Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Λογοτεχνία





Το αλβανικό έπος[i]

Η κήρυξη του πολέμου τους βρήκε να οργώνουν και να σπέρνουν τα χωράφια τους. Το έμαθαν το απόγευμα της ίδιας ημέρας και αμέσως έφυγαν με τα πόδια για την Κομοτηνή. Δεν είχαν ατομικές προσκλήσεις, η επιστράτευση ήταν γενική. Έπρεπε να παρουσιαστούν από την κλάση του Ί7 μέχρι του '40. Ο Καμπάνταης Τριαντάφυλλος, ισχυρίζεται ότι "πήγαιναν όλοι με χαρά, ήταν αλλιώς ο κόσμος".
...
Στον πόλεμο δεν επέταξαν βοϊδάμαξα. Μόνο ένα βόδι από τις οικογένειες που είχαν δύο ζευγάρια. Επίταξαν, όμως, όλα τα άλογα.
...
"Υπηρέτησα το 1932. Κλάση του '31 δεν υπάρχει. Τη χάρισε ο Βενιζέλος, δεν κλήθηκαν να υπηρετήσουν".
Μετά τα γεγονότα της Έλλης επιστράτευαν συνέχεια.
...
Μας αντάμωσαν στρατιώτες που έρχονταν αντίθετα και μας είπαν: "Από δω που προχωράτε, μπορεί να πέσετε πάνω στους Ιταλούς". Η βροχή μας έδειρε καμιά ώρα, καθισμένους στους γυλιούς με τα αντίσκηνα στην πλάτη. Ξημερώσαμε εκεί. Τραβάμε και φτάσαμε σ' ένα ορεινό χειρουργείο σε αλβανικό σπίτι. Φέρναν τραυματίες του μετώπου, τους φρόντιζαν τις πληγές και τους έστελναν στην Κορυτσά. Πιάσαμε πάλι τα βουνά και φτάσαμε σ' ένα χωριό, το Χαλιαρούπ. Μείναμε όλη μέρα και το βράδυ στα σπίτια, επειδή ήμασταν βρεγμένοι, έπρεπε να στεγνώσουμε. Στο σπίτι που έμεινα, είχε απ' έξω μια στοίβα καλαμπόκια. Βράσαμε και φάγαμε το βράδυ. Την άλλη μέρα (εκεί κυκλοφορούσαμε πιο ελεύθερα) βγήκαμε από το χωριό και τραβήξαμε στο βουνό κάμποσα χιλιόμετρα. Βρήκαμε εγκαταλειμμένες ιταλικές παράγκες. Εκεί ήρθε και πυροβολικό δικό μας.
...
Βάλαμε το καζάνι και φάνηκε η φωτιά. Οι Ιταλοί την είδαν και το πυροβολικό τους άρχισε να βάζει. Η πρώτη έπεσε λίγο μακριά, η δεύτερη πολύ κοντά. Τη σβήσαμε και φύγαμε. Πιάσαμε την πλαγιά και δεν μπορούσαν να μας χτυπήσουν. Ύστερα οι δικοί μας πάλι τους χτύπησαν και κόπηκαν πάλι αυτοί.
...
Είχαν φέρει καμιά δεκαπενταριά Ιταλούς αιχμάλωτους. Τότε πρωτοείδα αιχμάλωτο. Τους παρέδωσαν στο φρουραρχείο. Ζητούσαν τσιγάρα. Εγώ δεν κάπνιζα. Μας είχαν δώσει από μια κούτα για το δρόμο. Πενήντα τσιγάρα είχε μέσα (η μάρκα ήταν Φίλιπποι Καβάλας και Ξάνθης). Τους τα έδωσα και αυτοί γελούσαν. Δεν έδειχναν στεναχωρημένοι, γελούσαν. Ίσως να πίστευαν ότι γλίτωσαν.
...
Η σάλπιγγα βαρούσε, προχωράτε. Αυτά γίνονταν στο τραπεζοειδές. Όταν ξεκινήσαμε θα ήταν πέντε η ώρα. Άρχισε να χιονίζει. Αντίσταση δεν υπήρχε. Προχωρούσαμε ακροβολισμένοι μέσα στα δέντρα. Βαδίζαμε σε μια ρεματιά. Το χιόνι σε λίγο έγινε μια πιθαμή. Βγήκαμε στο τραπεζοειδές. Σκοτείνιασε. Φτάσαμε πάνω. Ακούμε ένα ιταλικό πολυβόλο που μας έβαζε. Οι σφαίρες χτυπούσαν τις κορφές των δέντρων. Σιγά σιγά βγήκαμε στο ύψωμα. Σταματήσαμε σε ξένα χαρακώματα που βρήκαμε. Περιμέναμε και ακούμε σε λίγο δεξιά μας φωνές που πλησίαζαν. Ζαρώσαμε και το χιόνι μας σκέπασε. Δε φαινόμασταν, ασπρίσαμε. Οι φωνές έρχονταν από πολύ κοντά. Ήταν δικοί μας τελικά. Λέει ο λοχαγός: "παιδιά, είμαστε ο 11ος, μη βάζετε. Ήρθατε πολύ βιαστικά". Τα αντίσκηνα ήταν κοκαλωμένα. Τα αραδιάσαμε στα δέντρα γύρω γύρω και μέσα ανάψαμε μικρές φωτιές, για να μη φαίνονται. Το χιόνι ανέβαινε συνέχεια. Οι σκοποί κρύωναν πολύ. Κοντά μας είχε μια θημωνιά κλαδαριές. Κατά τις μια η ώρα πήγαν στην κλαδαριά, την άναψαν και έφεξε όλο το μέρος. Το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάζει. Βγαίνουμε πάλι στα υψώματα. Άρχισε η μάχη. Βάζαμε όλοι, Έλληνες και Ιταλοί. Ξημέρωσε. Οι Ιταλοί έμειναν πίσω, εμείς μπροστά, κι έρχονταν και παραδίδονταν. Ο Νιότης βρέθηκε σκοτωμένος.
...
Με πήγαν στο χειρουργείο. Τα πόδια μου ήταν πρησμένα και οι κάλτσες κολλημένες. Ήταν κι άλλοι το ίδιο. Μας τις έκοψαν και βγήκε και το δέρμα μαζί. Άνοιξαν πληγές. Μας έβαλαν ένα φάρμακο σαν ναφθαλίνη και επιδέσμους. Μας μετέφεραν στην Κορυτσά.
_____________________
[i] Αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημητρίου Παπουλιά, «Μέση_Ψαθιά - Βερώνη – Εύανδρο_Οι αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολικής Θράκης».