Κλωνιά ειρήνης … για την πικρή Μακεδονία …[1]
Οι χωριανοί, και πριν απ’ όλους οι ψαράδες, βάζουν πολύ πρώιμα τα χειμωνιάτικα. Τη χοντρή ναυτική φανέλα, μπλεγμένη από τις γυναίκες στο χέρι, κι από πάνω την πατατούκα. Οι βρακάδες, όσοι δεν έχασαν ακόμα τα παλιά μεράκια στην ντυσιά, ρίχνουν στις πλάτες τις φαρδιές αϊβαλιώτικές γούνες τους, ασταρωμένες με προβιά.
Όλα μυρίζουν από τον χειμώνα που έρχεται, παντού στριφογυρίζουν τα κίτρινα φύλλα που αφήνουν από ψηλά ένα – ένα οι σκαλωμένες κληματαριές, οι συκιές και οι λιγνές λεύκες.
Η Σκάλα αλλάζει όψη. Είναι η εποχή της ελιάς που αρχίζει. «Το κουκούτσι», λεν οι χωριανοί με τρυφερή συγκίνηση. Απ’ όλες τις μεριές ακούς να βουίζουν τα λαδοβάρελα, να σφίγγουν τις ντούγες. Σφυριά χτυπάνε στις λαμαρίνες, στα καζάνια. Είναι το εργοστάσιο που ‘τοιμάζεται ν’ ανοίξει. Λιμέρνουν, παστρεύουν, λαδώνουν και μαστορεύουν οι μηχανικοί κ’ οι σιδεράδες.
Τώρα και μπρος το ψαραδολίμανο κατεβαίνει και το κάνει κατοχή ο ελιώνας. Το χωριό των ξοχαραίων. Η πλατέα, οι καφενέδες, γεμίζουν από τους νοικοκυραίους. Είναι η στεριά, το χώμα, που παίρνει στα χέρια τη ζωή των ανθρώπων. Η Παναγιά η Γοργόνα στέκει από πάνου και το διαφεντεύει πάλι. Με το στεριανό το πανωκόρμι τούτη τη φορά.
Ο ελιώνας βασιλεύει. Βγαίνει ξαφνικά από την ασημιά στάχτη του και δίνει τον καινούργιο τόνο στην ζωή. Γεμίζουν από φωνές οι χωραφόδρομοι, οι σεμνές φυλλωσιές. Είναι μιλιούνια δέντρα είναι που απλώνουν την ευλογία τους πέρα για πέρα στα βουνά, στους κάμπους, ως κάτου στ’ ακρογιάλια. Ανηφορίζουν ως τις πιο ψηλές κορφές, ροβολάνε στις λαγκαδιές, σκύβουν πάνω από τα κύματα, πιασμένες από τα βράχια, γατζωμένες από τις σκισμές της πέτρας. Όπου έχει μια φούχτα χώμα, εκεί και μια ρίζα. Όπου δεν την έβαλε ο Θεός ούτε αυτή τη φούχτα, την κουβαλάνε στη ράχη οι ξοχαραίοι, μέσα σε κόφες από λυγαριά. Φκιάνουν πάνω στα χαραλά μια πεζούλα, τη χτίζουν ξεροτρόχαλο και φυτεύουν εκεί την καινούργιαν ελιά. Όλα τα βουνά είναι χαρακωμένα μ’ αυτά τα χτιστά σκαλοπάτια. «Ποδόμες» τα λεν’ οι χωριανοί, με τη λέξη των παλιώ προγόνω. Πάνω σ’ αυτά τα σκαλοπάτια πατούν κι ανηφορίζουν τα ιερά δέντρα ως τα ψηλά κορφοβούνια. Γενιές και γενιές έζησαν και πέθαναν σκυμμένες ερωτικά πάνω σε τούτη τη γης, να την καρπίσουν σα γυναίκα. Με τέτοιον αγώνα ανεστήθηκε πάνω στο μεγάλο νησί το αμέτρητο δάσος της ελιάς, τόσος μόχτος είναι σκεπασμένος κάτω από τα κλωνιά της ειρήνης και της σιωπής. Και τώρα φυλλουρίζει χειμώνα – καλοκαίρι πλάι στο πεύκο, και την άνοιξη φορά ανθισμένες ροδιές και τ’ άλλα φρουτόδεντρα, σα στολίδια.
Σαν καρπίσει, πάλι σεμνά κουναρίζει τα φορτωμένα κλωνιά, που γυρεύουν αντιστύλια, να μη σπάσουν από το βάρος της αρχοντιάς τους. Στην ακρογιαλιά σηκώνεται το χειμώνα ο μπουχός της αλισάχνης, λιχνίζεται ανάερα και πασπαλίζει την αρμυρή πούδρα στις φυλλωσιές.
Εκατόν πενήντα χιλιάδες ψυχομέτρι περιμένουν τη ζήση τους από δω. Ο μάστορης κι ο δουλευτής, ο γραμματισμένος, ο ξοχάρης, όλος ο κόσμος. Η ελιά είναι που θα δέσει τις καινούργιες γνωριμίες, θα σμίξει τις ερωτιές στα μαζώματα. Αυτή θα ζευγαρώσει τις ελπίδες ή θα σκοτώσει τη χαρά της απαντοχής. Σου δείχνουν τα λεπτά κλωνιά φορτωμένα με τ’ άγουρα κομπάκια, μικρά – μικρά και πράσινα σαν τσίκουδα. Σου λεν :
- απ’ αυτά έχουμε κρεμασμένες τις ελπίδες μας !
Ρέζιγο πράγμα να κρεμάζει ο άνθρωπος τη ζωή από τόσο λιανά κλωνιά. Άμα δεν έρθει καλή η χρονιά ; Έρχεται ξαποσταίνει. Όμως, και σαν είναι στην καλή χρονιά της, πάλι πρέπει να βοηθήσει ο Θεός με χίλιους τρόπους. Να δέσει το δέντρο πολύν αθό. Ύστερα να τον κρατήσει τον αθό. Να μην τόνε ρίξει στο χώμα άπλερον. Και σαν καλοτυχίσει και δέσει ο καρπός, πάλι να βοηθήσει ο Μεγαλοδύναμος να πάνε καλά οι καιροί. Και στο τέλος, να μη χτυπήσει κανένα μαράζι τον καρπό.
Ένα απ’ αυτά να μην έρτει βολικά, όλα πάνε χαμένα και ο τόπος δυστυχά.
Τότες τα παλικάρια ξενιτεύουνται καραβιές – καραβιές για την πικρή Μακεδονία, να δουλέψουν στα «έργα», να βγάλουν τη ζήση τους. Οι γυνάικες είναι χλωμές, οι κοπέλες δεν κρεμάζουν κούνιες. Από τη Μακεδονία οι άντρες γυρίζουν κίτρινοι, νταλακιασμένοι από τις θέρμες.
Έτσι και τούτη τη χρονιά. …
____________________
[1] Στρατή Μυριβήλη, «Η Παναγιά η Γοργόνα», κεφ. 44, Εστία 1956.
Οι χωριανοί, και πριν απ’ όλους οι ψαράδες, βάζουν πολύ πρώιμα τα χειμωνιάτικα. Τη χοντρή ναυτική φανέλα, μπλεγμένη από τις γυναίκες στο χέρι, κι από πάνω την πατατούκα. Οι βρακάδες, όσοι δεν έχασαν ακόμα τα παλιά μεράκια στην ντυσιά, ρίχνουν στις πλάτες τις φαρδιές αϊβαλιώτικές γούνες τους, ασταρωμένες με προβιά.
Όλα μυρίζουν από τον χειμώνα που έρχεται, παντού στριφογυρίζουν τα κίτρινα φύλλα που αφήνουν από ψηλά ένα – ένα οι σκαλωμένες κληματαριές, οι συκιές και οι λιγνές λεύκες.
Η Σκάλα αλλάζει όψη. Είναι η εποχή της ελιάς που αρχίζει. «Το κουκούτσι», λεν οι χωριανοί με τρυφερή συγκίνηση. Απ’ όλες τις μεριές ακούς να βουίζουν τα λαδοβάρελα, να σφίγγουν τις ντούγες. Σφυριά χτυπάνε στις λαμαρίνες, στα καζάνια. Είναι το εργοστάσιο που ‘τοιμάζεται ν’ ανοίξει. Λιμέρνουν, παστρεύουν, λαδώνουν και μαστορεύουν οι μηχανικοί κ’ οι σιδεράδες.
Τώρα και μπρος το ψαραδολίμανο κατεβαίνει και το κάνει κατοχή ο ελιώνας. Το χωριό των ξοχαραίων. Η πλατέα, οι καφενέδες, γεμίζουν από τους νοικοκυραίους. Είναι η στεριά, το χώμα, που παίρνει στα χέρια τη ζωή των ανθρώπων. Η Παναγιά η Γοργόνα στέκει από πάνου και το διαφεντεύει πάλι. Με το στεριανό το πανωκόρμι τούτη τη φορά.
Ο ελιώνας βασιλεύει. Βγαίνει ξαφνικά από την ασημιά στάχτη του και δίνει τον καινούργιο τόνο στην ζωή. Γεμίζουν από φωνές οι χωραφόδρομοι, οι σεμνές φυλλωσιές. Είναι μιλιούνια δέντρα είναι που απλώνουν την ευλογία τους πέρα για πέρα στα βουνά, στους κάμπους, ως κάτου στ’ ακρογιάλια. Ανηφορίζουν ως τις πιο ψηλές κορφές, ροβολάνε στις λαγκαδιές, σκύβουν πάνω από τα κύματα, πιασμένες από τα βράχια, γατζωμένες από τις σκισμές της πέτρας. Όπου έχει μια φούχτα χώμα, εκεί και μια ρίζα. Όπου δεν την έβαλε ο Θεός ούτε αυτή τη φούχτα, την κουβαλάνε στη ράχη οι ξοχαραίοι, μέσα σε κόφες από λυγαριά. Φκιάνουν πάνω στα χαραλά μια πεζούλα, τη χτίζουν ξεροτρόχαλο και φυτεύουν εκεί την καινούργιαν ελιά. Όλα τα βουνά είναι χαρακωμένα μ’ αυτά τα χτιστά σκαλοπάτια. «Ποδόμες» τα λεν’ οι χωριανοί, με τη λέξη των παλιώ προγόνω. Πάνω σ’ αυτά τα σκαλοπάτια πατούν κι ανηφορίζουν τα ιερά δέντρα ως τα ψηλά κορφοβούνια. Γενιές και γενιές έζησαν και πέθαναν σκυμμένες ερωτικά πάνω σε τούτη τη γης, να την καρπίσουν σα γυναίκα. Με τέτοιον αγώνα ανεστήθηκε πάνω στο μεγάλο νησί το αμέτρητο δάσος της ελιάς, τόσος μόχτος είναι σκεπασμένος κάτω από τα κλωνιά της ειρήνης και της σιωπής. Και τώρα φυλλουρίζει χειμώνα – καλοκαίρι πλάι στο πεύκο, και την άνοιξη φορά ανθισμένες ροδιές και τ’ άλλα φρουτόδεντρα, σα στολίδια.
Σαν καρπίσει, πάλι σεμνά κουναρίζει τα φορτωμένα κλωνιά, που γυρεύουν αντιστύλια, να μη σπάσουν από το βάρος της αρχοντιάς τους. Στην ακρογιαλιά σηκώνεται το χειμώνα ο μπουχός της αλισάχνης, λιχνίζεται ανάερα και πασπαλίζει την αρμυρή πούδρα στις φυλλωσιές.
Εκατόν πενήντα χιλιάδες ψυχομέτρι περιμένουν τη ζήση τους από δω. Ο μάστορης κι ο δουλευτής, ο γραμματισμένος, ο ξοχάρης, όλος ο κόσμος. Η ελιά είναι που θα δέσει τις καινούργιες γνωριμίες, θα σμίξει τις ερωτιές στα μαζώματα. Αυτή θα ζευγαρώσει τις ελπίδες ή θα σκοτώσει τη χαρά της απαντοχής. Σου δείχνουν τα λεπτά κλωνιά φορτωμένα με τ’ άγουρα κομπάκια, μικρά – μικρά και πράσινα σαν τσίκουδα. Σου λεν :
- απ’ αυτά έχουμε κρεμασμένες τις ελπίδες μας !
Ρέζιγο πράγμα να κρεμάζει ο άνθρωπος τη ζωή από τόσο λιανά κλωνιά. Άμα δεν έρθει καλή η χρονιά ; Έρχεται ξαποσταίνει. Όμως, και σαν είναι στην καλή χρονιά της, πάλι πρέπει να βοηθήσει ο Θεός με χίλιους τρόπους. Να δέσει το δέντρο πολύν αθό. Ύστερα να τον κρατήσει τον αθό. Να μην τόνε ρίξει στο χώμα άπλερον. Και σαν καλοτυχίσει και δέσει ο καρπός, πάλι να βοηθήσει ο Μεγαλοδύναμος να πάνε καλά οι καιροί. Και στο τέλος, να μη χτυπήσει κανένα μαράζι τον καρπό.
Ένα απ’ αυτά να μην έρτει βολικά, όλα πάνε χαμένα και ο τόπος δυστυχά.
Τότες τα παλικάρια ξενιτεύουνται καραβιές – καραβιές για την πικρή Μακεδονία, να δουλέψουν στα «έργα», να βγάλουν τη ζήση τους. Οι γυνάικες είναι χλωμές, οι κοπέλες δεν κρεμάζουν κούνιες. Από τη Μακεδονία οι άντρες γυρίζουν κίτρινοι, νταλακιασμένοι από τις θέρμες.
Έτσι και τούτη τη χρονιά. …
____________________
[1] Στρατή Μυριβήλη, «Η Παναγιά η Γοργόνα», κεφ. 44, Εστία 1956.