Στην αρχή της παράβασης των Βατράχων μετά την επίκληση στη μούσα ο χορός θα εισαγάγει μια σειρά μουσικών μεταφορών μέσα σ’ ένα σύνολο σατιρικών χαρακτηριστικών εναντίον ενός σύγχρονου δημαγωγού.
Μούσα, χορών ιερών επόβηθι και έλθ’ επί τέρψιν
αοίδας εμάς,
τον πολύν οψομένη λαών όχλον, ου σοφίαι
μυρίαι κάθηνται
φιλοτιμότεραι Κλεοφώντος, εφ’ ου δη
χείλεσιν αμφιλάλοις δεινόν επιβράμαται
Θρηικία χελιδών
επί βάρβαρον εζομένη πέταλον,
τρύζει δ’ απίκλαυτον αηδόνιον νόμον, ως απολείται,
καν ίσαι γένωνται[2].
Η στροφή αυτή, που αποτελείται από δακτύλους και λυρικά κώλα, αρχίζει με δύο στίχους υψηλού τόνου, με ιδιαίτερη έμφαση στο θρησκευτικό χαρακτήρα της επίκλησης. Το δεύτερο δίστιχο, φτιαγμένο στα ίδια χνάρια με το πρώτο – ένας στίχος μεγαλύτερος και ένας μικρότερος – δημιουργεί στους θεατές σατιρική ήδη διάθεση. Η λέξη «λαών» είναι δανεισμένη από την επική ποίηση και ο ποιητής τη χρησιμοποιεί ως «φαιδρό φιλοφρόνημα» για το κοινό, και για να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στους θεατές και τον Κλεοφώντα. Οι θεατές αυτοί είναι «όχλος», αλλά διαθέτουν και σοφία ! Είναι φανερό ότι ο Αριστοφάνης κολακεύει εδώ τους θεατές. Επιπλέον ο χορός κατηγορεί αυτούς τους θεατές πως είναι ανέντιμοι όπως ακριβώς ο Κλεοφών[3].
Με την εικόνα της θρακικής χελιδόνας ο Αριστοφάνης υπαινίσσεται διάφορα γεγονότα : υπενθυμίζει πρώτον πως ο δημαγωγός δεν ήταν Αθηναίος πολίτης και από τους δύο γονείς του[4] και τον κατηγορεί πως μιλά άσχημα ελληνικά, βρυχάται όπως οι βάρβαροι. Οι αρχαίοι Έλληνες παρομοίαζαν συχνά τον ήχο μιας ξένης γλώσσας με το τιτίβισμα των χελιδονιών. Το «χελιδονίζειν» ήταν συνώνυμο του «βαρβαρίζειν»[5]. Η ορθή χρήση της γλώσσας αποτελούσε προϋπόθεση για να γίνει κάποιος Αθηναίος πολίτης, συγχρόνως αποτελούσε βαριά προσβολή για έναν πολίτη η κατηγορία ότι βαρβαρίζει, δηλαδή ότι δε μιλάει σωστά.
Εξάλλου οι χελιδόνες είχαν τη φήμη πως ήταν φλύαρα πουλιά, εξαιτίας του τραγουδιού τους[6]. Το χελιδόνι ήταν επίσης σύμβολο βαρβαρότητας. Η παρομοίωση των χειλιών με τα πέταλα των λουλουδιών είναι αρκετά πρωτότυπη. Γενικά τα πουλιά αυτά χαρακτηρίζουν τη θλίψη και τη φλυαρία. Το τραγούδι τελειώνει με την προαγγελία του θανάτου του Κλεοφώντα, ο οποίος δεν έχει καμιά ελπίδα (απολείται – επίκλαυτος). Ο παραλληλισμός με το χαμό του αηδονιού, που από άνθρωπος έγινε πτηνό, είναι εμφανής. Ο υπαινιγμός, στην περίπτωση ισοψηφίας των δικαστών (καν ίσαι ,ψήφοι. γένωνται), όπου σύμφωνα με την ισχύουσα δικονομική αρχή η απόφαση θεωρούνταν αθωωτική, «αποτελεί», όπως λέει ο Ντόβερ, «κωμική υπερβολή να υποστηρίζεται ότι η κανονική διαδικασία δεν πρόκειται να ισχύσει όταν κατηγορούμενος είναι πρόσωπο τόσο απαράδεκτο όσο ο Κλεοφών»[7].
Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητα του Αριστοφάνη να μεταπηδά από τον τομέα του ιερού και του οσίου στον τομέα του ανόσιου. Επιπλέον η μετάβαση αυτή γίνεται με τη βοήθεια πλήθους εικόνων, οι οποίες αν και παραδοσιακές έχουν χαρακτήρα ποιητικό, εμποτισμένο με αριστοφανικό χιούμορ.
[1] Θεόδωρος Γ. Παππάς, ο Φιλόγελως Αριστοφάνης, σελ. 157-158, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.
[2] Μούσα, προστάτευε εσύ τους ιερούς μας χορούς,
στήσε καλόβουλο αφτί στο τραγούδι μας
κι έλα, στα εδώλια τα πλήθη να δεις του λαού.
Πόσοι σοφοί ! Πιο φιλόδοξοι
κι από τον Κλεοφώντα, που πάνω στα δίγλωσσα χείλια του,
έτσι όπως κάθεται πάνω σε βάρβαρο φύλλο,
άγρια λαλεί χελιδόνι θρακιώτικο, σκούζει και λέει αηδονιού θρηνερό μοιρολόι,
ναι, γιατί ξέρει πως κι αν
ισοψηφία του δοθεί, πάει χαμένος ο μαύρος.
Βάτραχοι, στ. 674-685.
[3] Βάτραχοι, στ. 1504, 1532, Θεσμοφοριάζουσες, στ. 805.
[4] Η μητέρα του Κλεοφώντα ήταν από τη Θράκη και μόνο ο πατέρας του ήταν Αθηναίος. Ο δημαγωγός καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 404, ένα χρόνο μετά την παρουσίαση των Βατράχων – επειδή απέκτησε παράνομα τον τίτλο του πολίτη.
[5] Αισχύλος, Αγαμέμνων 1050. Βλ. και σχόλιο στο στ. 1681 των Ορνίθων.
[6] Βλ. επίσης, Βάτραχοι, στ. 93, Όρνιθες, στ. 1293, Ειρήνη, στ. 800-801.
[7] K. J. Dover, Aristophanic Comedy.