Δι’ αυτά πολεμήσαμεν[1]
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων, χίλια τάλαρα γύρευαν. Άντεσα κ’ εγώ εκεί, πέρναγα, πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα, κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, ότι τρωγόμαστε, τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου. Και τάχα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.
«Εγώ δεν θέλω βαθμόν, δούλεψα την πατρίδα μου όσο που κόλλησα εις τον βαθμόν του στρατηγού με κίντυνους και με πληγές και με θυσίες. Τον πέταξα και μπήκα εις τον ταχτικόν απλός στρατιώτης διά να πάγη ομπρός. Αυτό σου είναι γνωστό από τον Φαβγέ κι’ αλλούς και είναι και η αναφορά μου εις τα πραχτικά της Κυβέρνησης και οι ‘φημερίδες το λένε. – Μου λέγει, το ξέρω. – Και εις την ημέρα του Βασιλέως μου πάλε κάνω τον ίδιον. – Λέγει, ο Βασιλέας δεν θέλει να τον δουλέψουν οι αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες. Ο βαθμός οπού θα δώση εις τους Έλληνες ο πρώτος είναι του ταγματάρχη και δεν είναι άλλος βαθμός ανώτερος. – Μ’ όρκισες εις το όνομα της πατρίδας μου και του Βασιλέως μου να σου ειπώ τί γνωρίζω και θα σου το ειπώ ελεύτερα και με σέβας, και εις την αλήθεια μου και τον θάνατον τον δέχομαι, ότι, σου είναι γνωστόν, πολλές βολές πλησίασα εις αυτόν και δεν με πήρε, και τον καταφρονώ εις το εξής και πεθαίνω εις την αλήθεια μου. Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπούρθε ο Βασιλέας να βασιλεύη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκάθια, κι’ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους, γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά, κ’ εκείνοι οπούταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακοναραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κ’ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες, και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι’ άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι’ ο βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη νάχετε και ‘λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς. Κατά τους αγώνες του κάθε ενού να του δώσετε τον βαθμόν οπού απόχτησε με το αίμα του. Κι’ αν έκαμεν κανένας κατάχρησιν, να φτειάσετε μια ‘πιτροπή, να κάμη μίαν τοπική συνέλεψη και να διορίση τους πλέον καλύτερους του τόπου, οπού να ξέρη ποιος αγωνίστη, ποιος σκοτώθη, ποιος σκλαβώθη και τί φαμελιά έχει ο καθείς, ποιος έκανε το εμπόριόν του και δεν έλαβε μέρος είς τον πόλεμον, ποιον καπετάνο είχε η κάθε επαρχία και τί μιστούς έχει πλερώση και τί του πλέρωσε η Διοίκηση. Κι’ από ένας από αυτούς της κάθε επαρχίας με τους τοπικούς καταλόγους – και να ξέρη και της εθνικές γες – να συνταχτούν απ’ ούλες της επαρχίες και να τους βάλετε σε έναν όρκον, να τους ειπήτε όποιος κρύψη αυτά και τα υποστατικά τα εθνικά θα παιδεύεται κακά. Κι’ αυτούς όλους να τους κάμετε μίαν επιτροπή και να πάρουν και τα πρωτόκολλα του Κράτους και να βάλουν κ’ έναν πρόεδρον με συνείδηση και να καθίσουνε να τηράξουνε ποιος δούλεψε, ποιος τήραγε το εμπόριόν του και τώρα ζητεί δικαιώματα. Κι’ αφού η ‘πιτροπή ιδή όλα αυτά, τότε να δικαιώση τους αγωνιστάς, θαλασσινούς και στεργιανούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. να δώσετε εις τους απλούς πενήντα στρέμματα γης, οπούναι μιλλιούνια και κάθεται χέρσα, κι’ από πεντακόσια ως χίλια γρόσια, οπούναι το τέλλαρον είκοσι ένα και μισό γρόσι. Και κατ’ αναλογίαν να πάτε από τον απλόν στρατιώτη ως τον βαθμό του χιλιάρχου, αυτόν τον βαθμόν οπού γνώρισε κι’ ο Καποδίστριας. Διά της κατάχρησες των εθνικών πραμάτων, οπού έγιναν καμπόσοι κόντηδες, οπού ήταν καντιποτένιοι, να τα πάρετε οπίσου, αφού τους δώσετε βαθμόν και γης και χρήματα, τότε να τους ζητήσετε αυτά. Κι’ ό,τι ζητεί από το Έθνος ο κάθε οπλαρχηγός, από μιλλιούνι και κάτου, αφού του πλερώνετε το δίκιον του και τους στρατιώτες και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά, άλλο τίποτας δεν του χρωστάγει η πατρίς. Και μ’ αυτό πλερώνετε όλους τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά κι’ όσους θυσιάσαν από αυτές της ‘πηρεσίες, και βάλτε το πολύ δυο τρία ή και τέσσερα μιλλιούνια γρόσια να πλερωθούν όλοι και να λευτερώσετε από της μεγάλες απαίτησες του κάθε ενού την πατρίδα. Κι’ αφού κάμετε αυτά, τότε θέλετε στρατέματα ; Πέστε του κάθε ενού: «Ό,τ’ είχετε να λάβετε διά τους αγώνες σας και θυσίες το λάβετε από την πατρίδα σας ως αγωνισταί. Τώρα θα μπήτε εις την ‘πηρεσία ως κοπέλια της πατρίδας, τούτα τα χρέη θα κάνετε, τούτον τον μιστόν θα παίρνη ο καθείς. Αν δουλέυη τιμίως, θα δοξάζεται, ατίμως, τότε οι νόμοι θα τον κρίνουν». Και μ’ αυτόν τον τρόπον θα γενούν οι Έλληνες νοικοκυραίγοι και θα πλουτήνη και το ταμείον, και η πατρίδα θα φύγη από «τα δικαιώματά μας», οπού ζητεί ο καθένας. Κ’ εγώ έχω να λάβω διά παλιούς μιστούς πολλές χιλιάδες γρόσια – αύριον φκείανω την αναφορά μου και τα προσφέρνω εγώ πρώτος και δίνω το παράδειγμα».