Δυτικισμός και ραγιαδισμός[1]
Γιατί η αντίληψή μας για το έθνος να είναι σαν την κλίνη του Προκρούστη ; Γιατί να μην είναι «πλουραλιστική» ώστε να χωράει όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως πολιτικοθρησκευτικών τοποθετήσεων ; … το έθνος κακώς θεωρείται σαν κάτι το ομογενές και μονολιθικό και όχι σαν κάτι το πολύτροπο, το πολυεκδοχικό ή «πλουραλιστικό».
[από τον πρόλογο του συγγραφέα]
Κατά την κυρίαρχη αντίληψη στους κόλπους της εκκλησιαστικής διανόησης η επιβίωση «εθνικών» (μη χριστιανικών) στοιχείων αποτελεί «ενδημική νόσο του Γένους». Αντί να αναγνωρίσει στον «πνευματικό δυϊσμό» Ορθοδοξίας – «ελληνισμού» την γόνιμη εσωτερική κινητήρια αντίθεση του Γένους, την βλέπει σαν κατάρα.
Η αντίληψη αυτή, εμπνέοντας πρακτικές μονολιθικότητας, που μόνο πνευματική αγκύλωση είναι σε θέση να προκαλούν, πρέπει να χαρακτηριστεί ως η βασική αιτία της απουσίας πλουραλιστικής εθνικής και οικουμενικής συνείδησης που χαρακτηρίζει τις ασώματες σήμερα κεφαλές του Γένους μας. Η βασική ευθύνη για την απουσία πλουραλιστικής συνείδησης, κατά το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία, πρέπει να αποδοθεί στην τότε θρησκευτική διανόηση. Για την περίοδο της «ανεξάρτητης» κρατικής μας υπόστασης η ιστορική ευθύνη αλλάζει φορέα και πρέπει φυσικά να αποδοθεί στην φωταδιστική διανόηση.
Ο εκδυτικισμός συνδέεται με την «εθνική» («ελληνίζουσα») συνιστώσα, αφού αυτή είναι που πρωτοστατεί στην εισαγωγή του κατά τους τελευταίους αιώνες. Νομιμοποιεί όμως αυτό την αναδρομική δικαίωση των δυκιτιστών, τώρα που αποδείχνεται ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι ο χειρότερος που θα μπορούσε να λάχει στην ανθρωπότητα (αφού είναι ο μόνος καταστρέφει ολικά τόσο το πρόσωπο όσο και τη φύση); Κάτι τέτοιο θα είναι παντελώς αστήρικτο. Ο εκδυτικισμός δεν μπορεί να φορτωθεί αποκλειστικά στους «ελληνίζοντες», αφού και οι «αντιδυτικιστές» δεν ήταν λιγότερο τυφλωμένοι από τα φώτα της Εσπερίας. Ούτε λύνει άλλωστε κανένα πρόβλημα μια τέτοια βολική για ορισμένους ταξινόμηση του παρελθόντος.
Όταν κρίνουμε τους ελληνίζοντες δυτικιστές της Τουρκοκρατίας δεν πρέπει να ξεχνάμε την πραγματικότητα του ραγιαδισμού. Η στάση απέναντι στον ραγιαδισμό είναι, την περίοδο αυτή, η λυδία λίθος για την αποφυγή των αναχρονιστικών προσλήψεων της Ιστορίας. Κύρια πλευρά της εθνικής αλλοτρίωσης και κύρια απειλή για το Γένος ήταν ο ραγιαδισμός. Αν ο δυτικισμός ήταν μια εκφυλιστική ασθένεια που μας κατέστρεφε από πάνω, από το κεφάλι, ο ραγιαδισμός ήταν η αρρώστια που μας κατέτρωγε από τα κάτω, από την καρδιά και το ένστικτο. Οι ελληνίζοντες δυτικιστές λειτούργησαν, και είναι προς τιμήν τους, σαν ζωτική προωθητική δύναμη που συνετέλεσε τα μέγιστα στη διατήρηση της θέλησης του έθνους για επιβίωση και μάλιστα εντελώς συμπληρωματικά με το χρησμολογικό ένστικτο της λαϊκής προφητολογίας, που ξεκινάει από τον μαρμαρωμένο βασιλιά και φτάνει στον «περιούσιο λαό» που είναι εντεταλμένος άνωθεν να σώσει τον κόσμο. Χάρη πρωτίστως στους δυτικιστές-ελληνίζοντες κι αυτούς τους αφανέις χρησμοδότες (καλόγήρους ως επί το πλέιστον), βγήκαμε από τη λήθη της Ιστορίας και γινήκαμε «σύγχρονο έθνος» - δηλαδή δεν καταντήσαμε ένα από τα τόσα ξεχασμένα εθνικά υποζύγια της «θείω βουλήματι» αγιωτάτης των οθωμανών βασιλείας.
…
[1] Θεοδώρου Ζιάκα, «Έθνος και Παράδοση», εκδόσεις Αιγαίον & εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1993