Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Διήγημα

ο Συνετός, ο γάτος του κι η άδεια του ζωή[1]

Όταν ο γάτος του κ. Συνετού ένοιωσε πως ήρθε η τελευταία του ώρα, επειδή είναι φυσικό στη ράτσα του να τελειώνη μ’ αξιοπρέπεια, κρύφτηκε σε μια τρύπα κι από τότε δεν τον ξαναείδαν. Ο κ. Συνετός δεν είχε δάκρυ να κλάψη το γάτο του. Το τελευταίο ( αυτό που χύνεται με τόση δυσκολία) το είχε δώσει αλλού. Από κει και πέρα, για ό,τι κακό θα τον εύρισκε, ένα μόνο μπορούσε να κάνη. Να τον συλλογιστή, να το μετρήση και να το κρίνη, σαν νάγινε σε ξένον. Λοιπόν, μαθαίνοντας απ’ τα παιδιά της γειτονιάς πως ο γάτος του ψόφησεν, έκαμε κάτι ανάλογο προς την αξιοπρέπεια του αγαπημένου του ζώου. Συλλογίστηκε για τελευταία φορά το γάτο του. Τον άφηκε να περπατήση μέσ’ στην ενθύμησή του μ’ όλα του τα μεγάλα μουστάκια και την καμπύλη της ουράς του κ’ έπειτα – αφού πολύν καιρό του έγινεν εφιάλτης η βελούδινη αφή της γούνας του και το ρουθούνισμά του – τον ξέχασε. Ναι, τον ξέγραψε τέλεια. Είχε πάρει την απόφασή του. Θα ξεχάση, είπε, τον τελευταίο που έχασε. Θα σβήση κι όλους τους άλλους ! Ο γάτος ήταν ο τελευταίος. Έτσι τελείωσεν η ιστορία της στοργής, των πόνων και των παθών του κ. Συνετού μ’ ένα οργισμένο κίνημα της λογικής του. Έμεινε μοναχός. Όση ζωή του μένει τώρα θάνει πλέον δική του.

- Από μια γουλιά νερό που θα πίνω στο εξής, είπε, δεν έχει να πάρη τίποτα κανένας !

Λοιπόν ο κ. Συνετός έβγαλε τα διαβατήριά του κ’ έτρεξε να χαρή το υπόλοιπο του εαυτού του στα «διεθνή έθνη», καθώς έλεγε, στους πολυτάραχους τόπους, όπου καθένας μπορεί και βρίσκεται μοναχός μέσα σε μυριάδες εαυτούς απολυτρωμένους. Τώρα κατάλαβε τους ταξιδιώτες εκείνους, που βουβαίνουνται στα τραίνα και στα πλοία, αποφασισμένοι να μη δώσουν στον άλλον ούτε λέξη, ούτε χαμόγελο, γιατί το βρίσκουν και τούτο φθορά της ατομικής των περιουσίας. Τώρα νοιώθει την ηδονή των ανιαρών εκείνων τύπων, που ταξιδεύουν και σφίγγουν μέσα των με φιλαργυρία τις λύπες και τις ασκήμιες, αρκεί πως είναι δικές των ! Αυτοί που ακινητούν στις πολυθρόνες των ξενοδοχείων, που γίνονται για το ύφος των αντιπαθητικοί και βρίζονται στις γλώσσες που δεν γνωρίζουν, τα σκιάχτρα των τραίνων και των βαποριών, προστατεύουν απλούστατα τον εαυτό τους από τον άλλον. Ο κ. Συνετός έγινε σε λίγο νούμερο των ξενοδοχείων της Ευρώπης. Με πόση ηδονή στο ταξίδι του ακούει τώρα να ονομάζεται απ’ τους καμαριέρηδες το «έντεκα», το «εικοσιτρία», το «ογδονταδύο» ! Θριαμβευτικά κλείδωνε την πόρτα του. Περήφανα σιωπούσε. Το ελαφρό κούνημα του κεφαλιού, που έκανε για να χαιρετήση, μπαίνοντας στη σάλα του φαγητού, το θεωρούσε θυσία. Ήταν ρήγμα στο κάστρο του ατόμου του. Στον ανύποπτο ξένο, που κάποτε του μιλούσε, απαντούσε με σχήμα ή με μονοσύλλαβα. Άλλο ρήγμα. Για τις μικρές αυτές υποχωρήσεις μετανοούσε κατόπιν και προσπαθούσε να τις διορθώση με μιαν ατέλειωτη σιωπή.

- Μη με κοιτάζεις, φίλε μου, έλεγε μέσα του απαντώντας στο βλέμμα των ανθρώπων. Δε θα μου πάρεις λέξη. Τίποτα δε μου περισσεύει για σένα. Αρκετά ! Αρκετά ! Είμαι ο εαυτός μου ! Είμαι το έντεκα ! Το εικοσιτρία ! Το ογδονταδύο !

Και τότε συλλογίστηκεν όλους, όσοι δεν τον άφησαν να ζήση τη ζωή του … Ήταν ατελείωτη σειρά ανθρώπων. Ήταν η γυναίκα του. Εσπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού του, για να τακροποιήση τις μικρές τις αδυναμίες, που του παρουσιάστηκαν με τεράστιες αξιώσεις, και να περιποιηθή τους ρευματισμούς της. Χώρισαν και δεν έμαθαν ποτέ γιατί είχαν ζήσει μαζί. Ήταν οι συγγενείς της γυναίκας του. Ήταν οι δικοί του συγγενείς. Ήταν οι φίλοι του. Ήταν οι περαστικές γνωριμίες του, που κι απ’ αυτές ακόμα μερικές – η τύχη του το είχε βέβαια – του πρόβαλαν αξιώσεις και του κόστισαν απίστευτες φροντίδες. Για να ξεκολλήση κι απ’ αυτές, αφήκεν ένα κομμάτι απ’ το πετσί του. Καθένας απ’ τους δικούς του, απ’ τους φίλους, απ’ τους γνώριμους είχε για τον κ. Συνετό τη διάψευσή του στην τσέπη. Άλλος τον πρόδωσε νωρίς, αλλός αργά. Επί τέλους ο γάτος του, αφού τον πρόδωσε κι αυτός – τί άλλο είναι ο θάνατος ; --, του έδωσε την ευκαιρία να κάμη το ιστορικό κίνημά του και να ζήση μοναχός του.

[1] Ζαχ. Παπαντωνίου, Διηγήματα, Ανακάλυψε την ψυχή του, σελ. 37-39, Εστία.
* στη μνήμη της γάτας μου της Ήρας _ Ι. Λ.