Τί έφερον μεθ’ εαυτών οι μαθηταί μεταβαίνοντες εις το σχολείον[1]
Ο εις το σχολείον μεταβαίνων μαθητής, ενδεδυμένος αναλόγως της κοινωνικής θέσεως των γονέων του – ο Πρόδρομος αναφέρει μανθάνοντα παίδα ανυπόδητον – έφερε «δέρριν και πινακίδιον και γραφείον». Διά της λέξεως δέρρις εννοείται ο δερμάτινος σάκκος, ο νυν φύλακος ή φύλακας[2], ήτοι θύλακος, ο των μεσαιωνικών γλωσσαρίων μέρσιπος, εντός του οποίου έθετον τα βιβλία των οι μαθηταί, παλαιότερον μεν το σχήμα του κυλίνδρου έχοντα, βραδύτερον δε του κώδικος.
Το πινακίδιον ή η πινακίς, το και σχεδάριον καλούμενον – αρχαίας χρήσεως συνέχεια – ήτο ξύλινος πίναξ είτε απλούς είτε πολυσέλιδος (δίπτυχον – τρίπτυχον – πολύπτυχον), των διαφόρων τεμαχίων αυτού διά γιγγλύμων συνδεομένων, εφ’ ου, μικρόν κοιλαινομένου, τουλάχιστον μέχρι του Ε΄ μΧ αιώνα χρόνους.
Του απλού πινακιδίου ή χρήσις εξηκολούθησε καθ’ όλους τους χρόνους της Βυζαντινής περιόδου, αλλά και κατά τους μετά την άλωσιν μέχρι του παρελθόντος ακόμη αιώνος, ως και μαρτυρίαι παραδίδουσι και δημώση σχολικά άσματα, ένθα γίνεται λόγος περί παιδίου, το οποίον «είναι ‘ς τα πινακίδια» ή «λέει τα πινακίδια» ή «κρατεί ‘ς το πινακίδιν».
Του πολυπτύχου πινακιδίου, του οποίου παλαιοτέραν μνείαν έχομεν παρ’ Ομήρω (Ζ, 169), αναφέροντι πίνακα πτυκτόν, η χρήσις έβαινε περιοριζομένη. Ακόμη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα ο Κεκαυμένος εν τω στρατηγικώ του ομιλεί περί σανίδος του βιβλίου, ήτις έχει την αρχήν των γραμμάτων, κατά δε τον ΙΒ΄ ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος διά «πυξία διά διπλώσεως οποία και νυν επιχωριάζει ξύλινα βιβλύδρια ετέροις τε τισι και τοις οικούσι την Ταυρικήν», εννοών τα δίπτυχα, τρίπτυχα και πολύπτυχα.
Τα πινακίδια ταύτα, ων γίνεται μνεία παρά διαφόροις συγγραφεύσι, καλούνται υπ’ αυτών και πυξία ή πυξίδια εκ του ότι παλαιότερον ταύτα, διά στερεότητα, κετεσκευάζοντο εκ ξύλου πύξου, όπερ δεν θα εχρησιμοποιείτο πλέον κατά το ΙΒ΄ αιώνα, κατά μάρτυρα τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιον λέγοντα: «τα πυξία παλαιάς εισιν εγκαταλείμματα χρήσεως πάλαι γαρ ποτε πίναξιν, ήτοι σανίσι και ταύταις εκ πύξου μάλιστα τα γράμματα ενεκόλαπτον». Ο Χρυσόστομος, εις την ύλην αποβλέπων, ομιλεί διά «πινακίδα εκ ξύλου καλού», ο δε Θεσσαλονίκης Ευστάθιος περί «από ξύλου πίνακος».
Τέως οι παίδαις ανεγίγνωσκον κρατούντες από λαβής την πινακίδα ή εξαρτώντες αυτήν από καρφίου επί τοίχου προσηλωμένου. Ότι τοιούτόν τι θα εγίνετο και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους είναι πολύ πιθανόν, την πιθανότητα δε ταύτην ενισχύει και μαρτυρία του Χρυσοστόμου, λέγοντος ότι στενοχωρείται πολύ ο μαθητής όταν χάση «ιμάντα περί την πινακίδα ή άλυσιν χαλκήν».
Είπον ότι μέχρι του Ε΄ μΧ τουλάχιστον αιώνος αι πινακίδες, ίνα διά του γραφείου επ’ αυτών γράψωσιν οι παίδες, ηλείφοντο διά κηρού, ως μαρτυρούσι ο Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νύσσης, προς δε και τα γλωσσάρια.
Οι επί τούτων κεκηρωμένων πινακίδων γράφοντες, ίνα και πάλιν χρησιμοποιήσωσιν αυτάς, έπρεπε πρώτον να λειάνωσι την γραφείσαν επιφάνειαν διά του γραφείου. Εφ’ όσον η γραφή εγίνετο διά μέλανος, τότε τα γραφέντα απήλειφοντο είτε διά του δακτύλου, είτε διά σπόγγου, είτε και διά τεμαχίου κισσήρεως.
Εντός του μαρσίπου επ’ ίσης υπήρχεν ο περίγραφος ή παράγραφος ή παραγραφίς, ο κανών δήλα δη ου ο διδάσκαλος ή οι μαθηταί εχάρασον, ίνα τα γραφόμενα ακολουθώσιν ευθείαν, έπειτα η σμίλη ή το σμιλίον, το μαχαιρίδιον δήλα δη, δι’ ου απέξεον τον γραφικόν κάλαμον, προς δε και ψήφοι φιά την αρίθμησιν χρησιμοποιούμεναι.
Σημειωθήτω δ’ ότι διά την αρίθμησιν εχρησιμοποιείτο το αβάκιον, το οποίον ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος περιγράφει ως "σανίδιον εφ’ ου ψηφίζουσι" και όπερ ήτο πίναξ οριζόντιος μετά περιθωρίου εφ' ου επέρριπτον άμμον και διά του δακτύλου έκαμνον διάφόρους υπολογισμούς, το όνομα και η χρήσις του οποίου εσώθη εις τον σημερινόν άμπαχον[3].
Εν τοις ερμηνεύμασι του Πολυδεύκους μνημονεύεται και θήκη. Είναι δ’ αύτη η Theca calamaria ή το καλαμάριον, εντός της οποίας ετοποθετούντο αι γραφίδες, αίτινες απετελούντο εκ καλάμων, διά της σμίλης αποξεομένων και σχιζομένων κατά τα άκρα, οίτινες εκαλούντο κονδύλια, ως αποτελούμενα εκ του τμήματος εκείνου του καλάμου του μεταξύ δύο κονδύλων περιεχομένου. Τέλος ας σημειωθή ότι καλαμάρι(ο)ν ελέγετο ου μόνον η θήκη των καλάμων, αλλά και το μελάμβροχον, το δοχείον δήλα δη του μέλανος, εξ υάλου ή κέρατος, το οποίον μέλαν πολλάκις κετεσκεύαζεν ο ίδιος ο μαθητής εκ της λιγνύος των στροβίλων πίτυος ή εκ καέντων κηκιδίων, των εκφυμάτων δήλα δη της δρυός ή τερεβίνθου, άτινα και νυν έτι προς τον αυτόν σκοπόν χρησιμοποιούσιν οι παίδες ή και εκ λιγνύος συναγομένης εκ δαδίων ή ρητίνης, εις ην ενέβαλλε κόμμι. Όταν μάλιστα οι Βυζαντινοί μαθηταί ήθελον να προσδώσωσι βαθύτερον χρώμα εις το γραφικόν μέλαν, κονιορτοποούντες τον καέντα φλοιόν ροιάς ή χλωρού καρύου, ενέβαλλον εις αυτό την κόνιν.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τ. Α΄, σ. 75-79, εκδόσεις Παπαζήση.
[2] Ο σακκίσκος του μαθητού λέγεται φύλακος εν Σίφνω, φύλακας εν Μελενίκω, Ευβοία και Αμοργώ και φύλαγκας εν Θήρα.
[3] Στ. Ψάλτου, Σημασιολογικά, εν Λεξικ. Αρχ., 4,33. Τέως άμπακος ελέγετο το βιβλίον της αριθμητικής, υπό τον τίτλον δε τούτον εξεδόθη το πρώτον η αριθμητική του Εμμανουήλ Γλυτζωνίου.
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
τα δεινά του πολέμου
Ανθολογήματα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[i]
Υπό κατοχή και «αποκλεισμένοι»
Στις 14 Δεκεμβρίου 1941 ο Εμμ. Τσουδερός έγραφε στον Ουΐστον Τσώρτσιλ:
«Από παντού, μέσα και έξω της Ελλάδος, μας φθάνουν εκκλήσεις αγωνίας διά την τραγικήν κατάστασιν η οπόια υπάρχει εις την πατρίδα μου λόγω πείνης.
… οι θάνατοι ημερησίως εις Αθήνας και Πειραιά, χωρίς υπερβολήν, ανέρχονται εις χιλίους. Θέλετε να παραδεχθώ ότι κατά το ήμισυ μόνον ο αριθμός αυτός είναι ο αληθινός; Πάλιν η εικών είναι φοβερά.
… Επετράπη βέβαια η εκ Τουρκίας και μόνον εισαγωγή εις Ελλάδα προϊόντων τουρκικών. Είμαι ευγνώμων διά την μικράν αυτήν εξαίρεσιν. Αλλά το ζήτημα της καταστροφής του Ελληνικού Λαού δεν προλαμβάνεται με 4.000 τόννους τροφίμων κατά μήνα, και ιδίως όταν δεν επιτρέπεται η εκείθεν εισαγωγή σιτηρών.
… Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί εύχονται βέβαια να φθάση εις τελείαν εξάντλησιν ο λαός αυτός διά να τον εκδικηθούν, αλλά και διά να του λέγουν χαρούμενοι ότι οι φίλοι των τους εγκατέλειψαν και συνεπώς ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι διά την δυστυχίαν των. …»
Στις 18 Δεκεμβρίου 1941 ο Έλλην Πρωθυπουργός [Ε. Ι. Τσουδερός] απηύθυνε έκκληση προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Του εξιστορούσε την συμφορά του λιμού. Του έγραφε εν συνεχεία:
«Η συγκίνησις όλων των ελλήνων είναι απερίγραπτος προ της φοβεράς αυτής καταστάσεως, και πανταχόθεν, εντός και εκτός της Ελλάδος, λαμβάνω εκκλήσεις αγωνίας υπέρ του εκ πείνης εξολοθρευομένου πληθυσμού μας. Η αρχή καθ’ ην ο κατακτητής οφείλει να διαθράψη την κατεχομένην χώραν είναι του διεθνούς δικαίου, αλλ’ ο απαίσιος Γερμανός έχει από πολλού αγνοήσει το δίκαιον και δεν αποβλέπει παρά εις την υποταγήν του κόσμου διά πυρός, σιδήρου και πείνης.
Επομένως δεν πρέπει, κατοχυρούμενοι όπισθεν, μιας αρχής Δικαίου, να παραγνωρίσωμεν μίαν κατάστασιν. Δεν επαύσαμεν νε είμεθα υπέρ του αποκλεισμού ως μέτρου πολεμικού, αλλά κάθε μέτρον, όσον και αν είναι σκόπιμον διά τον πόλεμον, όταν παραβλέπη εν τη εφαρμογή του τας αρχάς εκείνας που είναι επιβεβλημέναι εκ του καθήκοντος προς τους ανυπερασπίστους ανθρώπους, γυναίκας και παιδιά, φοβούμαι ότι θα κριθή εν καιρώ αυστηρώς και θα καταδικασθή από την Ιστορίαν …»
Ο χειμώνας του 1941/42 εξακολουθούσε το φοβερό του έργο. Αν με το λίγο λάδι και με τα λίγα τρόφιμα που αποσπούσε με τόσους αγώνες η Οργάνωσις της Εκκλησίας εύρισκαν ένα λιτό γεύμα τα άπορα παιδιά των Αθηνών, όμως για τις χιλιάδες του λαού το πρόβλημα της διατροφής του ήταν πάντα φοβερό. Άλευρα δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα. Όσα έρχονταν από την Ιταλία ήταν σε ποσότητες ανεπαρκείς. Η μερίδα του ψωμιού ήταν μόνο 30 δράμια στας Αθήνας, και πολλές φορές είχε σταμτήσει η διανομή γιατί δεν υπήρχε αλεύρι. Ο καιρός της συγκομιδής της νέας εσοδείας ακόμα αργούσε. Τα λίγα τρόφιμα που έφθαναν από την Τουρκία[1] επήγαιναν κυρίως στα συσσίτια και στα νοσοκομεία. Και ο χειμώνας ήταν δριμύς. Και τα νέα του πολέμου ήταν κακά για τους Συμμάχους. Η ελπίδα ολοένα και αυτή λιγόστευε στις καρδιές των Ελλήνων.
Τότε, απρόβλεπτα, το βράδυ της 19ης προς την 20η Φεβρουαρίου 1942 οι ακροατές του ραδιοφώνου, που παρακολουθούσαν μυστικά τις απαγορευμένες εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Λονδίνου και του Καΐρου, άκουσαν επείγον μήνυμα που μετέδιδε ο Σταθμός του Καΐρου προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών. Ήταν για τον επισιτισμόν της Ελλάδας. Έλεγε το μήνυμα ότι στο Πορτ-Σάιδ ήταν έτοιμο ένα σιτοφορίο 8.000 τόννων για την ελλάδα. Δεν χρειαζόταν παρά η συγκατάθεση των Αρχών Κατοχής για να ξεκινήση το πλοίο που θα έφερνε το σιτάρι. Και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός παρεκαλείτο να ενεργήση επειγόντως για να δοθή αυτή η συγκατάθεση.
…
Ένα σιτοφορίο δεν έλυε βέβαια το επισιτιστικό ζήτημα της Ελλάδας. Και επειδή το πρόβλημα της διατροφής ήταν πάντα οξύ, ο Αρχιεπίσκοπος σκέφθηκε και κάτι ακόμη. Σκέφθηκε να διαθέση όλη την περιουσία της Εκκλησίας, όλα τα τιμαλφή, τα ιερά σκεύη και τα άμφια, για να βρη τρόφιμα.
Υπό κατοχή και «αποκλεισμένοι»
Στις 14 Δεκεμβρίου 1941 ο Εμμ. Τσουδερός έγραφε στον Ουΐστον Τσώρτσιλ:
«Από παντού, μέσα και έξω της Ελλάδος, μας φθάνουν εκκλήσεις αγωνίας διά την τραγικήν κατάστασιν η οπόια υπάρχει εις την πατρίδα μου λόγω πείνης.
… οι θάνατοι ημερησίως εις Αθήνας και Πειραιά, χωρίς υπερβολήν, ανέρχονται εις χιλίους. Θέλετε να παραδεχθώ ότι κατά το ήμισυ μόνον ο αριθμός αυτός είναι ο αληθινός; Πάλιν η εικών είναι φοβερά.
… Επετράπη βέβαια η εκ Τουρκίας και μόνον εισαγωγή εις Ελλάδα προϊόντων τουρκικών. Είμαι ευγνώμων διά την μικράν αυτήν εξαίρεσιν. Αλλά το ζήτημα της καταστροφής του Ελληνικού Λαού δεν προλαμβάνεται με 4.000 τόννους τροφίμων κατά μήνα, και ιδίως όταν δεν επιτρέπεται η εκείθεν εισαγωγή σιτηρών.
… Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί εύχονται βέβαια να φθάση εις τελείαν εξάντλησιν ο λαός αυτός διά να τον εκδικηθούν, αλλά και διά να του λέγουν χαρούμενοι ότι οι φίλοι των τους εγκατέλειψαν και συνεπώς ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι διά την δυστυχίαν των. …»
Στις 18 Δεκεμβρίου 1941 ο Έλλην Πρωθυπουργός [Ε. Ι. Τσουδερός] απηύθυνε έκκληση προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Του εξιστορούσε την συμφορά του λιμού. Του έγραφε εν συνεχεία:
«Η συγκίνησις όλων των ελλήνων είναι απερίγραπτος προ της φοβεράς αυτής καταστάσεως, και πανταχόθεν, εντός και εκτός της Ελλάδος, λαμβάνω εκκλήσεις αγωνίας υπέρ του εκ πείνης εξολοθρευομένου πληθυσμού μας. Η αρχή καθ’ ην ο κατακτητής οφείλει να διαθράψη την κατεχομένην χώραν είναι του διεθνούς δικαίου, αλλ’ ο απαίσιος Γερμανός έχει από πολλού αγνοήσει το δίκαιον και δεν αποβλέπει παρά εις την υποταγήν του κόσμου διά πυρός, σιδήρου και πείνης.
Επομένως δεν πρέπει, κατοχυρούμενοι όπισθεν, μιας αρχής Δικαίου, να παραγνωρίσωμεν μίαν κατάστασιν. Δεν επαύσαμεν νε είμεθα υπέρ του αποκλεισμού ως μέτρου πολεμικού, αλλά κάθε μέτρον, όσον και αν είναι σκόπιμον διά τον πόλεμον, όταν παραβλέπη εν τη εφαρμογή του τας αρχάς εκείνας που είναι επιβεβλημέναι εκ του καθήκοντος προς τους ανυπερασπίστους ανθρώπους, γυναίκας και παιδιά, φοβούμαι ότι θα κριθή εν καιρώ αυστηρώς και θα καταδικασθή από την Ιστορίαν …»
Ο χειμώνας του 1941/42 εξακολουθούσε το φοβερό του έργο. Αν με το λίγο λάδι και με τα λίγα τρόφιμα που αποσπούσε με τόσους αγώνες η Οργάνωσις της Εκκλησίας εύρισκαν ένα λιτό γεύμα τα άπορα παιδιά των Αθηνών, όμως για τις χιλιάδες του λαού το πρόβλημα της διατροφής του ήταν πάντα φοβερό. Άλευρα δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα. Όσα έρχονταν από την Ιταλία ήταν σε ποσότητες ανεπαρκείς. Η μερίδα του ψωμιού ήταν μόνο 30 δράμια στας Αθήνας, και πολλές φορές είχε σταμτήσει η διανομή γιατί δεν υπήρχε αλεύρι. Ο καιρός της συγκομιδής της νέας εσοδείας ακόμα αργούσε. Τα λίγα τρόφιμα που έφθαναν από την Τουρκία[1] επήγαιναν κυρίως στα συσσίτια και στα νοσοκομεία. Και ο χειμώνας ήταν δριμύς. Και τα νέα του πολέμου ήταν κακά για τους Συμμάχους. Η ελπίδα ολοένα και αυτή λιγόστευε στις καρδιές των Ελλήνων.
Τότε, απρόβλεπτα, το βράδυ της 19ης προς την 20η Φεβρουαρίου 1942 οι ακροατές του ραδιοφώνου, που παρακολουθούσαν μυστικά τις απαγορευμένες εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Λονδίνου και του Καΐρου, άκουσαν επείγον μήνυμα που μετέδιδε ο Σταθμός του Καΐρου προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών. Ήταν για τον επισιτισμόν της Ελλάδας. Έλεγε το μήνυμα ότι στο Πορτ-Σάιδ ήταν έτοιμο ένα σιτοφορίο 8.000 τόννων για την ελλάδα. Δεν χρειαζόταν παρά η συγκατάθεση των Αρχών Κατοχής για να ξεκινήση το πλοίο που θα έφερνε το σιτάρι. Και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός παρεκαλείτο να ενεργήση επειγόντως για να δοθή αυτή η συγκατάθεση.
…
Ένα σιτοφορίο δεν έλυε βέβαια το επισιτιστικό ζήτημα της Ελλάδας. Και επειδή το πρόβλημα της διατροφής ήταν πάντα οξύ, ο Αρχιεπίσκοπος σκέφθηκε και κάτι ακόμη. Σκέφθηκε να διαθέση όλη την περιουσία της Εκκλησίας, όλα τα τιμαλφή, τα ιερά σκεύη και τα άμφια, για να βρη τρόφιμα.
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008
Κατοχικά
Ανθολογήματα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[i]
Ο μεγάλος λιμός
Άρχισε ο χειμώνας του 1941. Άρχισε η τραγωδία.
Είναι μια απ’ τις πιο πικρές, τις πιο σπαρακτικές ώρες της Ελλάδας. Δεν βρίσκεται ψωμί, δεν βρίσκεται τροφή, δεν βρίσκεται κρέας για τους αρρώστους, δεν βρίσκεται γάλα για τα παιδιά. Όλα έχουν χαθή. Τα πιο πολλά τρόφιμα, απ’ όσα βγάζει ο τόπος, τα έχει δεσμεύσει, για να ζήση, ο στρατός της κατοχής ή για να τα στείλη στην Γερμανία. Το λίγο που βρίσκεται περνά από χέρι σε χέρι κρυφά, από ανθρώπους σκοτεινούς, εμπόρους της μαύρης αγοράς, σε τιμές δυσθεώρητες. Οι λίγοι που μπορούν να πληρώσουν τρώνε. Οι άλλοι, οι πολλοί, όλη η Ελλάδα βογκά από την πείνα. Στην πρωτεύουσα τα πράγματα είναι ακόμη πιο άγρια παρά στα χωριά. Στους δρόμους της πρωτεύουσας τριγυρνάνε όλη τη μέρα κοπάδια-κοπάδια γερόντοι, γυναίκες, παιδιά, λαβωμένοι του πολέμου με την ελπίδα να βρούνε κάτι, να αρπάξουν κάτι, να ζητιανέψουν κάτι, για να φάνε. Προπάντων οι τραυματίες του πολέμου και τα παιδιά είναι το πιο λυπητερό μέρος στις θεωρίες της πείνας.
Και ο χειμώνας έρχεται βαρύς πολύ, κάνει κρύο πολύ. Κάρβουνο δεν υπάρχει, πετρέλαιο δεν υπάρχει. Για να παλαίψουν τη βαρυχειμωνιά τα κοπάδια των πεινασμένων της Αθήνας ξεχύνονται στα βουνά που ζώνουν την Αθήνα. Γερόντοι, γυναίκες, παιδιά ξεκινάνε με τα πόδια, σέρνοντας χειροκίνητα καροτσάκια, σκαρφαλώνουν στα βουνά, ρίχνουν κάτω τα δέντρα.
Σε λίγο ο Υμηττός θα είναι σαν να πέρασε από πάνω του σίφουνας που έξυσε τα πάντα. Αλλά τί να κάμη ο Υμηττός σε μια ολάκερη πεινασμένη Αθήνα που τρέμει και τουρτουρίζει.
Τα πεινασμένα παιδιά, οι πεινασμένοι άνθρωποι είναι πια σαν σκελετοί. Βογκάνε και παρακαλάνε στους δρόμους. Αλλά ποιος να γυρίση να κοιτάξη το άλλον; Όσο πάει ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, όλοι κλείνονται στον εαυτό τους. Ξύπνησαν τα ένστικτα, λύπη πια δεν υπάρχει για τον πλαϊνό, για κανένα. Στους δρόμους άρχισαν να πέφτουν λιποθυμισμένοι, ανίκανοι να ξανασηκωθούν και να βαδίσουν, οι πεινασμένοι της Αθήνας. Στην αρχή οι διαβάτες σκύβανε πάνω σ’ αυτούς που πέφταν, κοίταζαν να τους φέρουν λίγο νερό, να τους ξελιποθυμίσουν. Τους σέρναν στην άκρη του δρόμου, στο πεζοδρόμιο, τους άφηναν εκεί έρημους, αλλά στη ματιά τους υπήρχε συμπόνια. Σιγά-σιγά, όσο περνούσε ο καιρός, και αυτή η λίγη ανθρώπινη ζεστασιά χάθηκε. Όσοι πέφταν πέσαν. Έπεφτε η βροχή απάνω τους, τους τύλιγε η λάσπη του δρόμου, κανένας δεν στεκόταν να τους δώση χέρι να σηκωθούν. Τα κάρα της Δημαρχίας τους μαζεύαν και τους θάβαν σε κοινούς ανώνυμους τάφους.
Όλη η Ελλάδα βογκούσε από την πείνα και απ’ το κρύο, γονάτιζε. «Στείλτε μας ψωμί ή νεκροσέντουκα!» μηνούσαν στον Αρχιεπίσκοπο οι δεσποτάδες των νησιών.
Ο μεγάλος λιμός
Άρχισε ο χειμώνας του 1941. Άρχισε η τραγωδία.
Είναι μια απ’ τις πιο πικρές, τις πιο σπαρακτικές ώρες της Ελλάδας. Δεν βρίσκεται ψωμί, δεν βρίσκεται τροφή, δεν βρίσκεται κρέας για τους αρρώστους, δεν βρίσκεται γάλα για τα παιδιά. Όλα έχουν χαθή. Τα πιο πολλά τρόφιμα, απ’ όσα βγάζει ο τόπος, τα έχει δεσμεύσει, για να ζήση, ο στρατός της κατοχής ή για να τα στείλη στην Γερμανία. Το λίγο που βρίσκεται περνά από χέρι σε χέρι κρυφά, από ανθρώπους σκοτεινούς, εμπόρους της μαύρης αγοράς, σε τιμές δυσθεώρητες. Οι λίγοι που μπορούν να πληρώσουν τρώνε. Οι άλλοι, οι πολλοί, όλη η Ελλάδα βογκά από την πείνα. Στην πρωτεύουσα τα πράγματα είναι ακόμη πιο άγρια παρά στα χωριά. Στους δρόμους της πρωτεύουσας τριγυρνάνε όλη τη μέρα κοπάδια-κοπάδια γερόντοι, γυναίκες, παιδιά, λαβωμένοι του πολέμου με την ελπίδα να βρούνε κάτι, να αρπάξουν κάτι, να ζητιανέψουν κάτι, για να φάνε. Προπάντων οι τραυματίες του πολέμου και τα παιδιά είναι το πιο λυπητερό μέρος στις θεωρίες της πείνας.
Και ο χειμώνας έρχεται βαρύς πολύ, κάνει κρύο πολύ. Κάρβουνο δεν υπάρχει, πετρέλαιο δεν υπάρχει. Για να παλαίψουν τη βαρυχειμωνιά τα κοπάδια των πεινασμένων της Αθήνας ξεχύνονται στα βουνά που ζώνουν την Αθήνα. Γερόντοι, γυναίκες, παιδιά ξεκινάνε με τα πόδια, σέρνοντας χειροκίνητα καροτσάκια, σκαρφαλώνουν στα βουνά, ρίχνουν κάτω τα δέντρα.
Σε λίγο ο Υμηττός θα είναι σαν να πέρασε από πάνω του σίφουνας που έξυσε τα πάντα. Αλλά τί να κάμη ο Υμηττός σε μια ολάκερη πεινασμένη Αθήνα που τρέμει και τουρτουρίζει.
Τα πεινασμένα παιδιά, οι πεινασμένοι άνθρωποι είναι πια σαν σκελετοί. Βογκάνε και παρακαλάνε στους δρόμους. Αλλά ποιος να γυρίση να κοιτάξη το άλλον; Όσο πάει ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, όλοι κλείνονται στον εαυτό τους. Ξύπνησαν τα ένστικτα, λύπη πια δεν υπάρχει για τον πλαϊνό, για κανένα. Στους δρόμους άρχισαν να πέφτουν λιποθυμισμένοι, ανίκανοι να ξανασηκωθούν και να βαδίσουν, οι πεινασμένοι της Αθήνας. Στην αρχή οι διαβάτες σκύβανε πάνω σ’ αυτούς που πέφταν, κοίταζαν να τους φέρουν λίγο νερό, να τους ξελιποθυμίσουν. Τους σέρναν στην άκρη του δρόμου, στο πεζοδρόμιο, τους άφηναν εκεί έρημους, αλλά στη ματιά τους υπήρχε συμπόνια. Σιγά-σιγά, όσο περνούσε ο καιρός, και αυτή η λίγη ανθρώπινη ζεστασιά χάθηκε. Όσοι πέφταν πέσαν. Έπεφτε η βροχή απάνω τους, τους τύλιγε η λάσπη του δρόμου, κανένας δεν στεκόταν να τους δώση χέρι να σηκωθούν. Τα κάρα της Δημαρχίας τους μαζεύαν και τους θάβαν σε κοινούς ανώνυμους τάφους.
Όλη η Ελλάδα βογκούσε από την πείνα και απ’ το κρύο, γονάτιζε. «Στείλτε μας ψωμί ή νεκροσέντουκα!» μηνούσαν στον Αρχιεπίσκοπο οι δεσποτάδες των νησιών.
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008
Αληθινά Ψέματα
Ανιχνευτές Ψεύδους[i]
Ψυχολόγοι και Εγκληματολόγοι παρετήρησαν ότι το διερχόμενο διά των χειρών του ανθρώπου ηλεκτρικό ρεύμα επηρεάζεται από τις συγκινητικές διαταραχές αυτού. Ο επηρεασμός οφείλεται στις εκκρίσεις των ιδρωτογενών αδένων, που προκαλούνται από την νευρικήν αντίδρασι των συναισθημάτων. Τον αδιόρατον αυτόν ιδρώτα, που προκαλείται από την έντονη συγκίνησι οσάκις επαναφέρεται στην μνήμη του δράστου ή του αυτόπτου μάρτυρος η αξιόποινη πράξις, που προσπαθούν να αποκρύψουν, είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε με την βοήθεια του «Ψυχογαλβανομέτρου».
…
Είναι γενική η διαπίστωσις, ότι τα συναισθήματα, όταν φθάσουν σε υψηλό βαθμό εντάσεως (ισχυρή συγκίνησις λόγω χαράς, φόβου, λύπης, οργής, διέγερσις, βρασμός ψυχικής ορμής, δηλαδή πάσης φύσεως αψιθυμίες) προκαλούν ορατές και αισθητές σωματικές μεταβολές: το πρόσωπο κοκκινίζει ή γίνεται κάτωχρο, ιδρώς περιλούει το σώμα, οι τρίχες ανορθώνονται, τα γόνατα λυγίζουν, τρέμουν τα άκρα ή οι μύες του προσώπου και κυρίως της κάτω γνάθου, τα μάτια υγραίνονται ή κυλούν δάκρυα …
Είναι δυνατόν όμως οι εκδηλώσεις αυτές να ελλείπουν παντελώς. Καλλιεργημένες προσωπικότητες, φλεγματικές ιδιοσυγκρασίες αλλά και συναισθηματικώς ψυχροί εγκληματίαι έχουν την ικανότητα της «αυτοκυριαρχίας»: Κάτω από μια παγέρη και πέτρινη φυσιογνωμία ή με ένα μειδίαμα στα χείλη συγκαλύπτουν πλήρως την θύελλα, που μαίνεται στο εσωτερικό των.
Εν τούτοις ο διαπρεπής αυστριακός Ψυχολόγος Ρόραχερ (Rohracher) ανεκάλυψε το 1943 ότι και στις περιπτώσεις των «ανεκφράστων» και «ανεκδηλώτων» ανθρώπων προκαλούνται ακούσιες μικρο-δονήσεις, οι οποίες δεν είναι εξωτερικώς ορατές, αλλ’ οι οποίες ημπορούν να καταγραφούν με ειδική και εξαιρετικά ευαίσθητη συσκευή. Κάθε είδος διεγέρσεως οδηγεί σε μία κατάστασι, που την χαρακτηρίζουμε ως «ψυχική έντασι». Κάθε δε ωυχική έντασις συνοδεύεται από «έντασιν μυών». Αυτή η έντασις των μυών είναι στην πραγματικότητα μία σειρά αδιοράτων μικροδονήσεων (7-11 παλμικαί κινήσεις ανά δευτερόλεπτον), που αποτελούν και την αντικειμενική διαπίστωσι ψυχικών καταστάσεων εντάσεως. Διά πλήθους πειραμάτων και ερευνών, γενομένων εν τω μεταξύ υπό του Ρόραχερ και άλλων επιστημόνων επεβεβαιώθη η ορθότης της αρχής αυτής.
Οι ως άνω ηλεκτρικές συσκευές εχρησιμοποιήθησαν και στην Δικαστική Ψυχολογία διά την διερεύνησι της αλήθειας ή του ψεύδους και δη του συνειδητού και εσκεμμένου ψεύδους κατά την εξέτασι κατηγορουμένων ή μαρτύρων. Η χρήσις των ψυχοδιαγνωστικών συσκευών από την Δικαστική Ψυχολογία έγινε επί τη βάσει της σκέψεως ότι το ενσυνείδητο ψεύδος προκαλεί εις τον λέγοντα τούτο εσωτερικήν ταραχήν και διέγερσιν και ψυχικήν αγωνίαν, εκδηλουμένη δι’ ακουσίων ανεπαισθήτων κινήσεων των μελών ή των μυών του σώματος ή των αναπνευστικών οργάνων ή του κυκλοφορικού συστήματος ή των εκκρίσεων του δέρματος. Οι ανεπάισθητες εκφραστικές αυτές κινήσεις δύνανται να καταγραφούν πιστώς υπό των εν λόγω συσκευών.
Ηλεκτρικά καλώδια των συσκευών αυτών προσδένονται καταλλήλως επί του σώματος του εξεταζομένου. Οι ψευδείς απαντήσεις προκαλούν μεγαλύτερη ψυχική και οργανική προσπάθεια, η οποία αυξάνει την κυκλοφορική πίεση, τις αναπνευστικές κινήσεις, τις κινήσεις των μυών και τις ηλεκτρικές κενώσεις του δέρματος.
Διά του κατά ποικίλον τρόπον συνδυασμού των ως άνω συσκευών εδημιουργήθησαν διάφοροι τύποι σύνθετων … συσκευών, οι οποίες απεκλήθησαν διεθνώς … «Πολυγράφοι» και οι οποίοι στην δημοσιογραφική γλώσσα απεδόθησαν διά του όρου «ανιχνευτής» ή «εξιχνιαστής του ψεύδους».
Τοιούτος Πολυγράφος είναι ο επινοηθείς το 1921 υπό του Τζ. Α. Λάρσον «Καρδιο-Πνευμονο-Ψυχογράφος», διά να χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς από την Εγκληματολογία και την Δικαστική Ψυχολογία. Ο Λάρσον ήταν τότε φοιτητής της ιατρικής και συγχρόνως υπαλληλος της αστυνομίας του Μπέρκλεϋ (Καλιφόρνια). Ο Πολυγράφος του Λάρσον υπέστη βραδύτερον ωρισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις από τον Λ. Κήλερ και από τον Σ.Δ. Λη.
Ως προς την απόλυτη αξία των διά των πολυγράφων πορισμάτων διετύπωσαν ενδοιασμούς και αυτοί ούτοι οι δημιουργοί των συσκευών.
[i] Τηλέμαχου Γαβριήλ Φιλιππίδη, «Δικαστική Ψυχολογία», κ. Ζ΄, σ. 124-127, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993
Ψυχολόγοι και Εγκληματολόγοι παρετήρησαν ότι το διερχόμενο διά των χειρών του ανθρώπου ηλεκτρικό ρεύμα επηρεάζεται από τις συγκινητικές διαταραχές αυτού. Ο επηρεασμός οφείλεται στις εκκρίσεις των ιδρωτογενών αδένων, που προκαλούνται από την νευρικήν αντίδρασι των συναισθημάτων. Τον αδιόρατον αυτόν ιδρώτα, που προκαλείται από την έντονη συγκίνησι οσάκις επαναφέρεται στην μνήμη του δράστου ή του αυτόπτου μάρτυρος η αξιόποινη πράξις, που προσπαθούν να αποκρύψουν, είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε με την βοήθεια του «Ψυχογαλβανομέτρου».
…
Είναι γενική η διαπίστωσις, ότι τα συναισθήματα, όταν φθάσουν σε υψηλό βαθμό εντάσεως (ισχυρή συγκίνησις λόγω χαράς, φόβου, λύπης, οργής, διέγερσις, βρασμός ψυχικής ορμής, δηλαδή πάσης φύσεως αψιθυμίες) προκαλούν ορατές και αισθητές σωματικές μεταβολές: το πρόσωπο κοκκινίζει ή γίνεται κάτωχρο, ιδρώς περιλούει το σώμα, οι τρίχες ανορθώνονται, τα γόνατα λυγίζουν, τρέμουν τα άκρα ή οι μύες του προσώπου και κυρίως της κάτω γνάθου, τα μάτια υγραίνονται ή κυλούν δάκρυα …
Είναι δυνατόν όμως οι εκδηλώσεις αυτές να ελλείπουν παντελώς. Καλλιεργημένες προσωπικότητες, φλεγματικές ιδιοσυγκρασίες αλλά και συναισθηματικώς ψυχροί εγκληματίαι έχουν την ικανότητα της «αυτοκυριαρχίας»: Κάτω από μια παγέρη και πέτρινη φυσιογνωμία ή με ένα μειδίαμα στα χείλη συγκαλύπτουν πλήρως την θύελλα, που μαίνεται στο εσωτερικό των.
Εν τούτοις ο διαπρεπής αυστριακός Ψυχολόγος Ρόραχερ (Rohracher) ανεκάλυψε το 1943 ότι και στις περιπτώσεις των «ανεκφράστων» και «ανεκδηλώτων» ανθρώπων προκαλούνται ακούσιες μικρο-δονήσεις, οι οποίες δεν είναι εξωτερικώς ορατές, αλλ’ οι οποίες ημπορούν να καταγραφούν με ειδική και εξαιρετικά ευαίσθητη συσκευή. Κάθε είδος διεγέρσεως οδηγεί σε μία κατάστασι, που την χαρακτηρίζουμε ως «ψυχική έντασι». Κάθε δε ωυχική έντασις συνοδεύεται από «έντασιν μυών». Αυτή η έντασις των μυών είναι στην πραγματικότητα μία σειρά αδιοράτων μικροδονήσεων (7-11 παλμικαί κινήσεις ανά δευτερόλεπτον), που αποτελούν και την αντικειμενική διαπίστωσι ψυχικών καταστάσεων εντάσεως. Διά πλήθους πειραμάτων και ερευνών, γενομένων εν τω μεταξύ υπό του Ρόραχερ και άλλων επιστημόνων επεβεβαιώθη η ορθότης της αρχής αυτής.
Οι ως άνω ηλεκτρικές συσκευές εχρησιμοποιήθησαν και στην Δικαστική Ψυχολογία διά την διερεύνησι της αλήθειας ή του ψεύδους και δη του συνειδητού και εσκεμμένου ψεύδους κατά την εξέτασι κατηγορουμένων ή μαρτύρων. Η χρήσις των ψυχοδιαγνωστικών συσκευών από την Δικαστική Ψυχολογία έγινε επί τη βάσει της σκέψεως ότι το ενσυνείδητο ψεύδος προκαλεί εις τον λέγοντα τούτο εσωτερικήν ταραχήν και διέγερσιν και ψυχικήν αγωνίαν, εκδηλουμένη δι’ ακουσίων ανεπαισθήτων κινήσεων των μελών ή των μυών του σώματος ή των αναπνευστικών οργάνων ή του κυκλοφορικού συστήματος ή των εκκρίσεων του δέρματος. Οι ανεπάισθητες εκφραστικές αυτές κινήσεις δύνανται να καταγραφούν πιστώς υπό των εν λόγω συσκευών.
Ηλεκτρικά καλώδια των συσκευών αυτών προσδένονται καταλλήλως επί του σώματος του εξεταζομένου. Οι ψευδείς απαντήσεις προκαλούν μεγαλύτερη ψυχική και οργανική προσπάθεια, η οποία αυξάνει την κυκλοφορική πίεση, τις αναπνευστικές κινήσεις, τις κινήσεις των μυών και τις ηλεκτρικές κενώσεις του δέρματος.
Διά του κατά ποικίλον τρόπον συνδυασμού των ως άνω συσκευών εδημιουργήθησαν διάφοροι τύποι σύνθετων … συσκευών, οι οποίες απεκλήθησαν διεθνώς … «Πολυγράφοι» και οι οποίοι στην δημοσιογραφική γλώσσα απεδόθησαν διά του όρου «ανιχνευτής» ή «εξιχνιαστής του ψεύδους».
Τοιούτος Πολυγράφος είναι ο επινοηθείς το 1921 υπό του Τζ. Α. Λάρσον «Καρδιο-Πνευμονο-Ψυχογράφος», διά να χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς από την Εγκληματολογία και την Δικαστική Ψυχολογία. Ο Λάρσον ήταν τότε φοιτητής της ιατρικής και συγχρόνως υπαλληλος της αστυνομίας του Μπέρκλεϋ (Καλιφόρνια). Ο Πολυγράφος του Λάρσον υπέστη βραδύτερον ωρισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις από τον Λ. Κήλερ και από τον Σ.Δ. Λη.
Ως προς την απόλυτη αξία των διά των πολυγράφων πορισμάτων διετύπωσαν ενδοιασμούς και αυτοί ούτοι οι δημιουργοί των συσκευών.
[i] Τηλέμαχου Γαβριήλ Φιλιππίδη, «Δικαστική Ψυχολογία», κ. Ζ΄, σ. 124-127, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
εν αρχή ην ... η Φιλοσοφία
ο Σωκράτης ενώπιον της θανατικής καταδίκης[1]
Διά της πρώτης ψήφου οι κριταί εψήφισαν τον Σωκράτη ένοχον μόνον, αλλ’ όταν μετά την απόκρισίν του εφάνη, ότι ανεκάλει από το δικαστήριόν των εις το δικαστήριον της δικαιοσύνης, και των μεταγενεστέρων, και αντί να ομολογήση εαυτόν πταίστην, εζήτει ανταμοιβάς, και τιμάς από την πολιτείαν, τόσον παρωργίσθησαν οι κριταί, ώστε τον κατεδίκασαν να πιη το κώνειον, όπερ ην μία θανάσιμος τιμωρία, πολλά συνειθισμένη εν αυτοίς.
Ο Σωκράτης εδέχθη τεύτην την ψήφον με άκραν αδιαφορίαν. Τότε ο μαθητής του Απολλόδωρος ήρξατο να υβρίζη, και να θρηνή πικρώς, ότι ο διδάσκαλός του έμελλε να αποθάνη αδίκως. «Και τί […], απεκρίθη ο Σωκράτης γελάσας, ηγάπας […] οθάνω δικαίως; Ο Μέλιτος, και ο Άνυτος δυ […] με φονεύσωσιν, ουχί δε να με κάμωσι και […]
[…] τα ταύτην την ψήφον, ο Σωκράτης εδείκνυε […] ήν γενναιότητα, και γαλήνην του προσώπου, […] την οποίαν εδίδασκε την αρετήν, και ήλεγξε τους Τυράννους[2]. Όταν εισέβη εις την φυλακήν, η οποία ήδη έγινε το κατοικητήριον της αρετής, και σοφίας[3], οι φίλοι τω ηκολούθησαν, και τον επεσκέπροντο διά 30 ημερών, οπού επέρασαν από την ώραν της καταδίκης έως του θανάτου, η δε αιτία ταύτης της πολυχρονίου αργοπορίας εχρημάτισεν η ακόλουθος. Οι Αθηναίοι έστελλον κατ’ έτος εις την Δήλον μίαν τριήρη, διά να προσφέρη διωρισμένας τινάς θυσίας, και Νόμος ην αυτοίς να μη θανατώνωσι ποτέ τινά εν τη πόλει, αφ’ ου χρόνου ο ιερεύς του Απόλλωνος εστεφάνωνε την πρύμνην τούτου του πλοίου, ως σημείον της αναχωρήσεως, έως ου επέστρεφεν εκ Δήλου το ίδιον πλοίον. Επειδή ουν η κατά του Σωκράτους απόφασις έγινε μίαν ημέραν μετά την αναχώρησιν του πλοίου, ναγκαίον ήτον να αναβάλωσι την εκπλήρωσιν αυτής εις τριάκοντα ημέρας, οπού διήρκεσεν η οδοιπορεία αυτού του πλοίου.
Μεταξύ δε τούτου του χρόνου, ο θάνατος είχεν ικανήν ευκαιρίαν να παρασταθή προ οφθαλμών του Σωκράτους με όλην την τρομεράν θεωρίαν, και να δοκιμάση την καρτερίαν του, όχι μόνον διά τας σκληράς κακοπαθείας της φυλακής, όπου ευρίσκετ[…] άλυσον εις τους πόδας, αλλά μάλιστα διά την πα[..] προσδοκίαν και τρομεράν ενθύμησιν εκείνου του […] κότος, αφ’ ου και αυτή η φύσις πάντοτε φρίττει, […] Αλλ΄αυτός εις αυτήν της αξιοσυμπάθητον κα[…] εφανέρωσε διά παντός εκεινην την άκραν γαλ[…] πνεύματος, δι ήν οι φίλοι εθαύμαζον αυτόν […] και συνωμίλει με την αυτήν ησυχίαν του προσώπου, οπού έδειξε και πρότερον πάντοτε, και ο Κρίτων λέγει, ότι τη εσπέρα προ του θανάτου εκοιμήθη, καθώς και άλλοτε, ειρηνικώτατα. Ο Σωκράτης εσύνθεσε τότε ένα ύμνον (παιάνα) προς τιμήν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, και μετέφρασεν εις στίχους ένα Αισώπειον μύθον[4].
Τη προτεραία, η τη αυτή ημέρα, καθ’ ην έμελλε να έλθη το πλοίον εκ της Δήλου, μετά την επιστροφήν του οποίου εμελετάτο ο θάνατος του Σωκράτους, ήλθε το πρωί προς αυτόν εν τη φυλακή ο πιστότατός του φίλος Κρίτων, φέρων την πικράν είδησιν, και λέγων, ότι εις την εξουσίαν του ήτον να φύγη εκ της φυλακής, και ότι κατέπεισε τον δεσμοφύλακα να ανοίξη τας θύρας, και τω υπέσχετο μίαν ασφαλή καταφυγήν εις την Θετταλίαν. Ο Σωκράτης γελάσας προς ταύτα, ηρώτησεν, αν εγίγνωσκε κανένα τόπον έξω της Αττικής, όπου δεν απέθνησκεν ο άνθρωπος; Ο Κρίτων έμεινε στερεός εις τον σκοπόν του, και παρεκίνει να μη αφήση αυτήν την αξιόλογον ευκαιρίαν, επιφέρων πολλάς αποδείξεις προς πειθώ. «Χωρίς να αναφέρω, έλεγε, τον απαρηγόρητον πόνον, όπου θέλει μοι προξενήσει ο θάνατος ενός τόσον ερασμίου φίλου μου, πώς θέλω […]ή να υποφέρω τους ελέγχους τόσων ανθρώ[…] οι οποίοι θέλουσι νομίσει, ότι ημπορών να σε […] δεν ηθέλησα, μόνον διά να μη δαπανήσω […]τι του πλούτου μου; Ημπορεί άραγε ο λαός […]ταπεισθή, ότι συ, ως φρόνιμος άνθρωπος, δεν […]ησας να φύγης εκ της φυλακής, όταν ημ[…] να το κάμης με κάθε ασφάλειαν; Αλλ’ ίσως φιβήσαι μη βάλης τους φίλους σου εις κίνδυνον, και απώλειαν της ουσίας των, ή και αυτής της ζωής και ελευθερίας; Αλλά προς θεού, έχομεν ημείς άλλο τί πολυτιμώτερον, και τιμιώτερον από την σωτηρίαν την εδικήν σου; Ως και αυτοί οι ξένοι αμίλλωνται με ημάς περί αυτής της τιμής, και πολλοί αυτών ήλθον επίτηδες, φέροντες πολλά χρήματα, αναγκάια προς την φυγήν σου, και λέγουσιν ότι θέλουσι νομίζει μεγάλην τιμήν να σε πάρουν εις τον τόπον τους, και να σοι χορηγώσιν αφθόνως όλα τα χρειαζόμενα. Καταδέχησαι να παραδοθής εις τους εχθρούς, τους αδίκους προδότας σου, και να νομίσης θεμιτόν να προδώσης το ίδιόν σου δίκαιον; Δεν είναι μάλιστα χρεώστης, ως ενάρετος και δίκαιος άνθρωπος, να ελευθερώσης τους συμπολίτας σου από το έγκλημα, και την παρανομίαν; Ανίσως δε όλα αυτά τα αίτια δεν σε μεταπείθουν, και αν δεν φροντίξης διά το ίδιό σου συμφέρον, πώς στέργεις καν να αμελήσης το καλόν των τέκνων σου; εις ποίαν κατάστασιν τα αφίνεις; ημπορείς να λησμονήσης, ότι είσαι γονεύς και πατήρ, και να ενθυμήσαι μόνον, ότι είσαι φιλόσοφος;»
Ο Σωκράτης ακούσας μετά προσοχής τους λόγους του Κρίτωνος, επήνεσε τον ζήλον, και την αγάπην του, και ευχαρίστησεν, αλλ’ είπεν, ότι πριν να συγκατανεύση εις την συμβουλήν του, ήθελε ν[α ε]ξετάση, αν ήτον δίκαιον να φύγη εκ της […] χωρίς της γνώμης των Αθηναίων. Όθ […] μα ήτον, αν ο άνθρωπος, και ο αδίκως κατά[…] μένος εις θάνατον, συγχωρείται να διαφ[…] δικαιοσύνην, και τους νόμους χωρίς κρίματος [… Σω]κράτης ενόμισε τούτο άδικον, και διά τούτο […] σε γενναίως να φύγη, αλλά σεβόμενος τους νόμους της πατρίδος, απεφάσισε να τους υπακούση εις όλα, και εις αυτήν την απόφασιν του θανάτου.
[1] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού, Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος», κ. ΙΑ΄, Βιέννη 1805.
[2] Senec. in confol. ad Helv. cap. XIII.
[3] Ο αυτός de vit. beat. cap. 27.
[4] Διογ. Λαέρτ. εν βίω Σωκράτ.
Διά της πρώτης ψήφου οι κριταί εψήφισαν τον Σωκράτη ένοχον μόνον, αλλ’ όταν μετά την απόκρισίν του εφάνη, ότι ανεκάλει από το δικαστήριόν των εις το δικαστήριον της δικαιοσύνης, και των μεταγενεστέρων, και αντί να ομολογήση εαυτόν πταίστην, εζήτει ανταμοιβάς, και τιμάς από την πολιτείαν, τόσον παρωργίσθησαν οι κριταί, ώστε τον κατεδίκασαν να πιη το κώνειον, όπερ ην μία θανάσιμος τιμωρία, πολλά συνειθισμένη εν αυτοίς.
Ο Σωκράτης εδέχθη τεύτην την ψήφον με άκραν αδιαφορίαν. Τότε ο μαθητής του Απολλόδωρος ήρξατο να υβρίζη, και να θρηνή πικρώς, ότι ο διδάσκαλός του έμελλε να αποθάνη αδίκως. «Και τί […], απεκρίθη ο Σωκράτης γελάσας, ηγάπας […] οθάνω δικαίως; Ο Μέλιτος, και ο Άνυτος δυ […] με φονεύσωσιν, ουχί δε να με κάμωσι και […]
[…] τα ταύτην την ψήφον, ο Σωκράτης εδείκνυε […] ήν γενναιότητα, και γαλήνην του προσώπου, […] την οποίαν εδίδασκε την αρετήν, και ήλεγξε τους Τυράννους[2]. Όταν εισέβη εις την φυλακήν, η οποία ήδη έγινε το κατοικητήριον της αρετής, και σοφίας[3], οι φίλοι τω ηκολούθησαν, και τον επεσκέπροντο διά 30 ημερών, οπού επέρασαν από την ώραν της καταδίκης έως του θανάτου, η δε αιτία ταύτης της πολυχρονίου αργοπορίας εχρημάτισεν η ακόλουθος. Οι Αθηναίοι έστελλον κατ’ έτος εις την Δήλον μίαν τριήρη, διά να προσφέρη διωρισμένας τινάς θυσίας, και Νόμος ην αυτοίς να μη θανατώνωσι ποτέ τινά εν τη πόλει, αφ’ ου χρόνου ο ιερεύς του Απόλλωνος εστεφάνωνε την πρύμνην τούτου του πλοίου, ως σημείον της αναχωρήσεως, έως ου επέστρεφεν εκ Δήλου το ίδιον πλοίον. Επειδή ουν η κατά του Σωκράτους απόφασις έγινε μίαν ημέραν μετά την αναχώρησιν του πλοίου, ναγκαίον ήτον να αναβάλωσι την εκπλήρωσιν αυτής εις τριάκοντα ημέρας, οπού διήρκεσεν η οδοιπορεία αυτού του πλοίου.
Μεταξύ δε τούτου του χρόνου, ο θάνατος είχεν ικανήν ευκαιρίαν να παρασταθή προ οφθαλμών του Σωκράτους με όλην την τρομεράν θεωρίαν, και να δοκιμάση την καρτερίαν του, όχι μόνον διά τας σκληράς κακοπαθείας της φυλακής, όπου ευρίσκετ[…] άλυσον εις τους πόδας, αλλά μάλιστα διά την πα[..] προσδοκίαν και τρομεράν ενθύμησιν εκείνου του […] κότος, αφ’ ου και αυτή η φύσις πάντοτε φρίττει, […] Αλλ΄αυτός εις αυτήν της αξιοσυμπάθητον κα[…] εφανέρωσε διά παντός εκεινην την άκραν γαλ[…] πνεύματος, δι ήν οι φίλοι εθαύμαζον αυτόν […] και συνωμίλει με την αυτήν ησυχίαν του προσώπου, οπού έδειξε και πρότερον πάντοτε, και ο Κρίτων λέγει, ότι τη εσπέρα προ του θανάτου εκοιμήθη, καθώς και άλλοτε, ειρηνικώτατα. Ο Σωκράτης εσύνθεσε τότε ένα ύμνον (παιάνα) προς τιμήν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, και μετέφρασεν εις στίχους ένα Αισώπειον μύθον[4].
Τη προτεραία, η τη αυτή ημέρα, καθ’ ην έμελλε να έλθη το πλοίον εκ της Δήλου, μετά την επιστροφήν του οποίου εμελετάτο ο θάνατος του Σωκράτους, ήλθε το πρωί προς αυτόν εν τη φυλακή ο πιστότατός του φίλος Κρίτων, φέρων την πικράν είδησιν, και λέγων, ότι εις την εξουσίαν του ήτον να φύγη εκ της φυλακής, και ότι κατέπεισε τον δεσμοφύλακα να ανοίξη τας θύρας, και τω υπέσχετο μίαν ασφαλή καταφυγήν εις την Θετταλίαν. Ο Σωκράτης γελάσας προς ταύτα, ηρώτησεν, αν εγίγνωσκε κανένα τόπον έξω της Αττικής, όπου δεν απέθνησκεν ο άνθρωπος; Ο Κρίτων έμεινε στερεός εις τον σκοπόν του, και παρεκίνει να μη αφήση αυτήν την αξιόλογον ευκαιρίαν, επιφέρων πολλάς αποδείξεις προς πειθώ. «Χωρίς να αναφέρω, έλεγε, τον απαρηγόρητον πόνον, όπου θέλει μοι προξενήσει ο θάνατος ενός τόσον ερασμίου φίλου μου, πώς θέλω […]ή να υποφέρω τους ελέγχους τόσων ανθρώ[…] οι οποίοι θέλουσι νομίσει, ότι ημπορών να σε […] δεν ηθέλησα, μόνον διά να μη δαπανήσω […]τι του πλούτου μου; Ημπορεί άραγε ο λαός […]ταπεισθή, ότι συ, ως φρόνιμος άνθρωπος, δεν […]ησας να φύγης εκ της φυλακής, όταν ημ[…] να το κάμης με κάθε ασφάλειαν; Αλλ’ ίσως φιβήσαι μη βάλης τους φίλους σου εις κίνδυνον, και απώλειαν της ουσίας των, ή και αυτής της ζωής και ελευθερίας; Αλλά προς θεού, έχομεν ημείς άλλο τί πολυτιμώτερον, και τιμιώτερον από την σωτηρίαν την εδικήν σου; Ως και αυτοί οι ξένοι αμίλλωνται με ημάς περί αυτής της τιμής, και πολλοί αυτών ήλθον επίτηδες, φέροντες πολλά χρήματα, αναγκάια προς την φυγήν σου, και λέγουσιν ότι θέλουσι νομίζει μεγάλην τιμήν να σε πάρουν εις τον τόπον τους, και να σοι χορηγώσιν αφθόνως όλα τα χρειαζόμενα. Καταδέχησαι να παραδοθής εις τους εχθρούς, τους αδίκους προδότας σου, και να νομίσης θεμιτόν να προδώσης το ίδιόν σου δίκαιον; Δεν είναι μάλιστα χρεώστης, ως ενάρετος και δίκαιος άνθρωπος, να ελευθερώσης τους συμπολίτας σου από το έγκλημα, και την παρανομίαν; Ανίσως δε όλα αυτά τα αίτια δεν σε μεταπείθουν, και αν δεν φροντίξης διά το ίδιό σου συμφέρον, πώς στέργεις καν να αμελήσης το καλόν των τέκνων σου; εις ποίαν κατάστασιν τα αφίνεις; ημπορείς να λησμονήσης, ότι είσαι γονεύς και πατήρ, και να ενθυμήσαι μόνον, ότι είσαι φιλόσοφος;»
Ο Σωκράτης ακούσας μετά προσοχής τους λόγους του Κρίτωνος, επήνεσε τον ζήλον, και την αγάπην του, και ευχαρίστησεν, αλλ’ είπεν, ότι πριν να συγκατανεύση εις την συμβουλήν του, ήθελε ν[α ε]ξετάση, αν ήτον δίκαιον να φύγη εκ της […] χωρίς της γνώμης των Αθηναίων. Όθ […] μα ήτον, αν ο άνθρωπος, και ο αδίκως κατά[…] μένος εις θάνατον, συγχωρείται να διαφ[…] δικαιοσύνην, και τους νόμους χωρίς κρίματος [… Σω]κράτης ενόμισε τούτο άδικον, και διά τούτο […] σε γενναίως να φύγη, αλλά σεβόμενος τους νόμους της πατρίδος, απεφάσισε να τους υπακούση εις όλα, και εις αυτήν την απόφασιν του θανάτου.
[1] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού, Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος», κ. ΙΑ΄, Βιέννη 1805.
[2] Senec. in confol. ad Helv. cap. XIII.
[3] Ο αυτός de vit. beat. cap. 27.
[4] Διογ. Λαέρτ. εν βίω Σωκράτ.
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008
Τραγωδία
οι τρεις τραγικοί[1]
Περί την αρχήν του πολέμου[2], του γενομένου προ της πεντηκονταετούς ειρήνης μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, απέθανεν ο Αισχύλος, ο Αθηναίος δραματουργός Ποιητής, όστις έχει το αυ… δίκαιον να ονομάζηται κατ’ εξοχήν «τραγικός», … ως ο Όμηρος «ποιητής». Αυτός δεν εσυνέθεσε μεν πρώτος τραγωδίας, αλλ’ αυτός πρώτος προήγαγεν αυτό το είδος της ποιήσεως εις ευμέθοδον τάξιν. Επί των χρόνων του Σόλωνος, έκαμε μεν ο Θέσπις μεγάλην διόρθωσιν, εισαγαγών εις τον χορόν ένα πρόσωπον, το οποίον έλεγεν εκ στήθους την δυστυχίαν τινός λαμπρού ανδρός, εν ώ ο χορός ανεπάυετο, και ελάμβανεν αναψυχήν. αλλ’ ο Αισχύλος μετήλλαξε την άμαξαν του Θέσπιδος εις θέατρον, εισαγαγών πολλούς υποκριτάς, από τους οποίους καθείς ελάμβανε μέρος εις την παράστασιν τινός μεγάλου έργου, ενδεδυμένος αρμοδίως τω χαρακτήρι του[3]. Το ύφος του Αισχύλου είναι μεν πομπώδες, και ενίοτε υψηλόν, αλλά τραχύ, και ακατάλληλον. Εάν ήτον ολίγόν τι σαφέστερος, ήθελεν είναι μάλλον άξιος του χαρακτήρος υψηλός. Ο πρώτος σκοπός των δραμάτων αυτού είναι «τρόμος», εις το οποίον συνήργησεν αναμφιβόλως πολύ το τραχύ, και απολίτευτον ήθος του.
…
Ο Σοφοκλής κετέβαλεν, έτι νέος ων, τόσην επιμέλειαν εις το Τραγικόν είδος, ώστε η πρώτη αυτού Τραγωδία δεν ενομίσθη κατωτέρα των καλλίστων του Αισχύλου. Ούτοι οι δύο ήσαν μεγαλοπρεπέστατοι εις την τέχνην των. Αλλ’ ο Αισχύλος ην υψηλότερος. Τούτο δε το προτέρημα κατείχεν εν ισορροπίαν η αγχίνοια του δαιμονίου του Σοφοκλέους, και η υπερτέρα αυτού σαφήνεια, και ευγλωττία. Αυτός ήτον ευτυχέστερος του διδασκάλου του εις το διεγείρειν τα πάθη, μη ταράττων τόσον την καρδίαν με τρόμον, αλλά καταπραΰνων αυτήν διά της συμπαθείας, δι ό και εφημίζετο ως ο γλυκύτερος, και ευγενέστερος Ποιητής. Προς τούτοις, αυτός ευδοκίμησε περισσότερον του προκατόχου του εις τας περιπλοκάς των υποθέσεων, αίτινες, ως τεχνικότεραι, είλκυον μάλλον την προσοχήν των ακροατών. Αυτός αγωνισθείς, ήνωσε τον Χορόν μετά της λοιπής πράξεως, αποτελέσας εν ομοιομερές. Λέγουσιν, ότι ο μέγας έπαινος του τελευταίου δράματός του επέφερεν αυτώ τον θάνατον[4].
Ο Ευρυπίδης, ο αντίζηλος του Σοφοκλέους, δεν εσκόπει μεν προς τον μεγαλοπρέπη τόνον του Αισχύλου, ή του μεγάλου αντιζήλου του, αλλ’ ην γνωμικώ… και ηθικότερος, ή εκείνοι, και είχεν, ως εφαί[ν]ετο, μεγάλην έφεσιν να διδάσκη τους ανθρώπους, και να θαυμάζηται υπ’ αυτών. Η ευκρίνεια, και ευφράδεια, ην ο πρώτιστος αυτού σκοπός της συνθέσεως. Αυτός δεν είναι μεν τόσον τεχνικός, και μεγαλοπρεπής, όσον ο Σοφοκλής, αλλά πάλιν φυσικώτερος, και ωφελιμώτερος. Ημείς εδιηγήθημεν ανωτέρω εν συμβεβηκός, το οποίον έκαμε μεγάλην τιμήν εις τον Ποιητήν, δηλαδή πολλοί των εν Σικελία γενομένων δούλων Αθηναίων απέλαβον την ελευθερίαν, λέγοντες μόνον εκ στήθους μερικούς από των ωραίων αυτού στίχων.
[1] Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος»,κ. ΙΑ΄, σ. 329-332, εν Βιέννη της Αουστρίας εν μηνί Οκτωβρίω 1805, βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού.
[2] Πελοποννησιακού πολέμου
[3] Πριν του Θέσπιδος οι Υποκριταί ετραγώδουν όπου ευρίσκοντο, Ούτος εφεύρε την άμαξαν, και εσκέπαζε το π΄ροσωπον των Υποκριτών με τρυγιαίς. Ο Αισχύλος μετέβαλε την άμαξαν του Θέσπιδος εις τακτικόν θέατρον, εύρε τα προσωπεία, και ενέδυσε τους Υποκριτάς το τραγικόν υπόδημα, τον Κόθερνον, Όρα Quintil. lib. 10. eap. 1 Hor. in art. poet.
[4] Κατ’ άλλους απέθανεν λέγων εκ στήθους την Αντιγόνην, μη δυνάμενος να αναλάβη την αναπνοήν του μεθ’ ένα σφοδρόν αγώνα του να προφέρη μίαν μακράν περίοδον. Απέθανε δε εννενηκοντούτης, των 4 έτει της 93 Ολυμπιάδος. Επί τον τάφον του ετέθη το σχήμα ενός πλήθους μελισσών.
Περί την αρχήν του πολέμου[2], του γενομένου προ της πεντηκονταετούς ειρήνης μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, απέθανεν ο Αισχύλος, ο Αθηναίος δραματουργός Ποιητής, όστις έχει το αυ… δίκαιον να ονομάζηται κατ’ εξοχήν «τραγικός», … ως ο Όμηρος «ποιητής». Αυτός δεν εσυνέθεσε μεν πρώτος τραγωδίας, αλλ’ αυτός πρώτος προήγαγεν αυτό το είδος της ποιήσεως εις ευμέθοδον τάξιν. Επί των χρόνων του Σόλωνος, έκαμε μεν ο Θέσπις μεγάλην διόρθωσιν, εισαγαγών εις τον χορόν ένα πρόσωπον, το οποίον έλεγεν εκ στήθους την δυστυχίαν τινός λαμπρού ανδρός, εν ώ ο χορός ανεπάυετο, και ελάμβανεν αναψυχήν. αλλ’ ο Αισχύλος μετήλλαξε την άμαξαν του Θέσπιδος εις θέατρον, εισαγαγών πολλούς υποκριτάς, από τους οποίους καθείς ελάμβανε μέρος εις την παράστασιν τινός μεγάλου έργου, ενδεδυμένος αρμοδίως τω χαρακτήρι του[3]. Το ύφος του Αισχύλου είναι μεν πομπώδες, και ενίοτε υψηλόν, αλλά τραχύ, και ακατάλληλον. Εάν ήτον ολίγόν τι σαφέστερος, ήθελεν είναι μάλλον άξιος του χαρακτήρος υψηλός. Ο πρώτος σκοπός των δραμάτων αυτού είναι «τρόμος», εις το οποίον συνήργησεν αναμφιβόλως πολύ το τραχύ, και απολίτευτον ήθος του.
…
Ο Σοφοκλής κετέβαλεν, έτι νέος ων, τόσην επιμέλειαν εις το Τραγικόν είδος, ώστε η πρώτη αυτού Τραγωδία δεν ενομίσθη κατωτέρα των καλλίστων του Αισχύλου. Ούτοι οι δύο ήσαν μεγαλοπρεπέστατοι εις την τέχνην των. Αλλ’ ο Αισχύλος ην υψηλότερος. Τούτο δε το προτέρημα κατείχεν εν ισορροπίαν η αγχίνοια του δαιμονίου του Σοφοκλέους, και η υπερτέρα αυτού σαφήνεια, και ευγλωττία. Αυτός ήτον ευτυχέστερος του διδασκάλου του εις το διεγείρειν τα πάθη, μη ταράττων τόσον την καρδίαν με τρόμον, αλλά καταπραΰνων αυτήν διά της συμπαθείας, δι ό και εφημίζετο ως ο γλυκύτερος, και ευγενέστερος Ποιητής. Προς τούτοις, αυτός ευδοκίμησε περισσότερον του προκατόχου του εις τας περιπλοκάς των υποθέσεων, αίτινες, ως τεχνικότεραι, είλκυον μάλλον την προσοχήν των ακροατών. Αυτός αγωνισθείς, ήνωσε τον Χορόν μετά της λοιπής πράξεως, αποτελέσας εν ομοιομερές. Λέγουσιν, ότι ο μέγας έπαινος του τελευταίου δράματός του επέφερεν αυτώ τον θάνατον[4].
Ο Ευρυπίδης, ο αντίζηλος του Σοφοκλέους, δεν εσκόπει μεν προς τον μεγαλοπρέπη τόνον του Αισχύλου, ή του μεγάλου αντιζήλου του, αλλ’ ην γνωμικώ… και ηθικότερος, ή εκείνοι, και είχεν, ως εφαί[ν]ετο, μεγάλην έφεσιν να διδάσκη τους ανθρώπους, και να θαυμάζηται υπ’ αυτών. Η ευκρίνεια, και ευφράδεια, ην ο πρώτιστος αυτού σκοπός της συνθέσεως. Αυτός δεν είναι μεν τόσον τεχνικός, και μεγαλοπρεπής, όσον ο Σοφοκλής, αλλά πάλιν φυσικώτερος, και ωφελιμώτερος. Ημείς εδιηγήθημεν ανωτέρω εν συμβεβηκός, το οποίον έκαμε μεγάλην τιμήν εις τον Ποιητήν, δηλαδή πολλοί των εν Σικελία γενομένων δούλων Αθηναίων απέλαβον την ελευθερίαν, λέγοντες μόνον εκ στήθους μερικούς από των ωραίων αυτού στίχων.
[1] Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος»,κ. ΙΑ΄, σ. 329-332, εν Βιέννη της Αουστρίας εν μηνί Οκτωβρίω 1805, βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού.
[2] Πελοποννησιακού πολέμου
[3] Πριν του Θέσπιδος οι Υποκριταί ετραγώδουν όπου ευρίσκοντο, Ούτος εφεύρε την άμαξαν, και εσκέπαζε το π΄ροσωπον των Υποκριτών με τρυγιαίς. Ο Αισχύλος μετέβαλε την άμαξαν του Θέσπιδος εις τακτικόν θέατρον, εύρε τα προσωπεία, και ενέδυσε τους Υποκριτάς το τραγικόν υπόδημα, τον Κόθερνον, Όρα Quintil. lib. 10. eap. 1 Hor. in art. poet.
[4] Κατ’ άλλους απέθανεν λέγων εκ στήθους την Αντιγόνην, μη δυνάμενος να αναλάβη την αναπνοήν του μεθ’ ένα σφοδρόν αγώνα του να προφέρη μίαν μακράν περίοδον. Απέθανε δε εννενηκοντούτης, των 4 έτει της 93 Ολυμπιάδος. Επί τον τάφον του ετέθη το σχήμα ενός πλήθους μελισσών.
Εικόνες :
[Α] Αισχύλος [Β] Σοφοκλής [Γ] Ευρυπίδης
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008
Λογοτεχνία
Η Πενθερά[i]
Η Χαρμολίνα εκατοίκει πλησίον της κόρης της, εις εν χαμώγειον της μεγάλης οικίας. Είχε «γραφή σκλάβα» εις τον γαμβρόν της. Όπως ισοβίως έφερε της χηρείας τα δεσμά, ισοβίως είχεν αναλάβει και τον ζυγόν της θητείας πλησίον της κόρης της και του γαμβρού της.
…
Εις τα ευρύχωρα παραρτήματα της οικίας, τους κήπους και τα προαύλια, και εις το ελαιοτριβείον – το οποίον εσχόλαζε δεκαοχτώ μήνες εις τους εικοσιτέσσαρας και όλον αυτόν τον καιρόν εχρησίμευε ως πλυσταρείον, αλλά και ως αποθήκη – είχεν όρνιθες, πάπιες, χήνας, μίαν προβατίναν με το αρνί της, μίαν κατσίκαν με τα ερίφιά της, δύο μικρά γουρουνόπουλα (τα οποία εις χωρικός είχε δώσει απέναντι χρέους, κι’ επειδή δεν ήτο κατάλληλος εποχή όπως πωληθώσιν ή σφαγώσιν, ο γαμβρός επέβαλεν εις την πενθεράν του να φροντίζη και δι’ αυτά) και τέλος μίαν όνον με το πουλάρι της. Όλ’ αυτά, καθώς και τα επτά παιδιά, ήσαν εις την δικαιοδοσίαν της πενθεράς.
…
Μίαν ημέραν, η γειτόνισσά της Γκιολή η Βοσταντζίνα, μια πρωτινή γραία της είπε:
- Τί ήθελες παιδάκι μου, να μπης στα βάσανα του κόσμου;
Η Χαρμολίνα εγέλασεν εκ καρδίας, ακούσασα την επιφώνησιν ταύτην της γραίας. Ω! ήτον τόσος καιρός ήδη, αφότου αυτή είχεν εμβή «στα βάσανα του κόσμου». Και της εφαίνετο ως όνειρον. Και το όνειρον είχε καλυφθή, ενιαυτόν μετά ενιαυτόν, και είχε ταφή εις το παρελθόν το απίστον, όπως εις τα κορυφάς των υψηλών ορέων, όπου αι χιόνες, από χειμώνος εις χειμώνα, καλύπτουσι τας χιόνας, ώστε η πολυχρόνιος μάζα γίνεται πλέον ως βράχος ή ως ο πάγος του Πόλου.
…
Ήτον, άρα, η χήρα Χαρμολίνα, εις την υπηρεσίαν του γαμβρού της, συνάμα κηπουρος, ορνιθοτρόφος, χοιροβοσκός, συβώτις, αιγοβοσκός και ονηλάτης … και συγχρόνως παραμάννα διά τα επτά παιδιά, εξαιρουμένου του μικρού το οποίον εθήλαζεν ακόμη η μάννα του, και του εμβρύου, το οποίον αύτη είχεν εντός της κοιλίας της.
Είχε καθημερινόν πρόγραμμα εργασίας, η προώρως γηράσασα χήρα, ν’ αντλή νερόν, να γεμίζη την στέρναν, να το διανέμη στα αυλάκια, να ποτίζη τα ολίγα λαχανικά, όπως και τας γλάστρας με τα’ άνθη, είτα να ταΐζη τις κότες, τις πάπιες, τις χήνες, να ελαύνη τα τελευταίας με την καλαμιάν, όταν εξήρχοντο εις το λιβάδι. Ενίοτε να πιάνη καυγάν με την γειτόνισσαν, ένεκα μικράς ζημίας, την οποίαν έκαμνε μία χήνα, εις τον γειτονικόν κήπον, να τράφη τα δύο γουρουνόπουλα, να τα οδηγή εις την λάσπην του γειτονικού ρεύματος, διά να κυλισθούν, να εξάγη προς βοσκήν εις τα χωράφια την κατσίκαν με τα ερίφιά της, την αμνάδα με το αρνίον της, να δένη την προβατίνανν εις την άκραν του κάμπου, εις την υπωρείαν του λόφου την κατσίκαν, ολίγον παραπάνω επί της κλιτύος του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις σχοίνους και πρινάρια, να επισκέπτεται και πάλιν την κατσίκαν και προβατίναν διά να τας «αλλάξη», ήτοι να τας μεταφέρη και τας δέση παρέκει. Να οδηγή την γαϊδουρίτσαν με το πουλαράκι της εις τα χωράφια, να την δένη εις ένα κορμόν, και πάλιν να την επισκέπτεται. Να κουβαλά από τον αχυρώνα άχυρον διά την όνον, εις τα ισόγεια και τας αυλάς της οικίας δεμάτια χόρτου διά την αμνάδα και την αίγα, διά την νύκτα, και εν ελλείψει επαρκούς βοσκής.
…
Ώφειλεν από πρωΐας να νίψη όλα τα παιδιά, να τα ενδύση, να τα χτενίση, να τα βάλη να σταυρώσουν τα χέρια και να πουν το «Πάτερ ημών» εμπρός εις τα εικονίσματα, να τους δώση να κολατσίσουν … να οδηγάη τα δύο τρία εξ αυτών «εις το σχολειό», … να επιβλέπη αδιακόπως τα άλλα, να επαρκή εις όλας τας απαιτήσεις των, να θεραπεύη όλας τας ορέξεις των … Έπειτα να κουνή τα δυο μικρότερα παιδιά στα πόδια της απλωμένα ή στην κούνιαν, διά να τα αποκοιμίση να τους λέγη τραγούδια …
Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου,
Στη Βενετιά τα ρούχα σου, στη Σμύρνη τα καλά σου.
[i] Α. Παπαδιαμάντη, «Άπαντα», τ. Δ΄, "Η θητεία της Πενθεράς", εκδόσεις Φυτράκη – Κουτσουμπού», Αθήνα, 1966.
Η Χαρμολίνα εκατοίκει πλησίον της κόρης της, εις εν χαμώγειον της μεγάλης οικίας. Είχε «γραφή σκλάβα» εις τον γαμβρόν της. Όπως ισοβίως έφερε της χηρείας τα δεσμά, ισοβίως είχεν αναλάβει και τον ζυγόν της θητείας πλησίον της κόρης της και του γαμβρού της.
…
Εις τα ευρύχωρα παραρτήματα της οικίας, τους κήπους και τα προαύλια, και εις το ελαιοτριβείον – το οποίον εσχόλαζε δεκαοχτώ μήνες εις τους εικοσιτέσσαρας και όλον αυτόν τον καιρόν εχρησίμευε ως πλυσταρείον, αλλά και ως αποθήκη – είχεν όρνιθες, πάπιες, χήνας, μίαν προβατίναν με το αρνί της, μίαν κατσίκαν με τα ερίφιά της, δύο μικρά γουρουνόπουλα (τα οποία εις χωρικός είχε δώσει απέναντι χρέους, κι’ επειδή δεν ήτο κατάλληλος εποχή όπως πωληθώσιν ή σφαγώσιν, ο γαμβρός επέβαλεν εις την πενθεράν του να φροντίζη και δι’ αυτά) και τέλος μίαν όνον με το πουλάρι της. Όλ’ αυτά, καθώς και τα επτά παιδιά, ήσαν εις την δικαιοδοσίαν της πενθεράς.
…
Μίαν ημέραν, η γειτόνισσά της Γκιολή η Βοσταντζίνα, μια πρωτινή γραία της είπε:
- Τί ήθελες παιδάκι μου, να μπης στα βάσανα του κόσμου;
Η Χαρμολίνα εγέλασεν εκ καρδίας, ακούσασα την επιφώνησιν ταύτην της γραίας. Ω! ήτον τόσος καιρός ήδη, αφότου αυτή είχεν εμβή «στα βάσανα του κόσμου». Και της εφαίνετο ως όνειρον. Και το όνειρον είχε καλυφθή, ενιαυτόν μετά ενιαυτόν, και είχε ταφή εις το παρελθόν το απίστον, όπως εις τα κορυφάς των υψηλών ορέων, όπου αι χιόνες, από χειμώνος εις χειμώνα, καλύπτουσι τας χιόνας, ώστε η πολυχρόνιος μάζα γίνεται πλέον ως βράχος ή ως ο πάγος του Πόλου.
…
Ήτον, άρα, η χήρα Χαρμολίνα, εις την υπηρεσίαν του γαμβρού της, συνάμα κηπουρος, ορνιθοτρόφος, χοιροβοσκός, συβώτις, αιγοβοσκός και ονηλάτης … και συγχρόνως παραμάννα διά τα επτά παιδιά, εξαιρουμένου του μικρού το οποίον εθήλαζεν ακόμη η μάννα του, και του εμβρύου, το οποίον αύτη είχεν εντός της κοιλίας της.
Είχε καθημερινόν πρόγραμμα εργασίας, η προώρως γηράσασα χήρα, ν’ αντλή νερόν, να γεμίζη την στέρναν, να το διανέμη στα αυλάκια, να ποτίζη τα ολίγα λαχανικά, όπως και τας γλάστρας με τα’ άνθη, είτα να ταΐζη τις κότες, τις πάπιες, τις χήνες, να ελαύνη τα τελευταίας με την καλαμιάν, όταν εξήρχοντο εις το λιβάδι. Ενίοτε να πιάνη καυγάν με την γειτόνισσαν, ένεκα μικράς ζημίας, την οποίαν έκαμνε μία χήνα, εις τον γειτονικόν κήπον, να τράφη τα δύο γουρουνόπουλα, να τα οδηγή εις την λάσπην του γειτονικού ρεύματος, διά να κυλισθούν, να εξάγη προς βοσκήν εις τα χωράφια την κατσίκαν με τα ερίφιά της, την αμνάδα με το αρνίον της, να δένη την προβατίνανν εις την άκραν του κάμπου, εις την υπωρείαν του λόφου την κατσίκαν, ολίγον παραπάνω επί της κλιτύος του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις σχοίνους και πρινάρια, να επισκέπτεται και πάλιν την κατσίκαν και προβατίναν διά να τας «αλλάξη», ήτοι να τας μεταφέρη και τας δέση παρέκει. Να οδηγή την γαϊδουρίτσαν με το πουλαράκι της εις τα χωράφια, να την δένη εις ένα κορμόν, και πάλιν να την επισκέπτεται. Να κουβαλά από τον αχυρώνα άχυρον διά την όνον, εις τα ισόγεια και τας αυλάς της οικίας δεμάτια χόρτου διά την αμνάδα και την αίγα, διά την νύκτα, και εν ελλείψει επαρκούς βοσκής.
…
Ώφειλεν από πρωΐας να νίψη όλα τα παιδιά, να τα ενδύση, να τα χτενίση, να τα βάλη να σταυρώσουν τα χέρια και να πουν το «Πάτερ ημών» εμπρός εις τα εικονίσματα, να τους δώση να κολατσίσουν … να οδηγάη τα δύο τρία εξ αυτών «εις το σχολειό», … να επιβλέπη αδιακόπως τα άλλα, να επαρκή εις όλας τας απαιτήσεις των, να θεραπεύη όλας τας ορέξεις των … Έπειτα να κουνή τα δυο μικρότερα παιδιά στα πόδια της απλωμένα ή στην κούνιαν, διά να τα αποκοιμίση να τους λέγη τραγούδια …
Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου,
Στη Βενετιά τα ρούχα σου, στη Σμύρνη τα καλά σου.
[i] Α. Παπαδιαμάντη, «Άπαντα», τ. Δ΄, "Η θητεία της Πενθεράς", εκδόσεις Φυτράκη – Κουτσουμπού», Αθήνα, 1966.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Ποίηση
Άγγελου Σικελιανού
Θαλερό [1915]
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη,
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη.
Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων’ απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοϋφαντο
κεφαλοπάνι …
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
το ‘να από τ’ άλλο πίσω,
την κρεμας΄τη τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο.
Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια.
Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
στρωτό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Αποσπερίτη …
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού ‘χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
χώριζ’ ολόρτη η ρώγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεγμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, δε θα μπόρει’ η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π’ αγανάχτησε
στα ορτά μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε προσμένοντας,
μια σφήνα μες στα μάτια.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο …
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασ’ιχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμέρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν’ αμολήσει.
Κ’ ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα,
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνότανε
μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μ’ ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νυχτιά δροσιά τα θάμνα …
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’ αναπαυτεί λιγάκι
πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι …
Θαλερό [1915]
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη,
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη.
Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων’ απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοϋφαντο
κεφαλοπάνι …
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
το ‘να από τ’ άλλο πίσω,
την κρεμας΄τη τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο.
Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια.
Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
στρωτό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Αποσπερίτη …
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού ‘χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
χώριζ’ ολόρτη η ρώγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεγμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, δε θα μπόρει’ η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π’ αγανάχτησε
στα ορτά μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε προσμένοντας,
μια σφήνα μες στα μάτια.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο …
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασ’ιχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμέρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν’ αμολήσει.
Κ’ ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα,
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνότανε
μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μ’ ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νυχτιά δροσιά τα θάμνα …
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’ αναπαυτεί λιγάκι
πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι …
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008
Μυθολογία
το όρος Άτλας[1]
Μέσα σε ένα ωραίο περιβόλι, κόρες χαριτωμένες, οι Εσπερίδες, φυλούσαν τους καρπούς αυτούς, δώρα των θεών στην Ήρα για τον γάμο της με τον Δία. Για να αποθαρρύνουν τους κλέφτες, είχαν με πολλή φρόνηση εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός εκατοντακέφαλου δράκοντα. Ο Ηρακλής, ήρθε, σκότωσε το τέρας και πήρε τα χρυσά μήλα. Με τρόπο τελείως φυσικό, όπως παρατήρησε ο Στράβων, το υπέροχο αυτό περιβόλι βρισκόταν στην Δύση, όχι μακριά από τις στήλες του Ηρακλή, όχι μακριά από τα διάφορα θέρετρα των νεκρών. Ο Ησίοδος κάνει λόγο για τις Εσπερίδες «που πέρ’ από τον ξακουσμένο Ωκεανό τα μήλα τα χρυσά φυλάνε»[2].
Όμως, οι αξιαγάπητες προστάτιδες των ιερών καρπών αποδεικνύονταν κόρες του Άτλαντα. Κατά μία πασίγνωστη παράδοση, ο γίγαντας αυτός, τιμωρημένος από το Δία για απείθεια, είχε καταδικαστεί να κρατά τον ουρανό στους ώμους του. Για τους Αρχαίους, που τόσο πολύ τους άρεσε να αναγνωρίζουν τους μύθους τους στη φύση, η επίπονη αυτή στάση είχε παρασταθεί με ένα βουνό τόσο ψηλό που έμοιαζε να συγκρατεί το στερέωμα. Όπως είναι ευνόητο, ο Άτλας βρισκόταν στη Δύση, κοντά στις θυγατέρες του κοντά στα Τάρταρα, κοντά στο νησί των Παμμακάρων. Ο Ησίοδος μπορούσε να γράψει: «Ο Άτλας … ορθός στα πέρατα της γης, μπροστά στις λιγερόφωνες τις Εσπερίδες, κρατάει τον πλατύτατο ουρανό»[3]. Τον τοποθετεί και αυτός κοντά στα Τάρταρα[4].
Ο Οβίδιος θέλει τον ίδιο τον γίγαντα φύλακα των «χρυσών καρπών». Ο Περσέας έρχεται να τον συναντήσει. Ο Άτλας, επειδή φοβόταν μήπως του τους κλέψει, τον υποδέχεται σαν ευσυνείδητος θυρωρός, δηλαδή τόσο άσχημα ώστε ο επισκέπτης να του παρουσιάσει το κεφάλι της Μέδουσας, που έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνει σε πέτρα όποιον το κοιτάξει. Και αμέσως «σε όλο του το ύφος, ο Άτλας σε βουνό μεταμορφώνεται … το κορμί του μεγαλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις, διαστάσεις τεράστιες παίρνει και ο ουρανός μαζί με όλα τ’ άστρα ακουμπούν επάνω του»[5].
…
Ήδη από τον όγδοο πΧ αιώνα, οι Έλληνες συνέχιζαν την εγκατάστασή τους στην Αλγερία και την Τυνησία. Έστελναν αποστολές για να εξερευνήσουν τις περιοχές αυτές. Η μόδα είχε στρέψει τότε τους προβολείς της σ’ αυτή την ήπειρο, που αποτελούσε το νεωτερισμό της εποχής. … Ο Ηρόδοτος μαθαίνει από τους πληροφοριοδότες του πως στη Δύση ανακαλύφθηκε ένα βουνο τόσο ψηλό που αγγίζει τον ουρανό. Οι ιθαγενείς το ονομάζουν «στύλο του ουρανού». Κι ακόμη το προσδιορίζουν με μια μορφή που δεν διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, μα που πρέπει να έμοιαζε στον Άτλαντα. Άδρας στην γλώσσα των Βερβέρων σημαίνει βουνό. Ο Ηρόδοτος δεν χρειάζεται περισσότερα από την πληροφορία αυτή. «Η μετατροπή της λέξεως εις «Άτλας» καθίστατο τοσούτο μάλλον ελκυστική εκ του γεγονότος ότι το όρος εξεπλήρει την εις τον Άτλαντα πρόσωπον μυθικόν, αποδιδομένη ιδιότητα»[6]. Ένα βουνό που υποβαστάζει τον ουρανό, στη Δύση, κοντά στις στήλες του Ηρακλή, κοντά στον κήπο των Εσπερίδων, κοντά στα Τάρταρα και τα νησιά των Παμμακάρων, και πέρα απ’ όλα αυτά, ένα βουνό που βρίσκεται στην Αφρική, την ήπειρο της μόδας. Ο Ηρόδοτος πιστεύει πως έχει ανακαλύψει το όρος Άτλας. περιορίζεται σε έναν ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό και παραλείπει τα μυθολογικά περιβλήματα για να δώσει ίσως περισσότερο βάρος στην διαβεβαίωσή του. Και φυσικότατα, δίνει στην απέραντη θάλασσα αυτής της άγνωστης δύσης το όνομα του θεόρατου βουνού που δεσπόζει στην περιοχή.
[1] Μιχαήλ, «Η Κρήτη ναυάγιο της Ατλαντίδας», κ. Δ΄, σ. 135-137, εκδόσεις Ίκαρος 1975.
[2] Ησίοδος, Θεογονία, 215 και 216 και FHG Didot.
[3] Ησίοδος, Θεογονία, 517 και 518 και FHG Didot.
[4] Ησίοδος, Θεογονία, 767-768.
[5] Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, VI 655-663.
[6] Stephane Gsell, Herodote, Παρίσι 1916.
Μέσα σε ένα ωραίο περιβόλι, κόρες χαριτωμένες, οι Εσπερίδες, φυλούσαν τους καρπούς αυτούς, δώρα των θεών στην Ήρα για τον γάμο της με τον Δία. Για να αποθαρρύνουν τους κλέφτες, είχαν με πολλή φρόνηση εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός εκατοντακέφαλου δράκοντα. Ο Ηρακλής, ήρθε, σκότωσε το τέρας και πήρε τα χρυσά μήλα. Με τρόπο τελείως φυσικό, όπως παρατήρησε ο Στράβων, το υπέροχο αυτό περιβόλι βρισκόταν στην Δύση, όχι μακριά από τις στήλες του Ηρακλή, όχι μακριά από τα διάφορα θέρετρα των νεκρών. Ο Ησίοδος κάνει λόγο για τις Εσπερίδες «που πέρ’ από τον ξακουσμένο Ωκεανό τα μήλα τα χρυσά φυλάνε»[2].
Όμως, οι αξιαγάπητες προστάτιδες των ιερών καρπών αποδεικνύονταν κόρες του Άτλαντα. Κατά μία πασίγνωστη παράδοση, ο γίγαντας αυτός, τιμωρημένος από το Δία για απείθεια, είχε καταδικαστεί να κρατά τον ουρανό στους ώμους του. Για τους Αρχαίους, που τόσο πολύ τους άρεσε να αναγνωρίζουν τους μύθους τους στη φύση, η επίπονη αυτή στάση είχε παρασταθεί με ένα βουνό τόσο ψηλό που έμοιαζε να συγκρατεί το στερέωμα. Όπως είναι ευνόητο, ο Άτλας βρισκόταν στη Δύση, κοντά στις θυγατέρες του κοντά στα Τάρταρα, κοντά στο νησί των Παμμακάρων. Ο Ησίοδος μπορούσε να γράψει: «Ο Άτλας … ορθός στα πέρατα της γης, μπροστά στις λιγερόφωνες τις Εσπερίδες, κρατάει τον πλατύτατο ουρανό»[3]. Τον τοποθετεί και αυτός κοντά στα Τάρταρα[4].
Ο Οβίδιος θέλει τον ίδιο τον γίγαντα φύλακα των «χρυσών καρπών». Ο Περσέας έρχεται να τον συναντήσει. Ο Άτλας, επειδή φοβόταν μήπως του τους κλέψει, τον υποδέχεται σαν ευσυνείδητος θυρωρός, δηλαδή τόσο άσχημα ώστε ο επισκέπτης να του παρουσιάσει το κεφάλι της Μέδουσας, που έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνει σε πέτρα όποιον το κοιτάξει. Και αμέσως «σε όλο του το ύφος, ο Άτλας σε βουνό μεταμορφώνεται … το κορμί του μεγαλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις, διαστάσεις τεράστιες παίρνει και ο ουρανός μαζί με όλα τ’ άστρα ακουμπούν επάνω του»[5].
…
Ήδη από τον όγδοο πΧ αιώνα, οι Έλληνες συνέχιζαν την εγκατάστασή τους στην Αλγερία και την Τυνησία. Έστελναν αποστολές για να εξερευνήσουν τις περιοχές αυτές. Η μόδα είχε στρέψει τότε τους προβολείς της σ’ αυτή την ήπειρο, που αποτελούσε το νεωτερισμό της εποχής. … Ο Ηρόδοτος μαθαίνει από τους πληροφοριοδότες του πως στη Δύση ανακαλύφθηκε ένα βουνο τόσο ψηλό που αγγίζει τον ουρανό. Οι ιθαγενείς το ονομάζουν «στύλο του ουρανού». Κι ακόμη το προσδιορίζουν με μια μορφή που δεν διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, μα που πρέπει να έμοιαζε στον Άτλαντα. Άδρας στην γλώσσα των Βερβέρων σημαίνει βουνό. Ο Ηρόδοτος δεν χρειάζεται περισσότερα από την πληροφορία αυτή. «Η μετατροπή της λέξεως εις «Άτλας» καθίστατο τοσούτο μάλλον ελκυστική εκ του γεγονότος ότι το όρος εξεπλήρει την εις τον Άτλαντα πρόσωπον μυθικόν, αποδιδομένη ιδιότητα»[6]. Ένα βουνό που υποβαστάζει τον ουρανό, στη Δύση, κοντά στις στήλες του Ηρακλή, κοντά στον κήπο των Εσπερίδων, κοντά στα Τάρταρα και τα νησιά των Παμμακάρων, και πέρα απ’ όλα αυτά, ένα βουνό που βρίσκεται στην Αφρική, την ήπειρο της μόδας. Ο Ηρόδοτος πιστεύει πως έχει ανακαλύψει το όρος Άτλας. περιορίζεται σε έναν ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό και παραλείπει τα μυθολογικά περιβλήματα για να δώσει ίσως περισσότερο βάρος στην διαβεβαίωσή του. Και φυσικότατα, δίνει στην απέραντη θάλασσα αυτής της άγνωστης δύσης το όνομα του θεόρατου βουνού που δεσπόζει στην περιοχή.
[1] Μιχαήλ, «Η Κρήτη ναυάγιο της Ατλαντίδας», κ. Δ΄, σ. 135-137, εκδόσεις Ίκαρος 1975.
[2] Ησίοδος, Θεογονία, 215 και 216 και FHG Didot.
[3] Ησίοδος, Θεογονία, 517 και 518 και FHG Didot.
[4] Ησίοδος, Θεογονία, 767-768.
[5] Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, VI 655-663.
[6] Stephane Gsell, Herodote, Παρίσι 1916.
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008
πολιτική ηθική και πραγματισμός
το δίλημμα του Λένιν[1]
Η Ελβετία βρίσκεται χωμένη ανάμεσα στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Ο δρόμος μέσω των συμμαχικών κρατών είναι κλειστός[2] για τον επαναστάτη Λένιν. Από τη Γερμανία και την Αυστρία δεν μπορεί να περάσει, επειδή είναι Ρώσος υπήκοος, μέλος μιας εχθρικής δύναμης. Και το αποκορύφωμα του παραλογισμού: από τη Γερμανία του Κάιζερ Βίλχελμ ο Λένιν έχει να περιμένει περισσότερη επιείκεια και μεγαλοθυμία, παρά απ’ τη Ρωσία του Μιλιούκοφ και τη Γαλλία του Πουανκαρέ[3]. Η Γερμανία, στα πρόθυρα της κήρυξης του πολέμου απ’ την πλευρά της Αμερικής, χρειάζεται οπωσδήποτε την ειρήνη με τη Ρωσία. Η παρουσία, λοιπόν, ενός επαναστάτη, που θα δημιουργήσει δυσκολίες στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας, είναι γι’ αυτή ευπρόσδεκτη βοήθεια.
Παράτολμο, όμως, φαντάζει ακόμα και για τον ίδιο το σχέδιο: ν’ αρχίσει ξαφνικά διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία του Κάιζερ, που αμέτρητες φορές έχει απειλήσει και στηλιτεύσει στα γραπτά του. Γιατί στα μάτια της παραδοσιακής ηθικής αποτελεί, φυσικά, έσχάτη προδοσία η είσοδος κατά τη διάρκεια του πολέμου σε εχθρικό έδαφος, με την άδεια μάλιστα του Γενικού Επιτελείου των αντιπάλων. Κι ο Λένιν δεν αγνοεί, βεβαίως, ότι κατ’ αυτό τον τρόπο βάζει σε κίνδυνο το κόμμα του και το όραμα της επανάστασής του. Ότι θα θεωρηθεί ύποπτος. Ότι θα τον περάσουν για πληρωμένο πράκτορα, που η γερμανική κυβέρνηση έστειλε επίτηδες στη Ρωσία. Κι ότι, αν προχωρήσει στο πρόγραμμά του κλείνοντας αμέσως ειρήνη με τη Γερμανία, τότε η Ιστορία θα του φορτώσει για πάντα το φταίξιμο μιας επονείδιστης ειρήνης και θα τον κατηγορήσει πως εμπόδισε τη νίκη της Ρωσίας. Δεν αντιδρούν, λοιπόν, μονάχα οι μετριοπαθείς, οι ηπιότεροι της Επανάστασης. Ακόμα και οι ομοϊδεάτες του Λένιν διαφωνούν με φρίκη και αποτροπιασμό όταν τον ακούν να τους λέει ότι δεν θα διστάσει να βαδίσει ακόμα κι αυτόν τον πιο επικίνδυνο, τον πιο παράτολμο δρόμο, για να φτάσει στο στόχο του. Του θυμίζουν αναστατωμένοι πως οι Ελβετοί σοσιαλδημοκράτες έχουν ήδη ξεκινήσει προσπάθειες και αγωνίζονται από τον δρόμο της νομιμότητας και της ουδετερότητας να εξασφαλίσουν την επιστροφή των Ρώσων επαναστατών στην πατρίδα τους. Ο Λένιν, όμως, ξέρει ότι ο δρόμος αυτός θα ’ναι μακρύς, μακρύς, χωρίς τέλος. Ξέρει τα τερτίπια και τα τεχνάσματα που θα επιστρατεύσει η ρωσική κυβέρνηση για να αναβάλει επ’ αόριστο την επιστροφή των ανεπιθύμητων. Και ξέρει επίσης ότι κάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα, είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Έχει το βλέμμα καρφωμένο στο στόχο του. Ενώ οι άλλοι, λιγότερο κυνικοί, λιγότερο παράτολμοι, δεν τολμούν να επιχειρήσουν ένα βήμα που σύμφωνα με όλους τους νόμους και τις κρατούσες αντιλήψεις είναι καθαρή προδοσία. Αλλά ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν έχει πάρει την απόφασή του.
[1] Στέφαν Τσάιχ, «οι Μεγάλες Στιγμές της Ανθρωπότητας», «το σφραγισμένο βαγόνι», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996
[2] Σ’ όλα τα κράτη της Αντάντ έχουν φτάσει οι μαύρες λίστες με τα ονόματα όσων είχαν πάρει μέρος στην Τρίτη Διεθνή στο Τσίμερβαλντ.
[3] Ραιιμόν Πουανκαρέ (1860-1934). Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός, διετέλεσε υπουργός σε αρκετά υπουργεία, και από το 1913 ως το 1920 πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η Ελβετία βρίσκεται χωμένη ανάμεσα στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Ο δρόμος μέσω των συμμαχικών κρατών είναι κλειστός[2] για τον επαναστάτη Λένιν. Από τη Γερμανία και την Αυστρία δεν μπορεί να περάσει, επειδή είναι Ρώσος υπήκοος, μέλος μιας εχθρικής δύναμης. Και το αποκορύφωμα του παραλογισμού: από τη Γερμανία του Κάιζερ Βίλχελμ ο Λένιν έχει να περιμένει περισσότερη επιείκεια και μεγαλοθυμία, παρά απ’ τη Ρωσία του Μιλιούκοφ και τη Γαλλία του Πουανκαρέ[3]. Η Γερμανία, στα πρόθυρα της κήρυξης του πολέμου απ’ την πλευρά της Αμερικής, χρειάζεται οπωσδήποτε την ειρήνη με τη Ρωσία. Η παρουσία, λοιπόν, ενός επαναστάτη, που θα δημιουργήσει δυσκολίες στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας, είναι γι’ αυτή ευπρόσδεκτη βοήθεια.
Παράτολμο, όμως, φαντάζει ακόμα και για τον ίδιο το σχέδιο: ν’ αρχίσει ξαφνικά διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία του Κάιζερ, που αμέτρητες φορές έχει απειλήσει και στηλιτεύσει στα γραπτά του. Γιατί στα μάτια της παραδοσιακής ηθικής αποτελεί, φυσικά, έσχάτη προδοσία η είσοδος κατά τη διάρκεια του πολέμου σε εχθρικό έδαφος, με την άδεια μάλιστα του Γενικού Επιτελείου των αντιπάλων. Κι ο Λένιν δεν αγνοεί, βεβαίως, ότι κατ’ αυτό τον τρόπο βάζει σε κίνδυνο το κόμμα του και το όραμα της επανάστασής του. Ότι θα θεωρηθεί ύποπτος. Ότι θα τον περάσουν για πληρωμένο πράκτορα, που η γερμανική κυβέρνηση έστειλε επίτηδες στη Ρωσία. Κι ότι, αν προχωρήσει στο πρόγραμμά του κλείνοντας αμέσως ειρήνη με τη Γερμανία, τότε η Ιστορία θα του φορτώσει για πάντα το φταίξιμο μιας επονείδιστης ειρήνης και θα τον κατηγορήσει πως εμπόδισε τη νίκη της Ρωσίας. Δεν αντιδρούν, λοιπόν, μονάχα οι μετριοπαθείς, οι ηπιότεροι της Επανάστασης. Ακόμα και οι ομοϊδεάτες του Λένιν διαφωνούν με φρίκη και αποτροπιασμό όταν τον ακούν να τους λέει ότι δεν θα διστάσει να βαδίσει ακόμα κι αυτόν τον πιο επικίνδυνο, τον πιο παράτολμο δρόμο, για να φτάσει στο στόχο του. Του θυμίζουν αναστατωμένοι πως οι Ελβετοί σοσιαλδημοκράτες έχουν ήδη ξεκινήσει προσπάθειες και αγωνίζονται από τον δρόμο της νομιμότητας και της ουδετερότητας να εξασφαλίσουν την επιστροφή των Ρώσων επαναστατών στην πατρίδα τους. Ο Λένιν, όμως, ξέρει ότι ο δρόμος αυτός θα ’ναι μακρύς, μακρύς, χωρίς τέλος. Ξέρει τα τερτίπια και τα τεχνάσματα που θα επιστρατεύσει η ρωσική κυβέρνηση για να αναβάλει επ’ αόριστο την επιστροφή των ανεπιθύμητων. Και ξέρει επίσης ότι κάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα, είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Έχει το βλέμμα καρφωμένο στο στόχο του. Ενώ οι άλλοι, λιγότερο κυνικοί, λιγότερο παράτολμοι, δεν τολμούν να επιχειρήσουν ένα βήμα που σύμφωνα με όλους τους νόμους και τις κρατούσες αντιλήψεις είναι καθαρή προδοσία. Αλλά ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν έχει πάρει την απόφασή του.
[1] Στέφαν Τσάιχ, «οι Μεγάλες Στιγμές της Ανθρωπότητας», «το σφραγισμένο βαγόνι», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996
[2] Σ’ όλα τα κράτη της Αντάντ έχουν φτάσει οι μαύρες λίστες με τα ονόματα όσων είχαν πάρει μέρος στην Τρίτη Διεθνή στο Τσίμερβαλντ.
[3] Ραιιμόν Πουανκαρέ (1860-1934). Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός, διετέλεσε υπουργός σε αρκετά υπουργεία, και από το 1913 ως το 1920 πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008
Υγεία
Απόσπασμα από ομιλία του Τζέφρεϋ Λέβετ,
oμότιμου καθηγητή της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας
Δεκέμβριος 2005
Μετά από μια μακρά περίοδο σημαντικής προόδου, η κατάσταση της υγείας των Ελλήνων παρουσιάζει, εκ νέου, κάποιες ανησυχητικές ρωγμές. Τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια Έλληνες πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση, ενώ μετά από μπάι-πας, ο ένας στους δύο καπνίζει ξανά. Η διατροφή έχει πλέον ξεφύγει από το παραδοσιακό πρότυπο της μεσογειακής διατροφής. Η κατανάλωση του αλκοόλ, η χρήση επικίνδυνων ουσιών, και η κατάχρηση φαρμάκων είναι ανησυχητικές. Οι καρκινοπαθείς, δεν βρίσκουν ανακούφιση, στο τελικό στάδιο της ζωής τους, και ούτε καν επαρκούν οι αντίστοιχες υπηρεσίες. Γέννες πραγματοποιούνται, αδικαιολόγητα, με καισαρική τομή και τα παιδιά μεγαλώνουν με παχυσαρκία. Κι ενώ η πατρίδα πάσχει από υπογεννητικότητα, το κόστος μιας γέννας αυξάνεται. Ενώ η νεολαία πλήττεται κυριολεκτικά από τα κυκλοφοριακά ατυχήματα, ακόμα δεν υπάρχει ένα ειδικό κέντρο για την αντιμετώπιση των τραυμάτων της σπονδυλικής στήλης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της τρίτης ηλικίας και των ψυχικών διαταραχών δεν υφίστανται. Τα Κέντρα Υγείας, ως επί το πλείστον, λειτουργούν χωρίς κοινοτική δράση και τα εντατικά κρεβάτια στα νοσοκομεία λιγοστεύουν.
Η υγεία απειλείται από την αλλαγή του κλίματος, την μόλυνση του περιβάλλοντος, και τον διαφορετικό τρόπο ζωής. Και επίσης από διάφορες επιδημίες των λοιμωδών νοσημάτων, τις καταναλωτικές συμπεριφορές και τον μαϊμουδισμό, και από τη δυσλειτουργία και τη διαφθορά των θεσμών. Στις ημέρες μας, ο χώρος της υγείας ολοένα και περισσότερο φαίνεται να απομακρύνεται από τις αρχές του Ιπποκράτη. Η εφαρμογή της τεκμηριωμένης ιατρικής, με έλεγχο της αποδοτικότητας, η χρήση των κλινικών οδηγιών και των ανεπτυγμένων πληροφοριακών συστημάτων υγείας υπολείπονται. Το πολύτιμο ιατρικό ιστορικό και η εφαρμογή της πλήρους πληροφορημένης συναίνεσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς απουσιάζουν. Ο Έλληνας ασθενής, αν και υποτίθεται πως καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, εντούτοις, αναγκάζεται να βάζει όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο πολίτη. Συνεπώς, ο πολίτης είναι δέσμιος ιατρικών πρακτικών, χωρίς κατάλληλη λογοδοσία και αξιολόγηση όταν ασθενεί.
Με δεδομένες τις κακές συνθήκες υγιεινής, ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και μια χειρότερη πορεία υγείας, στα γειτονικά με την Ελλάδα κράτη ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος. Παράλληλα, τα δομικά στοιχεία (ετοιμότητας, απάντησης, μετρίασης) του υγειονομικού τομέα και της πολιτικής προστασίας στην αντιμετώπιση των καταστροφών είναι ακόμα αδύναμα ενώ πλήττονται περισσότερο οι φτωχοί και οι ανήμποροι.
…
oμότιμου καθηγητή της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας
Δεκέμβριος 2005
Μετά από μια μακρά περίοδο σημαντικής προόδου, η κατάσταση της υγείας των Ελλήνων παρουσιάζει, εκ νέου, κάποιες ανησυχητικές ρωγμές. Τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια Έλληνες πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση, ενώ μετά από μπάι-πας, ο ένας στους δύο καπνίζει ξανά. Η διατροφή έχει πλέον ξεφύγει από το παραδοσιακό πρότυπο της μεσογειακής διατροφής. Η κατανάλωση του αλκοόλ, η χρήση επικίνδυνων ουσιών, και η κατάχρηση φαρμάκων είναι ανησυχητικές. Οι καρκινοπαθείς, δεν βρίσκουν ανακούφιση, στο τελικό στάδιο της ζωής τους, και ούτε καν επαρκούν οι αντίστοιχες υπηρεσίες. Γέννες πραγματοποιούνται, αδικαιολόγητα, με καισαρική τομή και τα παιδιά μεγαλώνουν με παχυσαρκία. Κι ενώ η πατρίδα πάσχει από υπογεννητικότητα, το κόστος μιας γέννας αυξάνεται. Ενώ η νεολαία πλήττεται κυριολεκτικά από τα κυκλοφοριακά ατυχήματα, ακόμα δεν υπάρχει ένα ειδικό κέντρο για την αντιμετώπιση των τραυμάτων της σπονδυλικής στήλης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της τρίτης ηλικίας και των ψυχικών διαταραχών δεν υφίστανται. Τα Κέντρα Υγείας, ως επί το πλείστον, λειτουργούν χωρίς κοινοτική δράση και τα εντατικά κρεβάτια στα νοσοκομεία λιγοστεύουν.
Η υγεία απειλείται από την αλλαγή του κλίματος, την μόλυνση του περιβάλλοντος, και τον διαφορετικό τρόπο ζωής. Και επίσης από διάφορες επιδημίες των λοιμωδών νοσημάτων, τις καταναλωτικές συμπεριφορές και τον μαϊμουδισμό, και από τη δυσλειτουργία και τη διαφθορά των θεσμών. Στις ημέρες μας, ο χώρος της υγείας ολοένα και περισσότερο φαίνεται να απομακρύνεται από τις αρχές του Ιπποκράτη. Η εφαρμογή της τεκμηριωμένης ιατρικής, με έλεγχο της αποδοτικότητας, η χρήση των κλινικών οδηγιών και των ανεπτυγμένων πληροφοριακών συστημάτων υγείας υπολείπονται. Το πολύτιμο ιατρικό ιστορικό και η εφαρμογή της πλήρους πληροφορημένης συναίνεσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς απουσιάζουν. Ο Έλληνας ασθενής, αν και υποτίθεται πως καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, εντούτοις, αναγκάζεται να βάζει όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο πολίτη. Συνεπώς, ο πολίτης είναι δέσμιος ιατρικών πρακτικών, χωρίς κατάλληλη λογοδοσία και αξιολόγηση όταν ασθενεί.
Με δεδομένες τις κακές συνθήκες υγιεινής, ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και μια χειρότερη πορεία υγείας, στα γειτονικά με την Ελλάδα κράτη ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος. Παράλληλα, τα δομικά στοιχεία (ετοιμότητας, απάντησης, μετρίασης) του υγειονομικού τομέα και της πολιτικής προστασίας στην αντιμετώπιση των καταστροφών είναι ακόμα αδύναμα ενώ πλήττονται περισσότερο οι φτωχοί και οι ανήμποροι.
…
Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008
μεγάλες στιγμές
Ο σταυρός πέφτει[1]
Καμιά φορά η Ιστορία παίζει με τους αριθμούς. Γιατί χίλια χρόνια ακριβώς μετά την τρομερή λεηλασία της Ρώμης από τους Βανδάλους αρχίζει τώρα το κούρσεμα της Βασιλεύουσας. Φοβερός και τρομερός ο Μωάμεθ, ο νικητής, κρατάει το λόγο του. Μετά την πρώτη σφαγή, αφήνει τους πολεμιστές του να διαγουμίσουν τα πάντα, χωρίς διάκριση καμιά: σπίτια και παλάτια, εκκλησίες και μοναστήρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλα είναι λάφυρα. Σαν δαίμονες ξεχύνονται στους δρόμους χιλιάδες στρατιώτες, μεθυσμένοι απ’ το αίμα, να προλάβουν ν’ αρπάξουν όσο μπορούν περισσότερα. Το πρώτο κύμα ξεγυμνώνει τις εκκλησίες: εκεί αστράφτουν το χρυσάφι, τα δισκοπότηρα, τα πολύτιμα πετράδια. Ύστερα ορμούν στα σπίτια: σ’ όποιο μπαίνουν, καρφώνουν απέξω τα λάβαρά τους, για να ξέρουν οι επόμενοι ότι εδώ τας λάφυρα έχουν κιόλας περάσει στην κατοχή του κατακτητή. Και τα λάφυρα δεν είναι μονάχα τα χρυσαφικά, και τα βαρύτιμα υφάσματα, και τα φλουριά. Είναι κι οι γυναίκες, που θα πουληθούν στα σεράγια, είναι κι οι άντρες και τα παιδιά, που θα πάρουν το δρόμο για τα σκλαβοπάζαρα. Με τους βούρδουλες διώχνουν όσους δύστυχους έχουν γυρέψει άσυλο στις εκκλησίες, σκοτώνουν τους γέρους – άχρηστα στόματα κι εμπόρευμα αζήτητο –, δένουν τους νέους κοπάδια, σαν τα ζώα, τους παίρνουν μαζί τους. Και μαζί με τη λεηλασία ξεσπάει και η άσκοπη, η παράλογη καταστροφή. Ό,τι είχε μείνει απείραχτο απ’ τους Σταυροφόρους [που λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη με τον ίδιο, ίσως και τρομερότερο, τρόπο] συντρίβεται τώρα απ’ τους μανιασμένους νικητές. Πολύτιμα κειμήλια και έργα τέχνης γίνονται στάχτη και θρύψαλα, παμπάλαια εικονίσματα γίνονται κομμάτια, υπέροχα αγάλματα γκρεμίζονται και σπάνε. Βιβλία, που έκρυβαν μέσα τους τη σοφία αιώνων, τον αθάνατο πλούτο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και ποίησης, για να τον παραδώσουν στις μελλοντικές γενιές, καίγονται τώρα ή καταστρέφονται με αδιαφορία. Ποτέ δεν θα μπορέσει η ανθρωπότητα να υπολογίσει το μέγεθος της καταστροφής που ξεκίνησε την μοιραία εκείνη στιγμή απ’ την ανοιχτή Κερκόπορτα. Ποτέ δεν θα μπορέσει να λογαριάσει με ακρίβεια όσα έχασε το ανθρώπινο πνεύμα στις λεηλασίες της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης.
Το απόγευμα της αποφράδας εκείνης ημέρας, όταν οι σφαγές έχουν πια τελειώσει, μπαίνει ο Μωάμεθ στην κατακτημένη Πόλη. Περήφανος και σοβαρός,, προσπερνά καβάλα στο άλογό του τις άγριες σκηνές της βάναυσης λεηλασίας, χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει. Πιστός στο λόγο που είχε δώσει, δεν θέλει να ενοχλήσει στο αποτρόπαιο έργο τους, τούς στρατιώτες που πήραν για λογαριασμό του την Βασιλεύουσα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν νοιάζεται για τα λάφυρα, γιατί απ’ όλα τα λάφυρα έχει ήδη το σπουδαιότερο. Αγέρωχος καλπάζει ως τη μεγάλη εκκλησία, το αστραφτερό στέμμα του Βυζαντίου. Πάνω από πενήντα μέρες κοίταζε με λαχτάρα απ’ το αντίσκηνό του τους χρυσούς άφθαστους τρούλους της Αγίας Σοφίας. Τώρα μπορεί πια να διαβεί το κατώφλι της νικητής. Αλλά για μια ακόμα φορά χαλιναγωγεί ο Μωάμεθ την ανυπομονησία του: πρώτα θα ευχαριστήσει τον Αλλάχ, πριν του αφιερώσει μια για πάντα τούτο το ναό. Ταπεινά πεζεύει ο σουλτάνος και σκύβει το κεφάλι του στη γη, για να προσευχηθεί. Ύστερα παίρνει μια χούφτα χώμα και το ρίχνει στο κεφάλι του, για να θυμηθεί πως είναι κι αυτός θνητός και να μην βουλιάζει στην άβυσσο της αλαζονείας για τον θρίαμβό του. Και ύστερα αφού πρώτα έδειξε στον θεό την ταπεινότητά του, σηκώνεται ο σουλτάνος, και ο πρώτος πιστός του Αλλάχ μπαίνει στη βασιλική του Ιουστινιανού, στο ναό της Σοφίας του Θεού, στην Αγία Σοφία.
Περίεργος και αναστατωμένος κοιτάζει ο σουλτάνος την υπέροχη εκκλησία, τους ψηλούς θόλους, τις μισοσκότεινες ανταύγειες των ψηφιδωτών και των μαρμάρων, τα καλογραμμένα τόξα, που αναδύονται απ’ το σκοτάδι για να φτάσουν ψηλά στο φως. Το νιώθει: τούτο το ανάκτορο της προσευχής δεν ανήκει στον ίδιο, αλλά στον Θεό του. Καλεί αμέσως τον ιμάμη, που ανεβαίνει στον άμβωνα και διαλαλεί από κει το σύμβολο της οθωμανικής θρησκείας. Και ο πατισάχ, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα, ανοίγει το στόμα του και προσεύχεται στον Αλλάχ, τον κυρίαρχο των κόσμων, μέσα απ’ αυτόν τον ναό της χριστιανοσύνης. Την άλλη μέρα οι εργάτες πιάνουν κιόλας δουλειά: πρέπει ν’ απομακρύνουν όλα τα σύμβολα, όλα τα σημάδια της χριστιανικής πίστης, μέσα απ’ την εκκλησία. Ρίχνουν τα σκαλιστά τέμπλα, ασβεστώνουν τα ευλαβικά ψηφιδωτά, κι ο σταυρός της Αγίας Σοφίας, που χίλια χρόνια τώρα άπλωνε τα μπράτσα του για ν’ αγκαλιάσει όλους τους πονεμένους της γης, πέφτει, γκρεμίζεται κατάχαμα, μ’ έναν υπόκωφο, τρομερό γδούπο.
Καμιά φορά η Ιστορία παίζει με τους αριθμούς. Γιατί χίλια χρόνια ακριβώς μετά την τρομερή λεηλασία της Ρώμης από τους Βανδάλους αρχίζει τώρα το κούρσεμα της Βασιλεύουσας. Φοβερός και τρομερός ο Μωάμεθ, ο νικητής, κρατάει το λόγο του. Μετά την πρώτη σφαγή, αφήνει τους πολεμιστές του να διαγουμίσουν τα πάντα, χωρίς διάκριση καμιά: σπίτια και παλάτια, εκκλησίες και μοναστήρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλα είναι λάφυρα. Σαν δαίμονες ξεχύνονται στους δρόμους χιλιάδες στρατιώτες, μεθυσμένοι απ’ το αίμα, να προλάβουν ν’ αρπάξουν όσο μπορούν περισσότερα. Το πρώτο κύμα ξεγυμνώνει τις εκκλησίες: εκεί αστράφτουν το χρυσάφι, τα δισκοπότηρα, τα πολύτιμα πετράδια. Ύστερα ορμούν στα σπίτια: σ’ όποιο μπαίνουν, καρφώνουν απέξω τα λάβαρά τους, για να ξέρουν οι επόμενοι ότι εδώ τας λάφυρα έχουν κιόλας περάσει στην κατοχή του κατακτητή. Και τα λάφυρα δεν είναι μονάχα τα χρυσαφικά, και τα βαρύτιμα υφάσματα, και τα φλουριά. Είναι κι οι γυναίκες, που θα πουληθούν στα σεράγια, είναι κι οι άντρες και τα παιδιά, που θα πάρουν το δρόμο για τα σκλαβοπάζαρα. Με τους βούρδουλες διώχνουν όσους δύστυχους έχουν γυρέψει άσυλο στις εκκλησίες, σκοτώνουν τους γέρους – άχρηστα στόματα κι εμπόρευμα αζήτητο –, δένουν τους νέους κοπάδια, σαν τα ζώα, τους παίρνουν μαζί τους. Και μαζί με τη λεηλασία ξεσπάει και η άσκοπη, η παράλογη καταστροφή. Ό,τι είχε μείνει απείραχτο απ’ τους Σταυροφόρους [που λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη με τον ίδιο, ίσως και τρομερότερο, τρόπο] συντρίβεται τώρα απ’ τους μανιασμένους νικητές. Πολύτιμα κειμήλια και έργα τέχνης γίνονται στάχτη και θρύψαλα, παμπάλαια εικονίσματα γίνονται κομμάτια, υπέροχα αγάλματα γκρεμίζονται και σπάνε. Βιβλία, που έκρυβαν μέσα τους τη σοφία αιώνων, τον αθάνατο πλούτο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και ποίησης, για να τον παραδώσουν στις μελλοντικές γενιές, καίγονται τώρα ή καταστρέφονται με αδιαφορία. Ποτέ δεν θα μπορέσει η ανθρωπότητα να υπολογίσει το μέγεθος της καταστροφής που ξεκίνησε την μοιραία εκείνη στιγμή απ’ την ανοιχτή Κερκόπορτα. Ποτέ δεν θα μπορέσει να λογαριάσει με ακρίβεια όσα έχασε το ανθρώπινο πνεύμα στις λεηλασίες της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης.
Το απόγευμα της αποφράδας εκείνης ημέρας, όταν οι σφαγές έχουν πια τελειώσει, μπαίνει ο Μωάμεθ στην κατακτημένη Πόλη. Περήφανος και σοβαρός,, προσπερνά καβάλα στο άλογό του τις άγριες σκηνές της βάναυσης λεηλασίας, χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει. Πιστός στο λόγο που είχε δώσει, δεν θέλει να ενοχλήσει στο αποτρόπαιο έργο τους, τούς στρατιώτες που πήραν για λογαριασμό του την Βασιλεύουσα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν νοιάζεται για τα λάφυρα, γιατί απ’ όλα τα λάφυρα έχει ήδη το σπουδαιότερο. Αγέρωχος καλπάζει ως τη μεγάλη εκκλησία, το αστραφτερό στέμμα του Βυζαντίου. Πάνω από πενήντα μέρες κοίταζε με λαχτάρα απ’ το αντίσκηνό του τους χρυσούς άφθαστους τρούλους της Αγίας Σοφίας. Τώρα μπορεί πια να διαβεί το κατώφλι της νικητής. Αλλά για μια ακόμα φορά χαλιναγωγεί ο Μωάμεθ την ανυπομονησία του: πρώτα θα ευχαριστήσει τον Αλλάχ, πριν του αφιερώσει μια για πάντα τούτο το ναό. Ταπεινά πεζεύει ο σουλτάνος και σκύβει το κεφάλι του στη γη, για να προσευχηθεί. Ύστερα παίρνει μια χούφτα χώμα και το ρίχνει στο κεφάλι του, για να θυμηθεί πως είναι κι αυτός θνητός και να μην βουλιάζει στην άβυσσο της αλαζονείας για τον θρίαμβό του. Και ύστερα αφού πρώτα έδειξε στον θεό την ταπεινότητά του, σηκώνεται ο σουλτάνος, και ο πρώτος πιστός του Αλλάχ μπαίνει στη βασιλική του Ιουστινιανού, στο ναό της Σοφίας του Θεού, στην Αγία Σοφία.
Περίεργος και αναστατωμένος κοιτάζει ο σουλτάνος την υπέροχη εκκλησία, τους ψηλούς θόλους, τις μισοσκότεινες ανταύγειες των ψηφιδωτών και των μαρμάρων, τα καλογραμμένα τόξα, που αναδύονται απ’ το σκοτάδι για να φτάσουν ψηλά στο φως. Το νιώθει: τούτο το ανάκτορο της προσευχής δεν ανήκει στον ίδιο, αλλά στον Θεό του. Καλεί αμέσως τον ιμάμη, που ανεβαίνει στον άμβωνα και διαλαλεί από κει το σύμβολο της οθωμανικής θρησκείας. Και ο πατισάχ, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα, ανοίγει το στόμα του και προσεύχεται στον Αλλάχ, τον κυρίαρχο των κόσμων, μέσα απ’ αυτόν τον ναό της χριστιανοσύνης. Την άλλη μέρα οι εργάτες πιάνουν κιόλας δουλειά: πρέπει ν’ απομακρύνουν όλα τα σύμβολα, όλα τα σημάδια της χριστιανικής πίστης, μέσα απ’ την εκκλησία. Ρίχνουν τα σκαλιστά τέμπλα, ασβεστώνουν τα ευλαβικά ψηφιδωτά, κι ο σταυρός της Αγίας Σοφίας, που χίλια χρόνια τώρα άπλωνε τα μπράτσα του για ν’ αγκαλιάσει όλους τους πονεμένους της γης, πέφτει, γκρεμίζεται κατάχαμα, μ’ έναν υπόκωφο, τρομερό γδούπο.
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008
Δοκίμια
«Το δεξί χέρι του Θεού»[1]
Στα 1800 η Οδησσός αποτελούσε κέντρο Ρωμιών εμπόρων. Σύμφωνα με τον Σακελλάριο Σακκελαρίου, …, όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν νικηφόρα στην πόλη (1794) φιλοξενήθηκαν σε ελληνικά σπίτια, «το δε ελληνικόν σχολείον, το και μοναδικόν τότε, ηρίθμει 72 μαθητάς». Πιθανώς από κείνη την εποχή έλκουν την καταγωγή τους οι ρωσικές παροιμίες «ο γραικός είναι το δεξί χέρι του Θεού» ή «ο αδελφός μου ο γραικός». Οι μετακινήσεις προς τη Ρωσία σημειώθηκαν κυρίως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1760-1774, όταν οι κάτοικοι της Άσπρης θάλασσας, δηλαδή του Αιγαίου, απέκτησαν επίσημο δικαίωμα μεταναστεύσεως. Η πόλη είχε περιέλθει στη Ρωσία με τη συνθήκη του Ιασίου και, μετά τα Ορλωφικά, η Μεγάλη Αικατερίνη είχε παραχωρήσει εκεί γαίες στους φυγάδες του νότου, που μέσα σε λίγα χρόνια συγκρότησαν ένα από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της διασποράς. Άλλωστε χάρη στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (αυτό το «θαύμα της φαναριώτικής διπλωματίας»), το 1774, τα αιγαιοπελαγίτικα πλοία είχαν ελευθερία προσπέλασης στο λιμάνι της Οδησσού (η οποία πριν από το 1789 ονομαζόταν Χατζή-Μπέη, ονομασία που έλαβε κατά συνεκδοχή, από το φρούριο της πόλης το οποίο κατελήφθη από τους Ρώσους). Η πόλη, όπως σημειώνουν οι ιστορικοί, είχε ευεργετηθεί από την παρουσία τοιυ Αρμάν-Εμμανουέλ ντυ Πλεσί, δούκα του Ρισελιέ, ο οποίος είχε προσφέρει πολύτιμές υπηρεσίες ως κυβερνήτης.
[1] Κωστή Παπαγιώργη, «Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Φιλικός», εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.
Στα 1800 η Οδησσός αποτελούσε κέντρο Ρωμιών εμπόρων. Σύμφωνα με τον Σακελλάριο Σακκελαρίου, …, όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν νικηφόρα στην πόλη (1794) φιλοξενήθηκαν σε ελληνικά σπίτια, «το δε ελληνικόν σχολείον, το και μοναδικόν τότε, ηρίθμει 72 μαθητάς». Πιθανώς από κείνη την εποχή έλκουν την καταγωγή τους οι ρωσικές παροιμίες «ο γραικός είναι το δεξί χέρι του Θεού» ή «ο αδελφός μου ο γραικός». Οι μετακινήσεις προς τη Ρωσία σημειώθηκαν κυρίως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1760-1774, όταν οι κάτοικοι της Άσπρης θάλασσας, δηλαδή του Αιγαίου, απέκτησαν επίσημο δικαίωμα μεταναστεύσεως. Η πόλη είχε περιέλθει στη Ρωσία με τη συνθήκη του Ιασίου και, μετά τα Ορλωφικά, η Μεγάλη Αικατερίνη είχε παραχωρήσει εκεί γαίες στους φυγάδες του νότου, που μέσα σε λίγα χρόνια συγκρότησαν ένα από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της διασποράς. Άλλωστε χάρη στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (αυτό το «θαύμα της φαναριώτικής διπλωματίας»), το 1774, τα αιγαιοπελαγίτικα πλοία είχαν ελευθερία προσπέλασης στο λιμάνι της Οδησσού (η οποία πριν από το 1789 ονομαζόταν Χατζή-Μπέη, ονομασία που έλαβε κατά συνεκδοχή, από το φρούριο της πόλης το οποίο κατελήφθη από τους Ρώσους). Η πόλη, όπως σημειώνουν οι ιστορικοί, είχε ευεργετηθεί από την παρουσία τοιυ Αρμάν-Εμμανουέλ ντυ Πλεσί, δούκα του Ρισελιέ, ο οποίος είχε προσφέρει πολύτιμές υπηρεσίες ως κυβερνήτης.
[1] Κωστή Παπαγιώργη, «Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Φιλικός», εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.
Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008
Ποίηση
Γιώργος Σεφέρης
Μυθιστόρημα
ΚΓ΄
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν΄ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα
του ιδίου
Δημοτικό Τραγούδι
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σού τό 'χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας Μαλάμω !
Μυθιστόρημα
ΚΓ΄
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν΄ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα
του ιδίου
Δημοτικό Τραγούδι
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σού τό 'χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας Μαλάμω !
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008
το τέλος των Φιλικών
Ο τελευταίος Φιλικός[I]
Η ιδιότητα του Φιλικού, μετά την αποτυχία στη Βλαχομολδαβία, όχι μόνο δεν είναι τιμητική, αλλά ταυτιζόταν με τα φρονήματα των «φερέοικων» και των «τυχοδιωκτών». Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τα αισθήματα εχθρότητας και αποξένωσης που κατέκλυσαν τους δύο πρωτοΦιλικούς. Αντί για την αναγνώριση του οραματιστή και πρωτουργού, συναντούσαν την περιφρόνηση και την αδιαφορία. Άλλωστε, όντας καλαμαρλάδες και διόλου άνθρωποι των όπλων, εντάσσονταν αυτόχρημα στα φραγκοντυμένα ξενόφερτα ψαλιδοκέρια (τους «κωλοπλυμένους»). Το μόνο που αναφέρει ο Ξάνθος για την παραμονή του στην επαναστατημένη χώρα είναι ότι «διωρίσθη και μέλος εις μίαν επιτροπήν διά να δικάση διαφορά τινα μεταξύ του Αντιπροέδρου του Βουλευτικού Βρυσθένης και τινων στρατιωτών». Τότε, κατά μία εκδοχή, ο Δημήτριος του ανέθεσε να μεταβεί στο Μούνκατς και να επιδιώξει τη φυγάδευση του αδελφού του Αλέξανδρου. «Ο επιτήδειος και ουχ ήττον τολμηρός Ξάνθος», γράφει ο Φιλήμων, «απελθών επέτυχεν, όπως γράψη διά θεραπαινίδος τινός προς τον Υψηλάντη τα περί της αποστολής αυτού. Αλλ’ ούτος, υπό το ιδίων, ως και πρότερον, ορμώμενος λόγων, απήντησε προς τούτον: «Φύγε, διότι θέλεις κάμει δυστυχεστέραν την θέσιν μου»». (Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ανέλαβε την αποστολή, πάντως ο Αλέξανδρος μεταφέρθηκε από το Μούνκατς στο Τερένζιεστατ τον Ιανουάριο του 1823). Μετά κι από αυτή την αποτυχία ο Πάτμιος επανήλθε και του λοιπού «διετέλει αγωνιζόμενος ως απλούς πολίτης».
Είναι προφανές ότι ο Μοριάς ήταν και για τους δύο – Ξάνθο και Τσακάλωφ – ξένος τόπος. Ενώ ο Αναγνωστόπουλος και ο Δικαίος, σαν Πελοποννήσιοι, αξιώθηκαν να φορέσουν τα άρματα και να εξιλεωθούν, ο Πάτμιος και ο Ιωαννίτης παρέμειναν ξένοι και παρεπίδημοι. Οικείος τόπος γι’ αυτούς ήταν ο Βορράς, γι’ αυτό άλλωστε επανήλθαν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Ο Τσακάλωφ, με την έλευση του Καποδίστρια, θα διοριστεί υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου (λογιστικόν του στρατού), θα υπογράψει ως πληρεξούσιος στην εν Άργει Εθνοσυνέλευση και θα επισκεφθεί την ιδιαιτέρα του πατρίδα. «Αλλ’ οίαν φρικώδη διαφοράν εύρεν αυτόσε». Όταν είχε αποδημήσει από τα Γιάννενα, υπήρχαν δύο σχολεία, του Καπλάνη και των Ζωσιμάδων, με πλούσιες βιβλιοθήκες, με μεγάλη συλλογή εργαλείων φυσικής και πειραματικής, επίσης νοσοκομείο και γεροντοκομείο. Τώρα το μόνο που βρήκε ήταν ένα φτωχό σχολείο στεγασμένο σε οθωμανική οικία, «ένθα οι μαθηταί εδιδάσκοντο κατά το πλέιστον εν υπαίθρω». Οριστικά θα αναχωρήσει από τη χώρα μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη.
…
Όσο για τον Ξάνθο, θα υπηρετήσει ως σταφέτο (= ταχυδρόμος) τον Δημήτριο Υψηλάντη – πάντα το κατά δύναμιν. … Θα παραμείνει στην Τελέγκα έως τη στιγμή που η έκδοση του Δοκιμίου περί της Φιλικής του Φιλήμονα θα τον εξαναγκάσει να κατέλθει στην Οθωνούπολη για να υπερασπιστεί την τιμή του με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο θάνατός του περιγράφεται από τον Γούδα: «Σφόδρας συζητήσεως ούσης εν τη Βουλή και Βουλευτών τινών ελθόντνω εις χείρας, ο Ξάνθος, ευρίσκετο ατυχώς εν τω μεγάλως θορυβηθέντι θεωρίω. Διαταγείσης της εκκενώσεως τούτου και των πάντων εμφόβως φευγόντων, κατήρχετο εσπευσμένως της κλίμακος και ο υπερεβδομηκοντούτης Ξάνθος, κατά κακήν δε τύχην η κλίμαξ εστερείτο του επ’ αυτήν ξύλου ένθα απακομβώσιν οι αναβαίνοντες και καταβαίνοντες. Ο Ξάνθος ωθούμενος και μη έχων που να στηριχθή, εξέπεσεν από της κορυφής της κλίμακος εις το λιθόστρωτον έδαφος και έμεινεν αναίσθητος και σχεδόν ημιθανής – απεδόθησαν δ’ αυτώ αι τιμαί στρατηγού».
Η επιστολή που του στέλνει ο Ξόδιλος το 1836 (από το Γαλάτσι) πιθανότατα είναι και η καλύτερη νεκρολογία του:
Α! Άριστέ μοι και ακριβέ. Ας μη μελαγχολώμεν, ας μη βαρυγνωμώμεν, και ουδόλως ας μην ασχάλλωμεν. Ελληνική σημαία κυματεί εις όλον τον κόσμο, ελλάς ήρχησε να υπάρχη εν μέσω των δεδοξασμένων λαών. Πρέσβεις της εις όλας τας μεγάλας του κόσμου πόλεις. Πρόξενοι και υποπρόξενοι και εις τους παραμικροτέρους του εχθρού λιμένας …
Η ιδιότητα του Φιλικού, μετά την αποτυχία στη Βλαχομολδαβία, όχι μόνο δεν είναι τιμητική, αλλά ταυτιζόταν με τα φρονήματα των «φερέοικων» και των «τυχοδιωκτών». Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τα αισθήματα εχθρότητας και αποξένωσης που κατέκλυσαν τους δύο πρωτοΦιλικούς. Αντί για την αναγνώριση του οραματιστή και πρωτουργού, συναντούσαν την περιφρόνηση και την αδιαφορία. Άλλωστε, όντας καλαμαρλάδες και διόλου άνθρωποι των όπλων, εντάσσονταν αυτόχρημα στα φραγκοντυμένα ξενόφερτα ψαλιδοκέρια (τους «κωλοπλυμένους»). Το μόνο που αναφέρει ο Ξάνθος για την παραμονή του στην επαναστατημένη χώρα είναι ότι «διωρίσθη και μέλος εις μίαν επιτροπήν διά να δικάση διαφορά τινα μεταξύ του Αντιπροέδρου του Βουλευτικού Βρυσθένης και τινων στρατιωτών». Τότε, κατά μία εκδοχή, ο Δημήτριος του ανέθεσε να μεταβεί στο Μούνκατς και να επιδιώξει τη φυγάδευση του αδελφού του Αλέξανδρου. «Ο επιτήδειος και ουχ ήττον τολμηρός Ξάνθος», γράφει ο Φιλήμων, «απελθών επέτυχεν, όπως γράψη διά θεραπαινίδος τινός προς τον Υψηλάντη τα περί της αποστολής αυτού. Αλλ’ ούτος, υπό το ιδίων, ως και πρότερον, ορμώμενος λόγων, απήντησε προς τούτον: «Φύγε, διότι θέλεις κάμει δυστυχεστέραν την θέσιν μου»». (Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ανέλαβε την αποστολή, πάντως ο Αλέξανδρος μεταφέρθηκε από το Μούνκατς στο Τερένζιεστατ τον Ιανουάριο του 1823). Μετά κι από αυτή την αποτυχία ο Πάτμιος επανήλθε και του λοιπού «διετέλει αγωνιζόμενος ως απλούς πολίτης».
Είναι προφανές ότι ο Μοριάς ήταν και για τους δύο – Ξάνθο και Τσακάλωφ – ξένος τόπος. Ενώ ο Αναγνωστόπουλος και ο Δικαίος, σαν Πελοποννήσιοι, αξιώθηκαν να φορέσουν τα άρματα και να εξιλεωθούν, ο Πάτμιος και ο Ιωαννίτης παρέμειναν ξένοι και παρεπίδημοι. Οικείος τόπος γι’ αυτούς ήταν ο Βορράς, γι’ αυτό άλλωστε επανήλθαν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Ο Τσακάλωφ, με την έλευση του Καποδίστρια, θα διοριστεί υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου (λογιστικόν του στρατού), θα υπογράψει ως πληρεξούσιος στην εν Άργει Εθνοσυνέλευση και θα επισκεφθεί την ιδιαιτέρα του πατρίδα. «Αλλ’ οίαν φρικώδη διαφοράν εύρεν αυτόσε». Όταν είχε αποδημήσει από τα Γιάννενα, υπήρχαν δύο σχολεία, του Καπλάνη και των Ζωσιμάδων, με πλούσιες βιβλιοθήκες, με μεγάλη συλλογή εργαλείων φυσικής και πειραματικής, επίσης νοσοκομείο και γεροντοκομείο. Τώρα το μόνο που βρήκε ήταν ένα φτωχό σχολείο στεγασμένο σε οθωμανική οικία, «ένθα οι μαθηταί εδιδάσκοντο κατά το πλέιστον εν υπαίθρω». Οριστικά θα αναχωρήσει από τη χώρα μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη.
…
Όσο για τον Ξάνθο, θα υπηρετήσει ως σταφέτο (= ταχυδρόμος) τον Δημήτριο Υψηλάντη – πάντα το κατά δύναμιν. … Θα παραμείνει στην Τελέγκα έως τη στιγμή που η έκδοση του Δοκιμίου περί της Φιλικής του Φιλήμονα θα τον εξαναγκάσει να κατέλθει στην Οθωνούπολη για να υπερασπιστεί την τιμή του με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο θάνατός του περιγράφεται από τον Γούδα: «Σφόδρας συζητήσεως ούσης εν τη Βουλή και Βουλευτών τινών ελθόντνω εις χείρας, ο Ξάνθος, ευρίσκετο ατυχώς εν τω μεγάλως θορυβηθέντι θεωρίω. Διαταγείσης της εκκενώσεως τούτου και των πάντων εμφόβως φευγόντων, κατήρχετο εσπευσμένως της κλίμακος και ο υπερεβδομηκοντούτης Ξάνθος, κατά κακήν δε τύχην η κλίμαξ εστερείτο του επ’ αυτήν ξύλου ένθα απακομβώσιν οι αναβαίνοντες και καταβαίνοντες. Ο Ξάνθος ωθούμενος και μη έχων που να στηριχθή, εξέπεσεν από της κορυφής της κλίμακος εις το λιθόστρωτον έδαφος και έμεινεν αναίσθητος και σχεδόν ημιθανής – απεδόθησαν δ’ αυτώ αι τιμαί στρατηγού».
Η επιστολή που του στέλνει ο Ξόδιλος το 1836 (από το Γαλάτσι) πιθανότατα είναι και η καλύτερη νεκρολογία του:
Α! Άριστέ μοι και ακριβέ. Ας μη μελαγχολώμεν, ας μη βαρυγνωμώμεν, και ουδόλως ας μην ασχάλλωμεν. Ελληνική σημαία κυματεί εις όλον τον κόσμο, ελλάς ήρχησε να υπάρχη εν μέσω των δεδοξασμένων λαών. Πρέσβεις της εις όλας τας μεγάλας του κόσμου πόλεις. Πρόξενοι και υποπρόξενοι και εις τους παραμικροτέρους του εχθρού λιμένας …
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008
οι σύζυγοι
Ανταγωνιστικές σχέσεις και συμπληρωματικές προσωπικότητες των συζύγων στο γάμο[1].
Άλλο πρόβλημα πού απειλεί το γάμο είναι οι ανταγωνιστικές σχέσεις των ανθρώπων. Οι σχέσεις αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα να αναπτύσσουν συμπληρωματικές προσωπικότητες. Αυτή ή ανταγωνιστική σχέση, υποκινούσα αντίθετα σχήματα συμπεριφοράς, έχει μεγαλύτερες συνέπειες στις σχέσεις των δύο φύλων στον γάμο. Στους άλλους τομείς τής ζωής, όπως π.χ. στην εργασία, ή πραγματικότητα και ή ανάγκη μας οδηγούν να συμπεριφερόμαστε με ένα τρόπο πιο φορμαρισμένο και συνεπώς πιο παραδεκτό. Στον τομέα όμως τής συζυγικής ζωής, φαίνεται πώς και αυτά ακόμα τα πιο ισορροπημένα άτομα δεν μπορούν να αποφύγουν να μεταβάλουν τις συζυγικές σχέσεις σε πεδίο, πού σ' αυτό θα πραγματοποιήσουν όλες τις αντιθέσεις, όλα τα όνειρα και όλες τις επιθυμίες τους.
Οι ανταγωνιστικοί τύποι ανθρώπων διαλέγουν συντρόφους με αντίθετο χαρακτήρα. Είναι ή φυσική αρχή της έλξεως των αντιθέτων. Όσο οι έλξεις αυτές είναι βαθειές και έντονες, υπάρχει στις συζυγικές σχέσεις μια κάποια ισορροπία. Στην πρώτη όμως άρνηση από τον σύντροφο μας τής επιθυμητής ικανοποιήσεως, πού παρέχει ένας τέτοιος ανταγωνιστικός διακανονισμός, ή συνεργασία σπάζει και ή έντονη έλξη μεταβάλλεται σε μια εχθρότητα, εξίσου δυνατή. Γυναίκες π.χ. εγωίστριες και φιλόδοξες, πού θέλουν πάντα να ξεχωρίζουν και πού δεν έχουν τα προσόντα, ούτε το κουράγιο, να αγωνισθούν στη ζωή γι' αυτή τη διάκριση, περιμένουν από τον άνδρα τους να ικανοποιήσει όλες αυτές τις φιλοδοξίες τους. Τον σπρώχνουν, τον παρακινούν με θεμιτά και αθέμιτα μέσα να ανέβει, να γίνει μεγάλος, τρανός, διάσημος. Πολλές είναι ικανοποιημένες από την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Άλλες δεν μπορούν να υποφέρουν αυτή την άνοδο του συζύγου τους, κι ας ήταν αυτές πού το επιδίωξαν. Δεν μπορούν να ανεχθούν την πραγματοποίηση των επιθυμιών τους, γιατί δεν ανέχονται τώρα πια να επισκιάζονται από την έντονη προσωπικότητα του συζύγου, μια προσωπικότητα, που μέχρι χθες ήταν το ιδανικό τους. Ή ένας σύζυγος πού παραπονείται για την αδέξια γυναίκα του. Ο σύζυγος αυτός την παντρεύτηκε γι' αυτήν ακριβώς την αδεξιότητα της, γιατί μ' αυτή τη γυναίκα, αυτός, ο επιδέξιος και ικανός, φαντάζει για ήρωας και προστάτης. Ή ο σύζυγος πού εδιάλεξε μια γυναίκα δεσποτική, αυταρχική, αντρογυναίκα, για να στηριχθή πάνω της, αυτός ο αδύναμος και ασθενικός. Όσο οι σύζυγοι αυτοί ήταν πρόθυμοι να εξυπηρετούν ο ένας τούς σκοπούς του άλλου, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Όταν όμως αντιτάχθηκαν, αδικήθηκαν και παραμελήθηκαν και τότε στη θέση της συμφωνίας ήρθαν οι διαπληκτισμοί, στη θέση του ενδιαφέροντος ή αδιαφορία, στη θέση της αγάπης το μίσος.
«Έχει παρατηρηθεί πώς οι περισσότερες συγκρούσεις μέσα στο γάμο οφείλονται ακριβώς στη διαφορά της προσωπικότητας, πού δημιούργησε αρχικά τη βασική έλξη»[2].
Σε μία τέτοια σύγκρουση η διαμάχη και η αμφισβήτηση φαίνεται ότι δημιουργούνται από παράγοντες επιφανειακούς και τυχαίους. Στην πραγματικότητα ή σύγκρουση είναι πάντα σύγκρουση σχέσεων. Οι σύζυγοι πού εμπλέκονται σε μια τέτοια σύγκρουση, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν συνείδηση των προσωπικών τους κινήτρων, ούτε του ρόλου πού παίζει ο καθένας. Τσακώνονται και ανταλλάσσουν κουβέντες πικρές, για ένα γεγονός επιφανειακό, χωρίς να αγγίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Βλέπουν μόνο τον άλλον. Ακούνε μόνο τον εαυτό τους. Δεν έχουν επίγνωση του τί κάνουν και τί λένε οι ίδιοι. Το βάρος όλο το έχει ο αντίπαλος.
«Ένας καλύτερος έλεγχος των αμοιβαίων επιδράσεων στις ανθρώπινες σχέσεις, προϋποθέτει βαθύτερη επίγνωση των προσωπικών μας σχέσεων και πράξεων»[3].
Άλλο πρόβλημα πού απειλεί το γάμο είναι οι ανταγωνιστικές σχέσεις των ανθρώπων. Οι σχέσεις αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα να αναπτύσσουν συμπληρωματικές προσωπικότητες. Αυτή ή ανταγωνιστική σχέση, υποκινούσα αντίθετα σχήματα συμπεριφοράς, έχει μεγαλύτερες συνέπειες στις σχέσεις των δύο φύλων στον γάμο. Στους άλλους τομείς τής ζωής, όπως π.χ. στην εργασία, ή πραγματικότητα και ή ανάγκη μας οδηγούν να συμπεριφερόμαστε με ένα τρόπο πιο φορμαρισμένο και συνεπώς πιο παραδεκτό. Στον τομέα όμως τής συζυγικής ζωής, φαίνεται πώς και αυτά ακόμα τα πιο ισορροπημένα άτομα δεν μπορούν να αποφύγουν να μεταβάλουν τις συζυγικές σχέσεις σε πεδίο, πού σ' αυτό θα πραγματοποιήσουν όλες τις αντιθέσεις, όλα τα όνειρα και όλες τις επιθυμίες τους.
Οι ανταγωνιστικοί τύποι ανθρώπων διαλέγουν συντρόφους με αντίθετο χαρακτήρα. Είναι ή φυσική αρχή της έλξεως των αντιθέτων. Όσο οι έλξεις αυτές είναι βαθειές και έντονες, υπάρχει στις συζυγικές σχέσεις μια κάποια ισορροπία. Στην πρώτη όμως άρνηση από τον σύντροφο μας τής επιθυμητής ικανοποιήσεως, πού παρέχει ένας τέτοιος ανταγωνιστικός διακανονισμός, ή συνεργασία σπάζει και ή έντονη έλξη μεταβάλλεται σε μια εχθρότητα, εξίσου δυνατή. Γυναίκες π.χ. εγωίστριες και φιλόδοξες, πού θέλουν πάντα να ξεχωρίζουν και πού δεν έχουν τα προσόντα, ούτε το κουράγιο, να αγωνισθούν στη ζωή γι' αυτή τη διάκριση, περιμένουν από τον άνδρα τους να ικανοποιήσει όλες αυτές τις φιλοδοξίες τους. Τον σπρώχνουν, τον παρακινούν με θεμιτά και αθέμιτα μέσα να ανέβει, να γίνει μεγάλος, τρανός, διάσημος. Πολλές είναι ικανοποιημένες από την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Άλλες δεν μπορούν να υποφέρουν αυτή την άνοδο του συζύγου τους, κι ας ήταν αυτές πού το επιδίωξαν. Δεν μπορούν να ανεχθούν την πραγματοποίηση των επιθυμιών τους, γιατί δεν ανέχονται τώρα πια να επισκιάζονται από την έντονη προσωπικότητα του συζύγου, μια προσωπικότητα, που μέχρι χθες ήταν το ιδανικό τους. Ή ένας σύζυγος πού παραπονείται για την αδέξια γυναίκα του. Ο σύζυγος αυτός την παντρεύτηκε γι' αυτήν ακριβώς την αδεξιότητα της, γιατί μ' αυτή τη γυναίκα, αυτός, ο επιδέξιος και ικανός, φαντάζει για ήρωας και προστάτης. Ή ο σύζυγος πού εδιάλεξε μια γυναίκα δεσποτική, αυταρχική, αντρογυναίκα, για να στηριχθή πάνω της, αυτός ο αδύναμος και ασθενικός. Όσο οι σύζυγοι αυτοί ήταν πρόθυμοι να εξυπηρετούν ο ένας τούς σκοπούς του άλλου, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Όταν όμως αντιτάχθηκαν, αδικήθηκαν και παραμελήθηκαν και τότε στη θέση της συμφωνίας ήρθαν οι διαπληκτισμοί, στη θέση του ενδιαφέροντος ή αδιαφορία, στη θέση της αγάπης το μίσος.
«Έχει παρατηρηθεί πώς οι περισσότερες συγκρούσεις μέσα στο γάμο οφείλονται ακριβώς στη διαφορά της προσωπικότητας, πού δημιούργησε αρχικά τη βασική έλξη»[2].
Σε μία τέτοια σύγκρουση η διαμάχη και η αμφισβήτηση φαίνεται ότι δημιουργούνται από παράγοντες επιφανειακούς και τυχαίους. Στην πραγματικότητα ή σύγκρουση είναι πάντα σύγκρουση σχέσεων. Οι σύζυγοι πού εμπλέκονται σε μια τέτοια σύγκρουση, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν συνείδηση των προσωπικών τους κινήτρων, ούτε του ρόλου πού παίζει ο καθένας. Τσακώνονται και ανταλλάσσουν κουβέντες πικρές, για ένα γεγονός επιφανειακό, χωρίς να αγγίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Βλέπουν μόνο τον άλλον. Ακούνε μόνο τον εαυτό τους. Δεν έχουν επίγνωση του τί κάνουν και τί λένε οι ίδιοι. Το βάρος όλο το έχει ο αντίπαλος.
«Ένας καλύτερος έλεγχος των αμοιβαίων επιδράσεων στις ανθρώπινες σχέσεις, προϋποθέτει βαθύτερη επίγνωση των προσωπικών μας σχέσεων και πράξεων»[3].
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008
Λογοτεχνία
ο Αδάμ[1]
Είχε βρεθεί στους γάμους της μάνας στην Αλεξάντρεια κι είχε θαυμάσει το δώρο του γαμπρού, που με κάτι τέτοια γύρευε να ξελογιάσει τη γιαγιά για να τον αφήσει να πάρει την κόρη της στην Ελλάδα. Στους γάμους ήταν κι η δική της Αμαλίτσα, κορίτσι πράμα, την άφησε μάλιστα κάπου τέσσερα χρόνια της γιαγιάς, μπας και ξεχάσει κείνο το δαίμονα τον Αδάμ. Μα δε βαριέσαι … Στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, αυτός παιδί μου βρήκε τρόπο και ξέφυγε από τα χέρια των Τούρκω στο Χομς κι ύστερα με βάρκα από το Μπερούτι πέρασε στην Κύπρο κι από κει στο Πόρτο Σάιτ και μια μέρα τον πήρε το μάτι της Λιλίκας που τριγύριζε σαν κλέφτης πίσω απ’ τις φραγκοσυκιές. «- Μωρή, λέει της συχωρεμένης, αυτός εκεί με τη χρυσή καδένα δεν είναι ο Αδάμ ; - Δεν ξέρω να σας πω, καλέ νονά. Μακάρι να ήταν». Εχ, το γραφτό, παιδί μου …
Τώρα που άκουα, την ανακαλούσα τούτη την ιστορία μέσα από το πούσι των παιδικών μου χρόνων, χινόπωρο ήταν, στην Κηφισιά, και ψιλόβρεχε ολημέρα πάνω στους σωρούς τα ξερά φύλλα και κάποιος την έλεγε (η γιαγιά, η μάνα ;) κι όλα είχαν μια λάμψη γλυκειά και μελαγχολική. Αυτός ο μεγάλος έρωτας που δε φοβήθηκε θάνατο, κιντύνους, πόλεμο, τρικυμίες, μόνο βαστούσε και βαστούσε η χρυσή καδένα και το ρολόι, κι ο Αδάμ να τριγυρίζει … Γινόταν ένα μυθικό πρόσωπο, όλος ο ηρωισμός και η αφοσίωση και η πίστη … Και τώρα, εδώ, άκουα την άλλη έκδοση. Η Αμαλίτσα πέθανε μισοπαράλυτη, αποβλακωμένη, τα σάλια της τρέχαν σαν του μωρού, μόνο τα μάτια καίγαν από μιαν αξεδίψαστη λαγνεία … «Της έδινε ματζούνια, έπαιρνε κι αυτός, την ξεπάτωσε … Μη θαρρείς, του είπα, ξέρω πώς ξαμυάλισες την Αρμένισά σου, τη χοντροκώλα. Θα πάω στον πατριάρχη να τα ξομολογηθώ, θα σε κάνω ρεζίλι στα Γεροσόλημα». Ο γέρος μιλούσε και πνιγόταν από το θυμό.
- Κατάλαβες, μου λέει, γιατί έχουν μια παροιμία οι Άραβες : Μη δίνεις πίστη στο χατζή ; Ο κόσμος άκουε πράματα και θάματα για τους Άγιους Τόπους, όπως εσύ για τον Αδάμ, κι όταν ερχόντουσαν, η γη τούτη τους φανέρωνε τη γυμνή αλήθεια.
Έτσι, τυλιγμένο μέσα σε μια λάμψη, είχα φανταστεί και τ’ Ανθρωπάκι, από τις διηγήσεις στα χρόνια του Μεταξά και στον ισπανικό. Και να ποιος ήταν, ένας Αδάμ ! Η γη Χαναάν τον ξεσκέπαζε.
Είχε βρεθεί στους γάμους της μάνας στην Αλεξάντρεια κι είχε θαυμάσει το δώρο του γαμπρού, που με κάτι τέτοια γύρευε να ξελογιάσει τη γιαγιά για να τον αφήσει να πάρει την κόρη της στην Ελλάδα. Στους γάμους ήταν κι η δική της Αμαλίτσα, κορίτσι πράμα, την άφησε μάλιστα κάπου τέσσερα χρόνια της γιαγιάς, μπας και ξεχάσει κείνο το δαίμονα τον Αδάμ. Μα δε βαριέσαι … Στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, αυτός παιδί μου βρήκε τρόπο και ξέφυγε από τα χέρια των Τούρκω στο Χομς κι ύστερα με βάρκα από το Μπερούτι πέρασε στην Κύπρο κι από κει στο Πόρτο Σάιτ και μια μέρα τον πήρε το μάτι της Λιλίκας που τριγύριζε σαν κλέφτης πίσω απ’ τις φραγκοσυκιές. «- Μωρή, λέει της συχωρεμένης, αυτός εκεί με τη χρυσή καδένα δεν είναι ο Αδάμ ; - Δεν ξέρω να σας πω, καλέ νονά. Μακάρι να ήταν». Εχ, το γραφτό, παιδί μου …
Τώρα που άκουα, την ανακαλούσα τούτη την ιστορία μέσα από το πούσι των παιδικών μου χρόνων, χινόπωρο ήταν, στην Κηφισιά, και ψιλόβρεχε ολημέρα πάνω στους σωρούς τα ξερά φύλλα και κάποιος την έλεγε (η γιαγιά, η μάνα ;) κι όλα είχαν μια λάμψη γλυκειά και μελαγχολική. Αυτός ο μεγάλος έρωτας που δε φοβήθηκε θάνατο, κιντύνους, πόλεμο, τρικυμίες, μόνο βαστούσε και βαστούσε η χρυσή καδένα και το ρολόι, κι ο Αδάμ να τριγυρίζει … Γινόταν ένα μυθικό πρόσωπο, όλος ο ηρωισμός και η αφοσίωση και η πίστη … Και τώρα, εδώ, άκουα την άλλη έκδοση. Η Αμαλίτσα πέθανε μισοπαράλυτη, αποβλακωμένη, τα σάλια της τρέχαν σαν του μωρού, μόνο τα μάτια καίγαν από μιαν αξεδίψαστη λαγνεία … «Της έδινε ματζούνια, έπαιρνε κι αυτός, την ξεπάτωσε … Μη θαρρείς, του είπα, ξέρω πώς ξαμυάλισες την Αρμένισά σου, τη χοντροκώλα. Θα πάω στον πατριάρχη να τα ξομολογηθώ, θα σε κάνω ρεζίλι στα Γεροσόλημα». Ο γέρος μιλούσε και πνιγόταν από το θυμό.
- Κατάλαβες, μου λέει, γιατί έχουν μια παροιμία οι Άραβες : Μη δίνεις πίστη στο χατζή ; Ο κόσμος άκουε πράματα και θάματα για τους Άγιους Τόπους, όπως εσύ για τον Αδάμ, κι όταν ερχόντουσαν, η γη τούτη τους φανέρωνε τη γυμνή αλήθεια.
Έτσι, τυλιγμένο μέσα σε μια λάμψη, είχα φανταστεί και τ’ Ανθρωπάκι, από τις διηγήσεις στα χρόνια του Μεταξά και στον ισπανικό. Και να ποιος ήταν, ένας Αδάμ ! Η γη Χαναάν τον ξεσκέπαζε.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008
περί της Πειρατείας
Αιτωλοί πειρατές στη Νάξο[1]
Μαρτυρίες, γραπτές[2], για πειρατείες στην αρχαία Νάξο δεν έχομε πολλές. Η Μυθολογία διασώζει μια μαρτυρία για επιδρομή Τυρρηνών πειρατών έξω από τη Νάξο και αρπαγής του Βάκχου απ1 αυτούς. Πρόκειται για τον Ομηρικό ύμνο προς τον Διόνυσο. Συμφωνά μ' αυτόν:
«... Τάχα δ' άνδρες εϋσσέλμου από νηός ληισταίπρογένοντο θοώς επί οίνοπα πόντον Τυρσηνοι· τους δ’ ήγε κακός μόρος· οι δε ιδόντες νεύσαν εις αλλήλους, τάχα δ’ έκθορον αίψa δ’ ελόντες είσαν επί σφετέρης νηός κεχαρημένοι ήτορ·
υιόν γαρ μιν έφαντο διατροφέων βασιλήων είναι, και δεσμοίς εθελον δειν αργαλέοισοι...» [Θουκυδ. I, 4 -5]
Ο Διόνυσος όμως σαν θεός που ήταν, σπάζοντας, ως γνωστόν, τα δεσμά του λευτερώθηκε, αφού πρώτα γέμισε το καράβι τους με κληματόφυλλα, έκανε άλλα θαύματα και τέλος μετέτρεψε τους πειρατές σε δελφίνια. Μόνον ο κυβερνήτης του πλοίου γλύτωσε, επειδή είχε αντισταθεί στην αιχμαλωσία του θεού και ο Διόνυσος για να τον ανταμείψει τον έκανε, κατά την παράδοση, ιερέα του ναού του στη Νάξο.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι τώρα και μια αρχαία επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνος έρχεται να προστεθεί σαν μια ακόμα, ιστορική αυτή τη φορά, μαρτυρία για μιά πειρατική επιδρομή Αιτωλών στη Νάξο. Πρόκειται για την επιγραφή που βρέθηκε παλιότερα στην περιοχή Αυλωνίτσα του Σαγκριού και που δημοσιεύθηκε από τον Dittenberger [Θουκυδ. Ι, 4 - 5] ως εξής: 520. Aulonitarum Naxiorum decretum saec. III. Aulonitsae nunc Scordiae in Naxo. Edd. Martha Bull. hell. IX 1885, 496, 3 (Mishel 410). Syll. 2442, IGXII 5, 36.
Έδοξεν Αυλωνίοις[3] επειδή ελόντων σωμάτων εκ του δήμου υπό των Αιτωλών[4] διακοσίων και[5] ογδοήκοντα και καταπλεύσαντες δημοσίως[6] Χάροπος Αμφικλείδου, Ξενόδοκος Αριστοξένου, Δήμων Μάριος[7] Αριστοκλής... ...κου, Φειδία Γνωσιάδου ελυτρώσαντο παρά των Αιτωλών...».
Δηλαδή: «Απεφάσισαν οι Αυλώνιοι, επειδή συνελήφθησαν από τους Αιτωλούς διακόσιοι ογδόντα άνδρες αιχμάλωτοι από τον δήμον (και) αφού κατέπλευσαν με διαταγή του δήμου ο Χάροπος του Αμφικλείδου, ο Ξενόδοκος του Αριστοξένου, ο Δήμων του Μαρίου, ο Αριστοκλής του..., ο Φειδίας του Γνωσιάδου τους απηλευθέρωσαν από τους Αιτωλούς καταβάλλοντες λύτρα...».
Το ψήφισμα έγινε από τον αρχαίο Δήμο Αυλώνος Σαγκρίου (σημερινή Αυλωνίτσα)[8] για να τιμηθούν οι αναφερόμενοι σ' αυτό Νάξιοι, διότι με την ενδρεία και τόλμη τους κατόρθωσαν καταβάλλοντας βέβαια πλούσια λύτρα να ελευθερώσουν από τα χέρια των αγρίων Αιτωλών πειρατών 280 Αξώτες της Αυλωνίτσας.
Το κείμενο του ψηφίσματος δεν σώζεται δυστυχώς ολόκληρο, για νάχομε περισσότερες λεπτομέρειες αυτού του τολμήματος των Αυλωνιτών και κατά ποιο τρόπο ακριβώς ετιμήθησαν.
Την μαρτυρία, ότι Αιτωλοί πειρατές έφθαναν μέχρι τις Κυκλάδες για πειρατεία διασώζει και ο Πολύβιος ως εξής:
«... Αιτωλοί γουν τούτω τω τρόπω χρώμενοι και ληστεύοντες συνεχώς την Ελλάδα, και πολέμους ανεπάγγελτους φέροντες πολλοίς, ουδ’ απολογίας έτι κατηξίουν του εγκαλούντος, αλλά και προσεχλεύαζον ει τις αυτούς εις δικαιοδοσίας προκαλοίτο περί των γεγονότων ή και νη Δία των μελλόντων...». «...Μετά δε ταύτα Δημήτριος (ο Φάριος) μεν έχων τους πεντήκοντα των λέμβων ώρμησεν επί νήσων, και περιπλέων τινάς μεν ηργυρολόγει τινάς δ’ επόρθει των Κυκλάδων...»[9]
Από το παραπάνω απόσπασμα του Πολύβιου βγαίνει πόσο σκληροί κι άγριοι ήσαν οι Αιτωλοί και ιδιαίτερα ο γνωστός τρομερός Ιλλυριός αρχιπειρατής της αρχαιότητος Δημήτριος ο Φάριος και επομένως πόσο τολμηρό υπήρξε το κατόρθωμα των παλληκαριών του νησιού να ταξιδέψουν στη φωλιά των πειρατών Αιτωλών και να λευτερώσουν τους συμπατριώτες τους και πόσο δικαιολογημένα και προς παραδειγματισμόν των άλλων ο Δήμος της Αυλώνος συνέταξε χάριν αυτών το παραπάνω τιμητικό ψήφισμα. Η περιοχή της Αυλωνίτσας αλλά και των γειτονικών της περιοχών των «Κάτω Χωριών» του Κάστρου Απαλίρου, όπου, κατά τον Ζερλέντη, τοποθετείται και η βυζαντινή πρωτεύουσα της Νάξου υπέστησαν πράγματι τις τρομερότερες και αγριότερες πειρατικές επιδρομές[10] και κατά τα μεταγενέστερα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά και της ενετικής και της τουρκικής κυριαρχίας, στη Νάξο.[11]
[1] Ν. Α. Κεφαλληνιάδη, «Πειρατεία, κουρσάροι στο Αιγαίο», σ. 10 επ., εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1984.
[2] στα βραχογραφήματα του Αρωνιού της Νάξου εικονίζονται ανθρώπινες φιγούρες με τόξα να επιβιβάζουν στα πλοία τους διάφορα ζώα. Ασφαλώς πρόκειται για πειρατείες, που οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού χάραζαν στα βράχια, διαιωνίζοντας έτσι στη μνήμη των μεταγενεστέρων την αγωνία της εποχής τους.
[3] Απολλοδώρου Βιβλιοθ., Β. 3, 37 – 38.
[4] Ν. Κεφαλληνιάδη, Πειρατικές επιδρομές κατά της Αμοργού, κυκλαδική Επιθεώρησις Ιαν. – Φεβρ., 1972 τευχ. 25 – 26, σ. 8.
[5] Ν. Κεφαλληνιάδη, Χρονικό πειρατικών επιδρομών κατά της Σύρου, Συριανά, τευχ. 2., Αθήνα, 1983, σ. 34.
[6] Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Γ', σ. 212.
[7] Ν. Κεφαλληνιάδη, Κουρσάροι στη Νάξο (Ανάτυπο από την εφημ. Ναξιακό Μέλλον. Αθήνα, 1963, σ. 8.
[8] α) Αντ. Φλ. Κατσουρού, Κορσάροι και σκλάβοι, Σύρος, 1948, σ. 3 και β) D. Zakuthinos. Corsaires et pirates dans les mers grecques au temps de la domination Turque (Athènes, 1939), σ. 6 κ. εξ.
[9] α) Αντ. Φλ. Κατσουρού, Η πειρατεία στο Αιγαίο, Νεοελληνικός Λόγος, 1973. (Το πνευματικό και καλλιτεχνικό 72), σ. 190 - 192. β) Στεφ. Δ. Ημέλλου, η περί πειρατών λαϊκή παράδοσις (Διατριβή επί διδακτορία), Εν Αθήναις 1968, σ. 14.
[10] α) Ν. Κεφαλληνιάδη, Τα κάστρα της Νάξου, Ανάτυπον από το «Φιλολογικό Ναξιακό Μέλλον», Αθήνα, 1982, και β) Ν. Κεφαλληνιάδη, Οι πύργοι της Νάξου, Ανάτυπον από την εφημ. Ναξιακό Μέλλον, Αθήνα, 1980.
[11] Πολύτιμες πληροφορίες για την πειρατεία στο Αιγαίο μας δίνει στο τελευταίο βιβλίο του και ο Ολλανδός ιστορικός, φίλος Β. Slot, Archipelagus Turbatus, I-stabul, 1982).
Μαρτυρίες, γραπτές[2], για πειρατείες στην αρχαία Νάξο δεν έχομε πολλές. Η Μυθολογία διασώζει μια μαρτυρία για επιδρομή Τυρρηνών πειρατών έξω από τη Νάξο και αρπαγής του Βάκχου απ1 αυτούς. Πρόκειται για τον Ομηρικό ύμνο προς τον Διόνυσο. Συμφωνά μ' αυτόν:
«... Τάχα δ' άνδρες εϋσσέλμου από νηός ληισταίπρογένοντο θοώς επί οίνοπα πόντον Τυρσηνοι· τους δ’ ήγε κακός μόρος· οι δε ιδόντες νεύσαν εις αλλήλους, τάχα δ’ έκθορον αίψa δ’ ελόντες είσαν επί σφετέρης νηός κεχαρημένοι ήτορ·
υιόν γαρ μιν έφαντο διατροφέων βασιλήων είναι, και δεσμοίς εθελον δειν αργαλέοισοι...» [Θουκυδ. I, 4 -5]
Ο Διόνυσος όμως σαν θεός που ήταν, σπάζοντας, ως γνωστόν, τα δεσμά του λευτερώθηκε, αφού πρώτα γέμισε το καράβι τους με κληματόφυλλα, έκανε άλλα θαύματα και τέλος μετέτρεψε τους πειρατές σε δελφίνια. Μόνον ο κυβερνήτης του πλοίου γλύτωσε, επειδή είχε αντισταθεί στην αιχμαλωσία του θεού και ο Διόνυσος για να τον ανταμείψει τον έκανε, κατά την παράδοση, ιερέα του ναού του στη Νάξο.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι τώρα και μια αρχαία επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνος έρχεται να προστεθεί σαν μια ακόμα, ιστορική αυτή τη φορά, μαρτυρία για μιά πειρατική επιδρομή Αιτωλών στη Νάξο. Πρόκειται για την επιγραφή που βρέθηκε παλιότερα στην περιοχή Αυλωνίτσα του Σαγκριού και που δημοσιεύθηκε από τον Dittenberger [Θουκυδ. Ι, 4 - 5] ως εξής: 520. Aulonitarum Naxiorum decretum saec. III. Aulonitsae nunc Scordiae in Naxo. Edd. Martha Bull. hell. IX 1885, 496, 3 (Mishel 410). Syll. 2442, IGXII 5, 36.
Έδοξεν Αυλωνίοις
Το ψήφισμα έγινε από τον αρχαίο Δήμο Αυλώνος Σαγκρίου (σημερινή Αυλωνίτσα)[8] για να τιμηθούν οι αναφερόμενοι σ' αυτό Νάξιοι, διότι με την ενδρεία και τόλμη τους κατόρθωσαν καταβάλλοντας βέβαια πλούσια λύτρα να ελευθερώσουν από τα χέρια των αγρίων Αιτωλών πειρατών 280 Αξώτες της Αυλωνίτσας.
Το κείμενο του ψηφίσματος δεν σώζεται δυστυχώς ολόκληρο, για νάχομε περισσότερες λεπτομέρειες αυτού του τολμήματος των Αυλωνιτών και κατά ποιο τρόπο ακριβώς ετιμήθησαν.
Την μαρτυρία, ότι Αιτωλοί πειρατές έφθαναν μέχρι τις Κυκλάδες για πειρατεία διασώζει και ο Πολύβιος ως εξής:
«... Αιτωλοί γουν τούτω τω τρόπω χρώμενοι και ληστεύοντες συνεχώς την Ελλάδα, και πολέμους ανεπάγγελτους φέροντες πολλοίς, ουδ’ απολογίας έτι κατηξίουν του εγκαλούντος, αλλά και προσεχλεύαζον ει τις αυτούς εις δικαιοδοσίας προκαλοίτο περί των γεγονότων ή και νη Δία των μελλόντων...». «...Μετά δε ταύτα Δημήτριος (ο Φάριος) μεν έχων τους πεντήκοντα των λέμβων ώρμησεν επί νήσων, και περιπλέων τινάς μεν ηργυρολόγει τινάς δ’ επόρθει των Κυκλάδων...»[9]
Από το παραπάνω απόσπασμα του Πολύβιου βγαίνει πόσο σκληροί κι άγριοι ήσαν οι Αιτωλοί και ιδιαίτερα ο γνωστός τρομερός Ιλλυριός αρχιπειρατής της αρχαιότητος Δημήτριος ο Φάριος και επομένως πόσο τολμηρό υπήρξε το κατόρθωμα των παλληκαριών του νησιού να ταξιδέψουν στη φωλιά των πειρατών Αιτωλών και να λευτερώσουν τους συμπατριώτες τους και πόσο δικαιολογημένα και προς παραδειγματισμόν των άλλων ο Δήμος της Αυλώνος συνέταξε χάριν αυτών το παραπάνω τιμητικό ψήφισμα. Η περιοχή της Αυλωνίτσας αλλά και των γειτονικών της περιοχών των «Κάτω Χωριών» του Κάστρου Απαλίρου, όπου, κατά τον Ζερλέντη, τοποθετείται και η βυζαντινή πρωτεύουσα της Νάξου υπέστησαν πράγματι τις τρομερότερες και αγριότερες πειρατικές επιδρομές[10] και κατά τα μεταγενέστερα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά και της ενετικής και της τουρκικής κυριαρχίας, στη Νάξο.[11]
[1] Ν. Α. Κεφαλληνιάδη, «Πειρατεία, κουρσάροι στο Αιγαίο», σ. 10 επ., εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1984.
[2] στα βραχογραφήματα του Αρωνιού της Νάξου εικονίζονται ανθρώπινες φιγούρες με τόξα να επιβιβάζουν στα πλοία τους διάφορα ζώα. Ασφαλώς πρόκειται για πειρατείες, που οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού χάραζαν στα βράχια, διαιωνίζοντας έτσι στη μνήμη των μεταγενεστέρων την αγωνία της εποχής τους.
[3] Απολλοδώρου Βιβλιοθ., Β. 3, 37 – 38.
[4] Ν. Κεφαλληνιάδη, Πειρατικές επιδρομές κατά της Αμοργού, κυκλαδική Επιθεώρησις Ιαν. – Φεβρ., 1972 τευχ. 25 – 26, σ. 8.
[5] Ν. Κεφαλληνιάδη, Χρονικό πειρατικών επιδρομών κατά της Σύρου, Συριανά, τευχ. 2., Αθήνα, 1983, σ. 34.
[6] Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Γ', σ. 212.
[7] Ν. Κεφαλληνιάδη, Κουρσάροι στη Νάξο (Ανάτυπο από την εφημ. Ναξιακό Μέλλον. Αθήνα, 1963, σ. 8.
[8] α) Αντ. Φλ. Κατσουρού, Κορσάροι και σκλάβοι, Σύρος, 1948, σ. 3 και β) D. Zakuthinos. Corsaires et pirates dans les mers grecques au temps de la domination Turque (Athènes, 1939), σ. 6 κ. εξ.
[9] α) Αντ. Φλ. Κατσουρού, Η πειρατεία στο Αιγαίο, Νεοελληνικός Λόγος, 1973. (Το πνευματικό και καλλιτεχνικό 72), σ. 190 - 192. β) Στεφ. Δ. Ημέλλου, η περί πειρατών λαϊκή παράδοσις (Διατριβή επί διδακτορία), Εν Αθήναις 1968, σ. 14.
[10] α) Ν. Κεφαλληνιάδη, Τα κάστρα της Νάξου, Ανάτυπον από το «Φιλολογικό Ναξιακό Μέλλον», Αθήνα, 1982, και β) Ν. Κεφαλληνιάδη, Οι πύργοι της Νάξου, Ανάτυπον από την εφημ. Ναξιακό Μέλλον, Αθήνα, 1980.
[11] Πολύτιμες πληροφορίες για την πειρατεία στο Αιγαίο μας δίνει στο τελευταίο βιβλίο του και ο Ολλανδός ιστορικός, φίλος Β. Slot, Archipelagus Turbatus, I-stabul, 1982).
Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008
Ψυχολογία
Ο φόβος του να είσαι διαφορετικός
Ο φόβος του να είσαι διαφορετικός από τους άλλους είναι μία αιτία που εξηγεί την τάση για συμμόρφωση. Πόσο διαφορετικός από τους συγχωριανούς του τολμά να είναι κανείς; πόσο διαφορετικός τολμά να είναι κανείς από τα μέλη της ομάδας του, της παράταξής του, του συλλόγου του, των συμφοιτητών του; Ο φόβος του εξοστρακισμού στην αρχαία Ελλάδα ήταν ισχυρή απειλή γι’ αυτούς που η συμπεριφορά τους ήταν προκλητική για τα ήθη της πολιτείας. Ακόμη και στα πειράματα με ομάδες φοιτητών που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχει ο φόβος ότι αν εκφράσουν μια διαφορετική γνώμη, οι άλλοι θα τους περιγελάσουν, θα τους περιφρονήσουν, θα τους απορρίψουν, θα τους αγνοήσουν.
Σε ένα πείραμα του Φρήντμαν[1] τα μέλη μιας ομάδας ενημερώθηκαν ατομικά ότι ένα συγκεκριμένο μέλος ήταν «κάπως διαφορετικό». Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ασαφής. Στη συνέχεια του πειράματος τα μέλη έπρεπε να επιλέξουν έναν ανάμεσά τους για μια δυσάρεστη δουλειά. Σχεδόν πάντα αυτός που επιλεγόταν ήταν «ο διαφορετικός», ενώ για μια ευχάριστη δουλειά, ο διαφορετικός σχεδόν ποτέ δεν επιλέχτηκε. Ο Ζινέστ[2] βρήκε το ίδιο αποτέλεσμα. Τα πειράματα του Λεμαίν[3] έδειξαν ότι όταν τα χαρακτηριστικά του «θύματος» μοιάζουν με αυτά του συνεργάτη του ερευνητή, οι απαντήσεις του «θύματος» συμμορφώνονται με τις απαντήσεις του συνεργάτη.
Επίσης ένα «φυσικό πείραμα»[4] δείχνει καθαρά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των μελών μιας ομάδας, που προκαλούνται από τη δυσαρέσκεια της υπόλοιπης ομάδας απέναντί τους. ομάδες επιστημόνων έζησαν ένα σχεδόν χρόνο στην ανταρκτική σε πλήρη απομόνωση, με σκοπό τη μελέτη της παγωμένης αυτής περιοχής. Στη διάρκεια της απομόνωσης ορισμένα άτομα δημιουργούσαν προβλήματα στους άλλους. Ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των «διαφορετικών» από την ομάδα ήταν μια συμπεριφορά που τους αγνοούσε εντελώς σαν να μην υπήρχαν. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των «διαφορετικών» εκδηλώνονται τότε με αϋπνία, κλάματα χωρίς αιτία, παραισθήσεις, ατημελησία, άσκοπες κινήσεις και τελικά απάθεια. Μόλις όμως η ομάδα τους ξαναδεχόταν, τα συμπτώματα αυτά εξαφανίζονταν. Τα πορίσματα δείχνουν ότι ο φόβος τού να χαρακτηριστεί κανείς «διαφορετικός» συμβάλλει στην τάση για συμμόρφωση.
[1] Freedman, J.L. και Doob, A. Deviancy, New York: Academic, 1968.
[2] Gineste, M.D. Incertitude sur la performance et choix d’ un partenaire de travail. Annee Psychol. 73, 444-64, 1973.
[3] Lemaine, J.M. Conditionnement verbal des problemescignitives (1954-69) Annee Psychol. 71, 209-34, 583-602, 1971.
[4] Rohrer, J. Interpersonal relations in isolated small groups, στο σύγγραμμα του Flaherty B., Psychophysiological aspects of space flight, New York: Columbia, 1961.
Ο φόβος του να είσαι διαφορετικός από τους άλλους είναι μία αιτία που εξηγεί την τάση για συμμόρφωση. Πόσο διαφορετικός από τους συγχωριανούς του τολμά να είναι κανείς; πόσο διαφορετικός τολμά να είναι κανείς από τα μέλη της ομάδας του, της παράταξής του, του συλλόγου του, των συμφοιτητών του; Ο φόβος του εξοστρακισμού στην αρχαία Ελλάδα ήταν ισχυρή απειλή γι’ αυτούς που η συμπεριφορά τους ήταν προκλητική για τα ήθη της πολιτείας. Ακόμη και στα πειράματα με ομάδες φοιτητών που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχει ο φόβος ότι αν εκφράσουν μια διαφορετική γνώμη, οι άλλοι θα τους περιγελάσουν, θα τους περιφρονήσουν, θα τους απορρίψουν, θα τους αγνοήσουν.
Σε ένα πείραμα του Φρήντμαν[1] τα μέλη μιας ομάδας ενημερώθηκαν ατομικά ότι ένα συγκεκριμένο μέλος ήταν «κάπως διαφορετικό». Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ασαφής. Στη συνέχεια του πειράματος τα μέλη έπρεπε να επιλέξουν έναν ανάμεσά τους για μια δυσάρεστη δουλειά. Σχεδόν πάντα αυτός που επιλεγόταν ήταν «ο διαφορετικός», ενώ για μια ευχάριστη δουλειά, ο διαφορετικός σχεδόν ποτέ δεν επιλέχτηκε. Ο Ζινέστ[2] βρήκε το ίδιο αποτέλεσμα. Τα πειράματα του Λεμαίν[3] έδειξαν ότι όταν τα χαρακτηριστικά του «θύματος» μοιάζουν με αυτά του συνεργάτη του ερευνητή, οι απαντήσεις του «θύματος» συμμορφώνονται με τις απαντήσεις του συνεργάτη.
Επίσης ένα «φυσικό πείραμα»[4] δείχνει καθαρά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των μελών μιας ομάδας, που προκαλούνται από τη δυσαρέσκεια της υπόλοιπης ομάδας απέναντί τους. ομάδες επιστημόνων έζησαν ένα σχεδόν χρόνο στην ανταρκτική σε πλήρη απομόνωση, με σκοπό τη μελέτη της παγωμένης αυτής περιοχής. Στη διάρκεια της απομόνωσης ορισμένα άτομα δημιουργούσαν προβλήματα στους άλλους. Ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των «διαφορετικών» από την ομάδα ήταν μια συμπεριφορά που τους αγνοούσε εντελώς σαν να μην υπήρχαν. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των «διαφορετικών» εκδηλώνονται τότε με αϋπνία, κλάματα χωρίς αιτία, παραισθήσεις, ατημελησία, άσκοπες κινήσεις και τελικά απάθεια. Μόλις όμως η ομάδα τους ξαναδεχόταν, τα συμπτώματα αυτά εξαφανίζονταν. Τα πορίσματα δείχνουν ότι ο φόβος τού να χαρακτηριστεί κανείς «διαφορετικός» συμβάλλει στην τάση για συμμόρφωση.
[1] Freedman, J.L. και Doob, A. Deviancy, New York: Academic, 1968.
[2] Gineste, M.D. Incertitude sur la performance et choix d’ un partenaire de travail. Annee Psychol. 73, 444-64, 1973.
[3] Lemaine, J.M. Conditionnement verbal des problemescignitives (1954-69) Annee Psychol. 71, 209-34, 583-602, 1971.
[4] Rohrer, J. Interpersonal relations in isolated small groups, στο σύγγραμμα του Flaherty B., Psychophysiological aspects of space flight, New York: Columbia, 1961.
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008
βυζαντινή ανθολογία
Βυζαντινά παραλειπόμενα *
Η εκστρατεία των Ελλήνων κατά των Βυζαντινών [8ος αιώνας]
Πρώτος, όστις φέρεται λαβών μέτρα κατά των εικόνων, είναι ο σύγχρονος του Λέοντος Γ΄ χαλίφης Ιζίδ Β΄[720-724], εκδούς διάταγμα απαγορεύον την ανάρτησιν εικόνων εις τας χριστιανικάς εκκλησίας του κράτους του[1]. Ο βυζαντινός μονάρχης από του 726 έθεσεν εις κίνησιν τον προπαγανδιστικόν μηχανισμόν αλλά δεν προέβη εις έκδοσιν απαγορευτικού των εικόνων διατάγματος, ως κατά καιρούς επιστεύθη[2]. Ο λαός δεν έμεινεν ασυγκίνητος, εις δε την Κωνσταντινούπολιν έλαβε χώραν το πρώτον σοβαρόν επεισόδιον, ότε βασιλικοί άνθρωποι εις εκτέλεσιν αυτοκρατορικής εντολής επεχείρησαν να αφαιρέσουν από της μεγάλης Χαλκής πύλης των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού[3] και προεκάλεσαν την έκρηξιν της λαίκής οργής με συνέπειαν τον θάνατον του επί κεφαλής σπαθαροκανδιδάτου. Εις την θέσιν του Χριστού εχαράχθη κατά βασιλικήν εντολήν ο τρισόλβιος τύπος του σταυρού, ως λέγει και το συγχαραχθέν εξάστιχον επίγραμμα[4].
Η αυτοκρατορική απόφασις είχε σοβαρώτερον αντίκτυπον εις τον ελληνικόν χώρον[5], όπου ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός, μορφή γενναία και ηρωϊκή, ως έδειξε και το εκούσιον τέλος του, εκίνησε τον στόλον του Ελλαδικού θέματος και των Κυκλάδων νήσων εις εκστρατείαν κατά της πρωτευούσης. Η ναυτική επιχείρησις προϋποθέτει τόλμην και οργανωτικάς ικανότητας και μάλιστα, όταν στρέφεται κατά ηγεμόνος προ ολίγου κατατροπώσαντος τον πανίσχυρον αραβικόν στόλον. Φαίνεται όμως ότι αι εικονόφιλοι πεπεοιθήσεις του πληθυσμού των ευρωπαϊκών περιοχών και το θάρρος του Αγαλλιανού υπερνίκησαν τας δυσχερείας και την 18ην Απριλίου 727 τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν προ της βασιλίδος των πόλεων. Το υγρόν πυρ του αυτοκρατορικού στόλου κατέκαυσεν ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη. Τα διασωθέντα πληρώματα προσεχώρησαν εις τον αυτοκράτορα, ενώ ο Αγαλλιανός ένοπλον εαυτόν επόντωσεν[6].
Ήτο φανερόν ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουεν εις το κοινόν αίσθημα και ιδία του λαού της πρωτευούσης και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών.
[1] Α. Α. Βασίλιεφ: The iconoclastic edict of the Caliph Yazid II a.D. 721 εν DOP τ. 9/10 (1956) σ. 23-47. Ο Χ. Γ. Μπεκ: Von der Fragwurdigkeit der Ikone (ανωτ.) σσημ. 23 έχει την γνώμην ότι το διάταγμα του χαλίφου Ιαζίδ αφεώρα επίτασιν από αμκρού υφισταμένης απαγορεύσεως, συμφώνως προς την οποίαν οι χριστιανοί δεν επετρέπετο εις δημοσίους χώρους (πλατείας, οδούς) να κρατούν εικόνας και κηρία.
[2] Την αντίθετον άποψιν υπεστήριξεν εκ νεόυ ο Μ. Α. Αναστος: Leo’s edict against the images in the year 726-727 and the italobyzantine relations between 726 and 730 εν Byzantinische Forschungen τ. 3 (1968/1971) (=Πολυψηορδια t. III) σ. 5-41 αλλά δεν εύρεν απήχησιν.
[3] Α. Φρόλοου: Le Christ de la Chalce εν Byzantion τ. 33 (1963) σ. 107-120. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου "Βυζαντινή Ιστορία", Β1, κ. Α΄, σ. 28-30, περί της χρησιμοποιήσεως του σταυρικού συμβόλου εις την εικονογράφησιν των νομισμάτων από των διαδόχων του Ηρακλείου και εξής.
[4] Το επεισόδιον περιγράφεται κατ’ αφελή τρόπον και εις την ελληνιστί μόνον σωζομένην επιστολήν του πάπα Γρηγορίου Β΄ προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (βλ. ανωτ. σ, 97). Το επίγραμμα κάτωθι του Σταυρού εις την πύλην της Χαλκής εν PG τ, 100 στ. 437
[5] Η συνύπαρξις χριστιανικών κοινοτήτων και αρχαίων θρησκειών και η διαμόρφωσις της χριστολογικής θεολογίας επέδρασαν εις την ανάπτυξιν εικονικών παραστάσεων εκ των διηγήσεων της Γραφής, προοριζομένων να διαφωτίσουν και να διδάξουν τον αδαήν πιστόν. Η προσέγγισις προς την ειδωλολατρείαν ήτο η κατηγορία, ην οι εικονόφιλοι θεολόγοι των πρώτων αιώνων ώφειλον να αποσείσουν. Εις την ελληνο-λατινικήν Δύσιν και τας μικρασιατικάς παραλίους περιοχάς με πληθυσμόν παλαιόθεν ελληνικόν ή απολύτως εξελληνισμένον η χριστιανική εικονογραφία διεδόθη και επεβλήθη ενωρίς. Τον Η΄ αιώνα είχον διαμορφωθή από τε εικονοφίλου και εικονομαχικής πλευράς αι βασικαί αρχαί της περί εικόνων θεολογίας με κέντρον την χριστολογικήν διδασκαλίαν και αναφοράν εις την περί ιδεών πλατωνικήν φιλοσοφίαν.
[6] Θεοφ. σ. 405 (επόντωσεν εκ του πόντος), Νικηφόρου Ιστ. σ. 58: συν τη πανοπλία εαυτόν τω βυθώ παραδέδωκεν. Η πράξις του Αγαλλιανού προεκάλεσεν αίσθησιν εις την εποχήν του.
Η εκστρατεία των Ελλήνων κατά των Βυζαντινών [8ος αιώνας]
Πρώτος, όστις φέρεται λαβών μέτρα κατά των εικόνων, είναι ο σύγχρονος του Λέοντος Γ΄ χαλίφης Ιζίδ Β΄[720-724], εκδούς διάταγμα απαγορεύον την ανάρτησιν εικόνων εις τας χριστιανικάς εκκλησίας του κράτους του[1]. Ο βυζαντινός μονάρχης από του 726 έθεσεν εις κίνησιν τον προπαγανδιστικόν μηχανισμόν αλλά δεν προέβη εις έκδοσιν απαγορευτικού των εικόνων διατάγματος, ως κατά καιρούς επιστεύθη[2]. Ο λαός δεν έμεινεν ασυγκίνητος, εις δε την Κωνσταντινούπολιν έλαβε χώραν το πρώτον σοβαρόν επεισόδιον, ότε βασιλικοί άνθρωποι εις εκτέλεσιν αυτοκρατορικής εντολής επεχείρησαν να αφαιρέσουν από της μεγάλης Χαλκής πύλης των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού[3] και προεκάλεσαν την έκρηξιν της λαίκής οργής με συνέπειαν τον θάνατον του επί κεφαλής σπαθαροκανδιδάτου. Εις την θέσιν του Χριστού εχαράχθη κατά βασιλικήν εντολήν ο τρισόλβιος τύπος του σταυρού, ως λέγει και το συγχαραχθέν εξάστιχον επίγραμμα[4].
Η αυτοκρατορική απόφασις είχε σοβαρώτερον αντίκτυπον εις τον ελληνικόν χώρον[5], όπου ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός, μορφή γενναία και ηρωϊκή, ως έδειξε και το εκούσιον τέλος του, εκίνησε τον στόλον του Ελλαδικού θέματος και των Κυκλάδων νήσων εις εκστρατείαν κατά της πρωτευούσης. Η ναυτική επιχείρησις προϋποθέτει τόλμην και οργανωτικάς ικανότητας και μάλιστα, όταν στρέφεται κατά ηγεμόνος προ ολίγου κατατροπώσαντος τον πανίσχυρον αραβικόν στόλον. Φαίνεται όμως ότι αι εικονόφιλοι πεπεοιθήσεις του πληθυσμού των ευρωπαϊκών περιοχών και το θάρρος του Αγαλλιανού υπερνίκησαν τας δυσχερείας και την 18ην Απριλίου 727 τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν προ της βασιλίδος των πόλεων. Το υγρόν πυρ του αυτοκρατορικού στόλου κατέκαυσεν ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη. Τα διασωθέντα πληρώματα προσεχώρησαν εις τον αυτοκράτορα, ενώ ο Αγαλλιανός ένοπλον εαυτόν επόντωσεν[6].
Ήτο φανερόν ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουεν εις το κοινόν αίσθημα και ιδία του λαού της πρωτευούσης και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών.
[1] Α. Α. Βασίλιεφ: The iconoclastic edict of the Caliph Yazid II a.D. 721 εν DOP τ. 9/10 (1956) σ. 23-47. Ο Χ. Γ. Μπεκ: Von der Fragwurdigkeit der Ikone (ανωτ.) σσημ. 23 έχει την γνώμην ότι το διάταγμα του χαλίφου Ιαζίδ αφεώρα επίτασιν από αμκρού υφισταμένης απαγορεύσεως, συμφώνως προς την οποίαν οι χριστιανοί δεν επετρέπετο εις δημοσίους χώρους (πλατείας, οδούς) να κρατούν εικόνας και κηρία.
[2] Την αντίθετον άποψιν υπεστήριξεν εκ νεόυ ο Μ. Α. Αναστος: Leo’s edict against the images in the year 726-727 and the italobyzantine relations between 726 and 730 εν Byzantinische Forschungen τ. 3 (1968/1971) (=Πολυψηορδια t. III) σ. 5-41 αλλά δεν εύρεν απήχησιν.
[3] Α. Φρόλοου: Le Christ de la Chalce εν Byzantion τ. 33 (1963) σ. 107-120. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου "Βυζαντινή Ιστορία", Β1, κ. Α΄, σ. 28-30, περί της χρησιμοποιήσεως του σταυρικού συμβόλου εις την εικονογράφησιν των νομισμάτων από των διαδόχων του Ηρακλείου και εξής.
[4] Το επεισόδιον περιγράφεται κατ’ αφελή τρόπον και εις την ελληνιστί μόνον σωζομένην επιστολήν του πάπα Γρηγορίου Β΄ προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (βλ. ανωτ. σ, 97). Το επίγραμμα κάτωθι του Σταυρού εις την πύλην της Χαλκής εν PG τ, 100 στ. 437
[5] Η συνύπαρξις χριστιανικών κοινοτήτων και αρχαίων θρησκειών και η διαμόρφωσις της χριστολογικής θεολογίας επέδρασαν εις την ανάπτυξιν εικονικών παραστάσεων εκ των διηγήσεων της Γραφής, προοριζομένων να διαφωτίσουν και να διδάξουν τον αδαήν πιστόν. Η προσέγγισις προς την ειδωλολατρείαν ήτο η κατηγορία, ην οι εικονόφιλοι θεολόγοι των πρώτων αιώνων ώφειλον να αποσείσουν. Εις την ελληνο-λατινικήν Δύσιν και τας μικρασιατικάς παραλίους περιοχάς με πληθυσμόν παλαιόθεν ελληνικόν ή απολύτως εξελληνισμένον η χριστιανική εικονογραφία διεδόθη και επεβλήθη ενωρίς. Τον Η΄ αιώνα είχον διαμορφωθή από τε εικονοφίλου και εικονομαχικής πλευράς αι βασικαί αρχαί της περί εικόνων θεολογίας με κέντρον την χριστολογικήν διδασκαλίαν και αναφοράν εις την περί ιδεών πλατωνικήν φιλοσοφίαν.
[6] Θεοφ. σ. 405 (επόντωσεν εκ του πόντος), Νικηφόρου Ιστ. σ. 58: συν τη πανοπλία εαυτόν τω βυθώ παραδέδωκεν. Η πράξις του Αγαλλιανού προεκάλεσεν αίσθησιν εις την εποχήν του.
*από την "Βυζαντινή Ιστορία", της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Β1, κ. Η΄, σ. 108-109, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)