Ο Πόντιος, που ήξερε λίγη αστρονομία, έστρεψε το βλέμμα του προς τον ορίζοντα να δει αν είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει ο Σκορπιός, ο μεγάλος και θαυμάσιος αστερισμός, που είχε καρδιά τον Αντάρη. Ο προκουράτωρ σκέφθηκε πως ήταν ακόμα πάρα πολύ νωρίς για να έχει φανεί ο αστερισμός κι’ έριξε το βλέμμα του πιο κοντά. Προς τον πύργο του Δαυΐδ, είδε την ανταύγεια μιας φωτιάς. Ταξιδιώτες, που δεν είχαν βρει κατάλυμα, αυτές τις μέρες του Πεσάχ; Ίσως προσκυνητές που προτίμησαν, αντί να στήσουν σκηνή έξω από τα τείχη, ν’ αγρυπνήσουν όλη νύχτα; Ο Πιλάτος πρόσεξε καλύτερα, πού ήταν η φωτιά αυτή. Μάλλον στο ανάκτορο του αρχιερέα Ιωσήφ Καϊάφα, στο προαύλιό του έπρεπε να είναι η φωτιά. Συνήθως, τέτοιαν ώρα, κανένα σημείο ζωής δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την κοιμισμένη πολιτεία, κι’ η ανταύγεια αυτή είναι σαν σήμα που μοιάζει πρόκληση στην νύκτια τάξη του κόσμου.
Λίγες ώρες πριν, κατά το δείλι της 13ης Νιζάν, η μυστική αστυνομία, ενισχυμένη στα Ιεροσόλυμα για τις μέρες αυτές, είχε ειδοποιήσει τον προκουράτορα ότι ο αμμαρκάλ του Ναού, ο εφημέριος αστυφύλακας, είχε συλλάβει, με την φρουρά του, τον Γιεσούα, τον ονομαζόμενοαπό τον λαό προφήτη, και τον είχε οδηγήσει στο ανάκτορο του Ιωσήφ Καϊάφα.
Ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας, Βουρούτιος, είχε αρχίσει να δείχνει, πάλι, ενδιαφέρον για τις κινήσεις αυτού του Γιεσούα πέντε ή έξη μέρες πριν, όταν ο Γαλιλαίος είχε φτάσει στην Βηθανία, κι’ από εκεί είχε πορευτεί στα Ιεροσόλυμα. Ο Πιλάτος καθήλωσε τα μάτια του στην ανταύγεια της φωτιάς και θυμήθηκε ότι ο Άννας, που δεν είχε εφέτος κανένα αξίωμα, αλλά διατηρούσε πολύ κύρος, τον είχε επισκεφθεί την δεύτερη μέρα της εβδομάδας και του είχε φερθεί με μεγάλη αβροφροσύνη, χωρίς να έχει η επίσκεψή του κανένα φανερό σκοπό. Ο Ρωμαίος κοιτάζει πάντα την ανταύγεια της φωτιάς κι’ ανεβαίνει μέσα του το βαθύ αίσθημα αποστροφής που νιώθει για τους Εβραίους, ιδίως γι’ αυτούς εδώ τους Ιεροσολυμίτες, που ζουν με επίκεντρο τον Ναό τους, στενοκέφαλοι και φανατικοί, μισαλλόδοξοι στο έπακρο κι’ έτοιμοι, πολλοί απ’ αυτούς, οι Σικαρείμ, να κάνουν φόνο για ν’ απαλλάξουν την πλάση από έναν άπιστο.
Ο Πόντιος Πιλάτος είχε αισθανθεί την αποστροφή αυτήν μόλις είχε πατήσει το πόδι του στην γη της Παλαιστίνης, χρόνια πριν, και είχε καταλάβει πόσο θα έμενε ξένος προς τον ανελλήνιστο αυτόν κόσμο τον συρρικνωμένο στον εαυτό του που, βαθύτατα καχύποπτος, δεν δεχόταν κανένα ξένο στοιχείο και δεν συμμετείχε, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ενταχθεί στην ρωμαϊκή οικουμενική ζωή.
Τον χειμώνα και την άνοιξη ο Πιλάτος προτιμούσε να μένει στην Καισάρεια με τα γελαστά της περιβόλια, κοντά στην ακροθαλασσιά, αλλά το καλοκαίρι, όταν άρχιζε η μεγάλη ζέστη κι’ η βαρειά υγρασία, ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, όπου έμενε όσο μπορούσε λιγότερο. Ενώ στην Καισάρεια διέθετε ένα ευρύχωρο και άνετο ανάκτορο, εδώ στα Ιεροσόλυμα ήταν αναγκασμένος να μένει σ’ ένα στενάχωρο οίκημα, παράρτημα του πύργου Αντόνια. Στο ισόγειο ήταν το πραιτώριο και στο απάνω πάτωμα η κατοικία του προκουράτορα. Το συγκρότημα αυτό γειτνίαζε άμεσα με το μεγάλο προαύλιο του Ναού κι’ όταν έπεφτε ο ήλιος αντηχούσε, κάθε μέρα, σχεδόν μέσα στ’ αυτιά του Πιλάτου, η στριγγιά φωνή της χασσάν, της σάλπιγγας, με την οποία οι ιερείς καλούν τους Εβραίους στην βραδινή προσευχή τους. Ο Πιλάτος είχε προσπαθήσει, χωρίς όμως πολλήν επιμονή, να πείσει την Ρώμη ότι η αξιοπρέπεια του αντιπροσώπου της στα Ιεροσόλυμα επέβαλλε να κατοικεί στο μεγάλο ανάκτορο, που είχε χτίσει ο Ηρώδης και το είχε κληρονομήσει τώρα ο γιος του Ηρώδης Αντίπας, τετράρχης Γαλιλαίας. Αλλά η απάντηση της κεντρικής διοίκησης είχε έρθει αρνητική γιατό ο Αντίπας, ο επιτήδειος Ιδουμαίος, είχε κατορθώσει να έχει την εύνοια του Τιβερίου. Αριστοτεχνικός κόλακας, αυτός ο Ιδουμαίος. Τετράρχης Γαλιλαίας και Περαίας, είχε χτίσει μια πολιτεία στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ και την είχε ονομάσει Τιβεριάδα. Ο αυτοκράτωρ τόσο κολακεύθηκε, ώστε έδωσε σ’ αυτόν τον μελαψό μισοβάρβαρο το δικαίωμα ν’ αλληλογραφεί απ’ ευθείας με την Ρώμη, ενώ ο ίδιος ο Πιλάτος, Ρωμαίος ευπατρίδης, έπρεπε, κανονικά, ν’ αναφέρει στον ανθύπατο της Συρίας. Όσο ήταν ανθύπατος ο Ουιτέλλιος, ο Πιλάτος δεν είχε συναντήσει δυσκολίες, αλλά με τον διάδοχό του Κοπόνιο έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός.
Οι Εβραίοι ασφαλώς θα ήσαν λιγότερο εχθρικοί απέναντι στην Ρώμη, αν ο Οκτάβιος Αύγουστος, χρόνια πριν, δεν είχε κάνει το σοβαρό λάθος να διώξει από την εξουσία την εβραϊκή οικογένεια των Ασαμοναίων και να εγκαταστήσει τον Ηρώδη «βασιλέα» της Ιουδαίας. Τώρα οι δύο του γιοι ήσαν ο ένας τετράρχης της Γαλιλαίας κι’ ο άλλος, ο Φίλιππος, τετράρχης Γαυλωνίτιδος και Βατανέας. Δυστυχώς δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους και ασφαλώς συμφωνούσαν οπωσδήποτε για να βλάπτουν, όσο μπορούν, τον Πιλάτο.
«Είμαι σαν βοσκός ενός ατίθασου κοπαδιού …» σκέφθηκε ο Πόντιος, «και δεν μπόρεσα να πείσω την Ρώμη ότι εδώ, στην μικρή αυτή αλλά σημαντική επαρχία, χρειάζεται μεγαλύτερη αυστηρότητα, εμφανέστερη παρουσία της εξουσίας …». Η λεγεών Περτίναξ ΙΙ έχει την έδρα της στην Αντιόχεια και ο Πιλάτος δεν έχει στην διάθεσή του παρά λίγες μονάδες επικουρικού στρατού, κάπως ατημέλητες, που δεν δίνουν διόλου την εντύπωση του μεγαλείου της Ρώμης. Κάθε χρόνο τέτοιαν εποχή, ο προκουράτωρ πρέπει ν’ αγωνιστεί για να πείσει τον ανθύπατο να στείλει, ειδικά για τα Ιεροσόλυμα, έναν λόχο λεγιωναρίων, ώστε οι προσκυνητές, που μαζεύονται χιλιάδες απ’ όλη την Παλαιστίνη για να εορτάσουν το Πεσάχ, να εντυπωσιάζονταί περισσότερο και να ξέρουν ότι κάθε απόπειρα ν’ αποτινάξουν τον ζυγό της Ρώμης θα είναι καταδικασμένη σε σκληρή αποτυχία.
_______________________