεις τσιγγάνικο αίμα ;
Όχι. Έχω δει όμως πολλούς γύφτους … Αυτοί δεν τόχουν σε κακό να σκοτώνουν όσους δεν ανήκουν στη φυλή τους. Δεν το παραδέχονται αυτό, είναι όμως αλήθεια.
Σαν τους Μαυριτανούς
Ναι. Οι γύφτοι όμως έχουν πολλούς νόμους που αρνιούνται πως τους έχουν. …
Δεν καταλαβαίνουν γιατί γίνεται ο πόλεμος. Δεν ξέρουν γιατί πολεμάμε.
Ναι … Το μόνο που ξέρουν είναι πως τώρα έχουμε πόλεμο και πως ο καθένας μπορεί πάλι να σκοτώνει, σαν τον παλιό καιρό, χωρίς να περιμένει αναπόφευκτα πως θα τον τιμωρήσουν.
Εσύ έχει σκοτώσει ; …
Ναι, πολλές φορές. Μα χωρίς καμιά ευχαρίστηση. Τόχω αμαρτία να σκοτώνω άνθρωπο. Ακόμα και τους φασίστες, που πρέπει να τους σκοτώνουμε. Για μένα υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στην αρκούδα, και δεν πιστεύω στις μαγείες των γύφτων, που μας λένε αδέρφια με τα ζώα. Όχι. Κατηγορώ κάθε φόνο ανθρώπου.
Κι όμως σκότωσες !
Ναι. Και θα το ξανακάνω ! Αν όμως ζήσω αργότερα, θα προσπαθήσω να ζήσω με τέτοιον τρόπο, χωρίς να κάνω κακό σε κανένα, έτσι που να συχωρεθώ.
Από ποιόν ;
Ξέρω κι εγώ ; Αφού δεν έχουμε πια Θεό εδώ πέρα, ούτε Χριστό ούτε Άγιο Πνεύμα, ποιος συχωρνάει ; Δεν ξέρω.
Δεν έχετε πια Θεό ;
Όχι, φίλε. Όχι ! Αν υπήρχε Θεός, ποτέ δε θ’ άφηνε να γίνουν όσα είδα με τα μάτια μου. Ας έχουν Θεό οι άλλοι.
[1] Έρνεστ Χεμινγουαίη, «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1988