Η Ελλάδα, οι Έλληνες και οι μεταναστεύσεις, κατά τον Θουκυδίδη[1]
Ο Αθηναίος Θουκυδίδης έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους. Άρχισε να γράφη μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, επειδή προέβλεψε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους. Έφτασε στο συμπέρασμα αυτό επειδή, όταν άρχισε ο πόλεμος, οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην ακμή της δύναμής τους, ήσαν καλά ετοιμασμένοι, και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Η αναταραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πη, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Για τα αμέσως προηγούμενα γεγονότα και τις αρχαιότερες εποχές δεν ήταν δυνατόν να καταλήξω σε ασφαλή συμπεράσματα, επειδή πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά από στοιχεία που, μετά από μακρότατες έρευνες, μπορώ να θεωρήσω αξιόπιστα, νομίζω ότι ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονότα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση.
Φαίνεται ότι η σήμερα ονομαζόμενη Ελλάδα δεν είχε, παλαιότερα, μόνιμους κατοίκους. Οι μεταναστεύσεις, τότε, ήσαν συχνές και οι διάφοροι κάτοικοι, πιεζόμενοι από άλλα, νέα και πάντα πολυαριθμότερα φύλα, εγκατέλειπαν εύκολα την περιοχή που κατοικούσαν. Τότε δεν υπήρχε ούτε εμπόριο ούτε ασφάλεια στις χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες και οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τόση μόνο γη, όση τους ήταν αναγκαία για να ζουν. Δεν δημιουργούσαν απόθεμα από χρήματα ούτε φύτευαν δένδρα γιατί, μη έχοντας τείχη για προστασία, δεν ήξεραν ποτέ αν και πότε θα εμφανιζόταν κάποιος να τους τα αρπάξη. Ξέροντας ότι μπορούσαν, οπωσδήποτε, να εξασφαλίσουν τις καθημερινές ανάγκες τους, μετοικούσαν εύκολα και γι’ αυτό δεν ήσαν δυνατοί, μη έχοντας ούτε μεγάλες πολιτείες ούτε άλλου είδους δύναμη. Στα ευφορώτερα, κυρίως, μέρη οι μετοικήσεις ήταν συχνές, όπως στην σήμερα ονομαζόμενη Θεσσαλία, στην Βοιωτία, στις περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία, και στα καλύτερα μέρη αυτά η ευφορία της γης δημιουργούσε τάξη πλουσίων και τούτο προκαλούσε καταστρεπτικές επαναστάσεις. Αλλά και τα μέρη αυτά ήσαν περισσότερο εκτεθειμένα σ’ εξωτερικές επιδρομές. Οπωσδήποτε, όμως, η Αττική, επειδή ήταν λεπτόγειος, δεν γνώρισε επαναστάσεις και γι’ αυτό την κατοικούσαν από πάντα οι ίδιοι άνθρωποι. Απόδειξη ότι εξαιτίας των μεταναστεύσεων δεν αυξήθηκε ο πληθυσμός στα άλλα μέρη της Ελλάδος είναι και τούτο: όσοι από τους πλούσιους αναγκάζονταν εξαιτίας πολέμου ή επανάστασης να φύγουν από κάποιο μέρος της Ελλάδας, αναζητούσαν καταφύγιο στην ασφαλή Αθήνα, γίνονταν Αθηναίοι πολίτες και έτσι, από τους παλαιότερους χρόνους, η Αθήνα έγινε πολυάνθρωπη πολιτεία, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ιδρύσουν οι Αθηναίοι αποικίες στην Ιωνία όταν πια δεν τους χωρούσε η Αττική.
Βλέπω και μιαν άλλη απόδειξη της αδυναμίας των παλαιών Ελλήνων και στο εξής: ότι πριν απ’ τον Τρωικό πόλεμο οι Έλληνες δεν είχαν επιχειρήσει τίποτε από κοινού. Νομίζω, μάλιστα, ότι το όνομα Ελλάς δεν είχα καν δοθή σ’ όλη την χώρα και ούτε καν υπήρχε πριν από τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνος. Τα διάφορα φύλα, και κυρίως οι Πελασγοί, έδιναν τ’ όνομά τους στα μέρη που κατοικούσαν. Ο Έλλην, όμως, και οι γιοι του επικράτησαν στην Φθιώτιδα και οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια και, σιγά – σιγά, να χρησιμοποιούν η καθεμιά τον όρο Έλληνες, αλλά πέρασε πολύς καιρός προτού το όνομα αυτό επικρατήσει γενικά. Τούτο το μαρτυρεί ο Όμηρος, ο οποίος, αν και έζησε πολύ μετά τον Τρωικό πόλεμο, πουθενά δεν χρησιμοποιεί την γενική ονομασία Έλληνες, αλλά την μεταχειρίζεται μόνο για όσους είχαν ακολουθήσει τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες. Στα έπη του χρησιμοποιεί τις ονομασίες Δαναοί, Αργείοι και Αχαιοί. Ούτε βαρβάρους αναφέρει και τούτο, νομίζω, επειδή δεν είχε ακόμα επικρατήσει το κοινό όνομα Έλληνες, ώστε να τους διακρίνη κανείς όλους μαζί από τους βαρβάρους. Οπωσδήποτε οι τότε Έλληνες και όσοι αργότερα ονομάστηκαν Έλληνες έως ότου γενικευτή η ονομασία, δεν μπόρεσαν πριν από τα Τρωικά να επιχειρήσουν τίποτε όλοι μαζί, γιατί και αδύναμοι ήσαν και δεν είχαν σχέσεις μεταξύ τους. Αλλά και την τρωική εκστρατεία ανάλαβαν μόνον όταν απόκτησαν αρκετή πείρα στην θάλασσα.