Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Λογοτεχνία

Το στρατόπεδο[1]

Το πρώτο – πρώτο που πρόσεξε ξαναγυρίζοντας είναι ότι ένας από την ομάδα του ο Καίσαρας καπνίζει. Και δεν είναι τσιμπούκι, αλλά τσιγάρο. Μπορεί λοιπόν να οικονομήση τη γοπίτσα του. Αλλά δεν του τη ζητάει καθόλου. Στέκεται μόνο δίπλα του, όχι φάτσα, και κοιτάζει αλλού.

Κοιτάζει αλλού κάνοντας τον αδιάφορο, βλέπει όμως την κόκκινη καύτρα που όλο κι’ ανεβαίνει προς το πάνω μέρος του τσιγάρου, ύστερα από κάθε ρουφηξιά. Ο Kαίσαρας, βυθισμένος στις σκέψεις του, το τραβάει με μεγάλα διαλείμματα και το τσιγάρο όλο λιγοστεύει και κοντεύει πια να φτάση στην πίπα.

Και τότε νάσου ο Φετιούκοβ που του γίνεται τσιμπούρι, πεινάλας καθώς είναι πάντοτε. Στέκεται ακριβώς κατάφατσα στον Καίσαρα κοιτάζοντάς τον στο στόμα, με τα μάτια γουρλωμένα.

Ο Σουκώβ δεν έχει πια καπνό, ούτε δράμι, και δεν βλέπει πώς μπορεί να οικονομήση λίδο ώσπου να βραδυάση. Σφίγγεται λοιπόν ολόκληρος περιμένοντας και του φαίνεται εκείνη τη στιγμή πως τη λαχταράει τη γοπίτσα πιο πολύ κι’ απ’ την ελευθερία του ακόμα. Αλλά δεν θα το καταδεχότανε ποτέ να ξεπέση ως το σημείο να στηλώνη τα μάτια του στο στόμα των άλλων, όπως έκανε ο Φετιούκοφ.

Ο Καίσαρας είναι ένα μίγμα απ’ όλα τα έθμη : Έλληνας, Εβραίος ή Τσιγγάνος – κανείς δεν ξέρει καλά. Νέος ακόμα. Γύριζε φιλμ κινηματογραφικά αλλά τον έκαναν πέρα πριν ακόμα τελειώσει το πρώτο του. Έχει κάτι μουστάκια, πολύ παχειά. Δεν του τα ξύρισαν γιατί είναι φωτογραφισμένος με αυτά στο φάκελλό του.

«Καίσαρα Μάρκοβιτς», του λέει ο Φετιούκοβ καταπίνοντας το σάλιο του και μην αντέχοντας πια, «άφησέ μου λίγο να τραβήξω μία».

Ήτανε τέτοια η λαχτάρα του που το πρόσωπό του είχε συσπασθή. Ο Καίσαρας μισάνοιξε τα βλέφαρά του που ήτανε χαμηλωμένα λίγο και κοίταξε το Φετιούκοβ με τα μαύρα μάτια του. Δεν του άρεσε καθόλου να τον διακόπτουν την ώρα που κάπνιζε και να του γυρεύουν τις τελευταίες ρουφηξιές του τσιγάρου που είχε στην πίπα του. Δεν τόκανε για τον καπνό αλλά γύριζαν τα συκώτια του όταν του διέκοπταν τον ειρμό των σκέψεών του. Κάπνιζε για ν’ ακονίζη το μυαλό του, για να κατεβάζη ιδέες, αλλά μόλις έκανε ν’ ανάψη τσιγάρο έβλεπε ένα σωρό μάτια να του λένε : «Θα μ’ αφήσης να το αποτελειώσω εγώ ;».

Ο Καίσαρας γύρισε κατά τον Σουκώβ.

«Πάρτο, Ιβάν Ντενίσιτς», είπε.

Και με το μεγάλο του δάχτυλο έβγαλε απ’ την κεχριμπαρένια πίπα του την καυτή γόπα.

Ο Σουκώβ τινάχτηκς (το περίμενε να του προσφέρη ο ίδιος τη γόπα) την άρπαξε ανυπόμονα και μ’ ευγνωμοσύνη, βάζοντας και την άλλη χούφτα του από κάτω, μήπως τύχει και του πέση. Δεν του κακοφάνηκε καθόλου που ο Καίσαρας δεν τούδωσε την πίπα του … και δεν κάηκαν διόλου τα ροζιασμένα δάχτυλά του καθώς έπιανε την καύτρα. Προπάντων όμως φχαριστήθηκε που την έπαθε αυτός ο πεινάλας ο Φετιούκοβ.
_____________________


[1] Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, «Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»