Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

ιχθυομαγειρέματα ...

Η ψαραγορά[1]

Ζηλευτή θέση στην κάθε αγορά είχε και το μέρος όπου πουλούσαν τα ψάρια.

Σημειώνουμε απ’ τον Φλασελιέρ[2]:

«Η ψαραγορά ήταν ένα από τα πιο γεμάτα από πελάτες και τα πιο γραφικά μέρη της αγοράς. Μερικά ψάρια, πολύ γευστικά, που πολύ τα εκτιμούσαν, στοίχιζαν πολύ για να είναι στο τραπέζι των φτωχών, λόγου χάρη τα περίφημα χέλια της λίμνης Κωπαΐδας, γιατί οι Αθηναίοι έκαναν σαν τρελοί για τα ψάρια του γλυκού νερού, καθώς και για τα ψάρια της θάλασσας όπως ο τόνος. Αγαπούσαν επίσης τα θαλασσινά, κοχύλια και μαλάκια, όπως οι σουπιές και τα καλαμάρια, που αφθονούσαν στις ακτές της Εύβοιας και που αποτελούσαν πηγή πλούτου, τόσο σπουδαία για τους ψαράδες της Ερέτριας, που η πόλη έβαζε σαν διακριτικό στα νομίσματά της ένα καλαμάρι. Έμποροι παστών (τάριχος) πουλούσαν ψάρια και κρέας διατηρημένα μέσα στη σαλαμούρα ή καπνιστά».

Οι ψαράδες της αθηναϊκής αγοράς ήταν, ίσως, οι πιο ανεξάρτητοι απ’ όλους τους πραματευτάδες.
Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει ληστές κι άλλος «λωποδύτες της νύχτας». Ζητούσαν ό,τι ήθελαν για τα ψάρια και απέφευγαν τα παζάρια. Οι αγορανόμοι της αγοράς τους απαγόρευαν να καταβρέχουν τα ψάρια, κάτι όμως που έκαναν συχνά, με διάφορα τεχνάσματα, οι πονηροί ψαράδες, για να διατηρήσουν έτσι πιο φρέσκο το εμπόρευμά τους και φυσικά για να το πουλήσουν σε καλύτερη τιμή.

Να ένα περιστατικό απ’ τα τεχνάσματα των ψαράδων της αθηναϊκής αγοράς:

Μια μέρα, στην αγορά, ζαλίστηκε κάποιος πολίτης, ακριβώς δίπλα στα καφάσια τα παραγεμισμένα με ψάρια. Αμέσως έσπευσε ο ψαράς, του πρόσφερε ένα κάθισμα, ακριβώς δίπλα στα καφάσια, άρπαξε ένα κουβά με νερό και το κατάβρεξε ολόκληρο για να τον συνεφέρει. Με το νερό όμως βράχηκαν και τα καφάσια, δίνοντας έτσι κάτι απ’ τη χαμένη τους δροσιά και στα ψάρια. Κατέφθασαν οι περίεργοι, που κατέκλυζαν την αγορά, και οι αγορανόμοι, που αγρίεψαν καθώς είδαν την «παράβαση». Όμως, ο ψαράς ορκίστηκε στον θεό Ποσειδώνα, στον θεό της θάλασσας, πως κατά λάθος έπεσε το νερό στα καφάσια, αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να συνεφέρει τον πολίτη.
Μόλις όμως έφυγαν οι επόπτες, σηκώθηκε και ο ασθενής, πήρε δύο οβολούς απ’ τον ψαρά
(τόσο είχαν συμφωνήσει) και αναχώρησε !

Ο ερχομός ενός κάρου με ψάρια, στην αγορά, γινόταν μ’ ένα ειδικό χτύπημα καμπάνας, και οι Αθηναίοι ξεσηκώνονταν για να τ’ αγοράσουν.

Μια περιγραφή στον Αθήναιο για το θαλασσινό πλούτο της αρχαίας αγοράς μας δελεάζει και σήμερα:

Η ματιά μου έπεσε πρώτα στα μεγάλα στρείδια, τα γενάτα, με φύκια ολόγυρα τριγυρισμένα, τ’ αγόρασα ευθύς, χωρίς να κάνω πολλή σκέψη, μαζί με κάτι θαλασσινούς ατίτσους, το λέει άλλωστε κι ο λόγος, πως είναι το καμάρι του τραπεζιού.
Κι ύστερα, σαν γλίτωσα απ’ αυτή τη φροντίδα, είδα τυχαία σ’ ένα σκαφίδι κάτι μικρά ψαράκια, που τα ‘πιασε ο φόβος γι’ αυτό που τους μελλότανε να πάθουν.
Μ’ έπιασε λύπη και δεν ήθελα να φέρω το χαμό σε κανένα απ’ αυτά τα ψάρια, γι’ αυτό διάλεξα ένα τρανό καλκάνι, κι έπειτα αγόρασα χέλια, γαρίδες και ψάρια που ‘ναι καλά για τη σκάρα, χέλια και πέρδικες και γοβιούς για να γίνει ένα τραπέζι πιο περήφανο κι από παγώνι.
Κι ύστερα ήρθε η σειρά για το κρέας, πήρα χοιρινά, ποδάρια, κεφάλια, αυτιά κι ένα συκώτι.

Οι Αθηναίοι ξετρελαίνονταν, πάντως, και για τα ψάρια του γλυκού νερού, κάτι που όλο και μας το υπενθυμίζει ο Αριστοφάνης:

Λυσιστράτη: Θ’ αφανιστούν κι οι Βοιωτοί για πάντα.
Κλεοτίμη: Μωρέ, να γίνουν στάχτη. Τα χέλια μόνο να σωθούν της Κωπαϊδας.
(Εδώ όμως ο ποιητής το πάει κι αλλού).

Φημισμένη για τα θαλασσινά της, εκτός από την Εύβοια, ήταν και η Μυτιλήνη.

Χταποδάκι, σουπιδάκι, καραβίδα κι αστακό
στρείδια, αχιβάδες, πεταλίδες και σωλήνες,
μύδια, πίννες ως και χτένια όλα από τη Μυτιλήνη.

Τόποι αγοράς ήταν βέβαια και τα λιμάνια. Γράφει ο κωμωδιογράφος Έρμιππος:

Πόσα έφερε ο Διόνυσος καλά εις τους ανθρώπους
όταν εγύρισε εδώ, στο μαύρο πλοίο πάνω.
Απ’ την Κυρήνη σίλφιον
[3] και δέρματα βοδινά
απ’ τον Ελλήσποντο σκουμπριά και όλα τα παστά,
από την Ιταλία έφερε σιμιγδάλι ως και πλάτες βοδινές,
από τη σιτάλκη (πόλη της Θράκης) … ψώρα
για τους Λακεδαιμονίους και από την Περδίκα (Μακεδονία)
πολλά πλοία γεμάτα υποσχέσεις.
(Αθήναιος, Α 49)

Και πιο κάτω:

Μα τυρί καθώς και χοίρους
οι Συρακούσες μας παρέχουν,
η Λιβύη πολύ φίλντισι εμπορίου
και η Ρόδος τις σταφίδες
και τα σύκα τα ξηρά.
Απ’ την Εύβοια τ’ απίδια
και τα μήλα τα παχιά.


[1] Χρήστου Μότσια, τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες, σελ. 37-40, εκδόσεις Κάκτος, 1982.
[2] Ρομπέρ Φλασελιέρ: Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1904 και υπηρέτησε στη γαλλική αρχαιολογική σχολή των Αθηνών, από το 1925 μέχρι το 1930. Το 1932, σε ηλικία 28 χρονών, εξελέγη καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Λυών. Εκεί δίδαξε μέχρι το 1948, οπότε διορίστηκε καθηγητής στη Σορβόνη. Το 1963 ανέλαβε διευθυντής στην ecole normale superieur των Παρισίων και εξελέγη ακαδημαϊκός. Λάτρης της Ελλάδας, έγραψε περί του «Δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων» και περί του «Έρωτα στην αρχαία Ελλάδα», που κυκλοφόρησαν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Παπαδήμα.
[3] Σίλφιο: Αρωματικό βότανο, που φύτρωνε στην Κυρήνη, κοντά στην Τριπολίτιδα της Λιβύης. Ο κορμός του ήταν καλαμοειδής, με ψίχα, και τα φύλλα του σαν του μάραθου. Ο Αριστοφάνης το ονόμαζε «βοτάνην πολυτίμητον» και το θεωρούσε «πανάκεια», αυτό δηλαδή που θαραπεύει τα πάντα. Για τους Κυρηναίους ήταν σημαντική πηγή πλούτου.