Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα
Η μεταπολεμική περίοδος στην Ελλάδα είναι περίοδος ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών, γεγονός που συντελεί στην μεταβολή των κοινωνικών και δημογραφικών δομών και προσδιορίζει την αναπαραγωγική συμπεριφορά του πληθυσμού. Το δημογραφικό τοπίο, το οποίο αναμένεται ότι θα επικρατήσει στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θα είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα των μεταβολών που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν στα τρία βασικά δημογραφικά φαινόμενα, (α)την γονιμότητα, (β)την θνησιμότητα και (γ)την μετανάστευση. Οι μεταβολές αυτές οδήγησαν σε σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού φυσικής αύξησης του πληθυσμού, στην ενδυνάμωση του ρόλου της διεθνούς μετανάστευσης στην συνολική αύξηση του πληθυσμού, καθώς και σε σημαντικές μεταβολές στην κατά ηλικία διάρθρωσή του. Η σημαντική μείωση της γεννητικότητας που παρατηρείται στην χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχει επιφέρει αλλαγές στην ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού, πράγμα που συνεπάγεται αναπόφευκτες επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό, στο σύστημα υγείας, στον αριθμό των συνταξιούχων στο ασφαλιστικό σύστημα, στην παιδεία και σε άλλους τομείς.
Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, προβλέπεται ότι στις επόμενες δεκαετίες θα αντιμετωπίσει σημαντικές δημογραφικές αλλαγές, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν σε μεγάλη έκταση την οικονομία και την κοινωνία, ως σύνολο. Οι δημογραφικές αυτές αλλαγές αποτελούν απόρροια τριών βασικών τάσεων[i]:
της συνεχούς επιμήκυνσης της διάρκειας ζωής: πρόκειται για το αποτέλεσμα της σημαντικής προόδου σε θέματα υγείας και ποιότητας ζωής. Το προσδόκιμο επιβίωσης με καλή υγεία αυξάνεται διαρκώς. Η πρόοδος αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί και να συνοδευτεί με μείωση των αποκλίσεων μεταξύ προσδόκιμου επιβίωσης ανδρών και γυναικών. Στην ίδια οικογένεια μπορούν πλέον να συνυπάρχουν τέσσερις γενιές, με την διαφορά ότι τα άτομα της σημερινής οικογένειας παρουσιάζουν μεγαλύτερη κινητικότητα και δεν κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
έως το 2030 θα γίνει αισθητή η αύξηση των γενεών ηλικίας άνω των 60 ετών, όταν τα παιδιά της «μεγάλης δημογραφικής έκρηξης» θα φτάσουν σ’ αυτήν την ηλικία.
της συνεχιζόμενης υπογεννητικότητας: οι γενιές της «μεγάλης δημογραφικής έκρηξης» απέκτησαν λιγότερα παιδιά από τις προηγούμενες. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες[ii] που εξηγούν τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, όπως οι δυσκολίες όσον αφορά στην επαγγελματική ένταξη, το κόστος της στέγης, η απόκτηση του πρώτου παιδιού σε μεγαλύτερη ηλικία, οι διαφορετικές επιλογές σε θέματα σπουδών, επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Το ποσοστό γονιμότητας είναι σχεδόν παντού κατώτερο από το κατώτερο όριο ανανέωσης των γενεών.
Το φαινόμενο της αύξησης του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω δεν αποτελεί μια νέα εξέλιξη για τον πληθυσμό της Ελλάδας. Εξετάζοντας την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού της χώρας σε κάποιες τυχαίες χρονικές περιόδους παρατηρούμε σημαντική αύξηση του ποσοστού των κατοίκων ηλικίας άνω των 65 ετών. Συγκεκριμένα, το 1951 οι Έλληνες ηλικίας άνω των 65 ετών αποτελούσαν μόλις το 7% του συνολικού πληθυσμού, στην συνέχεια το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 11,9% το 1995, στο 13% το 1998, ενώ το 2004 το ίδιο ποσοστό άγγιξε το 18,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αντίστοιχα, το ποσοστό των παιδιών ηλικίας έως 14 ετών συρρικνώνεται. Από το 24,8% που ήταν το 1960, έπεσε στο 17,1% το 1995, στο 15,8% το 1998 και στο 14,6% το 2004. Σύμφωνα με ορισμένες δημογραφικές προβολές, ο πληθυσμός της Ελλάδας σε ηλικία (15-64 ετών) θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2010[iii]. Ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί αντανακλώντας την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και του επιπέδου της υγείας. Ταυτόχρονα, ο δείκτης γονιμότητας (αριθμός παιδιών ανά γυναίκα) είναι ελαφρά χαμηλότερος από 1,3 ενώ το κατώτερο όριο για την αναπλήρωση του πληθυσμού είναι 2,1. Έτσι ο πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί σε σύγκριση με το 2005, κατά 38% έως το 2030 και κατά 86% έως το 2050. Αντίθετα, ο πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών θα μειωθεί κατά 4,5% έως το 2030 και κατά 18% έως το 2050.
________________
[i] Πράσινη Βίβλος «Αντιμετωπίζοντας την δημογραφική αλλαγή: μια νέα αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών», Βρυξέλλες 16/03/2005.
[ii] Θα πρέπει να σημειωθεί πως προβλήματα οικονομικής υφής αντιμετώπιζαν σε αντίστοιχο ή ακόμα και σε μεγαλύτερο βαθμό και οι παλαιότερες γενιές. Τα προβλήματα όμως αυτά δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην απόκτηση παιδιών, γεγονός που αποδεικνύει την διαφοροποίηση, σε επίπεδο νοοτροπίας, μεταξύ της σύγχρονης και της παλαιότερης κοινωνίας. Συνεπώς το πρόβλημα δεν θα πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά από οικονομική σκοπιά, η οποία δεν παύει να αποτελεί μία σημαντική παράμετρο, αλλά και από κοινωνιολογική.
[iii] Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2004. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2005.
Η μεταπολεμική περίοδος στην Ελλάδα είναι περίοδος ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών, γεγονός που συντελεί στην μεταβολή των κοινωνικών και δημογραφικών δομών και προσδιορίζει την αναπαραγωγική συμπεριφορά του πληθυσμού. Το δημογραφικό τοπίο, το οποίο αναμένεται ότι θα επικρατήσει στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θα είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα των μεταβολών που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν στα τρία βασικά δημογραφικά φαινόμενα, (α)την γονιμότητα, (β)την θνησιμότητα και (γ)την μετανάστευση. Οι μεταβολές αυτές οδήγησαν σε σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού φυσικής αύξησης του πληθυσμού, στην ενδυνάμωση του ρόλου της διεθνούς μετανάστευσης στην συνολική αύξηση του πληθυσμού, καθώς και σε σημαντικές μεταβολές στην κατά ηλικία διάρθρωσή του. Η σημαντική μείωση της γεννητικότητας που παρατηρείται στην χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχει επιφέρει αλλαγές στην ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού, πράγμα που συνεπάγεται αναπόφευκτες επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό, στο σύστημα υγείας, στον αριθμό των συνταξιούχων στο ασφαλιστικό σύστημα, στην παιδεία και σε άλλους τομείς.
Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, προβλέπεται ότι στις επόμενες δεκαετίες θα αντιμετωπίσει σημαντικές δημογραφικές αλλαγές, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν σε μεγάλη έκταση την οικονομία και την κοινωνία, ως σύνολο. Οι δημογραφικές αυτές αλλαγές αποτελούν απόρροια τριών βασικών τάσεων[i]:
της συνεχούς επιμήκυνσης της διάρκειας ζωής: πρόκειται για το αποτέλεσμα της σημαντικής προόδου σε θέματα υγείας και ποιότητας ζωής. Το προσδόκιμο επιβίωσης με καλή υγεία αυξάνεται διαρκώς. Η πρόοδος αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί και να συνοδευτεί με μείωση των αποκλίσεων μεταξύ προσδόκιμου επιβίωσης ανδρών και γυναικών. Στην ίδια οικογένεια μπορούν πλέον να συνυπάρχουν τέσσερις γενιές, με την διαφορά ότι τα άτομα της σημερινής οικογένειας παρουσιάζουν μεγαλύτερη κινητικότητα και δεν κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
έως το 2030 θα γίνει αισθητή η αύξηση των γενεών ηλικίας άνω των 60 ετών, όταν τα παιδιά της «μεγάλης δημογραφικής έκρηξης» θα φτάσουν σ’ αυτήν την ηλικία.
της συνεχιζόμενης υπογεννητικότητας: οι γενιές της «μεγάλης δημογραφικής έκρηξης» απέκτησαν λιγότερα παιδιά από τις προηγούμενες. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες[ii] που εξηγούν τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, όπως οι δυσκολίες όσον αφορά στην επαγγελματική ένταξη, το κόστος της στέγης, η απόκτηση του πρώτου παιδιού σε μεγαλύτερη ηλικία, οι διαφορετικές επιλογές σε θέματα σπουδών, επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Το ποσοστό γονιμότητας είναι σχεδόν παντού κατώτερο από το κατώτερο όριο ανανέωσης των γενεών.
Το φαινόμενο της αύξησης του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω δεν αποτελεί μια νέα εξέλιξη για τον πληθυσμό της Ελλάδας. Εξετάζοντας την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού της χώρας σε κάποιες τυχαίες χρονικές περιόδους παρατηρούμε σημαντική αύξηση του ποσοστού των κατοίκων ηλικίας άνω των 65 ετών. Συγκεκριμένα, το 1951 οι Έλληνες ηλικίας άνω των 65 ετών αποτελούσαν μόλις το 7% του συνολικού πληθυσμού, στην συνέχεια το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 11,9% το 1995, στο 13% το 1998, ενώ το 2004 το ίδιο ποσοστό άγγιξε το 18,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αντίστοιχα, το ποσοστό των παιδιών ηλικίας έως 14 ετών συρρικνώνεται. Από το 24,8% που ήταν το 1960, έπεσε στο 17,1% το 1995, στο 15,8% το 1998 και στο 14,6% το 2004. Σύμφωνα με ορισμένες δημογραφικές προβολές, ο πληθυσμός της Ελλάδας σε ηλικία (15-64 ετών) θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2010[iii]. Ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί αντανακλώντας την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και του επιπέδου της υγείας. Ταυτόχρονα, ο δείκτης γονιμότητας (αριθμός παιδιών ανά γυναίκα) είναι ελαφρά χαμηλότερος από 1,3 ενώ το κατώτερο όριο για την αναπλήρωση του πληθυσμού είναι 2,1. Έτσι ο πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί σε σύγκριση με το 2005, κατά 38% έως το 2030 και κατά 86% έως το 2050. Αντίθετα, ο πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών θα μειωθεί κατά 4,5% έως το 2030 και κατά 18% έως το 2050.
________________
[i] Πράσινη Βίβλος «Αντιμετωπίζοντας την δημογραφική αλλαγή: μια νέα αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών», Βρυξέλλες 16/03/2005.
[ii] Θα πρέπει να σημειωθεί πως προβλήματα οικονομικής υφής αντιμετώπιζαν σε αντίστοιχο ή ακόμα και σε μεγαλύτερο βαθμό και οι παλαιότερες γενιές. Τα προβλήματα όμως αυτά δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην απόκτηση παιδιών, γεγονός που αποδεικνύει την διαφοροποίηση, σε επίπεδο νοοτροπίας, μεταξύ της σύγχρονης και της παλαιότερης κοινωνίας. Συνεπώς το πρόβλημα δεν θα πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά από οικονομική σκοπιά, η οποία δεν παύει να αποτελεί μία σημαντική παράμετρο, αλλά και από κοινωνιολογική.
[iii] Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2004. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2005.