Οι εσωτερικές δυνάμεις του Έθνους[1]
Η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου της (Οθωμανικής) αυτοκρατορίας (από τα τέλη ήδη του 18ου αιώνα), που είχε πλέον αρχίσει σταδιακά να περνά, κατά μεγάλο ποσοστό, σε ελληνικά χέρια, αλλά και η ελληνική συμμετοχή στο εξωτερικό εμπόριο (στον Εύξεινο Πόντο, την κεντρική και δυτική Μεσόγειο, αλλά και έξω από αυτήν) έδινε στους τολμηρούς ευκαιρίες πλουτισμού και ευρύτερες προοπτικές για οικονομικές, εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες, οι οποίες σε άλλους καιρούς θα ήταν αδιανόητες. Η οικονομική όμως ανάκαμψη και η αύξηση των δυνατοτήτων για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες θα επηρέαζε, όπως ήταν επόμενο, και τον χαρακτήρα των ανθρώπων που συνδέονταν με αυτές. Η ικανοποίηση, εξάλλου, από τον επιτυχημένο ανταγωνισμό τους με τους ξένους ναυτικούς και εμπόρους, θα προσδώσει στις εκδηλώσεις των ντόπιων οικουμενικών παραγόντων αυτοπεποίθηση και διάθεση για χειραφέτηση.
Το γεγονός αυτό δεν ήταν δυνατόν να μην επιδράσει και στους πολιτικούς προσανατολισμούς των ελλήνων. Το παρατήρησαν, άλλωστε, και οι ξένοι παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων. Στις αρχές του 19ου αιώνα η ανησυχία των Ευρωπαίων που εκμεταλλεύονταν τις οθωμανικές αγορές άρχισε να εκδηλώνεται πια με σαφείς απειλές για την ίδια την απελευθερωτική προσπάθεια των Ελλήνων και την επιθυμία τους να δημιουργήσουν δικό τους ανεξάρτητο κράτος: «Η ανεξαρτησία των Ελλήνων» - ομολογεί στα 1813 ο «φιλέλληνας» Ντάγκλας – «πρέπει να αποτελεί πάντοτε αντικείμενο ανησυχίας για την Αγγλία. Γιατί στην θάλασσα έχουν δείξει ως τώρα παραδείγματα τόλμης και μεγάλης αντοχής. Η επιτυχία των ναυτικών της Ύδρας θα μπορούσε να μην μας διαθέσει ευνοϊκά στις ευχές για τη δημιουργία μεγάλου έθνους. Η Ελλάδα μόνο με το εμπόριο θα μπορούσε να γίνει μεγάλη. Αλλά, αν ενωθεί η Κωνσταντινούπολη με το Αιγαίο υπό την διακυβέρνηση ενός δραστήριου και εμπορικού λαού (όπως οι Έλληνες), θα ήταν στον ύψιστο βαθμό επικίνδυνη κατάσταση για την ναυτική μας δύναμη …».
Η οικονομική δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου συνοδεύτηκε από παράλληλη δημογραφική ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά στη φάση εκείνη της ιστορίας των Ελλήνων δεν ήταν τόσο η αντικειμενική δημογραφική πραγματικότητα που είχε ιδιαίτερη σημασία, όσο η αίσθηση της ποιοτικής (οικονομικής και πολιτιστικής) υπεροχής. Η αντίληψη, βέβαια, ότι το ελληνορθόδοξο στοιχείο υπερτερούσε πολιτιστικά σε σύγκριση με το κυρίαρχο μουσουλμανικό, αλλά και με τους άλλους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν διάχυτη ήδη από τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αλλά ως τον 18ο αιώνα η υπεροχή συνδεόταν περισσότερο με κριτήρια θρησκευτικά, στην πρώτη περίπτωση, και γλωσσικά και ιστορικά, στην δεύτερη, σε συσχετισμό, ασφαλώς, και με τον ρόλο της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Όμως από τα μέσα και περισσότερο από τα τέλη του 18ου αιώνα, η επιβλητική θέση του ελληνόφωνου στοιχείου στηριζόταν και σε επιχειρήματα που δικαιολογούνταν από πιο συγκεκριμένες και πιο πρόσφατες επιτεύξεις: από την αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του, κατά την ίδρυση και τη διοργάνωση ποικίλων εκπαιδευτηρίων εντός και εκτός του καθεαυτού ελλαδικού χώρου), από την μεγάλη – και συχνά αποκλειστική – κυκλοφορία του ελληνικού εντύπου, τόσο του εκκλησιαστικού, όσο και του λαϊκού, που ήταν τώρα προσανατολισμένο στην προβολή περισσότερο του στενότερου «ελληνικού» στοιχείου, παρά στην επανάληψη του ευρύτερου χριστιανικού και ορθόδοξου, από τον πρωτοποριακό ρόλο των Ελλήνων της ελληνικής χερσονήσου κατά την οικονομική και πολιτιστική σύνδεση του κόσμου της νοτιοανατολικής Ευρώπης με την «φωτισμένη» Δύση.
Η πολιτιστική υπεροχή δεν προβαλλόταν μόνο προς τα έξω, προς τους άλλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και προς τα μέσα, στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Όταν η οικονομική άνοδος συνδυαζόταν με παιδεία και λογιότητα, οδηγούσε στην κοινωνι8κή προαγωγή, με γενικότερες συνέπειες σε κοινωνικές ανακατατάξεις. Η Εκκλησία, βέβαια, και, ως ένα βαθμό, και οι παραδοσιακοί «άρχοντες» του Φαναρίου εξακολουθούσαν να κρατούν τον αδιαμφισβήτητο ηγετικό τους ρόλο στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, οι νέες πραγματικότητες – οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές – μείωναν την σημασία τους, ανοίγοντας τον δρόμο σε νέους, δυναμικότερους παράγοντες. Οι κατεστημένες δυνάμεις, δεν θα ενδώσουν, αλλά τα γεγονότα θα τις ξεπεράσουν. Ένα τμήμα του Γένους θα αψηφήσει «θεούς και δαίμονες» (κατά την έκφραση του Κοραή) και θα επιζητήσει τον «φωτισμόν» του και την διαμόρφωση του πολιτικού του μέλλοντος με οδηγούς νέους «αποστόλους».
… Οι Ρωμαίοι –διαμηνύει αγανακτισμένος στην τσαρίνα ο Λάμπρος Κατσώνης, που συνέχισε (ακόμα και μετά την υπογραφή της ρωσοτουρκικής ειρήνης του Ιασίου) τις ναυτικές του επιχειρήσεις στο Αιγαίο με τον στολίσκο του που είχαν χρηματοδοτήσει Έλληνες της Τεργέστης – αποφάσισαν, αφήνοντας πλέον τα μακρινάς και ατελευτήτους εκτάσεις των ελπίδων … να κάμουν την εκδίκησίν εις τους εχθρούς τους (τους Οθωμανούς) χωρίς των επιστατών, οπού διά άλλο δεν εδούλευσαν, παρά διά να αδικήσουν τους Ρωμαίους … Την ίδια εποχή (1791) και ο Ρήγας θα διακηρύξει την εμπιστοσύνη του στις εσωτερικές δυνάμεις των ίδιων των ραγιάδων:
Μην ελπίζετε εις ξένους
και υιούς νενοθευμένους
η Πατρίς να λυτρωθεί.
Της Ελλάδος η πριν δόξα
με των τέκνων της τα τόξα
θέλει πάλιν επιστρέψει
νέους ήρωας να στέψει …
___________________
[1] Ι. Κ. Χασιώτη, «Μεταξύ Οθωμανικής Κυριαρχίας και Ευρωπαϊκής Πρόκλησης», σελ. 224-226, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001