Αδυναμίες παρηλίκων[1]*
- Ααααχ ! Μαννούλα μου !
Οξεία φωνή συγκλόνισε ξαφνικά τους επιβάτες του τραμ. Άντρες και γυναίκες σήκωσαν τα κεφάλια και έστρεψαν τα βλέματα προς το μέρος της κραυγής. Και είδαν τούτο : Μια μικρούλα, στρογγυλή, παχουλή, έξαλλη εσήκωνε το τσαντάκι με ορμή και ένας αξιοσέβαστος κύριος με μονύελο[2] και παμ τρελελέ έσκυβε το κεφάλι.
- Παλίογερε !
- Δεσποινίς ! …
- Παλιάνθρωπε, παραλυμένε, ξεκουτιάρη !
- Δεσποινίς !
…
- Παλιόγερε, με τρέλλανες.
- Μα σας παρακαλώ, επί τέλους !
- Μ’ ετάραξες, γεροξούρα !
Οι επιβάται του τραμ ευλόγησαν την τύχη, που τους χάρισε μια τόσο συναρπαστική σκηνή, και παρακολουθούσαν με ακατάσχετη περιέργεια το επεισόδιο.
- Μα τί σας έκανε, δεσποινίς !
- Μου ‘δωκε μια τσιμπιά ο άτιμος !
- Πού ;
- Εδώ ! …
Και έδειχνε η στρουμπουλή δεσποινίς το σημείον, όπου η βέβηλος χεις του «γεροξούρα» ημάρτησεν. Η γεωγραφία του γυναικείου σώματος αποτελεί χάρμα και συγκινεί πάντοτε και τους πλέον αγεωγράφητους. Εφ’ ω και έδειξαν όλοι ζωηρό ενδιαφέρον να πληροφορηθούν εις ποίον ακριβώς σημέιον έγινε το κακό.
- Πού ; Για να δούμε …
- Εδώ, κύριοι, εδώ !
- Εκεί ;;
- Αχ, με μελάνιασε. Εδώ !
Γεμάτα άπληστη περιέργεια τα μάτια των ανθρώπων εφλέγοντο να εξακριβώσουν σε ποιο εκριβώς σημέιο της θελκτικής υδρογείου της κοπέλας έδρασεν ο εχθρός. Και εκείνη η φτωχή τους κατετόπιζε σαν αξιωματικός του επιτελείου, που δείχνει τον χάρτη των επιχειρήσεων. Δεν έδειχνε το κεφαλάκι της, δεν έδειχνε τα μπράτσα, δεν έδειχνε τις γάμπες, δεν έδειχνε την πλάτη, δεν έδειχνε ούτε το ριγηλό[3] λεκανοπέδιο της κοιλιάς …
- Εκεί ;; Α τον παλιάνθρωπο !
Και τ’ απληστα βλέμματα των ευτυχών ανθρώπων εμπάνιζαν καταγοητευμένα το δυτικό ημισφαίριο της μαγευτικής εκείνης γης.
Ο άνθρωπος ετσίμπησε. Διότι βεβαίως ετσιμπήθη από τα θέλγητρα της νεαράς. Αλλά γνωστόν ρητόν λέγει : Ο τσιμπήσας τσιμπηθήσεται. Και αυτή την φοράν ο πόλισμαν τον ετσίμπησεν.
- Ορίστε μέσα, κύριε !
- Μα σας παρακαλώ !
- Έλα, ίσα – ίσα !
Και ωδηγήθη όπου έδει. Τον είδε ο πταισματοδίκης και αγανάκτησε.
- Πάλι εδώ ;
- Μα σας παρακαλώ …
- Μωρέ, τί σας παρακαλώ και κολοκύθια, Δεν ντρέπεσαι το μονόκλ που φοράς και το μουσάκι σου ;
- Κύριε, να σας εξηγήσω.
- Δεν θέλω να μου εξηγήσης. Ξέρω γιατί σ’ έφεραν πάλι εδώ … Ε, κύριε πόλισμαν ; Επάτησε τσιμπιά πάλι καμμιάς …
Το αστυνομικό όργανο συγκατένευσε :
- Και τί τσιμπιά ! …
- Τα είδες λοιπόν που σε θυμάμαι ; Τα είδες που σ’ έχω σταμπάρει ; Δεν είναι ντροπή σου, γέρος άνθρωπος, να κάνης αυτές τις βρωμοδουλειές και να μην αφίνης ήσυχες τις γυναίκες του κόσμου ; Τί θέλεις να σου κάνω τώρα ;
- Αλλά το μπαμ – τρελελέ έιχε ψυχραιμία στωική :
- Αδυναμία, κύριε πταισματοδίκα ! Η ηλικία, βλέπετε …
Συγχρόνως, συνηθισμένος να πληρώνη τον φόρον των πράξεών του :
- Πόσο ;
- Διακόσιες δραχμές πρόστιμο !
- Την άλλη φορά πλήρωσα εκατό !
Το αστυνομικό όργανο σχολίασε :
- Ακρίβηνε, κύριε !
Αλλά ο πταισματοδίκης δεν αστειευόταν :
- Για πρόσεχε εδώ. Άμα σε ξαναφέρουν εδώ γι’ αυτή τη δουλειά, δεν θα γλυτώσης έτσι εύκολα. Ακούς ; Δεν μπορείς να ασχημονής εις βάρος των γυναικών του ξένου κόσμου και να ‘ρχεσαι εδώ να ξεμπερδεύης μ’ ένα – δυο εκατοστάρικα. Ο νόμος προβλέπει και άλλας ποινάς ! Θα σου κάνω εγώ να κόψης την ωραίαν αυτή συνήθεια.
Ο άνθρωπος έσκυψε το κεφάλι, άνοιξε το πορτοφόλι, επλήρωσε το πρόστιμο και τα έξοδα περί τα τρία εκατοστάρικα, μουρμουρίζοντας :
- Ακριβά, μωρέ ! πολύ ακριβά.
Και πράγματι με διακόσιες δραχμές δεν θα «ετσιμπούσε» απλώς, αλλά και θα εγεύετο χορταστικώς τα αγαθά της γης Χαναάν.
_____________________________
[1] Δημήτρη Ψαθά, «Η Θέμις έχει κέφια», 1969
[2] μονόκλ
[3] τρεμουλιάρικο
* Ευαγγέλου Μιλλεούνη, "Ανθολογία Νεοελλήνων Σατιρικών και Ευθυμογράφων", εκδόσεις Ευθ. Χριστόπουλου, Αθήνα 1972