Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

ιστορικά ανθολογήματα

Τί έφερον μεθ’ εαυτών οι μαθηταί μεταβαίνοντες εις το σχολείον[1]

Ο εις το σχολείον μεταβαίνων μαθητής, ενδεδυμένος αναλόγως της κοινωνικής θέσεως των γονέων του – ο Πρόδρομος αναφέρει μανθάνοντα παίδα ανυπόδητον – έφερε «δέρριν και πινακίδιον και γραφείον». Διά της λέξεως δέρρις εννοείται ο δερμάτινος σάκκος, ο νυν φύλακος ή φύλακας[2], ήτοι θύλακος, ο των μεσαιωνικών γλωσσαρίων μέρσιπος, εντός του οποίου έθετον τα βιβλία των οι μαθηταί, παλαιότερον μεν το σχήμα του κυλίνδρου έχοντα, βραδύτερον δε του κώδικος.

Το πινακίδιον ή η πινακίς, το και σχεδάριον καλούμενον – αρχαίας χρήσεως συνέχεια – ήτο ξύλινος πίναξ είτε απλούς είτε πολυσέλιδος (δίπτυχον – τρίπτυχον – πολύπτυχον), των διαφόρων τεμαχίων αυτού διά γιγγλύμων συνδεομένων, εφ’ ου, μικρόν κοιλαινομένου, τουλάχιστον μέχρι του Ε΄ μΧ αιώνα χρόνους.

Του απλού πινακιδίου ή χρήσις εξηκολούθησε καθ’ όλους τους χρόνους της Βυζαντινής περιόδου, αλλά και κατά τους μετά την άλωσιν μέχρι του παρελθόντος ακόμη αιώνος, ως και μαρτυρίαι παραδίδουσι και δημώση σχολικά άσματα, ένθα γίνεται λόγος περί παιδίου, το οποίον «είναι ‘ς τα πινακίδια» ή «λέει τα πινακίδια» ή «κρατεί ‘ς το πινακίδιν».

Του πολυπτύχου πινακιδίου, του οποίου παλαιοτέραν μνείαν έχομεν παρ’ Ομήρω (Ζ, 169), αναφέροντι πίνακα πτυκτόν, η χρήσις έβαινε περιοριζομένη. Ακόμη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα ο Κεκαυμένος εν τω στρατηγικώ του ομιλεί περί σανίδος του βιβλίου, ήτις έχει την αρχήν των γραμμάτων, κατά δε τον ΙΒ΄ ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος διά «πυξία διά διπλώσεως οποία και νυν επιχωριάζει ξύλινα βιβλύδρια ετέροις τε τισι και τοις οικούσι την Ταυρικήν», εννοών τα δίπτυχα, τρίπτυχα και πολύπτυχα.

Τα πινακίδια ταύτα, ων γίνεται μνεία παρά διαφόροις συγγραφεύσι, καλούνται υπ’ αυτών και πυξία ή πυξίδια εκ του ότι παλαιότερον ταύτα, διά στερεότητα, κετεσκευάζοντο εκ ξύλου πύξου, όπερ δεν θα εχρησιμοποιείτο πλέον κατά το ΙΒ΄ αιώνα, κατά μάρτυρα τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιον λέγοντα: «τα πυξία παλαιάς εισιν εγκαταλείμματα χρήσεως πάλαι γαρ ποτε πίναξιν, ήτοι σανίσι και ταύταις εκ πύξου μάλιστα τα γράμματα ενεκόλαπτον». Ο Χρυσόστομος, εις την ύλην αποβλέπων, ομιλεί διά «πινακίδα εκ ξύλου καλού», ο δε Θεσσαλονίκης Ευστάθιος περί «από ξύλου πίνακος».

Τέως οι παίδαις ανεγίγνωσκον κρατούντες από λαβής την πινακίδα ή εξαρτώντες αυτήν από καρφίου επί τοίχου προσηλωμένου. Ότι τοιούτόν τι θα εγίνετο και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους είναι πολύ πιθανόν, την πιθανότητα δε ταύτην ενισχύει και μαρτυρία του Χρυσοστόμου, λέγοντος ότι στενοχωρείται πολύ ο μαθητής όταν χάση «ιμάντα περί την πινακίδα ή άλυσιν χαλκήν».

Είπον ότι μέχρι του Ε΄ μΧ τουλάχιστον αιώνος αι πινακίδες, ίνα διά του γραφείου επ’ αυτών γράψωσιν οι παίδες, ηλείφοντο διά κηρού, ως μαρτυρούσι ο Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νύσσης, προς δε και τα γλωσσάρια.

Οι επί τούτων κεκηρωμένων πινακίδων γράφοντες, ίνα και πάλιν χρησιμοποιήσωσιν αυτάς, έπρεπε πρώτον να λειάνωσι την γραφείσαν επιφάνειαν διά του γραφείου. Εφ’ όσον η γραφή εγίνετο διά μέλανος, τότε τα γραφέντα απήλειφοντο είτε διά του δακτύλου, είτε διά σπόγγου, είτε και διά τεμαχίου κισσήρεως.

Εντός του μαρσίπου επ’ ίσης υπήρχεν ο περίγραφος ή παράγραφος ή παραγραφίς, ο κανών δήλα δη ου ο διδάσκαλος ή οι μαθηταί εχάρασον, ίνα τα γραφόμενα ακολουθώσιν ευθείαν, έπειτα η σμίλη ή το σμιλίον, το μαχαιρίδιον δήλα δη, δι’ ου απέξεον τον γραφικόν κάλαμον, προς δε και ψήφοι φιά την αρίθμησιν χρησιμοποιούμεναι.

Σημειωθήτω δ’ ότι διά την αρίθμησιν εχρησιμοποιείτο το αβάκιον, το οποίον ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος περιγράφει ως "σανίδιον εφ’ ου ψηφίζουσι" και όπερ ήτο πίναξ οριζόντιος μετά περιθωρίου εφ' ου επέρριπτον άμμον και διά του δακτύλου έκαμνον διάφόρους υπολογισμούς, το όνομα και η χρήσις του οποίου εσώθη εις τον σημερινόν άμπαχον[3].

Εν τοις ερμηνεύμασι του Πολυδεύκους μνημονεύεται και θήκη. Είναι δ’ αύτη η Theca calamaria ή το καλαμάριον, εντός της οποίας ετοποθετούντο αι γραφίδες, αίτινες απετελούντο εκ καλάμων, διά της σμίλης αποξεομένων και σχιζομένων κατά τα άκρα, οίτινες εκαλούντο κονδύλια, ως αποτελούμενα εκ του τμήματος εκείνου του καλάμου του μεταξύ δύο κονδύλων περιεχομένου. Τέλος ας σημειωθή ότι καλαμάρι(ο)ν ελέγετο ου μόνον η θήκη των καλάμων, αλλά και το μελάμβροχον, το δοχείον δήλα δη του μέλανος, εξ υάλου ή κέρατος, το οποίον μέλαν πολλάκις κετεσκεύαζεν ο ίδιος ο μαθητής εκ της λιγνύος των στροβίλων πίτυος ή εκ καέντων κηκιδίων, των εκφυμάτων δήλα δη της δρυός ή τερεβίνθου, άτινα και νυν έτι προς τον αυτόν σκοπόν χρησιμοποιούσιν οι παίδες ή και εκ λιγνύος συναγομένης εκ δαδίων ή ρητίνης, εις ην ενέβαλλε κόμμι. Όταν μάλιστα οι Βυζαντινοί μαθηταί ήθελον να προσδώσωσι βαθύτερον χρώμα εις το γραφικόν μέλαν, κονιορτοποούντες τον καέντα φλοιόν ροιάς ή χλωρού καρύου, ενέβαλλον εις αυτό την κόνιν.

[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τ. Α΄, σ. 75-79, εκδόσεις Παπαζήση.
[2] Ο σακκίσκος του μαθητού λέγεται φύλακος εν Σίφνω, φύλακας εν Μελενίκω, Ευβοία και Αμοργώ και φύλαγκας εν Θήρα.
[3] Στ. Ψάλτου, Σημασιολογικά, εν Λεξικ. Αρχ., 4,33. Τέως άμπακος ελέγετο το βιβλίον της αριθμητικής, υπό τον τίτλον δε τούτον εξεδόθη το πρώτον η αριθμητική του Εμμανουήλ Γλυτζωνίου.