"Τι κι αν αυτοί έφυγαν, τι κι αν φύγουμε κι εμείς, οι μνήμες μένουν !"
Ι.Λ.
θύμηση πρώτη
«Κατεπάτησάν με οι εχθροί μου όλην την ημέραν από ύψους ημέρας»
Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Φεύγοντας μας φέραν μια νέα συντρόφισσα. Ένα κορίτσι, μια χωριανή απ’ τα τριγυρινά μέρη, ίσαμε είκοσι χρονώ. Αυτή και κάτι άλλοι Χριστιανοί δεν πρόφταξαν να μπαρκάρουν για την Ελλάδα.
-τους πήραν μέσα ; τη ρωτούμε.
-όχι. Τους σφάξαν.
-ήταν κανείς δικός σου ;
-ναι, ήταν ο πατέρας μου.
-εσύ ;…
Εκείνη ήταν νέα. Τη χρειάζουνταν.
Η νέα πόστα που μας παρέλαβε ήταν καβαλαραίοι. Είχαν μια λαμπρή ιδέα : Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο, πέσαμε μες στα χωράφια. Αυτό ήταν μια αλύπητη δοκιμασία για τα γυμνά φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οι βόλοι το χώμα ήταν ξεροί και ντούροι απ’ τον ήλιο. Δεν είχε βρέξει ακόμα. Κοιτάζαμε να τους ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορείς μαζί τους να κρατήσεις ισορροπία ξυπόλητος. Μα πέφταμε στην άλλη ευλογία, σε κάτι παλιάγκαθα που μας παλάβωναν.
-Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ πια !
Όλοι φώναζαν. Κι όμως όλοι τρέχαμε μη μείνουμε πίσω. Τρέμαμε πως όποιος μείνη τελευταίος θα τον σκοτώσουν. Ο ένας βιαζόταν να προσπεράσει τον άλλο και τον άλλο – ένας παλαβός συναγωνισμός που πνιγόταν στα μουγκριχτά μας. Ξεκολούσαμε, στα πετεχτά, τ’ αγκάθια απ΄τις πατούνες και τρέχαμε. Τρέχαν από πίσω μας κι οι στρατιώτες με τ’ άλογα και μας χτυπούσαν με τα κοντάκια μη σταθούμε. Ήμαστε ένα κοπάδι σαν τα’ αναμαλλιασμένα ζα – τρέχουν στον κάμπο να σταλιάξουν κάπου γιατί μυρίστηκαν το μπουρίνι.
Δεν μπορούσα να σηκώσω το βάρος της συντροφικής παπούτσας. Το ιδρωμένο βρώμιο ποδάρι μου γλυστρούσε και χόρευε μέσα της. Την τράβηξα και τη βαστούσα στα χέρια. Μα τότε η πατούνα, συνηθισμένη στο άσυλο, άρχισε να σπαράζη απ’ το ύπαιθρο. Άναβε, πετούσε σπίθες. Έσκισα ένα κομμάτι απ’ το πουκάμισο που μου άφησαν και την τύλιξα.
Ο Αργύρης με συμβουλεύει να κάνουμε αλλαξιά τα παπούτσια.
- δοκιμάζουμε.
Τ’ αλλάξαμε. Έδωσα το ζερβί και πήρα το δεξί. Τα φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα κάμαμε πάλι αλλαξιά. Και πάλι.
Ο ήλιος ανέβαινε καφτός, εχθρικά, χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώβρη ένας τέτοιος ήλιος ! Άρχισε να μας καίη η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες, που μπαινόβγαιναν σαν κουρντισμένες. Φτύναμε να φύγη η πίκρα. Μα τα στόματα ήταν ξερά. Κι αν έβγαινε λίγο φτύμα, μετανοιώναμε ύστερα για την ογρή ουσία που αφήναμε να ξοδευτή.
- νερό ! νερό !
- τι ; λέει ο αξιωματικός της συνοδείας.
- σου ! σου ! (νερό) φωνάζαμε στα τούρκικα.
- σου ; μάλιστα !
Κοντεύαμε σε μια πηγή. Μας κράτησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τα’ άλογα, γέμιζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν απ’ τα στόματά τους. Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής. Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
- Έλεος !
Τίποτα ! Μας κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο θέαμα. Άφησαν μονάχα τις γυναίκες και το παιδάκι να παν να πιούν.
- λυπηθήτε μας ! λυπηθήτε μας ! φωνάζαμε.
Η γυναίκα του ρολογά γέμισε τις χούφτες νερό κι έκαμε να το φέρη στον άντρα της. Σιγά. Κοιτάζαμε με μίσος αυτή τη χούφτα που πλησίαζε. Ένας στρατιώτης πάει από πίσω κλέφτικα και ξαφνικά χώνει τα χέρια του κάτου απ’ τις μασχάλες της γυναίκας. Τη γαργαλούσε. Αυτή κάνει μια προσπάθεια, λίγο ακόμα, να τρέξη, να σώση το νερό. Μα ο άλλος δωσ’ του, δωσ’ του τη γαργαλούσε. Κι εκείνη δε βάστηξε. Έμπηξε τα χάχανα. Λίγα μέτρα μπροστά μας. Άνοιξε τα χέρια της να προφυλαχτή : Το νερό χύθηκε καταγής.
Ήρθε και σκορπίστηκε πλάι στον άντρα της σα λέσι. …[1]
_____________________
[1] Ηλία Βενέζη, «το νούμερο 31328», Εστία, νεοελληνική λογοτεχνία-33η έκδοση, 1995,κεφάλαιο Ε΄, σελ. 65-67.
_____________________
θύμηση δεύτερη
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους. Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία :
Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
- Τι είναι αυτό εδώ ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
- Τι είναι ;
- Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
- Χώμα !
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κεί μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
- Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.[1]_______________________
[1] Ηλία Βενέζη, «Αιολική Γη», Εστία, 37η έκδοση, 1996, σελ. 308-309.
Ηλίας Βενέζης (επίσημο όνομα Ηλίας Μέλλος, 1904 Αϊβαλί - 1973 Αθήνα). Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Γνωστός για τα μυθιστορήματά του «Αιολική Γη», «Το νούμερο 31328» και το θεατρικό έργο «Μπλοκ C». Έγινε ο πρώτος έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.
*επιλογή κειμένων, επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου
Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Φεύγοντας μας φέραν μια νέα συντρόφισσα. Ένα κορίτσι, μια χωριανή απ’ τα τριγυρινά μέρη, ίσαμε είκοσι χρονώ. Αυτή και κάτι άλλοι Χριστιανοί δεν πρόφταξαν να μπαρκάρουν για την Ελλάδα.
-τους πήραν μέσα ; τη ρωτούμε.
-όχι. Τους σφάξαν.
-ήταν κανείς δικός σου ;
-ναι, ήταν ο πατέρας μου.
-εσύ ;…
Εκείνη ήταν νέα. Τη χρειάζουνταν.
Η νέα πόστα που μας παρέλαβε ήταν καβαλαραίοι. Είχαν μια λαμπρή ιδέα : Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο, πέσαμε μες στα χωράφια. Αυτό ήταν μια αλύπητη δοκιμασία για τα γυμνά φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οι βόλοι το χώμα ήταν ξεροί και ντούροι απ’ τον ήλιο. Δεν είχε βρέξει ακόμα. Κοιτάζαμε να τους ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορείς μαζί τους να κρατήσεις ισορροπία ξυπόλητος. Μα πέφταμε στην άλλη ευλογία, σε κάτι παλιάγκαθα που μας παλάβωναν.
-Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ πια !
Όλοι φώναζαν. Κι όμως όλοι τρέχαμε μη μείνουμε πίσω. Τρέμαμε πως όποιος μείνη τελευταίος θα τον σκοτώσουν. Ο ένας βιαζόταν να προσπεράσει τον άλλο και τον άλλο – ένας παλαβός συναγωνισμός που πνιγόταν στα μουγκριχτά μας. Ξεκολούσαμε, στα πετεχτά, τ’ αγκάθια απ΄τις πατούνες και τρέχαμε. Τρέχαν από πίσω μας κι οι στρατιώτες με τ’ άλογα και μας χτυπούσαν με τα κοντάκια μη σταθούμε. Ήμαστε ένα κοπάδι σαν τα’ αναμαλλιασμένα ζα – τρέχουν στον κάμπο να σταλιάξουν κάπου γιατί μυρίστηκαν το μπουρίνι.
Δεν μπορούσα να σηκώσω το βάρος της συντροφικής παπούτσας. Το ιδρωμένο βρώμιο ποδάρι μου γλυστρούσε και χόρευε μέσα της. Την τράβηξα και τη βαστούσα στα χέρια. Μα τότε η πατούνα, συνηθισμένη στο άσυλο, άρχισε να σπαράζη απ’ το ύπαιθρο. Άναβε, πετούσε σπίθες. Έσκισα ένα κομμάτι απ’ το πουκάμισο που μου άφησαν και την τύλιξα.
Ο Αργύρης με συμβουλεύει να κάνουμε αλλαξιά τα παπούτσια.
- δοκιμάζουμε.
Τ’ αλλάξαμε. Έδωσα το ζερβί και πήρα το δεξί. Τα φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα κάμαμε πάλι αλλαξιά. Και πάλι.
Ο ήλιος ανέβαινε καφτός, εχθρικά, χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώβρη ένας τέτοιος ήλιος ! Άρχισε να μας καίη η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες, που μπαινόβγαιναν σαν κουρντισμένες. Φτύναμε να φύγη η πίκρα. Μα τα στόματα ήταν ξερά. Κι αν έβγαινε λίγο φτύμα, μετανοιώναμε ύστερα για την ογρή ουσία που αφήναμε να ξοδευτή.
- νερό ! νερό !
- τι ; λέει ο αξιωματικός της συνοδείας.
- σου ! σου ! (νερό) φωνάζαμε στα τούρκικα.
- σου ; μάλιστα !
Κοντεύαμε σε μια πηγή. Μας κράτησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τα’ άλογα, γέμιζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν απ’ τα στόματά τους. Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής. Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
- Έλεος !
Τίποτα ! Μας κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο θέαμα. Άφησαν μονάχα τις γυναίκες και το παιδάκι να παν να πιούν.
- λυπηθήτε μας ! λυπηθήτε μας ! φωνάζαμε.
Η γυναίκα του ρολογά γέμισε τις χούφτες νερό κι έκαμε να το φέρη στον άντρα της. Σιγά. Κοιτάζαμε με μίσος αυτή τη χούφτα που πλησίαζε. Ένας στρατιώτης πάει από πίσω κλέφτικα και ξαφνικά χώνει τα χέρια του κάτου απ’ τις μασχάλες της γυναίκας. Τη γαργαλούσε. Αυτή κάνει μια προσπάθεια, λίγο ακόμα, να τρέξη, να σώση το νερό. Μα ο άλλος δωσ’ του, δωσ’ του τη γαργαλούσε. Κι εκείνη δε βάστηξε. Έμπηξε τα χάχανα. Λίγα μέτρα μπροστά μας. Άνοιξε τα χέρια της να προφυλαχτή : Το νερό χύθηκε καταγής.
Ήρθε και σκορπίστηκε πλάι στον άντρα της σα λέσι. …[1]
_____________________
[1] Ηλία Βενέζη, «το νούμερο 31328», Εστία, νεοελληνική λογοτεχνία-33η έκδοση, 1995,κεφάλαιο Ε΄, σελ. 65-67.
_____________________
θύμηση δεύτερη
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους. Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία :
Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
- Τι είναι αυτό εδώ ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
- Τι είναι ;
- Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
- Χώμα !
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κεί μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
- Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.[1]_______________________
[1] Ηλία Βενέζη, «Αιολική Γη», Εστία, 37η έκδοση, 1996, σελ. 308-309.
Ηλίας Βενέζης (επίσημο όνομα Ηλίας Μέλλος, 1904 Αϊβαλί - 1973 Αθήνα). Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Γνωστός για τα μυθιστορήματά του «Αιολική Γη», «Το νούμερο 31328» και το θεατρικό έργο «Μπλοκ C». Έγινε ο πρώτος έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.
*επιλογή κειμένων, επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου